Archive for the ‘Μικρά δέκα’ Category

Ηρακλειτογηθή

12 Νοεμβρίου, 2011

Ηρακλειτογηθή

 

  1. Ανάπτυξις επιστήμης εστί η το δυνατόν συμπερίληψις πλείονος σύμπαντος εν τη ερμηνεία του μεμονωμένου φαινομένου.

 

  1. Δουλούν δουλούμενον, δουλούμενον δουλούν.

 

 

  1. Βλακείη μέζων ανθρώποισιν ανηθικότης

 

  1. Προβαλών την κεφαλήν και ιδών το πριν της Μεγάλης Εκρήξεως ώκτιρεν το παρελθόν ανθρώπων μέχρι του νυν.

 

 

  1. [Κόρρινα, 6ος π. Χ. αι., Εκδοχές απουσίας και αδείου, Πλανόδιον 1996, αρ. 24]: Και νυν έστι και έσται το ποίημα Κορρίνης. Πλην ηρνήσατο το πλαίσιον του κόσμου τούτου, απετίναξεν τούτον. Αναμένον.

 

  1. Κτιστού επέλασις. Γέφυραι, οικοδομήματα, οδοστρώματα, μηχαναί, μήτραι τεχνηταί, ζώα και φυτά προσχεδιασμένα, οχήματα, άνθρωποι μετηλλαγμένοι, ψυχαί ψηφιακαί.

7.   H ώρα της συγγραφής του μείζονος ποιήματος αιέν εστί  η παρούσα.

8.   H δι’ εαυτόν Bιβλιογραφία συγγραφεί δαίμων.

9.  Εν εποχαίς διάφοραις διαφόρως περί θείου, νυν ότι άνευ εισόδου και εξόδου πληροφορίας.

10. Mετακινουμένη εν χρόνω και δυνατότησι η Ύβρις.

11. Η επιστημολογία της επιστημολογίας της επιστημολογίας της επιστημολογίας της …έως την νυ, έως Θεού.

ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΑΣΚΗΣΕΩΝ

14 Μαρτίου, 2011

 

 

ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΑΣΚΗΣΕΩΝ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Λευκωσία 2013

 

 

 

 

 

 

 

 

Περιεχόμενα

1.      Που να σας εξηγώ

2.      Οκτωβριανό

3.      Κύπρος, 15 Ιανουαρίου 1950

4.      Γρίβα Διγενή και Μετοχίου

5.      Εις τον τάφο του μονόχνοτου και εμμανούς επαρχιώτη Σάββα Παύλου -Τζονή (1951- )

6.      Διαβάζοντας το βιβλίο της Αλεξάνδρας Σαμουήλ,  Ιδαλγός της Ιδέας Η περιπλάνηση του Δον Κιχώτη στην ελληνική λογοτεχνία

7.      Ανακρεόντιο (ανάπλαση)

8.      Άντριου Μόσιον, Αλλαγή καθεστώτος (μετάφραση)

9.      Οδυσσέας Ελύτης

10.  Η κόρη μου η Ρίμα

11.  Μεταπολεμικός Έλλην ποιητής

12.  Γραμματικού τάφος

13.  Κενοτάφιο στην Έφεσο

14.  Θείο ελληνικό καλοκαίρι

15.  Ο πλασιέ

16.  Τα σύννεφα του 1927

17.  Τα μπάζα μακριά

18.  Μορφή και περιεχόμενο

19.  Οκ γαθν πολυϊατρίη

20.  Μελέτη Θανάτου

21.  Η εικών

22.  Το υπόλοιπο

24.  Σελίς 17

25.  Που να σας εξηγώ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πού να σας εξηγώ

 

Ότι το μωρόν του Θεού σοφώτερον των ανθρώπων.

Το μωρόν του Θεού,

το δεύτερο θερμοδυναμικό αξίωμα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Οκτωβριανό

 

Βρέχει. Κι αρχίζω

στο χαρτί σπορά· λέξεις

που με φυτρώνουν

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κύπρος, 15 Ιανουαρίου 1950

 

Μια

φωνή:

Έ – νώ – σίς.

Λαός ίστωρ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                   Γρίβα Διγενή και Μετοχίου

 

Είδα τον Μενέλαο Χριστοδούλου στο δρόμο.

Κοστούμι, γραβάτα, γυαλιά χοντρά, στο χέρι

η βαριά τσάντα καθηγητών και ανωτέρων υπαλλήλων

-εικόνα λόγιου της Κύπρου παρελθόντων ετών.

Από ποια χαραμάδα ξέφευγε υπερκόσμιος;

Ήταν της ψυχής το εσώτερο χάραγμα που φάνηκε

στο μάτι που σπινθηροβόλησε

ήταν οι αιώνες της ελληνικής γλώσσας που κουβαλούσε

κι όμως ανάλαφρος.

Απ’ τη μισάνοιχτη χούφτα άρχιζε η σπορά των λέξεων

για τα πετεινά του ουρανού και τους περήφανους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Εις τον τάφο του μονόχνοτου και εμμανούς επαρχιώτη Σάββα Παύλου -Τζονή (1951)

 

Είδε και διάβασε πολλά. Κρατούσε

μια εικόνα του κάμπου πάντα, την Ιλιάδα

και το «είμεν τε και ουκ είμεν» του Σκοτεινού.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Διαβάζοντας το βιβλίο της Αλεξάνδρας Σαμουήλ,  Ιδαλγός της Ιδέας Η περιπλάνηση του Δον Κιχώτη στην ελληνική λογοτεχνία

 

Ο πατέρας μου, πρώτη και τελευταία έξοδος απ’ την Κύπρο.

Τον πήρα στο Λυκαβηττό, βγήκαμε στην κορφή με το τρενάκι.

Κοίταξε μπροστά ως την άκρη του ματιού: πολυκατοικίες,

το ίδιο δεξιά κι αριστερά, γύρισε πίσω: πολυκατοικίες πάλι ως την άκρη της μνήμης.

«Μα που σπέρνουν αυτοί;» αναρωτήθηκε.

Ή αλλιώς «Ποτέ δεν είδα τόσο θάνατο φυτρωμένο».

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ανακρεόντειο (ανάπλαση)

 

Κάθε τραγούδι και μια πόλη που έπεσε:

η Τροία, η Θήβα, η Σελεύκεια.

Όμως πια τώρα θα σας πω

πως έπεσα εγώ.

