Archive for Σεπτεμβρίου 2010

ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

24 Σεπτεμβρίου, 2010

1. Προς υπουργό για το θέμα  «Α. Καμύ – Μ. Καραολής»

2. Προς διευθυντή Καθημερινής για το θέμα «΄Ελληνες δύο ταχυτήτων ή η Διχοτόμηση του ενιαἰου ελληνικού φιλαναγνωστικού χώρου»

3. Προς  Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο για το ανθολόγιο Παύλου Μελά

4. Προς υπουργό για τον τίτλο των σχολικών θεατρικών αγώνων

.

.

1. Προς υπουργό για το θέμα  «Α. Καμύ – Μ. Καραολής»

.

Προς:   Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού

(μέσω Γενική Διευθύντριας)

(μέσω Δ.Μ.Ε.)

Από:      Σάββα Παύλου ΠΛΕ

Ημερ: 1 Ιουνίου  2006

.

Θέμα:  Η επιστολή του Α. Καμύ για τη σωτηρία του Καραολή

Πληροφορήθηκα  ότι στην Αθήνα, στις 8 Ιουνίου, σε πλειστηριασμό από τον γνωστό οίκο Βέργος, ανάμεσα στα παλαιά βιβλία και έγγραφα  θα δοθεί σε πλειστηριασμό και η έξι σελίδων επιστολή που έγραψε ο μεγάλος Γάλλος διανοητής Αλμπέρτ Καμύ για να ζητήσει τη μη εκτέλεση του Μ. Καραολή. Η έκκληση του Καμύ έκανε τεράστια εντύπωση και αποτελεί τεκμήριο για τη συγκίνηση που προκάλεσε ο κυπριακός αγώνας 1955 – 59. Η επιστολή αποτελεί σημαντικό τεκμήριο της Κυπριακής Ιστορίας και πιστεύω ότι το Υπουργείο πρέπει να ενδιαφερθεί για την απόκτησή της. Η τιμή εκκίνησης είναι 5000 ευρώ (£3000 περίπου). Είθισται όμως, αν ένας δημόσιος οργανισμός ενδιαφέρεται για την απόκτηση κάποιου αντικειμένου γιατί είναι σημαντικό για την ιστορία ενός τόπου, να γίνεται απ’ ευθείας διαπραγμάτευση, εκτός των διαδικασιών της δημοπρασίας.

Είμαι στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε πληροφορία γύρω από το θέμα αυτό.

Σάββας Παύλου ΠΛΕ

.

2. Προς διευθυντή Καθημερινής για το θέμα «Έλληνες δύο ταχυτήτων ή Διχοτόμηση του ενιαἰου ελληνικού φιλαναγνωστικού χώρου»

.

(επιστολή στην αθηναϊκή Καθημερινή)

κ. Νίκο Ξυδάκη

εφ. Καθημερινή, Αθήνα

Κύριε Διευθυντά

Σας αποστέλλω την ακόλουθη επιστολή, για δημοσίευση στην Καθημερινή

Έλληνες δύο ταχυτήτων

Ως εμμανής αναγνώστης, κάθε Κυριακή εδώ και δεκαετίες,  της αθηναϊκής κυριακάτικης Καθημερινής, διαμαρτύρομαι σφοδρώς για τις εξελίξεις γύρω από το θέμα της διακίνησης της εφημερίδας αυτής στην Κύπρο, μετά την έκδοση της κυπριακής Καθημερινής κάθε Κυριακή. Η αθηναϊκή Καθημερινή της Κυριακής δεν έρχεται πια στην Κύπρο, δεν βρίσκεται σε κάθε περίπτερο όπως παλιά, πρέπει να κάνεις ειδικές διευθετήσεις για να την πάρεις. Έχει, λοιπόν, διακανονιστεί το ζήτημα: Στην Ελλάδα θα διαβάζουν την αθηναϊκή έκδοση και στην Κύπρο την κυπριακή παραλλαγή της Καθημερινής.

Δημιουργούνται έτσι Έλληνες δύο ταχυτήτων. Κι όμως πρόκειται για δύο διαφορετικά προϊόντα και απορώ γιατί μου στερούν τη δυνατότητα πρόσβασης στο ένα από τα δύο. Παλιά, τα κράτη και η εξουσία παρενέβαλλαν δυσκολίες και συνοριακούς ελέγχους για τη διακίνηση των εντύπων. Ο φιλελευθερισμός, ευτυχώς, ήρε αυτά τα προβλήματα. Και ενώ τα  κράτη φιλελευθεροποίησαν τη νομοθεσία τους και απρόσκοπτα διακινούνται τα έντυπα όμως οι Εταιρίες ξεκίνησαν να παρεμβάλλουν τα δικά τους προσκόμματα και να επιβάλλουν τις δικές τους λογικές.

Δεν διχοτομείται όμως μόνο το ενιαίο των Ελλήνων της φιλαναγνωσίας και εφημεριδοφαγίας σε δύο διαφορετικά σώματα. Η στάση αυτή υπονομεύει και θεμελιώδη της ευρωπαϊκής ενοποίησης όπως η ελευθερία διακίνησης αγαθών που ακυρώνεται με την απαγόρευση/αναστολή της κυκλοφορίας της αθηναϊκής Καθημερινής στην Κύπρο.

Με απλά λόγια: Εμείς οι εμμανείς αναγνώστες της αθηναϊκής Καθημερινής απαιτούμε: Θέλουμε την εφημερίδα μας, όπως την ξέρουμε και όπως την διαβάζουν χιλιάδες άλλοι ομόγλωσσοι. Θέλουμε την αθηναϊκή Καθημερινή στην Κύπρο κάθε Κυριακή.

.

