Archive for Αύγουστος 2014

ΣΚΟΡΠΙΣΘΕΝΤΑΣ ΣΥΝΑΓΑΓΕ Το εσπερινό σκόρπισμα, μικροφιλολογικό εις «Το μυρολόγι της φώκιας

22 Αυγούστου, 2014

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΥ
1. Το κείμενο είναι υπό επεξεργασία. Κάποιες πινελιές θα προστεθούν αφού διαβαστούν ξανά 4-5 κείμενα: Μηλιώνης, Παγανός, Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Νεοελληνικά διδακτικά δοκίμια, Γ. Μανουσάκης (Ευθύνη, 1979, αρ. 90) Μπεχλιβάνης (Φιλόλογος, 1990, αρ. 61)
2. Στην πρώτη αποστολή του σχεδιάσματος αυτού ο κριτικός αναγνώστης με συμβούλεψε φιλικά να αφαιρέσω το τελευταίο μέρος. Αυτό που εδώ ακολουθεί μετά τα συνεχόμενα χχχχχχχχχ. Δεν χρειάζεται με συμβούλεψε, το κείμενο πρέπει να τελειώνει εκεί που αναφέρει: το δείπνο της με το κορμί της.
3. Παρακαλώ και περιμένω και τη δική σας συμβουλή, πριν πάει για δημοσίευση.

ΣΚΟΡΠΙΣΘΕΝΤΑΣ ΣΥΝΑΓΑΓΕ1
Το εσπερινό σκόρπισμα, μικροφιλολογικό εις «Το μυρολόγι της φώκιας»

τὸν μὲν ἄρ᾽ ἐγχέλυές τε καὶ ἰχθύες ἀμφεπένοντο
δημὸν ἐρεπτόμενοι ἐπινεφρίδιον κείροντες·

Ιλιάς, Φ203-204 2

καὶ τὴν μὲν [γυναῖκα] φώκῃσι καὶ ἰχθύσι κύρμα γενέσθαι
ἔκβαλον·

Οδύσσεια, ο 481-4823

       Είναι η ώρα που ο Αποσπερίτης θα φανεί λαμπερός στον ουρανό για να επιβάλει την τάξη της νύχτας. Όλοι θα μαζευτούν στο σπίτι, με ενισχυμένους τους συνεκτικούς δεσμούς. Μετά τις κουραστικές αγροτοποιμενικές, κυρίως, δουλειές, αλλά και τις εργασίες της θάλασσας, αρχίζει η ξεκούραση ανάμεσα στα οικεία πρόσωπα, ακολουθεί το βραδινό τραπέζι, ύστερα η κατάκλιση, τα όνειρα της νύχτας.