Δεν με κουρσέψαν πεζικό ή καράβια

και δεν με χάλασε το ιππικό

αλλά μια άλλη στρατιά

που με τοξεύει με κτυπά

μέσα απ’ τα μάτια σου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Άντριου Μόσιον, Αλλαγή καθεστώτος

 

Κατεβαίνοντας  απ’ το δρόμο  της Νινευϊ

ο Θάνατος σταμάτησε  για λίγο κι είπε: -Προσοχή!

Βλέπεις  τα ονόματα των τόπων εδώ στη γύρω πλάση;

Δικά μου είναι τώρα, τα ’χω ξεκοιλιάσει.

Να, η Εδέμ, στο νότο πέρα. Την αυγή

είπα στο στρατό μου  ρίξτε τα στη γη

τα τείχη και τις πύλες της έτσι που καθείς να δει

το γλυκό της μήλο πάνω στο κλαδί.

Το θέλεις, δεν ειν’ έτσι; Πήγαινε τότε να το φας,

γλείψε τα χείλη σου και κόψε το ίδιο πάλι με μιας.

Να, ο Τίγρης κι ο Ευφράτης, σε λωρίδες έρεαν παλιά

του Ήλιου και της άμμου, χρώματα που ‘δειχναν ανεμελιά

Άλλο πια δεν το μπορούν. Τους γέμισα γοργά

μ’ αμέτρητη λογιών λογιών ανθρωποκοπριά

Να, η Βαβυλώνα,  κι οι κήποι της οι κρεμαστοί,

γλύκαιναν τις βασιλείες σ’ ώρα ειρηνική

βρήκα τώρα άλλο τρόπο να ευωδιάζω τον αέρα:

μια λέξη άλλη πια για την απελπισία που τρυπά ως πέρα

που αφήνει τη Βαγδάτη, μιναρέδες με το άστρο στην κορφή,

αίθουσες κι αυλές μαρμάρου, αντικατοπτρισμοί  σε μέρα θερμή.

Τους τόπους αυτούς και τ’ αρχαία πράγματα που ξέρατε, θέλω να πω

δεν θα τα ξέρετε σε λίγο. Δουλεύω ήδη γι’ αυτόν τον σκοπό.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Οδυσσέας Ελύτης

 

Ένας ελεύθερος διανοούμενος

είναι σαν μια ωραία γυναίκα

μόνος και μόνη αλλά μ’ όλο το σύμπαν μέσα τους

ξεχωριστός και ξεχωριστή μα και ψηφίδα του κόσμου

αναρχικοί στην τάξη του αιώνιου.

Γι’ αυτό μη δίνετε σημασία σ’ αυτόν που με κρίνει

-ο συνήθης ημιμαθής των πανεπιστημίων:

Δεν έχει, λέει, προθέσεις κι επαγγελματικές φιλοδοξίες

το γλαυκό κορίτσι μου.

Αυτοί που μένουν

στο χωριουδάκι των νεοελληνιστών δεν μπορούν

να κρίνουν τους συμπαντικούς

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η κόρη μου η Ρίμα

                      στον Κώστα Βασιλείου

 

 

Μαζί με τον Ριμάκο

και τον Ριμαχό

σκότωσα τον Δράκο

στο έλος το ρηχό.

 

Μαζί με τον Ριμάχο

και τον Ριμακό

τον άγιο μονομάχο

τον κατανικώ.

 

Και να η Ριμαχόνα

που έκανα λεχώνα

έγιν’ Θεέ! το σώσε

κάποια βραδιά,

μού ’πε – της είπα «δώσε»

και πήγαν όλα πρίμα

και να τώρα κοντά:

η κόρη μου η Ρίμα

να σας χαιρετά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μεταπολεμικός Έλλην ποιητής

με τον τρόπο του Μανούσου Φάσση

 

Έγραφε κάποτε για εργάτες και σοβχόζ

-ποιος τη θυμάται πια αυτή τη λέξη;

Πέρασε ύστερα σε ιστορίες ροζ:

«Τα φλογερά Μαρίνας και Αλέξη».

Πληθωρισμός κι εδώ, χρειαζόταν κάτι

να διαφέρει, σαν πι χι «θαύμα του Οζ»

Απόδραση στ’ονειρικό, σε μονοπάτι

ανατροπής, και γράφει: «Μάγοι στο κολχόζ».

Κι εδώ πολλοί ομότεχνοι, θα επιπέσει

σ’Αγία Γραφή και γράφει «Ρουθ – Βοόζ»

σε λίγο άλλη πόρτα θα κτυπά με ζέση

χρήσιμος όμως! Να, στων στίχων τη γλυκόζη

θα δεις ποιες είν’ μέσα στη γλώσσα μας σε –οζ

οι λέξεις. Το ατάλαντό του ας όζει!

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Γραμματικού τάφος

 

Δύστυχο δίστιχο. Δύσστιχο.

Μα πετυχαίνει. Δίστυχο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κενοτάφιο στην Έφεσο 

 

Που πήγε, που χάθηκε αυτός

που ζούσε μ’ όλο το σύμπαν μέσα του;

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Θείο ελληνικό καλοκαίρι

 

 

Καλοκαίρι στην Κίμωλο, ένα παλιό σπιτάκι -ευκαιρία, μέσα στο περιβόλι της κυρά Αγάθης. Είκοσι μέρες πανέμορφες με την Κατερίνα, θάλασσα, φρούτα, ήλιος και ύπνος. Και κάθε απόγευμα καταφτάνει ο Σταχτής, ο γάτος της κυρά Αγάθης και μας φέρνει γεμάτος περηφάνια τα τρόπαιά του: μια ακρίδα, ένα τζιτζίκι, μια σαύρα μικρή. Παίζει μαζί τους ηδονικά, με νύχια και δόντια, σε λίγο τα κομματάκια τους απλώνουν στο πάτωμα. Στην αρχή πήγαμε να τα γλιτώσουμε, μας φάνηκε ωμό να γίνονται τέτοια πράγματα σε τέτοια μέρη ειδυλλιακά, όμως μετά έμαθα να αρπάζω την Κατερίνα, να αλληλοαρπαζόμαστε καλύτερα σε ένα σπαρακτικό αγκάλιασμα, με δόντια και νύχια και με κάθε τρόπο ο ένας μέσα στον άλλο, βογγητά που κρατούσαν όλη την σκληρή ώρα, μέναμε στο τέλος κομματιασμένοι κι άφωνοι, ανίκανοι να κινηθούμε ένα ρούπι.