 

3. Προς  Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο για το ανθολόγιο Παύλου Μελά

Αγαπητέ κ. Τριανταφυλλόπουλε

Τυχαία, είδα σε ένα βιβλιοπωλείο το ανθολόγιό σας για τον Παύλο Μελά. Αγνοούσα την ύπαρξή του βιβλίου αυτού μέχρι εκείνη τη στιγμή. Το πήρα και ξεκίνησα την ανάγνωση αμέσως. Χάρηκα αυτή τη δουλειά σας, το διάβασα με προσοχή, αποτελεί οφειλόμενο φιλολογικό φόρο τιμής προς τον ήρωα, που άφησε γυναίκα και παιδιά, καριέρα και ευημερία, για να θυσιαστεί στη μακεδονική γη. Εποχές με ξεκάθαρες πράξεις και ξεκάθαρα προτάγματα, όταν η σύγχυση, η θολούρα και η εικονική πραγματικότητα δεν είχαν επιβάλει την κυριαρχία τους, όταν ήταν διακριτά τα αίματα από τις μπογιές.

Επί πλέον η  συγκίνησή μου ήταν μεγάλη και γιατί το όνομα του πατέρα μου [= Παύλος] του δόθηκε ως φόρος τιμής στον Παύλο Μελά. Όπως μου διηγήθηκαν αρκετές φορές οι συγγενείς, και ειδικά η θεία μου Άννα Σολωμού, ο νουνός του ήταν ο Χατζηγιώρκης  Χατζηθούπος από τον Γερόλακκο. Τα πρώτα ονόματα στα παιδιά μιας οικογένειας ήταν εύκολα, τους έδιναν το όνομα των παππούδων και γιαγιάδων. Μετά η φαντασία κάλπαζε, εκκινούσαν οι βολιδοσκοπήσεις και ανιχνεύσεις, τι όνομα θα επιλέξουν. Ο πατέρας μου, που γεννήθηκε το 1913, ήταν το έκτο παιδί της οικογένειας, οι οφειλόμενες τιμές προς τους παππούδες είχαν, λοιπόν, αποδοθεί και συζητούσαν το όνομά του. Ο Χατηζηθούπος ήλθε στον παππού μου   για να μιλήσουν για τα βαφτίσια του βρέφους. Σου βρήκα ωραίο όνομα του είπε, Παύλος, για τον Παύλο Μελά, για να τιμήσουμε τον ήρωα. Και για να ενισχύσει το αίτημα του συμπλήρωσε ότι το όνομα Παύλος παραπέμπει και στον Κουντουριώτη, που τότε άρχισε να γίνεται και αυτός γνωστός στην Κύπρο λόγω της συμβολής του στον Βαλκανικό Πόλεμο.

Ο παππούς μου το αποδέχτηκε αμέσως και έτσι ο πατέρας μου πήρε το όνομα Παύλος. Όμως στην κοινότητα της Κοκκινοτριμιθιάς οι συγχωριανοί του συμπλήρωναν, πάντοτε σχεδόν, με το Μελάς  όταν τον φώναζαν. Ακόμη ηχούν στ’ αυτιά μου οι προσφωνήσεις και τα καλωσορίσματά τους: Καλώς τον Παύλο τον Μελά, ή Παύλο Μελά έλα εδώ, ή Τι κάνεις Παύλο Μελά.

Καμιά σχέση δεν είχε ο πατέρας μου με την ηρωική εικόνα του Παύλου Μελά. Ήταν ένας ίλαρος άνθρωπος, με λίγα παραπάνω κιλά που επαύξαναν την εικόνα του καλοκάγαθου ανθρώπου,  ήρεμος πάντα, που κοιτούσε τη δουλειά του και την οικογένειά του. Όμως το Παύλος Μελάς τον συνόδευε σ’ όλη του τη ζωή.

Τυχαία, βρεθήκαμε με τον γιο μου Άρη, που σπουδάζει στη Θεσσαλονίκη, μπροστά στο άγαλμα του Παύλου Μελά. Συζητήσαμε κοιτώντας το άγαλμα με συγκίνηση ότι το [όνομα του πατέρα μου/ παππού του και τώρα]                          επώνυμό μας: Παύλου, προέρχεται από τον ήρωα αυτό, πώς εξακτινωνόταν η αγωνιστική μυθολογία στον ελληνικό κόσμο παλαιότερα -ο Παύλος Μελάς θυσιάζεται στη Μακεδονία το 1904, η φήμη και η δόξα του απλώνεται και ύστερα από εννέα χρόνια δίδεται το όνομά του σε ένα βρέφος στην Τριμιθιά, ένα χωριό στην αλύτρωτη Κύπρο του 1913.

Όμως νά το και πάλι το αίσθημα να τονίσει κάποιος την ελληνικότητα της Κύπρου από τόσες άλλες πλευρές, με αφορμή, τώρα, το όνομα Χατζηθούπος. Οι μοδέρνοι το βρίσκουν παρωχημένο που παραπέμπει σε συντηρητικά και άλλα κακέμφατα σημαινόμενα, όμως η εμμονή και η διακήρυξη της ελληνικότητας της Κύπρου αποτελεί το πιο ριζοσπαστικό και πιο μοντέρνο αίτημα της εποχής μας, γιατί αυτή είναι η αλήθεια του τόπου μας, απεικονίζει μια πραγματικότητα που αμφισβητείται, που κινδυνεύει. Ο ζωντανός και υπεύθυνος διανοούμενος που το έχει αντιληφθεί, αυτό έχει καθήκον. Οι άλλοι είτε δεν το έχουν αντιληφθεί, άρα μπαίνει θέμα βλακείας, ή το έχουν αντιληφθεί και φοβούνται να το πουν για να μην κακοχαρακτηριστούν, άρα μπαίνει θέμα καιροσκοπισμού και δειλίας –“σαράφικα συνάγματα/ των μερμηγκιών την ολιγόψυχη σοδειά και φρονιμάδα.”