       “Έσπερε, αστέρων πάντων ο κάλλιστος”, ψάλλει η Σαπφώ: Έσπερε που συνάγεις όσα εσκέδασε, σκόρπισε η φωτεινή αυγή, “φέρνεις πίσω το πρόβατο• φέρνεις πίσω την αίγα• φέρνεις και το μικρό παιδί στην αγκαλιά της μάνας του.4 Όμως αυτή την ώρα της συναγωγής, την ώρα που πάει να εμφανιστεί στον ουρανό ο Έσπερος, μία μικρά κόρη (ήτο η μεγαλυτέρα εγγονή της γραίας Λούκαινας, η Ακριβούλα, εννέα ετών) σκεδάννυσι, σκορπίζει από το σπίτι. Ίσως την είχε στείλει η μάννα της, ή μάλλον είχε ξεκλεφθή από την άγρυπνον επιτήρησίν της, και μαθούσα ότι η μάμμη ευρίσκετο εις το Κοχύλι, πλύνουσα εις τον αιγιαλόν, ήλθε να την εύρη, διά να παίξη ολίγον εις τα κύματα.
       Μακριά από το σπίτι και την κοινωνία, μόνη της, αρνούμενη την περισυλλογή που σηματοδοτεί ο Έσπερος, έτσι θα αρχίσει η περιπέτεια με την τραγική κατάληξη. Θα μας προϊδεάσει ο Παπαδιαμάντης. Προοικονομεί με τα μνημούρια και άλλα. Μετά την αναφορά για τα σαπρά ξύλα που προέρχονται από ανακομιδές οστών θα επιμείνει σε: “λείψανα από χρυσές γόβες ή χρυσοκέντητα υποκάμισα νεαρών γυναικών, συνταφέντα ποτέ μαζί των, βόστρυχοι από κόμας ξανθάς, και άλλα του θανάτου λάφυρα”. Επιμένει σε τρία δηλωτικά νεαρών γυναικών το απόσπασμα αυτό του Παπαδιαμάντη και το εκλαμβάνω ως συνέχεια αρχαίων επιτυμβίων επιγραμμάτων που εκφράζουν τον πόνο για νεαρά κορίτσια που πέθαναν πριν γνωρίσουν τον υμέναιο, “προ γάμοιο θανούσαι”. 5 Ο Παπαδιαμάντης εκδηλώνει τη θλίψη του με πιο υπόγειο τρόπο, όμως στο τέλος, στο μυρολόγι της φώκιας, θα εκφράσει ευθέως την πίκρα για την «προ γάμοιο θανούσα» μικρή Ακριβούλα: Φύκια ‘ναι τα στεφάνια της, /κοχύλια τα προικιά της…6
       Ο Παπαδιαμάντης δεν γράφει διηγήματα κατηχητικού ή κοινωνικού ή οποιουδήποτε άλλου διδακτισμού, και δεν επιτρέπει στη μονομέρεια να επιβληθεί. Εύχυμος και πλούσιος δείχνει το πολυσύνθετο και πολύπλευρο της ζωής, τις ρέουσες, αντιφατικές και ανταγωνιστικές της εκφάνσεις, όμως ξέρει, μέσα σ’ αυτό το πολυσύνθετο πλέγμα, να αναδεικνύει εμμέσως αυτό που θέλει να υποβάλει, ως πρόταγμα βίου και φύσης, ως τάξη του Θεού και του κόσμου, αλλά και ως επιλογή ελεύθερης βούλησης. Έτσι, την Ακριβούλα ίσως να την είχε στείλει η μάνα της ή μάλλον είχε ξεκλεφθή από την άγρυπνον επιτήρησίν της [αυτό το: μάλλον, καθώς και το: άγρυπνον επιτήρησίν της, κλίνει την πλάστιγγα] και αυτή να είχε απόλυτη ευθύνη για την απόφασή της να εκφύγει από την τάξη που επιβάλλει ο Αποσπερίτης και η έλευση της νύχτας.
       Και η ίδια καθυστερεί γιατί σταματά και καμαρώνει τον μικρό βοσκό και ακούει τον αυλό του (μετωνυμία και του ανδρικού οργάνου), μέσα από την παιδική χλωροφύλλη αναδύεται η μέλλουσα γυναίκα, ο προσδιορισμός του φύλου της.
       Ο Παπαδιαμάντης δεν μεταβάλλει εκκωφαντικά και κραυγαλέα, αλλά με μικρές ατυχείς συμπτώσεις, που επισωρεύονται και επικυρώνουν την τραγωδία.7
       Η Ακριβούλα αγνοεί από πού αρχίζει το μονοπάτι που θα τη φέρει στη γιαγιά της, επιπλέον, τυχαία, βρίσκει τον μικρό βοσκό και καθυστερεί ακούοντας τη μουσική και καμαρώνοντάς τον, έτσι δεν υπάρχει το φως της μέρας που θα τη βοηθήσει στον δρόμο της, παίρνει λάθος μονοπάτι, προσπαθεί να επιστρέψει μα δεν βρίσκει τον δρόμο από όπου είχε κατέλθει γιατί ο ουρανός εσκοτείνιαζε, σύννεφα έκρυπταν τα άστρα, ακόμη και το φεγγάρι ήταν στη χάσιν του, έτσι γυρνά πάλιν προς τα κάτω, γλιστρά και πέφτει στο κύμα. Ο ήχος της φλογέρας έκανε να μη ακουσθή η κραυγή της, ο μικρός βοσκός άκουσε έναν πλαταγισμόν όμως μέσα στο βαθύ κοίλωμα όπου βρισκόταν δεν μπορούσε να δει και να αντιληφθεί τι έγινε, ακούει και η γριά Λούκαινα το πλατάγισμα από τη πτώση της Ακριβούλας όμως το εκλαμβάνει ως ήχο από τις πέτρες που ρίχνει στο γιαλό για να χαζεύει ο “σημαδιακός κι αταίριαστος” μικρός βοσκός. Χωρίς, λοιπόν, κορώνες, διεκπεραιώνεται η τραγωδία, όμως εκείνο το απλό «μπλουμ!» της πτώσης ηχεί στ’ αυτιά μας για καιρό.
       Ο Παπαδιαμάντης τοποθετεί εν χώρω και εν χρόνω. Ένυλος, ακουμπά στο γη και στο φως, εμμένει στα πρόσωπα και τις καταστάσεις που περιγράφει, χρησιμοποιεί τις αισθήσεις και όχι τις λογοκρατικές συνταγές. Στην πορεία των ανθρώπων αναφέρονται τα τοπωνύμια, μια μικρή έκταση περιγράφει, μα την προσδιορίζει συγκεκριμένα με πέντε τοπωνύμια. Όλη η γη κεντημένη με λέξεις- τοπωνύμια.8 Η πορεία του αφηγήματος καθορίζεται από την πορεία του φωτός. Όπως προσδιορίζει τον χώρο με τοπωνύμια προσδιορίζει και τη χρονική ανέλιξη με το φως, σ’ αυτή τη μεταιχμιακή ώρα μεταξύ ημέρας και νύχτας. Η γριά Λούκαινα έφερε “την παλάμην εις το μέτωπόν της, διά να σκεπάση τα όμματα από το θάμβος του ηλίου” που εβασίλευεν εις το βουνόν αντικρύ, μετά αναφέρεται στα μνήματα λάμποντα εις τας τελευταίας του ακτίνας, πιο κάτω θα προσδιορίσει: είχε δύσει εν τω μεταξύ ο ήλιος, μετά θα αναφέρει την «αμφιλύκην του νυκτώματος», το «είχε νυκτώσει ήδη» και πιο ύστερα «η γριά Λούκαινα εκοίταξεν εις το σκότος».
       Στο Μυρολόγι της φώκιας ο Παπαδιαμάντης πετυχαίνει μια θαυμάσια μείξη. Επιμένει στον υλικό κόσμο, με μια γραφή απτική, της όρασης και της ακοής, και φτάνει σε μέθεξη -ούλος ορά, ούλος ακούει, μα και ούλος δε τε νοεί, φτάνει στην αποτύπωση του ήθους, του έθους και της συνήθειας ενός κόσμου, φτάνει σε κόσμους ιδεών και σε φιλοσοφική ενατένιση.
       Το διήγημα από ρεαλιστικό εξελίσσεται μετά σε υπερπραγματικό, η φώκια που θέλγεται και πλησιάζει και συμμετέχει, αποτυπώνει κάτι το ειδωλολατρικό και πανθεϊστικό. Το πρώτο μέρος το ρεαλιστικό είναι ποιητικό, το δεύτερο, το ποιητικό με τα μυρολόγια της φώκιας και τους εντριβείς εις την «άφωνο γλώσσα» των φωκών είναι ρεαλιστικό, αφού μας αναδεικνύει τη σκληρή πραγματικότητα της φύσης, που το κατασπαράσσειν και βιβρώσκειν είναι μέρος της καθημερινότητάς της. Μια σπάνια μείξη όταν το πρώτο ρεαλιστικό-ηθογραφικό μέρος έχει μια ποιητικότητα στην περιγραφή του κόσμου και το δεύτερο το ποιητικό και υπερπραγματικό αναδεικνύει ρεαλιστικά τη σκληρότητα του κόσμου και την αναλγησία της φύσης ή μάλλον την α-ηθικότητα της φύσης που έχει τη δική της πορεία, που καταξιώνει την επιβίωση και το ένστικτο.
       Αισθησιακή και ηδονική η θέαση της φύσης και της ζωής, που είναι μέγα καλό και πρώτο, όμως με απαραίτητο συνοδό τον θάνατο που τονίζεται με την υλική παρουσία που έχουν τα νεκρικά μνήματα και με τη μνήμη των δικών της νεκρών που κουβαλά επώδυνα η γριά Λούκαινα. Μέθεξη της ζωής, και στην πορεία της μικρής Ακριβούλας (να παίξει στα κύματα, η παρακολούθηση του μικρού βοσκού, η ομορφιά του κόσμου) ως το τέλος, πριν γίνει άθυρμα και τροφή και μυρολόγι της φώκιας, όπως συνειδητοποιεί την αξία και χαρά της ζωής και ο νέος άγγλος στρατιώτης πριν κατασπαραχθεί από τον καρχαρία, στον Πόρφυρα του Σολωμού. Γιατί, πριν επισυμβεί το τραγικό, ο απορρώξ βράχος του γλιστρήματος και της πτώσης της Ακριβούλας, το μαύρο του χάσμα, «γελούσε κι αυτός στα λούλουδα». Και εξακολουθεί και μετά.