Ότι κι εμείς ξέρουμε το σπάραγμα από τη συνάντηση της πίκρας της ζωής και της ηδονής του θανάτου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο πλασιέ

 

 

Κοιτάζω τη ολόμαυρη ράχη των Ψαρών. Έρημη γη, διακρίνεις ακόμα μικρές εστίες φωτιάς και κάμποσο καπνό που ανεβαίνει.

Όχι, δεν είμαι η Δόξα που μελετά τα λαμπρά και τα ηρωικά από ψηλά, ένας πλασιέ εμπορικών  προϊόντων είμαι, που βλέπει από το αεροπλάνο τ’ αποκαΐδια των Ψαρών -φωτιές των οικοπεδοφάγων, των πυρομανών, των ηλιθίων. Η δουλειά μου εξαίρετη, με σίγουρη την προαγωγή, η εταιρία μού δίνει μεγάλο ποσοστό κέρδους, γυρίζω σε λιμάνια και αεροδρόμια με την τσάντα γεμάτη διαφημιστικά, για νέο τρόπο και σύγχρονη ζωή, ακόμη δείγματα προϊόντων, συμβόλαια κι επιταγές και βλέπω τακτικά τέτοιες φωτιές σε πολλά μέρη .

Κάποτε σκέφτομαι ότι εγώ  τις βάζω.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τα σύννεφα του 1927

 

Τι να έγιναν τα σύννεφα του 27. Του 1927, ίδια μέρα και ώρα με τη σημερινή, απόγευμα 23 Οκτώβρη. Είχαν παρόμοια σχήματα; να ο γέρος με τα γένια που καπνίζει και αλλάζει σε ένα άγριο θηρίο που σηκώνεται στα δυο του πόδια, δεξιά ένα δέντρο που πάει να γίνει πουλί με μια τεράστια φτερούγα που κουρνιάζει από τη μια κι από την άλλη μοιάζει με σπίτι ανοικτό, ύστερα κάποια που μας νεύει έλα, το ένα σκέλος της μικρότερο απ’ το άλλο, δίπλα ξεκινά ένα ύψωμα σαν οροσειρά. Τόσα σχήματα, τόσοι όγκοι, τόσα μηνύματα. Πώς τα είδαν οι άνθρωποι τότε, ο παππούς μου ήταν 29 χρόνων, η μάνα μου έξι, τα πρόσεξαν όπως εγώ τα σημερινά ή τα αγνόησαν. Τι σκέφτηκαν γι αυτά ο Σεφέρης, ο Καβάφης, ο Σικελιανός;  Τα σύννεφα της 23ης Οκτωβρίου 1927. Ένας κόσμος ολόκληρος, ένα έπος με σχήματα και όγκους που ξύπνησαν μνήμες και όνειρα και χάθηκαν.

Τι να έγιναν οι νέοι του 80, του 1980; Θα αναρωτηθούν κάποιοι ύστερα από εκατό, διακόσια χρόνια; Αγώνες και όνειρα που πήραν σχήματα από προσπάθειες και όγκους από εκφράσεις.  Σαν σύννεφα υψωθήκαμε και χαθήκαμε.

…….

Τι να έγιναν οι μορφές των συννέφων, πριν χίλια ή ένα εκατομμύριο χρόνια; Ακόμη πιο μπροστά, πεντακόσια ή εννιακόσια εκατομμύρια χρόνια προηγουμένως, πριν φανεί ο άνθρωπος να τα θαυμάσει; Νέφη μικρά και τεράστια,  που κάποτε κάθισαν σαν σκουφί σε δέντρα και κορφές, που έπαιξαν  με το φεγγάρι ή με τον ήλιο, που πρόβαλλε πότε πότε μέσα απ’ αυτά. Αμέτρητες μορφές του νέφους που κυνηγήθηκαν με άλλες στ’ αλώνια του ουρανού.  Μελανίτες, σωρείτες, νέφη μαύρα της καταιγίδας ή άσπρα, νέφη σκοτεινά ή χρυσαφένια από το κίτρινο του δειλινού, μισά δροσοσταλίδες του νερού και μισά φως. Αν δεν γίνει Θεός ποιος θα κρατήσει τη μαγεία τόσης εκατομμυρίων χρόνων  ομορφιάς ;

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τα μπάζα μακριά

Σβήνω με μαρκαδόρο μια μια τις λέξεις, διάστικτη η σελίδα από τις μελανιές, μένει μόνο εκεί στη μέση η λέξη: ελευθερία, χωρίς άλλες λέξεις πριν ή μετά να υφαίνουν ιστό. Σβήνω όλη την ιστορία κάθε ανθρώπου, αφαιρώ μέχρι που φτάνω στη στιγμή που είπε: είμαι ξεχωριστός άρα  κι ο θάνατος με διαγράφει. Διαγράφω  τόσα που συνέβησαν ανάμεσά μας, φτάνω στην ώρα που σε είδα έτοιμη και ωραία και είπα: αυτή η γυναίκα είναι η ιστορία μου, ξεκινάμε. Αφαιρώ όλη την ιστορία του κόσμου μας, φτάνω στον μεγάλο βυθό, στο μεγάλο κενό, στο αναπαρθένεμα της Μεγάλης Έκρηξης. Έτσι γράφεται η ποίηση, ξεσκαρτάροντας συνεχώς, αδειάζοντας άχρηστα και μπάζα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μορφή και περιεχόμενο

 

Κάθε φορά που ήταν να μπει στο σπίτι του, άνοιγε μια τρύπα στον τοίχο ή στην οροφή, άνετη τρύπα κι έμπαινε κύριος. Εντάξει, ξεσκόνιζε λίγο τα ρούχα του, κάποιες σκόνες βλέπετε έπεφταν πάνω. Το ίδιο κι όταν έβγαινε. Όλα καλά, μόνο οι οδοκαθαριστές μουρμουρούσαν που είχαν να μαζεύουν τα μπάζα που στοιβάζονταν  κάθε λίγο μπροστά στο πεζοδρόμιο -δυο έξοδοι και δυο είσοδοι την ημέρα βλέπεις. Μπαίνοντας βγαίνοντας, το σπίτι άρχισε να χάνεται σιγά σιγά, στο τέλος δεν έμεινε τίποτα. Καθόταν στο σαλόνι του αδιαφορώντας για τις ματιές των περαστικών κι ένιωθε το σχήμα του σπιτιού του να τον αγκαλιάζει προστατευτικά και την ίδια ώρα να του ανοίγει το άπειρο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Οκ γαθν πολυϊατρίη

ητρσι Χάριτι Σπανο, Σωτηρί Σόρογκ

 

Ένας σύγχρονος άνθρωπος ρωτά και άλλη γνώμη, τόνιζε. Πληρώνεις, αλλά μαθαίνεις καλύτερα.