Ο Χατηθούπος, λοιπόν, ο νονός του μακαρίτη του πατέρα μου, από το θουπί, και ο θούπος, το αρχαίο ελληνικό θωπείον,  γκιώνης, είδος γλαύκας, μεταφορικά ασκημομούρης. Και η παροιμία: “Μην σου γελάσει το θουπίν και το χελιδονάκι” -δεν έφτασε ακόμη το καλοκαίρι. Όλα τα ονόματα της πτηνοπανίδας στην Κύπρο κρατούν από τα αρχαιοελληνικά. Εκτός από τόσα άλλα που χρησιμοποιούνται ευρέως και είναι κοινά σε όσους  μιλούν την πανελλήνια δημοτική (γύπας, γεράκι, αετός, χελιδόνι, νυχτερίδα) η Κύπρος επιμένει και για τόσα άλλα αρχαιοελληνικά: θουπίν, φάσσα, ακανθελούδι (η ακανθυλίς, στην πανελλήνια κοινή: καρδερίνα), στρούθος, όρνιθα κ.λπ.

Την αλήθεια του τόπου μου λέω και ας μην πάρω ποτέ την προσωνυμία του μοντέρνου. Γιατί, επιτέλους, το επαναλαμβάνω και τώρα, ας μάθουμε να ξεχωρίζουμε “το αίμα από τις μπογιές…”

Με την αγάπη μου πάντα

.

.

4. Για τον τίτλο των σχολικών θεατρικών αγώνων

ΥΠΟΜΝΗΜΑ

Προς:   Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού

(μέσω Δ.Μ.Ε.)

(μέσω Γ.Δ.)

Από:      Σάββα Παύλου ΠΛΕ

Ημερ.:    :7 Απριλίου 2006

Θέμα:   ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ  ΤΩΝ  ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΘΕΑΤΡΙΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ

Οι σχολικοί θεατρικοί αγώνες χαρακτηρίζονται από όλους τους εχέφρονες και νουνεχείς αυτού του τόπου ως ο θεσμός που συνεισφέρει όσο κανείς άλλος στην θεατρική ανάπτυξη της Κύπρου. Χάριτας οφείλουμε όλοι σε αυτούς που συνέλαβαν αυτή την ιδέα και προσπάθησαν να την υλοποιήσουν, σε αυτούς που σήμερα συνεισφέρουν. Έτσι, κάθε χρόνο, δεκάδες σχολεία, δεκάδες καθηγητές, εκατοντάδες μαθητές  της Κύπρου, συμμετέχουν και προσφέρουν στα θεμέλια της θεατρικής παιδείας του τόπου μας. Όμως παντού, στις αφίσες και στα προγράμματα, θα διατυπωθεί το δυσοικονόμητο, άμουσο και αποτρεπτικό: «ΙΣΤ Παγκύπριοι Σχολικοί αγώνες σύγχρονου θεάτρου και αρχαίου δράματος  εις μνήμην Παναγιώτη Σέργη.»

Απορώ ποιοι άμουσοι, μα και με πλήρη άγνοια για τις σημερινές εκφραστικές ανάγκες, την ψυχολογία και τις νοοτροπίες των μαθητών μας, επέβαλαν αυτή την ξύλινη και ακαλαίσθητη γλώσσα για έναν τόσο ζωντανό θεσμό όπως είναι το θέατρο που διδάσκεται από την πιο ζωντανή ηλικία, τους έφηβους. Ο τίτλος ενός θεσμού αποτελεί κάτι το βασικό,  αναπαράγει ιδεολογία, ενισχύει εκφράσεις και συμπεριφορές, προτείνει ήθος και στάση ζωής. Και ο τίτλος των σχολικών θεατρικών αγώνων είναι ατυχής, ίνα μη τι χείρον είπω. Οι σχολικοί θεατρικοί αγώνες αναφέρονται σε νέους, χρειάζεται ένας απλός και περιεκτικός τίτλος που να συνάδει με τα νεανικά αισθήματα.  Μήπως, οι νονοί αυτού του τίτλου, φαντάζονται ότι οι νέοι μας μιλούν κάπως έτσι;

Α’ μαθητής: -Φέτος το σχολείο μας θα ανεβάσει στους 17ους Παγκύπριους σχολικούς αγώνες σύγχρονου θεάτρου και αρχαίου δράματος  εις μνήμην Παναγιώτη Σέργη το έργο του Ψαθά, Ζητείται Ψεύτης.

Β’ μαθητής, Και μεις πέρυσι στους 16ους Παγκύπριους σχολικούς αγώνες σύγχρονου θεάτρου και αρχαίου δράματος  εις μνήμην Παναγιώτη Σέργη, πήραμε το δεύτερο βραβείο.

Δυστυχώς ο τίτλος αυτός παραπέμπει σε ανθρώπους που έχουν την κουλτούρα των ανατολικών σοβιετικών καθεστώτων ή που την έχουν εγκολπωθεί, με τη γνωστή ξύλινη και ακαλαίσθητη γλώσσα.

Η αρίθμηση είναι άχρηστη. Θυμίζει διαχείριση λογιστών. Σε άλλα φεστιβάλ και διαγωνισμούς δεν αριθμούνται οι ετήσιες εκδηλώσεις. Κάθε χρόνο απλώς γίνεται η νέα εκδήλωση. Η αρίθμηση μπορεί να αναφερθεί σε δήλωση ή εισαγωγή, για να δείξει τη συνέχεια και το πολύχρονο των προσπαθειών για  την καλλιέργεια του σχολικού θεάτρου, όμως δεν αποτελεί μέρος του επίσημου τίτλου που κάθε λίγο πρέπει να εμφανίζεται.