       Ο Παπαδιαμάντης με τις αισθήσεις σε παγανιστική μέθεξη, ζητά τον κόσμο της ζωής και ας είναι χωρίς ηθική, ανειρήνευτος, της ωμότητας, όμως με ένα φως που κάνει το χώρο των πεθαμένων περιβόλι του Χάρου και κήπο της φθοράς.
       Κατά το: Όμηρον εξ Ομήρου και Παπαδιαμάντην εκ Παπαδιαμάντη σαφηνίζειν. Όμως αυτή η αρχή μπορεί να εφαρμοστεί σε ένα μεγάλο έργο κάποιου ποιητή, έστω σε μερικά έργα του μιας περιόδου. Το διήγημα είναι ένα αύταρκες είδος και πρέπει να το βλέπουμε αυτόνομα, τι ορίζει το συγκεκριμένο λογοτέχνημα από την πρώτη λέξη του τίτλου μέχρι την τελευταία του κειμένου. Ειδικά όταν ο συγγραφέας γράφει για ένα μεγάλο διάστημα και γράφει κάποτε από διαφορετικές σκοπιές, ενσωματώνει νέες απόψεις και δίνει άλλες προεκτάσεις. Αν θέλουμε όμως να δούμε τις ρήξεις που επιτελεί και τις συνέχειες που αναπαράγει μέσα στο συνολικό έργο του Παπαδιαμάντη το Μυρολόγι της φώκιας, θα έλεγα ότι το έργο αυτό είναι ένα από τα πιο ειδωλολατρικά πεζά του μεγάλου Σκιαθίτη. Υπάρχει η εγκόσμια χαρά, ο αισθησιασμός της ζωής, η μέθεξη του υλικού κόσμου, έκσταση μπροστά στην ομορφιά της φύσης, υπάρχει η λατρεία του φωτός. Η ζωή είναι ωραία ο θάνατος είναι μαύρος και άραχλος. Δεν αισθάνεσαι ότι η αθώα εννιάχρονη Ακριβούλα με τον θάνατό της «απέπτη εις την άνω καλιάν των αγγέλων». Ο Παπαδιαμάντης διοχετεύει τη βαθύτατη πίκρα του γιατί η Ακριβούλα έχασε το πιο ακριβό, το δώρο της ζωής, γιατί ο χάρος ο αχόρταστος πέτυχε ακόμη μια νίκη. Στην Νέκυια της Οδύσσειας, ο Οδυσσέας προσπαθεί να παρηγορήσει τον Αχιλλέα να μην πικραίνεται για τον θάνατό του, γιατί όταν ζούσε οι Έλληνες τον τιμούσαν σαν θεό και τώρα στον κάτω κόσμο είναι μεγάλη η δύναμή του. Όμως ο Αχιλλέας απαντά καταπελτικά: Προτιμώ να ζούσα πάνω στη γη και να υπηρετούσα έναν φτωχό παρά να είμαι αρχηγός στον κάτω κόσμο, να βασιλεύω στους νεκρούς [ἢ πᾶσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ἀνάσσειν]. Ο Παπαδιαμάντης διαμέσου και του δημοτικού τραγουδιού που εκφράζει παρόμοια στάση και δεν βλέπει τίποτα το σωτηριολογικό στον θάνατο, συνδέεται με τον παγανιστικό κόσμο των αρχαίων ειδωλολατρών. Στο έργο αυτό ο Παπαδιαμάντης επιτελεί αυτή τη ρήξη.9
       Όμως υπάρχει και μια πιο υπόγεια σύνδεση με ένα χαρακτηριστικό που διατύπωσε και σε άλλα πεζά του. Ο Παπαδιαμάντης είναι ειδωλολάτρης της ζωής και της φύσης, αλλά τη χαρά για τα δύο αυτά υπέρτατα αγαθά καθώς και την πίκρα του θανάτου επιζητεί ο άνθρωπος να τα βιώσει μέσα στα πλαίσια της κοινωνίας και της εκκλησίας. Δεν θέλει τους ανθρώπους του αποσυνάγωγους, μακριά από την κοινωνία, αλειτούργητους, ακοινώνητους, αλιβάνιστους («δεν είμαι αλιβάνιστος», θα πει με ανακούφιση και χαρά ο γέρων ερημίτης, ο μπάρμπα Κόλιας, που μετέχει ύστερα από χρόνια, μαζί με τους άλλους, στη λειτουργία της Αναστάσεως [Ο αλιβάνιστος]) και ο γέρος Φραγκούλας λόγω της τρικυμίας και του ναυαγίου θα πάει «άψαλτος, ασαβάνωτος, αμοιρολόγητος»[Άψαλτος]. Μα όλοι αυτοί έχουν την κατανόησή του και την αγάπη του και ας είναι πλάσματα παραπλανημένα και πεπτωκότα και αποσυνάγωγα, είναι χαρακτηριστική η στάση του στις «Μάγισσες», που κρυφά, γυμνές μέσα στο σεληνόφως, επιτελούν τις μυστικές τελετές τους. Ο Παπαδιαμάντης νιώθει τις λογικές των γυναικών/μαγισσών, μετεωρίζεται μαζί τους, συμβαδίζει με τις παρακλήσεις τους, εν τέλει συμπροσεύχεται. Συγκρατείται την τελευταία στιγμή με το ερώτημα για την καλή απολογία: Ιλεως, ίλεως γενού αυταίς, καλή Εκάτη! ίλεως την νύκτα ταύτην, αλλ’ εν τη ημέρα της Κρίσεως;
       Μέσα στην ομορφιά του κόσμου πάει και η Ακριβούλα άψαλτη, ασαβάνωτη και αμοιρολόγητη από τους ανθρώπους, και το μόνο μοιρολόι είναι αυτό της φώκιας που μέσα στη σκληρή τάξη του φυσικού κόσμου το λέει πριν από το δείπνο της με το κορμί της.

χχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχ
       Αξίζει, λοιπόν, ως αντίστιξη, να αναφέρουμε την πρώιμη και αφελή αισιοδοξία του μαρξιστικού κινήματος που εν είδει θρησκευτικού μεσσιανισμού, προπαγάνδιζε ότι με την επανάσταση θα γινόταν το ποιοτικό άλμα για να φτάσουμε στην τέλεια κοινωνία, στην επί γης απόλυτη ευτυχία, στον επίγειο παράδεισο της αταξικής κοινωνίας, που θα δημιουργούσαν η ηγεσία και τα μέλη του κομμουνιστικού κόμματος. Όταν έμπαιναν διάφορα ερωτήματα, για υπαρξιακές αναζητήσεις, προσωπικές τραγωδίες, απώλειες αγαπημένων προσώπων κ.λπ., αντιμετωπίζονταν περιφρονητικά ως αντιδραστικά εφευρήματα, που παραπλανούσαν από την ορθή πορεία. Ο Άρθουρ Καίσλερ (1905-1983), που σε ηλικία 26 ετών έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας -αποχώρησε το 1938-, μας παραδίδει ότι σε συνέδριο των συγγραφέων στη Μόσχα, τη δεκαετία του ’30, κάποιος σύνεδρος είχε την «ατυχή» έμπνευση να ερωτήσει: «Και τι γίνεται, σύντροφοι, με τον άνθρωπο που τον πατάει ένα τραμ;». Ήλθε, όμως, καταπέλτης η απάντηση από την κομματική καθοδήγηση: “Στην τέλεια σοσιαλιστική κοινωνία, το συγκοινωνιακό σύστημα θα λειτουργεί τόσο άρτια, ώστε δεν θα γίνονται δυστυχήματα”.
       Δεν έχουν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου, ούτε και τα πάθια και τα βάσανα της ισοπεδωτικής απλούστευσης και της ιδεοληψίας.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. πλανηθέντας τῇ φθορᾷ, ἐπίστρεψον ἡμᾶς, σκορπισθέντας ὡς ποιμήν, συνάγαγε ἡμᾶς (Τριώδιον, Θεοτοκίον αυτόμελον, Πέμπτη της Δ’ εβδομάδος)
2. χέλια και ψάρια τον κυκλόφερναν ολούθε, και παλεύαν/το ξίγκι στα νεφρά του ολόγυρα δαγκώνοντας να φάνε (μετ. Ν. Καζαντζάκη – Ι.Θ. Κακριδή)
και χέλια τον τριγύρισαν και ψάρια στριμωγμένα/κι έκοφταν κι άρπαζαν γοργά της νεφραμιάς το πάχος (μετ. Ιάκωβος Πολυλάς)

3. [Την πέταξαν τότε στη θάλασσα, λεία στις φώκιες και στα ψάρια (μετ. Δ. Μαρωνίτης)]
4. μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη (Σαπφώ Ελύτης, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2004, σ. 30)
5. Από τον αρχαίο ορφικό ύμνο που αναφέρεται στην αδικία του Θανάτου όταν παύει του βίου τις νεανικές ακμές [=εν ταχυτήτι βίου παύων νεοήλικας ακμάς] ως την Αντιγόνη που θρηνεί στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλέους για την τύχη της: “ ἀνυμέναιον, οὔτε του γάμου μέρος λαχοῦσαν οὔτε παιδείου τροφῆς” που χάνεται χωρίς νε έχει ακούσει το τραγούδι του γάμου, ανύπαντρη χωρίς να αξιωθεί παιδί στην αγκαλιά της, ως τον Σολωμό: Γάμου εβλέπανε στεφάνι/ Κι άλλο εφόρεσες εσύ [=Στο θάνατο της μικρής ανεψιάς]• Ωραία κόρη, κι αυτό το κορμί,/ Οπού τούπρεπε φόρεμα γάμου,/ Πικρό σάβανο τώρα φορεί [=Η φαρμακωμένη], η πίκρα για τον θάνατο νέων ατόμων και ειδικά νέων γυναικών πριν από τον υμέναιο, επανέρχεται συνεχώς.
6. Πβλ και το χάι κου του Ζήσιμου Λορεντζάτου, (Αλφαβητάρι, 1969):
Αχ η Ακριβούλα
κοχύλια τα προικιά της
Παπαδιαμάντ
η