Έτσι, μόλις του τύχαινε κάτι, πήγαινε και σε δεύτερο και τρίτο γιατρό. Κάποτε, τον σύγχυζαν οι διαγνώσεις τους, οι θεραπευτικές τους συμβουλές· αυτό το χάπι προκαλεί παρενέργειες ο ένας· το φάρμακο εκείνο μακροχρόνια κάνει ζημιά στα νεφρά, ο άλλος. Μη ο ένας, ναι ο άλλος, όχι και ίσως ο τρίτος.

Όπως τον περασμένο μήνα, με το στομάχι του και τις δύσπνοιές του, ένιωθε να πνιγόταν και να αναποδογυρίζονταν τα σωθικά του. Πέρασε από τρεις γιατρούς, κοντά στον τρίτο ήταν το σπίτι της γιαγιάς του, πέρασε κι από ’κεί κρατώντας συνταγές και φάρμακα που πολεμούσαν μεταξύ τους.

Η γιαγιά μόλις είχε βάλει φύλλα της ελιάς και λιβάνι στο καπνιστήρι και κάπνιζε το σπίτι. Μόλις μπήκε, τον θυμιάτισε κι αυτόν σταυρωτά, τρεις φορές.

-Έλα, παιδί μου, ένα τσάι με χαμομήλι θα σου κάνει καλό, του είπε μόλις άκουσε τα νέα του. Έφερε το μπουκάλι με το οινόπνευμα, -μετά το τσάι, λίγες εντριβές ωφελούν, του είπε.

Έβγαλε το πουκάμισό του και ξάπλωσε στον καναπέ μπρούμυτα, οι εντριβές με το οινόπνευμα ήταν η δεξιότητα της γιαγιάς, κι ο πατέρας του κι ο θείος Βασίλης έλεγαν τακτικά: θα πάμε από τη μάνα για τρίψιμο με σπίρτο, να φτιάξει η μέρα μας. Ξαπλωμένος, είδε που μετακίνησε πιο δεξιά το ερμάρι της με τα ωραία πιατικά, έτσι καλύφθηκε η ρωγμή του τοίχου, που ’γινε από τον σεισμό, πριν από τέσσερα χρόνια.

-Τώρα του είπε, νερό και λουκούμι από τη Θεσσαλονίκη, μου τα ’φερε ο θείος σου ο Βασίλης, που ήρθε προχτές. Κούμπωνε το πουκάμισό του, κι όπως του άφηνε λουκούμι και ποτήρι, την κοίταξε, του έκανε εντύπωση ότι και οι ρυτίδες της ήσαν ήρεμες.

Η γιαγιά, ήταν με χτήματα και μεγάλη περιουσία στο Λευκόνοικο, με την εισβολή έφυγε με τον άντρα της άρον άρον, με τέσσερα παιδιά, έχασε και τον άντρα της πριν από είκοσι χρόνια κι ένα γιο της, τον Ευαγόρα –την ίδια εποχή από καρκίνο. Ύστερα από πέντε χρόνια και το άλλο το παιδί της, τον Νικόλα, από ατύχημα με τ’ αυτοκίνητο. Πάντα, όταν μιλούσε για τον Νικόλα, θυμόταν που εκείνη τη μέρα αυτός είχε πολλές δουλειές κι έτρεχε συνεχώς, δεν μπορούσε καν να βρει μια στιγμή να περάσει απ’ το σπίτι του για φαϊ, «έλα από ’δώ» του είπε, όταν κάποια στιγμή της τηλεφώνησε, «είμαι κοντά στις δουλειές σου, κι έχω μαγειρέψει κάτι που σ’ αρέσει», όμως έγινε το κακό «κι έφυγε νηστικός», τόνιζε γεμάτη πίκρα, κι αυτός πονούσε παραπάνω τον χαμένο θείο του, γιατί τον θυμόταν πιο πολύ, αφού πέθανε όταν ήταν δεκατριών χρονών, μα κυρίως γιατί τον ένιωθε για δεκαπέντα χρόνια να παραμένει πάντοτε νηστικός, αφού δεν πρόλαβε το φαϊ της γιαγιάς.

Έζησε στερημένα η γιαγιά, πριν από εφτά χρόνια δεν είχε λεφτά να φτιάξει τα δόντια της, αυτή που ήταν στο Λευκόνοικο αρχοντοπούλα. Ο πατέρας με τον θείο του έκαναν ένα δάνειο από τη Συνεργατική για να πληρώσουν τους οδοντίατρους, δεν της το είπαν –είναι μια επιχορήγηση των ιατρικών υπηρεσιών, την παραπλάνησαν, για να μη λυπηθεί ότι τους έβαζε σε κόπους και έξοδα.

Ήπιε το νερό, σιγά σιγά ένιωσε περδίκι.

-Γιαγιά, πώς τ’ άντεξες όλ’ αυτά; Τη ρώτησε ξαφνικά.

-Ο καιρός όλα τα θεραπεύει, παιδί μου, είπε κι έμεινε σκεφτική, κι ύστερα: – όλα, ακόμη και την αρρώστια της ζωής.

-Την αρρώστια της ζωής;

-Σε ταλαιπωρεί το κρύο και η ζέστη σε φοβίζουν βροντές και σεισμοί, τρέμεις για τους δικούς σου. Κι ύστερα σε βασανίζει το κορμί σου, σε πληγώνουν οι γύρω σου. Πρέπει κάποτε να ησυχάσεις και απ’ αυτήν.