Το «σύγχρονου θεάτρου και αρχαίου δράματος» είναι άχρηστο, θυμίζει δασκαλίστικη νοοτροπία που θέλει να κάνει διακρίσεις και ομαδοποιήσεις και εκεί που δεν πρέπει. Το σκέτο Θέατρο είναι αρκετό, τα συμπεριλαμβάνει όλα. Μήπως αύριο στα πλαίσια του «πλουραλισμού και της πολυφωνίας» και άλλων ηχηρών παρομοίων, πρέπει να  αναδείξουμε και το ξένο θέατρο και η συνήθης αναφορά θα γίνει ΙΣΤ Παγκύπριοι Σχολικοί αγώνες σύγχρονου ελληνικού και ξένου θεάτρου καθώς και αρχαίου δράματος  εις μνήμην Παναγιώτη Σέργη; Το ξένο, ελληνικό, ή αρχαίο είναι άχρηστα, υπάρχει θέατρο καλό ή κακό, υπάρχουν παραστάσεις καλές ή κακές.

Το «εις μνήμην Παναγιώτη Σέργη» είναι παντελώς άχρηστο και επιβάλλει ατμόσφαιρα καθήλωσης και μνημοσυνογραφίας σε έναν τόσο ζωντανό θεσμό όπως είναι το σxολικό θέατρο. Εκτιμώ την προσφορά του Παναγιώτη Σέργη και δεν θα ήθελα να μειωθεί. Ποτέ όμως  το «εις μνήμην κάποιου» δεν γίνεται ο επίσημος τίτλος ενός θεσμού. Μόνο στην Κύπρο συμβαίνουν αυτά τα περίεργα. Η αναφορά στην προσφορά του  Παναγιώτη Σέργη, και ότι οι αγώνες είναι αφιερωμένοι στη μνήμη του, μπορεί να σημειώνεται στο εισαγωγικό κείμενο του θεατρικού προγράμματος ή στην επίσημη ανακοίνωση του Υπουργείου για τους θεατρικούς αγώνες. Πουθενά αλλού. Εδώ θυμάμαι μια από τις πρώτες εμπειρίες μου ως καθηγητής /  εργοδοτούμενος από το Υπουργείο Παιδείας. Είχα πρωτοδιοριστεί στο Παγκύπριο Γυμνάσιο και λίγες μέρες αργότερα με φώναξε ο κύριος Α. Παπαμιλτιάδης, Βοηθός Διευθυντής τότε. Είσαι νέος καθηγητής εδώ, μου είπε, και μπορείς να βάλεις το θέμα της μετακίνησης των φωτογραφιών με τους πεθαμένους καθηγητές από την αίθουσα του καθηγητικού συλλόγου. Σε έναν τόσο ζωντανό χώρο όπως το σχολείο, πρόσθεσε, βαραίνει το θέμα των τεθνεώτων και η αίθουσα του καθηγητικού συλλόγου είναι ένα εικονοστάσι με φωτογραφίες νεκρών. Θα μπορούσαν να πάνε σε ένα δωμάτιο με τεκμήρια και στοιχεία από την ιστορία του σχολείου και η αίθουσα του καθηγητικού συλλόγου να αποκτήσει πιο ζωντανή διακόσμηση, με φωτογραφίες τοπίων, θεατρικών παραστάσεων, αγαλμάτων.  Συμφώνησα μαζί του, όμως τίποτα δεν έγινε κατορθωτό και σήμερα, ύστερα από τριάντα χρόνια, η αίθουσα καθηγητών παραμένει με το ίδιο σκηνικό, έχουν αυξηθεί απλώς οι φωτογραφίες των  τεθνεώτων.

Πρέπει, λοιπόν, να βρεθεί ένας νέος τίτλος, εύχρηστος, περιεκτικός και ελκυστικός

Αντί, λοιπόν: ΙΣΤ Παγκύπριοι Σχολικοί αγώνες σύγχρονου θεάτρου και αρχαίου δράματος  εις μνήμην Παναγιώτη Σέργη καλύτερα ΣΚΗΝΗ ή ΔΡΩΜΕΝΑ, ή ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ.

Αναφέρω ενδεικτικά κάποιους τίτλους, ίσως άλλοι θα προτείνουν καλύτερους. Το σίγουρο, πιστεύω, είναι η ανάγκη να καταργηθεί το απίθανο: ΙΣΤ Παγκύπριοι Σχολικοί αγώνες σύγχρονου θεάτρου και αρχαίου δράματος  εις μνήμην Παναγιώτη Σέργη.

Έτοιμοι για τους νέους καιρούς

20 Σεπτεμβρίου, 2010

1. Έτοιμοι για τους νέους καιρούς

2. Άντριου Μόσιον, Αλλαγή καθεστώτος (ποίημα)

ΕΤΟΙΜΟΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ

Πολλά πράγματα – εμφανείς ή υπόγειες στάσεις, νοοτροπίες και συμπεριφορές- αποδεικνύουν αν κάποιος συμπορεύεται και εκφράζεται γνήσια, με πίστη και ετοιμότητα, μέσα στα καινούργια δεδομένα που συσσωρεύει η πράγματι καταλυτική εποχή μας. Ο γράφων ξεκίνησε τη δημιουργία αυτού του ιστολογίου ύστερα από υποδείξεις και παροτρύνσεις φίλων. Όταν το πρωτοδημιούργησε ένιωσε ὄτι προσχώρησε στους σύγχρονους  καιρούς, ότι έγινε, επιτέλους, ένας μοντέρνος. Όμως πριν από λίγες μέρες τύπωσε όλο το υλικό του ιστολογίου, 95 περίπου σελίδες, το συνέδεσε σε ένα φάκελο, το βλέπει, το μελετά, το χαίρεται έτσι, μετροφυλλά τις σελίδες και σκέφτεται για βελτιώσεις και προσθήκες. Αποδεικνύοντας ότι εμμένει στην σταθερή και στατική τυπωμένη σελίδα κι όχι στην ελευθέρια και ρευστή ηλεκτρονική οθόνη.