7. Και στο διήγημα «Ο έρωτας στα χιόνια», επισυμβαίνουν μικρές ατυχείς συμπτώσεις πριν ο μπάρμπα Γιαννιός χαθεί μέσα στη φρικώδη ζέστη του χιονιού που εξελίσσεται σε σάβανο που τον σκεπάζει: Τη νύχτα αυτή, ο πρωταγωνιστής είναι μεθυσμένος πλειότερον παράποτε, αγγίζει το ρόπτρον της γειτόνισσας κατά λάθος, το παράθυρο ανοίγει και ακούγεται η φωνή “ποιος είναι” όμως δεν μπορούν να τον δουν από ψηλά καθώς ήταν κάτω από τον εξώστη, πέφτει στο χιόνι του δρόμου όμως το παράθυρο είχε κλείσει. «Κι αν μίαν μόνον στιγμήν» να αργοπορούσε θα τον είχε δει ο σύζυγος της Πολυλογούς, δεν τυχαίνει να τον δει λοιπόν ούτε αυτός ούτε όμως και κάποιος άλλος, ο μπάρμπα Γιαννιός δοκίμασε να σηκωθεί όμως ναρκώθηκε κι έμεινε κάτω, «και η χιών έγινε σινδών, σάβανον».
8. βλ. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Αποσπινθηρίζοντας Σπουδάματα στον Παπαδιαμάντη, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2008 (σ. 219-221: Η δόξα των τοπωνυμίων)
9. Χρήστος Μαλεβίτσης, Ο αρχέγονος Παπαδιαμάντης. Σχόλιο στο «Μυρολόγι της φώκιας», στον τόμο Φώτα Ολόφωτα, εκδ. Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα 1981, σ. 391- 398. Είναι χαρακτηριστικό το μοιρολόι όταν ξεπροβοδούν τον νεκρό και τον καλούν να μη θυμίσει την ομορφιά της ζωής στους ενοίκους του Κάτω Κόσμου που θα συναντήσει, για να μην τους πικράνει να παρουσιάσει μια άλλη εικόνα:
Μην πης πως έρχεται Λαμπρή, πως έρχονται γιορτάδες.
Πες του Χριστού πως χιόνιζε και τη Λαμπρή θα βρέχη,
και την ημέρα τ’ άη Θωμά θα σέρνουν τα ποτάμια.
Πως δε θα βγούνε τα παιδιά με ταις γλυκειάϊς μαννάδες,
ούτε θα βγουν τ’ άδρόγενα να πολυαγαπημένα.
.

ΓΑΡΓΑΛΙΣΜΑΤΑ

17 Αυγούστου, 2014

Κι ήταν τα στήθη σου
άσπρα σαν τα γάλατα
και μού λεγες
γαργάλατα

.
Στο εκτενές άρθρο: Ο αυταρχικός Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, οι επικριτές και η πολιτική εποχή του, που δημοσιεύτηκε σήμερα στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος (17 Αυγούστου 2014, σ. 9), αναφέρεται, ανάμεσα σε άλλα, ότι ο υπουργός Άμυνας Πέτρος Γαρουφαλιάς ήταν γνωστός στους αθηναϊκούς κύκλους και ως «Γαργάλατα» και ότι εκτός από στρατηγιστής ήταν και ποιητής και «έχει μείνει στην ιστορία και για την ποιητική στροφή: είχε[ς] στήθια άσπρα σαν τα γάλατα και μού ’λεγε[ς] γαργάλατα.»
Όμως ο πολιτικός Γαρουφαλιάς δεν ήταν ποιητής, ασχολήθηκε μόνο με τη συγγραφή μερικών πολιτικών βιβλίων και δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με τη στροφή αυτή. Το ποίημα έχει συνδεθεί με το όνομα του Γεώργιου Αθανασιάδη Νόβα (1897-1987), ποιητή, ακαδημαϊκού και πολιτικού. Του αποδόθηκε η στροφή αυτή καθώς και το προσωνύμιο «Γαργάλατας» που χρησιμοποιήθηκε ευρέως από τους πολιτικούς του αντιπάλους.
Το θέμα αυτό έχει και άλλες προεκτάσεις αφού ούτε και ο Αθανασιάδης Νόβας είχε οποιαδήποτε σχέση με τη στροφή αυτή. Έχει αποδειχθεί περίτρανα ότι το ποιημάτιον αυτό είναι «πεποιημένο», αποτελεί μια κατασκευή, που έγινε μέσα στην ένταση των παθών που προκάλεσε η πτώση της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου και η περίοδος της αποστασίας. Το τετράστιχο γράφτηκε με σκωπτική διάθεση από τον Κώστα Σταματίου, δημοσιογράφο της εφ. Τα Νέα και δημοσιεύτηκε στη στήλη του «Αδιακρισίες» στις 29 Ιουλίου 1965. Μέσα σε πλαίσιο έγραφε:
Αφιερώνεται στα μέλη της Βουλής των Ελλήνων
Ιδού, κύριοι, ποιος ζητάει την ψήφο εμπιστοσύνης σας: αν είναι δυνατόν, ο άνθρωπος που το μυαλό του γέννησεν αυτούς τους στίχους ν’ απαιτεί να κυβερνήσει, με την έγκρισή σας, την Ελλάδα του Αισχύλου και του Σολωμού!!!
«Κι’ ήταν τα στήθη σου
Άσπρα σαν τα γάλατα,
Και μούλεγες
Γαργάλα τα!»
.
Κατά τη λογική του δημοσιογράφου έπρεπε να γελοιοποιηθεί και υπονομευτεί η προσωπικότητα του Αθανασιαδη Νόβα, που με την παύση του Γεωργίου Παπανδρέου ορκίστηκε πρωθυπουργός και επιζητούσε ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή.(Περίοδος πρωθυπουργίας του: 15 Ιουλίου έως 20 Αυγούστου 1965). Και ο εύκολος στόχος ήταν η ποιητική του ιδιότητα. Του αποδόθηκε λοιπόν ότι γράφει και ποιήματα τοιούτου είδους, όλοι το πίστεψαν και το διέδιδαν. Το «Γαργάλατα» έγινε ακόμη τίτλος σατιρικής εφημερίδας, που κυκλοφόρησε προδικτατορικά, καθώς και τίτλος επιθεώρησης.
Ο στιχουργός Λευτέρης Παπαδόπουλος, σε δημοσίευμά του στην εφημερίδα Τα Νέα (Αθήνα, 30 Μαρτίου 2004) αποκατέστησε την αλήθεια.
Το γεγονός ότι όλοι πίστεψαν σ’ αυτή την κατασκευή και όλοι συνέτειναν στην αναπαραγωγή της αποδίδοντας σε ποιητή στίχους που δεν έγραψε, αποδεικνύει ότι τα «πεποιημένα», μέσα στην ένταση των πολιτικών παθών, γίνονται εύκολα πιστευτά. Ακόμη, η αποκατάσταση της αλήθειας, μέσα σ’ αυτά τα πάθη, αργεί. Αργεί, δυστυχώς, πολύ.