Σε τριάντα μέρες ήταν στην εκκλησία για την κηδεία της. Πέθανε από ανακοπή στον ύπνο της. Ο πατέρας και ο θείος του σφαγμένοι στον πόνο, αυτός την έβλεπε στο φέρετρο –γαλήνια η μορφή της, την ένιωθε να ανυπομονεί πότε να τελειώσουν οι ψαλμωδίες και ν’ αρχίσει το φτυάρι να τη ραίνει ωραία ωραία με χώμα κι αγκάθια, θεραπευμένη πλήρως ν’ αρχίσει το κορμί της να λικνίζεται στα κύματα μιας θάλασσας του ανόργανου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μελέτη Θανάτου

 

Το είχε σκεφτεί τόσες φορές, το μεθόδευε μελετημένα. Την ώρα Εκείνη θα έκλεινε όλο το σύμπαν μέσα του. Στη συγχρονική διάσταση του κόσμου όλα τα ανθρώπινα της γης κι όλα τα ουράνια σώματα, νεφελώματα και μαύρες τρύπες, σε ακτίνα  γύρω του δισεκατομμύρια έτη φωτός. Και την ίδια ώρα τα προηγούμενα ως τη μύτη του κώνου, όταν πρωτοξεκίνησαν όλα, πριν 14 δισεκατομμύρια χρόνια. Όλα θα τα ζούσε, ακτίνες γάμμα, άτομα και μόρια, δημιουργίες ήλιων και πλανητών, η Γη και τα πρωτοκύτταρα, η εξέλιξη των ειδών, των εργαλείων και της γλώσσας, το ξεκίνημα της τέχνης ίσαμε σήμερα, οντογένεση και φυλογένεση. Η Ιστορία. Όλα θα τ’ αγκάλιαζε το βλέμμα του μυαλού του, περιέχοντας γερά το σύμπαν όλο μέσα του, έτοιμος θα παραδιδόταν στο σύμπαν που τον περιέχει.

Όμως την ώρα Εκείνη ήλθε ένας ψίθυρος «φεύγω τώρα», το άρωμά της φτερούγισε, μια φευγαλέα σκιά, τότε που κατάλαβε πως τον άφηνε.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η εικών

 

Πολλά τα θαυμαστά της Μονής, σιγίλλια, λάβαρα, ευαγγέλια σε περγαμηνές, όμως για όλους, πάνω απ’ όλα, είναι η θαυματουργός εικών της Παναγίας, έργο του ευαγγελιστή Λουκά, δόθηκε εδώ το 890 μ.Χ., ο θεοσεβής Λέων ο Έκτος ήτανε τότε αυτοκράτορας στην Πόλη.

Μας ξεναγούσε ο μοναχός, όμως ο φίλος μου, αποτελεσματικός όπως πάντοτε, έσκυψε στ’ αυτί μου.

-Με τη μέθοδο «άνθρακας 14» αυτά όλα λύνονται, μου ψιθύρισε. Λοιπόν, θα ’ναι της ίδιας εποχής που βρέθηκε, άντε εκατό χρόνια πιο παλιά.

Σκέφτηκα αυτά τα χρόνια, 400 χιλιάδες μέρες, τον όρθρο και τον εσπερινό, πρωί κι απόγευμα μπροστά της, τις λειτουργίες, τις παρακλήσεις, τα μνημόσυνα, πάνω από δυο εκατομμύρια τελετές με ψαλμωδίες και θυμιάματα, τ’ αμέτρητα κεριά των πιστών που άναψαν προσκυνώντας την εικόνα με μια ευχή, το κλάμα του ενόχου κι αυτού που παρακαλούσε για κάποιον που αγαπούσε, κι ο χώρος φωτίστηκε με ένα άλλο φως.

-Είναι πιο παλιά, του είπα, η εικόνα.

-Τι λες; Την πας ως την εποχή του ευαγγελιστή Λουκά; Μα τώρα όλα χρονολογούνται σωστά, η μέθοδος με τον «άνθρακα 14» θα σε διαψεύσει.

-Πολύ πιο παλιά, απάντησα, από τότε που ό άνθρωπος δοκίμασε από το Δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού, και στο ζύγι βαραίνει πάντα η πλευρά με τον πόνο και την πίκρα, κι ο θάνατος τραβά τη ζυγαριά όλη ως κάτω στη γη. Πρέπει ν’ αντέξουμε, λοιπόν, σ’ ένα κομμάτι ξύλο απ’ αυτό το Δέντρο τη ζωγράφισαν, κράτημα και ίσο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το υπόλοιπο

 

Όταν γνωρίστηκαν και τον επισκέφτηκε για πρώτη φορά στο ατελιέ του, είδε το τεράστιο κομμάτι του μαρμάρου και σκέφτηκε ότι σ’ αυτόν τον ακατέργαστο όγκο κρύβονταν όλες οι μορφές του κόσμου. Ο Ωγκύστ μπορούσε να σου εμφανίσει έναν γέροντα σοφό, μια πανέμορφη γυμνή νεράιδα, άλογο ή κένταυρο, Σπαρτιάτη πολεμιστή με ασπίδα ή  σύγχρονο τυφεκιοφόρο.

Ο Ωγκύστ οιστρηλατημένος, χτυπούσε με το σφυρί τη σμίλη και κομματάκια από μάρμαρο έπεφταν κάτω στο δάπεδο, η σκόνη τού είχε ασπρίσει την ποδιά, τα χέρια και το πρόσωπο.

-Φιλίπ, του είπε, έχει καιρό να ρθεις από δω, είναι Το Φιλί, που σου έλεγα, σε λίγες μέρες το τελειώνω, και του ‘δωσε με θέρμη το χέρι.

Του έσφιξε κι εκείνος το χέρι δυνατά μα κοιτούσε αποσβολωμένος το έργο, ήταν κάτι θεσπέσιο.

Μίλησαν ακόμη λίγο, η ματιά του θαμπωμένη συνεχώς στο σύμπλεγμα, φεύγω τώρα του είπε, έχεις να δουλέψεις, μη σε διακόπτω.

Στο δρόμο κοίταξε στα χέρια του τη σκόνη του μαρμάρου από τη χειραψία με τον Ωγκύστ. Πήγε να ξεσκονιστεί όμως συγκρατήθηκε. Υπάρχει αυτό το έργο και το άλλο το πέραν αυτού, σκέφτηκε, εγώ έχω στα χέρια μου τον υπόλοιπο κόσμο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σελίς 17

 

Σελίς υπ’ αριθμόν δεκαεπτά. Εσύ αναγιγνώσκεις.

Ο ρόλος σου ξεκάθαρος, υπάρχει η σελίδα με το κείμενο, κι η ματιά σου από πάνω που σαρώνει λέξεις και γραμμές, είσαι ο αναγνώστης.

Το βιβλίο όμως είναι δικό μου, είσαι λοιπόν ο αναγνώστης μου.

Γιατί επιμένεις να πας παρακάτω; Τι του βρίσκεις αυτού του βιβλίου; Παράτα το!

Δεν το παράτησες λοιπόν, αφού διαβάζεις κι αυτή τη γραμμή.

Έχουμε μια άλλη σχέση πια, δεν είσαι ο αναγνώστης που μπορεί να συνεχίζει ράθυμα κάτι, μια και το άρχισε.