Ανέτοιμος, λοιπόν, ακόμη.

.

2. Άντριου Μόσιον, Αλλαγή καθεστώτος


Κατεβαίνοντας απ’ το δρόμο της Νινευί

ο Θάνατος σταμάτησε  για λίγο κι είπε: -Προσοχή!

.

Βλέπεις  τα ονόματα των τόπων εδώ στη γύρω πλάση;

Δικά μου είναι τώρα, τα ’χω ξεκοιλιάσει.

.

Να, η Εδέμ, στο νότο πέρα. Την αυγή

είπα στο στρατό μου  ρίξτε τα στη γη

.

τα τείχη και τις πύλες της έτσι που καθείς να δει

το γλυκό της μήλο πάνω στο κλαδί.

.

Το θέλεις, δεν ειν’ έτσι; Πήγαινε τότε να το φας,

γλείψε τα χείλη σου και κόψε το ίδιο πάλι με μιας.

.

Να, ο Τίγρης κι ο Ευφράτης, σε λωρίδες έρεαν παλιά

του Ήλιου και της άμμου, χρώματα που ‘δειχναν ανεμελιά

.

Άλλο πια δεν το μπορούν. Τους γέμισα γοργά

μ’ αμέτρητη λογιών λογιών ανθρωποκοπριά

.

Να, η Βαβυλώνα,  κι οι κήποι της οι κρεμαστοί,

γλύκαιναν τις βασιλείες σ’ ώρα ειρηνική

.

βρήκα τώρα άλλο τρόπο να ευωδιάζω τον αέρα:

μια λέξη άλλη πια για την απελπισία που τρυπά ως πέρα

.

που αφήνει τη Βαγδάτη,  μιναρέδες με το άστρο στην κορφή,

αίθουσες κι αυλές μαρμάρου,  αντικατοπτρισμούς  στη μέρα τη θερμή.

.

Τους τόπους αυτούς και τ’ αρχαία πράγματα που ξέρατε, θέλω να πω

δεν θα τα ξέρετε σε λίγο. Δουλεύω ήδη  γι αυτόν τον σκοπό.

.

.

Σημείωση: Μεταφράστηκε εσπευσμένα το 2003, για να διαβαστεί σε αντιπολεμική εκδήλωση στη Λευκωσία, εναντίον της επέμβασης της Αμερικής στο Ιράκ.

ΑΝΟΙΚΤΑΙ ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ ΕΝ ΚΑΘΑΡΕΥΟΝΤΙ ΛΟΓΩ

13 Σεπτεμβρίου, 2010

1. Πρὸς Διονύσιον Διονυσίου, ἐφ. Πολίτης, διὰ τὸ θέμα Λυμπουρῆ

2. Ἐπιστολὴ πρὸς Λεύκιον Ζαφειρίου διὰ Λυμπουρῆν

3. Πρὸς Ὑπουργόν Παιδείας καὶ Πολιτισμοῦ διὰ τὸ θέμα τῆς περιβοήτου «Pay T.V.»

4. Πρὸς ΓΕΜ κ. Α. Σ. διὰ τὰς 14 κίχλας

5. Πρὸς Διευθυντὴν Κ.Ε.Ε. διὰ τὴν ἐπιτυχούσαν χήραν

6. Πρὸς Νάσον Βαγενᾶν διὰ τὸ θέμα «Μαχαιρᾶς – Θουκυδίδης»

7. Πρὸς Βαγενᾶν διὰ πολυπληθεῖς βραβεύσεις Κυπρίων

8. Διὰ τὴν ἀντικατάστασιν πεπαλαιωμένου ἐκτυπωτοῦ

.

1.

Κύριον Διονύσιον Διονυσίου

ἀρχισυντάκτην ἐφημερίδος Πολίτης

Θέμα: “Ἀπομόρξατο δάκρυ”

Ἔνδακρυς ἀνέγνων τὸ ὑμέτερον ἀρθρίδιον περὶ τοῦ ἀδικηθέντος Λυμπουρῆ, νῦν ἀποκατασταθέντος. Προὐβάλετε ἐν τῇ ἡμετέρᾳ διανοίᾳ, ὦ ἄνερ περιφανὲς Διονύσιε,  ὡς ὁ μέγιστος ἥρως τῶν ἀναγνωσμάτων τῆς παιδικῆς ἡλικίας Ρόμπιν Χούντ, ὁ προστάτης δυσπραγουσῶν χηρῶν καὶ ἀνυπερασπίστων ὀρφανῶν.