ΕΛΛΗΝΕΣ, ΑΚΟΜΗ ΜΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΓΙΝΕΤΕ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ

12 Αυγούστου, 2014

Ημερολογικά: 18 Ιουνίου 2014.
ΕΛΛΗΝΕΣ, ΑΚΟΜΗ ΜΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΓΙΝΕΤΕ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ
οἳ πρῶτα μὲν βλέποντες ἔβλεπον μάτην,
κλύοντες οὐκ ἤκουον, ἀλλ᾽ ὀνειράτων
ἀλίγκιοι μορφαῖσι τὸν μακρὸν βίον ἔφυρον εἰκῇ πάντα

Αισχύλου, Προμηθεύς Δεσμώτης

Όταν χτυπούν το κουδούνι, κανείς δεν μπορεί να υποδυθεί ότι λείπει από το σπίτι. Ο θερμογράφος, ενσωματωμένος στο κινητό, μπορεί να σου πει αν υπάρχει άνθρωπος στο σπίτι και ποιος. Κανείς δεν μπορεί να κρύψει την πατρότητα και μητρότητα, τους πραγματικούς γονείς ενός παιδιού. Ο φασματογράφος Δ.Ν.Α. στο κινητό αποδεικνύει αμέσως τη γονεϊκή σχέση του παιδιού. Κανείς δεν μπορεί να υποκριθεί στο θέμα του φαγητού. -Έφαγα σνίτσελ με μακαρόνια και τονοσαλάτα, θα λέει κάποιος, μα ο εντοπιστής στομαχικού υλικού θα αποδεικνύει ότι έφαγε σουβλάκια με λαδορίγανη, πολύ άλας και λεμόνι. Ή, ακόμη, αν εκείνη δεν άφησε να χαθεί μία σταγόνα ερωτισμού.
Κανείς δεν μπορεί να πει ψέματα για θέματα υγείας, αφού η ιριδοσκόπηση που θα επιτελεί το κινητό θα αποκαλύπτει από τι πάσχει ο συνομιλητής μας, όπως και ο ανιχνευτής νυχιών που θα προσδιορίζει ποιες αρρώστιες αυτά εμφαίνουν. Πίεση, θερμοκρασία σώματος, σφυγμοί και καρδιακοί παλμοί θα καταγράφονται από το κινητό, χωρίς οποιαδήποτε επαφή με το σώμα του ανθρώπου, που κάθεται μαζί μας. Θα μπορείς να βλέπεις τη λειτουργία των εσωτερικών οργάνων, πώς τα πάει το λεπτό έντερο και τι συσσωρεύει το παχύ για να το αποδώσει στο περιβάλλον. Σαν να μη υπάρχει το σαρκικό σωματικό περίβλημα, λες και στη θέση του υπάρχει ένα διαφανές γυαλί. Στα δημόσια ουρητήρια θα σου λένε αμέσως, ηλεκτρονικά, τις σχετικές αναλύσεις ούρων και κοπράνων, ο ανιχνευτής οσμών του κινητού μπορεί να εντοπίσει αμέσως ποιος ξεπορδίστηκε στην επίσημη αίθουσα και ποιου τα χνώτα του βρομούν. Ο ανιχνευτής κολπικών και σπερματικών υγρών του κινητού, πάλι το κινητό -μια συσκευή με όγκο όπως το ρολόι του χεριού, θα σου λέει πώς έγινε και πότε. Τα μηνύματα και οι συζητήσεις του τηλεφώνου και του υπολογιστή, σε ποιους τηλεφωνείς και τι λες, ποιους σταθμούς παρακολουθείς και ποιες ιστοσελίδες ανοίγεις, θα τα ξέρει ο καθένας κι όχι κάποια μυστική υπηρεσία που θα είναι εξοπλισμένη με πολύπλοκα και πανάκριβα μηχανήματα. Θα τα ξέρουν όλοι, με ένα απλό πρόγραμμα ενσωματωμένο στο κινητό, όπως και που κινήθηκε το αυτοκίνητό σου και συ, ποια ήταν η σημερινή διαδρομή σου, όπως και των προηγούμενων ημερών.
Όλα θα είναι γνωστά και κοινοποιήσιμα. Και σε εκατόν χρόνια, ίσως και πιο σύντομα, η ζωή του κάθε ανθρώπου όλων των εποχών και τόπων, θα μπορεί να αναπαριστάται δευτερόλεπτο με δευτερόλεπτο, που πήγες, τι έκανες, πως το έκανες, πόσα ψέματα είπες και σε ποιους, αν επιθύμησες τα του πλησίον σου, αν έκλεψες, αν εμοίχευσες, αν και αν…
Πολλοί, συνειδητοποιώντας που οδεύουμε, κυριεύονται από δυσθυμία, κατάθλιψη και φόβο. Τους φαίνεται ανυπόφορο, πανικοβάλλονται. Όμως η μόνη λύση, μέσα σ’ αυτά τα δεδομένα, είναι το άλμα προς την αλήθεια και την ελευθερία. Αναδείξατε πρώτοι, χωρίς ενοχές και αναστολές, αυτό που είστε, αυτό που έτσι κι αλλιώς θα κοινοποιείται, συσπειρωθείτε σε ένα κίνημα ειλικρινές και απελευθερωτικό, για ένα νέο στάδιο στην ιστορία της ανθρωπότητας, σε μια νέα συλλογικότητα όπου όλα θα είναι διάφανα.
Πέστε λοιπόν την αλήθεια του τόπου και της εποχής σας. Ότι η Κύπρος είναι ελληνική και ότι ο καπιταλισμός είναι ένα βάρβαρο σύστημα, που υποδουλώνει τις δυνατότητες του ανθρώπου και την ανέλιξη της ανθρωπότητας για το νέο μεγάλο άλμα.