Άλλη σχέση, αφού ο συγγραφέας σε καλεί για διακοπή και συ συνεχίζεις.

Είσαι λοιπόν ο αναγνώστης μου που επιμένει. Θεέ μου, που επιμένει για μένα!

Ξέρεις πόσα βιβλία κυκλοφορούν κάθε χρόνο; Δύο εκατομμύρια.

Ξέρεις πόσα βιβλία θα κυκλοφορήσουν τα επόμενα διακόσια χρόνια.

Όχι δεν είναι διακόσια επί δύο ίσον τετρακόσια εκατομμύρια.

Τα υπολογίζω σε ένα δισεκατομμύριο εκδόσεις, είναι οι αυξητικές τάσεις, οι ευκολίες πια της έκδοσης. Με τα σχετικά ηλεκτρονικά προγράμματα, ακόμη και μια ρέουσα εκπομπή στην τηλεόραση ή το ραδιόφωνο, με μια εντολή αυτή θα καταγράφεται και θα κυκλοφορεί σε βιβλίο. Συνεντεύξεις και συζητήσεις στις καφετέριες θα γίνονται βιβλία, όπως και οι ευχές σε γάμους ή τα λόγια σε εκθέσεις. Εντυπώσεις και κριτικές κριτικών και κοινού στην έκθεση του Νικόδημου Παυλίδη, Θεσσαλονίκη 13 -28 Ιουνίου 2039. Μνήμες, αλληλογραφία, μαρτυρίες, τεκμήρια. «Αρχαιολογικές ειδήσεις στην εφημερίδα Ακρόπολις, 1900-2000». Και μετά για φιλολογικές ειδήσεις, για τους Βασιλικούς, τους Φιλελεύθερους, τους έτσι και αλλιώς, που βρίσκονται στα εκατόν χρόνια της εφημερίδας. Χίλιοι τόμοι. Σχόλια στο Ιντερνέτ που πλαισίωσαν την ανάρτηση ενός άρθρου. «300 σχόλια για το άρθρο του Δ. Χιψίδη, Πολιτισμός και ωμοφαγία». Κι αυτά βιβλίο.

Λοιπόν παράτα το. Διαβάζεις ένα από τα ένα δισεκατομμύριο βιβλία που θα κυκλοφορήσουν μέχρι το 2210. Για να τα διαβάσεις όλα, αν διαβάζεις δέκα περίπου την ημέρα, θέλεις 600 χιλιάδες χρόνια. Θέλεις αυτή την αγγαρεία; Μάλλον θα ζήσεις τόσο; Και που θα τα βάλουμε αυτά τα βιβλία, στρώσανε τη γη με ασφαλτόδρομους, χώρους στάθμευσης, πεζοδρόμια, και τώρα χρειάζονται εκατομμύρια στεγασμένα  τετραγωνικά για να φυλάμε τα βιβλία. Εκατομμύρια στεγασμένα τετραγωνικά σε κάθε χώρα, σε κάθε πόλη.  Ναι, χωρούν σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, μα εμείς θέλουμε  την έντυπη μορφή τους, δεν μπορούμε να τα κάψουμε, θα αρχίσουν πολλοί τα προοδευτιλίκια, ότι, να: όπου καίνε βιβλία καίνε και ανθρώπους.

Εγώ το διακηρύσσω: Να τα κάψουν, να ανασάνει ο χώρος. Εσύ, το ξέρω, αντιδράς. Μα αν κάτι έχουν να πουν, μια λεπτομέρεια έστω, μια παρατήρηση, κάτι θα έχουν να προσθέσουν;

Να τα κάψουν, άμα κρατήσεις τα βασικά και τα κεφαλαιώδη, κάποιος εύκολα μπορεί να ξαναβρεί το νήμα. Δεν χρειάζεται αυτός ο πληθωρισμός.

Να καεί και το βιβλίο που κρατάς. Το δικό μου. Παράτα το. Γιατί αυτό ανάμεσα στα τόσα άλλα; Μ’ αυτό θα βγάλεις τα μάτια σου;

Έχεις διαβάσει Ντοστογιέφσκι, τον Δον Κιχώτη, τον Βασιλιά Ληρ, έχεις διαβάσει Ευριπίδη, Αισχύλο, Σοφοκλή; Τι το θέλεις αυτό αν δεν διάβασες τους μεγάλους; Μου θυμίζεις διάφορους προοδευτικούς καθηγητές, που έφερναν συνεχώς, από διάφορα έντυπα, χρονογραφήματα κι επιφυλλίδες συγχρόνων,  για να εμπεδώσουν στους μαθητές το πνεύμα  (δήθεν και πάλιν δήθεν)  της εποχής, και δυσφορούσαν όταν έπρεπε να διδάξουν Όμηρο, Τραγικούς, Δάντη και Σαίξπηρ.

Έχεις διαβάσεις αυτούς, για να καταπιάνεσαι σήμερα μ’ αυτό το βιβλίο; Σε παρακαλώ να το παρατήσεις. Υπάρχουν σημαντικότερα πράγματα.

Θα πεις τώρα «γούστο μου, καπέλο μου, ό,τι θέλω διαβάζω, διαβάζω και το πιο φτηνιάρικο.» Το πιο φτηνιάρικο των άλλων, δεν θέλω κάποιος να διαβάζει τη δική μου πτώση

Ακόμη με διαβάζεις; Είσαι ανυπόφορος.

Θα πεις εσύ:  Και που ξέρεις ρε έξυπνε ότι σε διαβάζω, μπορεί να το παράτησα το βιβλίο κι εσύ μιλάς στο κενό. Μ’ αρέσει η αντίστασή σου, σε ξέρω όμως καλά, για να το λες αυτό θα πει ότι συνεχίζεις. Παράτα το, λοιπόν.

Σκέφτεσαι τώρα: αυτός  το παίζει μοντέρνος συγγραφέας, που δεν κολακεύει τον αναγνώστη του, δεν είναι όπως στα σουπερμάρκετ που ο πελάτης έχει πάντα δίκαιο. Του φέρεται σκληρά, τον βρίζει τον αναγνώστη του, όμως κι αυτό μέσα στο κόλπο, κάθε λίγο και λιγάκι νέα μόδα, ήρθε κι αυτή.

Ναι αιχμηρός με τον αναγνώστη μου, όμως το θέμα είναι άλλο. Γιατί με διαβάζεις; Παράτα με. Ξέρεις τι λυτρωτικό είναι να μην έχεις έναν αναγνώστη; Γιατί, όταν ξεκινήσει ένας, αρχίζει να σ’ αρέσει και μπαίνεις στο παιγνίδι, γίνεσαι δέσμιος των όρων του. Λοιπόν να ξεμπερδεύουμε, σταμάτα. Ούτε ένας αναγνώστης.