Ὅτι αἱ εἰκόνες: “χήρα-Λυμπουρῆς” καὶ “ὀρφανὸς παῖς – Λυμπουρῆς” ἀκαταμάχητοί εἰσι καὶ ἐπιβάλλουσι συστράτευσιν, πρὸς ὑπεράσπισιν καὶ ἀποκατάστασιν, ὑπὲρ τοῦ ἀδυνάτου. Καὶ ἐπληροφορήθην ἐν ἄκρᾳ συγκινήσει τὴν ἀνέλιξιν καὶ ἐπιβράβευσιν αὐτοῦ. Πλήν, εἷς τῶν ἡμετέρων φίλων, ἐκ τῶν ἐνίων ἐκείνων οἵτινες συνεχῶς ὑποτονθορύζουσι καὶ μουρμουροῦσι, ἐχαρακτήρισεν ὑμᾶς, ἄνερ Διονύσιε, ὡς ἔχοντα καλογηρικὴν παιδείαν.  Ὡς ἐν τῷ μεσαίωνι οἱ καλόγηροι, κατὰ τὴν περίοδον τῶν νηστειῶν, ἐβάπτιζον τὸ κρέας ὡς ὀψάριον ἵνα ἐσθίωσι τοῦτο ἀναμαρτήτως  (ὁ μείζων ἐν τοῖς συγγραφεῦσιν Ἐμμανουὴλ Ροΐδης σπινθηροβόλως παρέθεσε)  τοιούτως καὶ ὁ συγγράψας Διονύσιος ἐπαρουσίασε Κωνσταντῖνον Λυμπουρῆν (ἄνδρα ἐν τοῖς πράγμασι διαπλεκόμενον παντὶ τρόπῳ, ἐν κλίκαις καὶ συνωμοτικοῖς μηχανισμοῖς ραδιουργοῦντα καὶ ὑποχθονίως δρῶντα, μέτοχον/ὑποκινητὴν λοιδοριῶν, ὑποσκάψεων καὶ ἀδικιῶν ἐναντίον ἄλλων) ὡς ἀνυπεράσπιστον χήραν πρὸς χάριν τῆς ὁποίας δεῖ ἡμᾶς στρατευθῆναι πρὸς προστασίαν αὐτῆς.

Ὅτι ὁ περὶ οὗ ὁ λόγος, ὁ παρουσιασθεὶς ὡς ἀνυπεράσπιστος χήρα, τὴν χεῖρα ἐνέβαλεν, ὡς συμπλεγματικός, εἰς πλείστας ἀδικίας ἐναντίον ἀξίων, ὁ δὲ  ἡμέτερος φίλος ὠνόμασεν τοῦτον ὡς τὸν ἐν τῷ χώρῳ ῥουσφετίου   πρῶτον τῇ τάξει. Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει ἡ ὑμετέρα παρουσίασις τούτου ὡς  “χήρα – Λυμπουρῆς”, προὐκάλεσεν  ἐν τῇ κατανοήσει τῆς πραγματικότητος, ἐκ μέρους τῶν ἀναγνωστῶν, στρέβλωσιν καὶ θόλωμα ὑδάτων, ὡς τὸ ἐκχυνόμενον ἐκ σηπίας μελάνιον. Ἰδού, λοιπόν, τὸ εἰκονικὸν ὀψάριον τῆς ἀνυπερασπίστου χήρας καὶ ἰδοὺ καὶ τὸ κρέας τῆς ἀληθοῦς πραγματικότητος: διὰ τῆς μεθόδου τῆς κλαυθμυριζούσης εἰκόνος ἐδικαιολογήθη ῥουσφέτιον ἕτερον.   Πλήν, ὡς θὰ ἔλεγεν ὁ Γκαιμπέλιος, ἀνὴρ τῆς τοῦ Τρίτου Ράιχ προπαγάνδας θεράπων: τὸν Λυμπουρῆν χήραν ποιεῖτε, χήραν ποιεῖτε, στὸ τέλος κάτι θὰ μείνῃ.

Ἀναμένων ὑμετέραν ἀνταπόκρισιν

Διατελῶ

Μετὰ τιμῆς

Σάββας Ἐρυθροτερμινθεύς,

ἀγροτόπαις

Σημείωσις: Ὁ Διονυσίου εἰς  ἕνα ἀνερυθρίαστον ἄρθρον ἐξέφρασε τὴν χαράν του διὰ τὴν ἐκ μέρους τοῦ Α.Κ.Ε.Λ. ἐπιβράβευσιν τοῦ κ. Κ. Λυμπουρῆ  μὲ ἐπίζηλον θέσιν, διότι οὗτος εἶχε, δῆθεν, προηγουμένως ἀδικηθῆ!!!

.

.

2. Τῷ Λευκίῳ Ζαφειρίου

Ἐν θλίψεσι καὶ ὀδυρμοῖς ἀπευθύνομαι ὑμῖν, ὦ ἄνερ Λεύκιε Ζαφειρίου, ἐπεὶ ἡ ὑμετέρα σκανδαλώδης προσπάθεια μειώσεως τοῦ ὀτρηροῦ καὶ χαλκεντέρου τῶν κυπριακῶν γραμμάτων ἀνδρὸς Κωνσταντίνου Λυμπουρῆ οὐ πέρας ἕξει.

Ὁ περὶ οὗ ὁ λόγος λόγιος ἀνὴρ ἐκδίδει σὺν ἀκαδημαϊκοῖς ἐξ Ἑλλάδος καὶ Κύπρου τὸ περίπυστον καὶ ὑψιπετῆεν Βίλλαντρων, περιοδικὸν ἐν τοῖς ἑλληνικοῖς γράμμασιν ἐκχέον τὰς ἀκτῖνας αὐτοῦ, ὡς ὁ ἑῷος ἀστήρ. Ἐν τῇ βιβλιοπαρουσιάσει τοῦ τελευταίου ἔργου τοῦ πολυχύμου καὶ πολυκάρπου ἀνδρός, μετὰ ἀκαδημαϊκῶν ἀνεμείχθητε καὶ ὑμεῖς, μειοῦντες οὕτω τὴν ἐμβέλειαν τῆς ἀξίας αὐτοῦ.

Ὡς τὸ ἐγγονοπούλειον, ἀπευθύνομαι ὑμῖν ἐρωτῶν: Τί γύρευες ἐσύ, ἕνας πληβεῖος τῶν γραμμάτων, μέσα σὲ ἀκαδημαϊκούς;

Προφανές ἐστι: Τὸ ἔργον αὐτοῦ ἐμειώθη πάραυτα, ὡς ἐπεζήτει ἡ κεκαλυμμένη βορβορώδης καὶ ὑποχθόνιος πλεκτάνη ὑμῶν. Ὅτι, εἰ ἐν βιβλιοπαρουσιάσει ὑπῆρχον μόνον περίπυστοι καὶ περινούστατοι ἀκαδημαϊκοί, ἡ ἐντύπωσις διάφορος ἄν ἧν καὶ προσεγράφετο ἂν ὡς ἐπὶ πλέον πλεονέκτημα τῷ πνευματικῷ ἀνδρί.