ΟΙ ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΤΥΛΛΗΡΙΑΣ ΤΟ 1964 -ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

4 Αυγούστου, 2014

Το Καλοκαίρι του 1964 έγιναν σφοδρές συγκρούσεις στην Τηλλυρία. Μέσα στα πλαίσια των σχεδιασμών του τουρκικού επεκτατισμού, (για υποκίνηση τουρκοκυπριακής ανταρσίας, επέμβαση στο νησί και διχοτόμηση της Κύπρου), στην περιοχή δημιουργήθηκε θύλακας, υπό τον άμεσο έλεγχο Τούρκων αξιωματικών, που είχε ως βάση του τα χωριά Kόκκινα και Μανσούρα, τα οποία είναι παραθαλάσσια. Ο θύλακας αυτός άποτελούσε ουσιαστικά προγεφύρωμα της Τουρκίας στην Κύπρο, αφού της έδινε τη δυνατότητα να αποστέλλει, μέσω άμεσης θαλάσσιας σύνδεσης, πολεμικό υλικό και άνδρες στο νησί. Ο κίνδυνος για επέκταση του θύλακα ήταν επικείμενος, οι προκλήσεις των στασιαστών ήσαν συνεχείς και έμπαινε επιτακτικά θέμα ασφάλειας των Ελλήνων κατοίκων της περιοχής. Όταν η Εθνική Φρουρά προσπάθησε να αποσοβήσει τον κίνδυνο αυτό, η Τουρκία επενέβη στρατιωτικά, μέσω της πολεμικής της αεροπορίας, και βομβάρδισε ολόκληρη την περιοχή, από τον Ξερό μέχρι τον Πύργο. Οι καταστροφές (νεκροί, τραυματίες και ισοπεδώσεις) ήσαν πρωτοφανείς για την κυπριακή εμπειρία και οι βομβαρδισμοί της Τηλλυρίας, τον Αύγουστο του 1964, από την τουρκική αεροπορία, αποτελούν τομή στην κυπριακή ιστορία.

Α. Η Κύπρος υφίσταται για πρώτη φορά τη φρικτή δοκιμασία των συνεχόμενων αεροπορικών βομβαρδισμών. Η ευρωπαϊκή ήπειρος καθώς και η Βόρεια Αφρική και οι άλλες ζώνες των εμπολέμων στην Άπω Ανατολή και στον Ειρηνικό είχαν δοκιμασθεί από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς καθ’ όλη τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο αεροπορικός βομβαρδισμός ήταν, και από τις δύο πλευρές των εμπολέμων, κάτι το σύνηθες και το συνεχές. Η Κύπρος, παρ’ όλον ότι ήταν ενταγμένη, ως μέρος της Βρετανικής αποικιοκρατίας, στις πολεμικές επιχειρήσεις του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όμως δεν είχε την εμπειρία του αεροπορικού βομβαρδισμού. Σε μερικές περιπτώσεις, αεροπλάνα των δυνάμεων του Άξονα, έριξαν κάποιες βόμβες στην Κύπρο, με περιορισμένο αριθμό θυμάτων. Αποτελούσαν όμως ευάριθμα επεισόδια, ακόμη η πολεμική λογοκρισία επέβαλλε τη μη λεπτομερή περιγραφή και σχολιασμό τους, έτσι η κυπριακή κοινή γνώμη δεν τα βίωσε έντονα. Οι βομβαρδισμοί της τουρκικής αεροπορίας, το 1964, εισάγουν την Κύπρο στην ομάδα των τόπων που έχουν στην ιστορική τους μνήμη την εμπειρία και τραγωδία της αεροπορικής επιδρομής.

Β. Η κυπριακή κοινωνία βιώνει έντονα τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς της Τηλλυρίας, γιατί ήδη, πριν από το 1964, είχε μπει στην εποχή της επικράτειας των μέσων μαζικής επικοινωνίας με την άμεση αναμετάδοση της πληροφορίας: Φωτογραφίες στις εφημερίδες, ραδιοφωνική κάλυψη καθώς και τηλεοπτική κάλυψη. Τότε η τηλεόραση δεν βρισκόταν σε κάθε σπίτι, βρισκόταν όμως σχεδόν σε κάθε καφενείο. Όλη η Κύπρος ζει με συγκίνηση και άμεσα την τραγωδία της Τηλλυρίας και ανταποκρίνεται με ευαισθησία. Εκφράζει την αλληλεγγύη του στην πληγείσα περιοχή με ποικίλους τρόπους. Παρόμοιες εκδηλώσεις συμπαράστασης και αλληλεγγύης έγιναν και στην Ελλάδα.

Γ. Οι βομβαρδισμοί έδειξαν τον πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων στην Κύπρο. Η Τουρκία χρησιμοποιούσε ως στρατηγική μειονότητα τους Τουρκοκυπρίους, πρόβαλλε έντονα την εικόνα των αδύναμων και απροστάτευτων poor Turks όμως ήξερε, και είχε τη θέληση, όταν χρειαζόταν, να επέμβει και να αποδείξει ποιος είναι ο κυρίαρχος στρατιωτικά στην περιοχή.