 

Λουαλάνξ, λανξ λενξ μπιλέτ παμέφαλ, λόκτε ντουαλέξτερναλ 18GFB27LGPTW444ESD. Μπάντεν μπάντεν φαστροχόρτι, μπουάξ.

 

 

 

Κύριε ελέησον, είσαι μαζοχιστής εντελώς. Ό,τι μαλακία γράψω την ακολουθείς με τα μάτια σου. Κλείσ’ το βιβλίο, τουλάχιστον κλείσ’ τα μάτια σου, να ονειροπολήσεις.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Είδες το κενό της σελίδας αλλά σκέφτηκες ότι αποκλείεται να τέλειωσε το κείμενο εδώ, θα έχει και άλλο και γύρισες σελίδα. Και να που με ξαναβρίσκεις, βρίσκεις το κείμενο μου, που δεν μπορείς να το αφήσεις, έχεις πάθει εξάρτηση.

Ωραία, θα σου πω μια ιστορία, το κείμενο να πάρει μια πιο ανθρώπινη χροιά, να έχει ενδιαφέρον. Ήμουν στο Παρίσι, δεν ήξερα λέξη γαλλικά εκτός από το μερσί, όμως τα αγγλικά ξεκλειδώνουν και το Παρίσι, άμα έχεις αρκετά λεφτά. Ωραία πόλη, ωραίες γυναίκες, μου έλαχε και μένα μια. Γνωριστήκαμε στο μπιστρό του Σαιν Ετουάν, ήταν χάρμα, έξω καταχείμωνο. Το φλερτ μου ήταν επίμονο κι όλα έδειχναν ότι μια επιτυχία, μια παριζιάνικη επιτυχία, θα κοσμούσε το στέμμα μου. Όμως, αλλοίμονο, συνέβηκε κάτι την άλλη μέρα, που θα περνούσε από το δωμάτιο του ξενοδοχείου μου. Αυτό συμφωνήσαμε. Το πρωί μου έδωσαν στη ρεσεψιόν ένα γράμμα, δεν κατάλαβα ποιος μου το είχε στείλει, το άνοιξα ήταν στα γαλλικά, έτσι το έβαλα στην τσέπη να μου το εξηγήσει η Φρανσουάζ όταν θα έφτανε. Ήρθε και ξεκινήσαμε τα ωραία μας, τότε θυμήθηκα το γράμμα και τη ρώτησα τι έγραφε. Διάβασε την πρώτη γραμμή και γουρλώσανε τα μάτια της από τον τρόμο, προχώρησε στη δεύτερη κι έπαθε πανικό, άρχισε να ουρλιάζει, να έχει σπασμούς. Οι φωνές της έφεραν τη διεύθυνση του ξενοδοχείου στο δωμάτιο, αυτή δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη, έδειχνε έντρομη το γράμμα που πέταξε στο πάτωμα. Ο διευθυντής διάβασε την πρώτη γραμμή και γούρλωσε τα μάτια του, στη δεύτερη έπεσε λιπόθυμος, σε λίγο με πέταξαν έξω από το ξενοδοχείο, μου πέταξαν τη βαλίτσα, μου πέταξαν το γράμμα στα μούτρα.

Ανάθεμά τα, τι διάβολο γινόταν; Μπήκα σε ένα ταξί, να βρω άλλο ξενοδοχείο, ο οδηγός γνώριζε τα αγγλικά καλά, του λέω έχω ένα γράμμα περίεργο, μπορείς να μου εξηγήσεις τι λέει; Το πήρε, όταν σταμάτησε στο κόκκινο άρχισε να το διαβάζει, στην πρώτη γραμμή κοκκίνισε ολόκληρος, ο τρόμος στο πρόσωπο του ήταν ολοφάνερος, βγήκε από το αυτοκίνητο και με τράβηξε έξω, έπεσα στο δρόμο, μου πέταξε τη βαλίτσα στη ράχη και το γράμμα, επειδή άναψε το πράσινο τα άλλα αυτοκίνητα έπαιζαν τα κλάξον με αδημονία, πανδαιμόνιο, κι αυτός μπήκε μέσα και ξεκίνησε με μεγάλη ταχύτητα, με τους τροχούς να στριγγλίζουν στην επαφή με την άσφαλτο. Πήρα τη βαλίτσα, πήρα το γράμμα και πήρα άλλο ταξί. Πανάθεμά τα, αυτή η πόλη δεν είναι για μένα, είπα, και έδωσα κατεύθυνση: Αεροδρόμιο Ορλύ, θα άλλαζα πτήση και θα έφευγα αμέσως για Ελλάδα, φτάνει πια με τους τρελούς της Γαλλίας. Τα κατάφερα και σε μισή ώρα βρισκόμουν σε αεροπλάνο για την Αθήνα, με την Ολυμπιακή. Συνεπιβάτης μου ο Βέλτσος, στο διπλανό κάθισμα, γαλλοθρεμμένος και καθηγητής, ένας σοβαρός άνθρωπος, αυτός θα μου έλυνε όλα τα ζητήματα. Του έδωσα το γράμμα, του είπα ότι έχει προκαλέσει πολλές παρεξηγήσεις, πρέπει να μου λύσει το μυστήριο.

Ευχαρίστως, είπε, ξέρεις οι Γάλλοι είναι ιδιότυποι σε μερικές εκπτυχώσεις του γίγνεσθαι, όταν υπάρχει διατομή του χωροχρονικού συνεχούς με την υπαρξιακή ασυνέχεια. Θα δούμε.

Το άνοιξε, στη πρώτη γραμμή άρχισε νε γίνεται κάθιδρος και με τα μάτια γουρλωμένα, στην επόμενη άρχισε να ουρλιάζει, σε λίγο με πέταξαν έξω από το αεροπλάνο, μου πέταξαν το γράμμα στα μούτρα και τη βαλίτσα μου. Άκουσα τις σειρήνες των περιπολικών που πλησίαζαν το αεροδρόμιο, έτρεξα με τα πόδια, σε ένα ταξί είπα: στον σιδηροδρομικό σταθμό, μετά εισιτήριο για Μασσαλία, βρήκα ένα ελληνικό καράβι, βρήκα θέση, έμεινα συνεχώς στην καμπίνα μου, ούτε για φαΐ δεν έβγαινα. Σκεφτόμουνα: Αυτό το γράμμα δεν θα το δείξω σε κανένα, θα πάω στην Αθήνα και θα ξεκινήσω τα γαλλικά, εντατικά μαθήματα, και σε λίγους μήνες θα το άνοιγα και θα μάθαινα τι διάολο έγραφε. Αυτή η σκέψη με λύτρωσε, βγήκα για πρώτη φορά στο κατάστρωμα.