Ὅθεν, ἄφετε τὸν δημιουργὸν κ. Λυμπουρῆν, τὸ μεῖζον πνευματικὸν κεφάλαιον τοῦ τόπου, ἐναβρυνόμενον ἐν ταῖς ἀκαδημαϊκαῖς αὐτοῦ δόξαις καὶ περγαμηναῖς καὶ ἐπιστρέψατε εἰς τοὺς συνήθεις δημιουργούς, ὡς ὁ Κάλβος καὶ ἄλλοι τινές.

Σ. Ἐρυθροτερμινθεὺς

Σημείωσις: Ἀπεστάλη εἰς Λεύκιον Ζαφειρίου, ἐπειδὴ εἰς τὰ βιογραφικὰ τοῦ κ. Κ. Λυμπουρῆ άναφερόταν μὲ ἔπαρση ὅτι εἰς τὸ περιοδικόν του συνεργάζονται ἀκαδημαϊκοί!!!

.

.

3. Πρὸς τὸν Ὑπουργὸν

Παιδείας καὶ Πολιτισμοῦ

κ. Οὐράνιον Ἰωαννίδην

Ὑπουργεῖον

Παιδείας καὶ Πολιτισμοῦ

Λευκωσία

Ἐν Λευκωσίᾳ, 26 Φεβρουαρίου 2002

Κύριε Ὑπουργὲ

Θέμα: Ερωπαϊκ πορεία κα πληροφόρησις πολίτου

Ἐν τοῖς τρέχουσι καιροῖς, ἐν οἷς πληροφόρησις πολίτου καὶ ἐλευθέρα τῶν πληροφοριῶν ῥοὴ μείζω προτάγματα βίου καὶ ἀρεταὶ πολιτικαὶ θεωροῦνται, χρὴ λέγειν τὰ καίρια.

Ὅθεν δέον ἐστὶ πληροφορῆσαι ὑμᾶς περὶ τῶν ἐν τοῖς πανδοκείοις καὶ ξενοδοχείοις, τοῖς μετὰ τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας συμβαλλομένοις πρὸς τὴν τῶν ἐξετάσεων διεκπεράτωσιν, συμβαινόντων.

Ἄρχομαι γράφειν ἐπὶ ἡμετέρας ἐμπειρίας ἑδραζόμενος: Καθ’ ὥραν τρίτην μεταμεσονύκτιον, περατώσας μεθ’ ὁμάδος φιλολόγων τὰ τοῦ ἐξεταστικοῦ δοκιμίου σχετικά, μετέβην εἰς τὸ δωμάτιόν μου πρὸς κατάκλισιν. Ἐν τῇ κλίνῃ στεναγμὸν ἀνακουφίσεως ἐξέβαλον ὅτι σφόδρα κεκμηκὼς ἦν: Δόξαν καὶ εὑχαριστίαν ἀναπέμπομέν σοι, Κύριε, ὅτι διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος καὶ ἐξήγαγες ἡμᾶς εὶς ἀναψυχήν.

Ἐλαχίστην ψυχαγωγίαν ἐκζητήσας πρὸ τοῦ ὕπνου, προὔβην εἰς διαδικτυακὴν ἀνίχνευσιν [=χυδαϊστί: ζάπιγκ]. Κατὰ τὴν διαδικτυακὴν ἀναζήτησιν εἶδον διαφόρους πρωτοτύπους σκηνάς, ἅς, ὡς ἀγροτόπαις καὶ μὴ εἰδὼς τὴν πονηρίαν τοῦ κόσμου τούτου, ἐξέλαβον ὡς σκηνὰς παιδιᾶς, φυσιοθεραπείας καὶ ἀθλήσεως (ἀνατάσεις, κάμψεις [= χυδαϊστὶ push ups] κ.λπ.). Πρὸς συνέχισιν τῆς θεάσεως πιέσατε  κομβίον: «pay T.V» ἐνετείλατο ἡ ὀθόνη. Ἐπίεσα, Κύριε Ὑπουργέ,  πλὴν εἶδον καὶ ἤκουσα κοπροφημίας, δωδεκαμηχάνους Κυρήνας, ἄνδρας ὑμέναιον ᾄδοντας ἐν τῇ παλάμῃ, ἄλλας τε καὶ ἄλλους ἐν πολυποικίλοις μείξεσι. Εἶδον καλλιπύγους καὶ ὀρθοτίτθους θηλείας ἐν μαιναδικῷ παροξυσμῷ, βινήσεις τε καὶ πυγισμούς. Ἐπίεσα τὸ κομβίον ἀνόδου τῆς διαδικτυακῆς ἀνιχνεύσεως καὶ εἶδον παρόμοια καὶ ἐπίεσα ἑτέρας δύο φορὰς τὸ περιβόητον καὶ χυδαϊστὶ λεγόμενον «pay T.V» και ταῦτα πάλιν ἔλαβον καὶ εἶδον.