Η Κύπρος συγκλονίζεται. Όλα τα έντυπα, εφημερίδες και περιοδικά, αναφέρονται στο μείζον θέμα των βομβαρδισμών και της δοκιμασίας της Τηλλυρίας. Χαρακτηριστικά το πνευματικό λογοτεχνικό περιοδικό Νέα Εποχή κυκλοφορεί το τεύχος Σεπτεμβρίου με εξώφυλο: Κατάρα στους δολοφόνους των παιδιών μας και με κύριο άρθρο με τίτλο: Δολοφόνοι! Να θυμάστε τη Νυρεμβέργη, από το οποίο αποσπώ τις ακόλουθες λίγες προτάσεις: «Με αφάνταστη δολοφονική μανία, οι “γενναίοι” αεροπόροι της Τουρκίας, επέπεσαν σαν αιμοβόρα όρνια πάνω στους ανυπεράσπιστους κατοίκους των κυπριακών χωριών. Με απίστευτη βαρβαρότητα οι “αετοί” της τουρκικής αεροπορίας κυνηγούσαν και πολυβολούσαν και σκότωναν τον άμαχο πληθυσμό, τους γέροντες, τις γυναίκες, τα παιδιά, ακόμα και τα βρέφη της Κύπρου. Εξήντα τέσσερα αεροπλάνα, επί τρεις μέρες έριχναν με πρωτοφανή αγριότητα φωτιά και σίδερο και πετρέλαιο στην πολύπαθη περιοχή».

Σήμερα η ευαισθησία μας και η συγκίνηση μας απέναντι στους αεροπορικούς βομβαρδισμούς της ακριτικής περιοχής, το 1964, επενδύεται και άλλα τραγικά. Συνειδητοποιήσαμε ότι η τραγωδία της Τηλλυρίας αποτελούσε οιωνό για το μέλλον, ήταν το προστάδιο και η δοκιμή για το εκθεμελιωτικό πλήγμα του 1974.

Υ.Γ. Στο μελέτημα Η θυσία και η σταύρωση της Τηλλυρίας στην ελληνική ποίηση (πρώτη καταγραφή) [στον τόμο Τηλλυρία Μνήμες, Ιστορία και Αρχαιολογία, Λευκωσία 2010] προσθετέα:

Και ο Τεύκρος Ανθίας, που βρισκόταν τότε εγκατεστημένος στην Αγγλία, στην ποιητική του συλλογή Κυπριακή τραγωδία, που εκδόθηκε το 1965 στην Αθήνα, από τις εκδόσεις Κέδρος, στο δεύτερο μέρος της συλλογής του αφιερώνει στην τηλλυρία ένα λυρικό και πολύχυμο ποιητικό κείμενο, που εκτείνεται σε σαράντα, περίπου, σελίδες. Οι τίτλοι των ποιημάτων για την Τηλλυρία είναι οι ακόλουθοι:

Το ελεγείο της Χάιδως

Η μπαλάντα του βοσκού με τ’ αρνάκι

Μάνα γεννήτρα του λαού Ι. Δυο χέρια τεντωμένα σε καμπύλες ΙΙ. Οι Ναζωραίοι της δουλειάς και της θυσίας ΙΙΙ. Τρεις κύκλοι σ’ ένα αργαλειό ΙV. Βιολί μέσα στη νύχτα τη τρισκότεινη…

Ο Τεύκρος Ανθιας ευρισκόμενος μακριά από την Κύπρο, επιστρέφει στον γενέθλιο τόπο με αφορμή τη νέα πληγή των βομβαρδισμών και της καταστροφής. Η συγκίνησἠ του και η νοσταλγία για το νησί που άφησε εδώ και χρόνια, οδηγούν σε συναισθηματική έκρηξη και αφήνει το λυρισμό του να αρδεύσει αυτές τις σαράντα ποιητικές σελίδες με ανοικονόμητο, εν πολλοίς, τρόπο. Στην αποτύπωση της προηγούμενης χαράς της ζωής, των ονείρων για το μέλλον και της αποτρόπαιης πραγματικότητας που έφερε η τουρκική επιθετικότητα, είναι χαρακτηριστική η εμμονή του σε δημοτικά μοτίβα, σε τραγούδια της ιδιαίτερής του πατρίδας, μα και σε καθιερωμένα, σε πανελλήνια κλίμακα, δημοτικά τραγούδια, όπως, επίσης, εκδίπλωση εικόνων και εκφράσεων που παραπέμπουν στη λαϊκή θρησκευτική και εκκλησιαστική ζωή [εβδομάδα των παθών, Ανάσταση, Λαμπρή, Ναζωραίος, δισκοπότηρο, η θλιμμένη Παναγιά στο εικονοστάσι, «άρτος» της εκκλησίας για το μνημόσυνο κ.λπ.].

Τη συγκίνησή του για τη δοκιμασία του τόπου του αποτυπώνει και ο ποιητής Θοδόσης Πιερίδης στο ποίημά του “Καντάτα για τους νεκρούς της Τηλλυρίας”, που αποτελείται από είκοσι μία τετράστιχες στροφές. Στροφές του θρηνου και του σπαραγμού, για την απώλεια και την καταστροφή, με εικόνες που παραπέμπουν στο πάθος και στη σταύρωση:

Ήρθαν τα πολυβόλα, ήρθαν τα βὀλια,

από ψηλά βαρούσαν σαν σφυριά.

Την ξάπλωσαν σ’ ένα σταυρό τη δόλια

την κάρφωσαν, οϊμέ, την Τηλλυριά

[…]

Και σεις, πάρτε μακριά στην οικουμένη

φτερούγες του νοτιά και του βοριά

το θρήνο για μια Κύπρο λαβωμένη

για μιαν εσταυρωμένη Τηλλυριά.