Με πλησίασε ο καπετάνιος, μεγάλης ηλικίας. Φαίνεστε σύννους και κατηφής, τι συμβαίνει, με ρώτησε. Και δεν σας είδα άλλη φορά, δυο μέρες που ταξιδεύουμε. Το ενδιαφέρον του με συγκίνησε έβαλα τα κλάματα σαν μικρό παιδί. Του είπα τι μου συνέβηκε, κι ότι πάω Αθήνα μόνο και μόνο για να μάθω γαλλικά, να λύσω το μυστήριο.

-Δώσε μου το να σου το εξηγήσω, και θα ησυχάσεις.

Αρνήθηκα, -έχω πάθει τόσα από αυτό το γράμμα, δεν το δίνω, θα το εξηγήσω μόνος μου.

Παιδί μου, μου είπε, είμαι 62 ετών, αυτό είναι το τελευταίο μου ταξίδι, στον Πειραιά παραδίδω το πλοίο και βγαίνω στη σύνταξη, αν σου διηγηθώ τι πέρασα στη ζωή μου δεν θα πιστεύεις, και θα ταραχτώ από ένα γράμμα;

Εν τέλει δέχτηκα, ίσως γιατί βρήκα ανυπόφορη την αγγαρεία να στρωθώ για να μάθω γαλλικά. Πήρε το γράμμα και το έβαλε στο τραπέζι και πήγε να βγάλει τα γυαλιά μυωπίας, ένα αεράκι φύσηξε και πήρα το γράμμα στη θάλασσα, χάθηκε στο βυθό της.

Θες να με σκοτώσεις ε;. Ο αναγνώστης δολοφονεί τον συγγραφέα. Ωραίο, έχει ξαναγίνει. Κάποτε και οι συγγραφείς δολοφονούν αναγνώστες. Νέοι που διάβασαν τον Φαίδωνα του Πλάτωνα αυτοκτόνησαν για να πάνε στους ουράνιους λειμώνες που περιγράφει.

Λοιπόν ο θείος είχε 45 τόμους του Λένιν, τον έγραψε συνδρομητή στη σειρά το κόμμα, τα έβαλε στο βάθος του ερμαριού, φυλλομετρούσε πότε πότε κάποιον τόμο. Απόφοιτος δημοτικού. Η μάνα του διάβαζε συναξάρια, ο πατέρας του αστυνομικά και ιστορικά, η κόρη του γέμισε το σπίτι της με ψυχολογία, Πως να αποκτάς φίλους, Ο στόχος της ευτυχίας,  ο εγγονός του τώρα κινηματογραφικά και εξωγήινους κι ο άλλος μυστηριώδη φαινόμενα, σίριαλ κίλλερ και εγκλήματα, δεν ξέρεις αν είναι με τους δολοφόνους ή με τους κυνηγούς τους.

Μόδες και τάσεις, φεύγουν κι έρχονται. Σενάρια, χιλιάδες βιβλία. Μερικά τα ήθελες δίπλα σου, μια ταινία που είδες στη μικρή πόλη που έμενες το 1950, και πέρασες μια ωραία μέρα στο σινεμά της, μπορεί να μη σου τύχαινε να την ξαναδείς στην υπόλοιπη ζωή σου. Είχες το βιβλίο με το σενάριο και διάφορες φωτογραφίες, το φυλλομετρούσες και την αναπολούσες. Τώρα έχεις την ταινία ανά πάσα ώρα και στιγμή, στην οθόνη σου. Τι να το κάνεις το βιβλίο με το σενάριο.

Τι μένει. 20 βιβλία μόνο, τα πιο καλά, που μπορείς να επιστρέψεις. Εν τάξει, άντε εκατόν, 40 λογοτεχνικά, 30 θεωρητικά, 30 επιστημονικά. Γιατί όμως τα επιστημονικά, σ’ αρέσει η σπηλαιολογία, η αστρονομίας. Αμέσως ζητάς από το κινητό σου και σου προβάλλει την ταινία στην οθόνη του αέρα για τα σπήλαια, σταλακτίτες, σταλαγμίτες, φουσκωτά σκάφη σε υπόγειους ποταμούς. Ούτε εκατόν βιβλία δεν θα σου τα λέγανε αυτά και τόσο ωραία. Ακυρώνονται τα επιστημονικά. Τα θεωρητικά τώρα, θα είναι μέσα στο κομπιούτερ, ή ακόμη σε μια κούκλα που θα κάθεται στο σαλόνι σου και θα ρωτάς:

-Πες μου ρε Κάρολε πως το βλέπεις εσύ αυτό το ζήτημα;

-Στη Γερμανική ιδεολογία το πρωτοθέσαμε με τον Ένγκελς, το συζήτησα και στα επόμενα βιβλία μου, τα παραγωγικά μέσα, η αλλοτρίωση από το προϊόν της εργασίας, στα Γκρουντρίσε  έτσι, όμως μετά την επιστημολογική μου τομή το είδα και αλλιώς όπως στο Κεφάλαιο, στον δεύτερο τόμο, θα συνεχίζει μέχρι να πεις αμήν και αμάν. Όμως μπορείς  να έχεις πρόγραμμα πολλαπλών συμπυκνώσεων, θα σου τα αραδιάζει εν περιλήψει όπως το θέλεις, αυτή η ερώτηση απάντηση τεσσάρων λεπτών κι αυτή δέκα. Γιατί λοιπόν θεωρητικά βιβλία. Μένει μόνο η η λογοτεχνία. Όταν θέλεις να κρατάς το βιβλίο στο χέρι σου να το ψαύεις, να το αγγίζεις.

Είναι αυτό που διαβάζεις μέσα στα σαράντα καλύτερα που αξίζει να έχεις κοντά σου; Λοιπόν, πέταξε το.

 

Ο αγαπημένος σου συγγραφέας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πού να σας εξηγώ

 

Ότι το μωρόν του Θεού σοφώτερον των ανθρώπων.

Το μωρόν του Θεού,

το δεύτερο θερμοδυναμικό αξίωμα.