Ἡ θέασις τοιούτων σκηνῶν συνεποσώθη εἰς εἴκοσι καὶ πέντε περίπου δευτερόλεπτα. Πλήν, κατά τὴν πρωίαν, ἐν τῇ ὑποδοχῇ τοῦ πανδοκείου ἐζητήθη καὶ ἡ καταβολὴ ποσοῦ εἴκοσι καὶ μιᾶς λιρῶν, ἐπεὶ ἡ ἔστω καὶ ἑνὸς δευτερολέπτου θέασις τοῦ χυδαϊστὶ λεγομένου  «pay T.V» δικτύου συνεπάγεται ποσὸν ἑπτὰ περίπου λιρῶν, ὅθεν αἱ τρεῖς ἀνιχνεύσεις ἐπὶ ἑπτὰ συνεπόσωσαν τὰς αἰτηθείσας λίρας.

Κύριε Ὑπουργέ, ἀναφέρομαι πρὸς ὑμᾶς, ὅτι γνωστὴ καὶ ἔνθερμος ἡ ὑμετέρα ὑποστήριξις τῆς πρὸς τὰς Εὐρώπας  πορείας τῆς ἡμετέρας πατρίδος. Ἀλλὰ πῶς, ὅμως, θὰ ἐνταχθῶμεν ἐν ταῖς Εὐρώπαις, ἄνευ πληροφορήσεως τοῦ πολίτου; Ὅθεν δέον  πληροφορῆσαι τοὺς ἡμετέρους ἐκπαιδευτικούς, τοὺς ἐν πανδοκείοις ἐγκλειομένους,  ὅτι ἡ θέασις «pay T.V» ἐν τῷ πανδοκείῳ βαρύτατον τίμημα ἐπιφέρει καὶ ἀφαίμαξιν βαλαντίου ἐπιτελεῖ.

Σάββας Ἐρυθροτερμινθεὺς

.

.

4. Τῷ Ἀνδρέᾳ Σχ., ΓΕΜΕ

Ἀξιάγαστε καὶ ἐρατεινὲ Ἀνδρέα, ἄνερ φίλτερε πάντων

ἐν καιροῖς χαλεποῖς χρὴ λέγειν τὰ καίρια. Ἐν ἄκρᾳ ἀπελπισίᾳ ἐπικοινωνῶ μεθ’ ὑμῶν ὅτι ἡ δεκάτη τετάρτη κίχλη, ἡ ἐπ’ ἄκρου μορίου ἐφ’ ἑνὸς ποδὸς ἑδραζομένη, ἤρξατο, λόγῳ ἡμετέρου ὁρίου ἡλικίας, κλυδωνιζομένη καὶ ὁρατός ἐστιν ὁ κίνδυνος πτώσεως αὐτῆς. Πλὴν τὴν ἀπελπισίαν ἐάσωμεν. Παραμένουσιν ἀκμαῖαι, ἐν τῇ θέσει αὐτῶν, ἑδραζόμεναι στεῤῥῶς ἐπ’ ἀμφοτέρων τῶν ποδῶν, ἀπὸ ρίζης ἕως ἄκρου βαλάνου, αἱ ὑπόλοιποι δεκατρεῖς κίχλαι.

Σ. Ἐρυθροτερμινθεὺς

Σημείωσις: Ὁ Α. Σ., πρὸ καιροῦ, διηγήθη εἰς τὸν Σ. Ἐρ. τὸ ἀνέκδοτον περὶ τοῦ κυπριακοῦ μορίου, τὸ ὁποῖον, ὡς ὑπερμέγεθες, δύναται νὰ φιλοξενήσῃ δεκατρεῖς κίχλας, καθὼς καὶ δεκάτην τετάρτην, ἐν τῷ ἄκρῳ, ἐφ’ ἑνός ποδός. Ὕστερα ἀπὸ καιρὸν ἀπεστάλη πρὸς τὸν Α. Σ. ἡ προηγουμένη ἐπιστολή.

.

.

5. Τῷ ὀτρηρῷ καὶ χαλκεντέρῳ τῆς ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης τε καὶ συγγραφῆς κυρίῳ Κ.  Γιαγκ.

Ἔντιμε κύριε

Παράγων ἐν τοῖς γράμμασι παρεδέξατο ἡμῖν ὅτι ἡ κυρία Ν. Π., ἄλλως Τοφίδου χήρα, ἀληθές ἐστι ὅτι οὐ «συνέλαβεν» ἀσπίλως, ἀχράντως καὶ ἀμώμως [ἐν. τὴν θέσιν τῆς ἐν Ἀθήναις μορφωτικοῦ ἀκολούθου]. Πλήν, ἔφη, δεῖ συγχωρῆσαι αὐτῇ ὅτι ἐν ταλαιπωρίαις καὶ κόποις διῆγε τὴν ζωὴν ἐν τῷ Κέντρῳ Ἐπιστημονικῶν Ἐρευνών, ἐκεῖσε πρὸς αὐτὴν βλοσυροῦ τε καὶ καταχθονίου αὐθέντου ὑπάρχοντος. Ἀναγκαία οὖν αὐτῇ,  ἔτι καὶ ἐν μώμῳ, σπίλῳ τε καὶ ψόγῳ, άναζήτησις διεξόδου, ἡ ἀθήναζε πορεία ἐν παντὶ τρόπῳ καὶ ἐν πάσαις μεθοδεύσεσι. Ἐπεὶ τὸ μὴ ἄσπιλον, τὸ μὴ ἄμωμον καὶ τὸ μὴ ἄχραντον τῆς «συλλήψεως» προὐκάλεσεν ἀδικίαν τινα εἰς ἑτέρους διεκδικητὰς τῆς ἐν Ἀθήναις θέσεως, δεῖ συμβουλεῦσαι ὑμᾶς, ἵνα μὴ καὶ ἕτεραι ἀδικίαι γένωνται, ὅτι δέον ἐστί ὑμῖν ἁβροφρόνως καὶ εὐγενῶς ταῖς κορασίσι καὶ γυναιξὶ φέρεσθαι.

Μεθ’ ὑπολήψεως μεγίστης

Σ. Ἐρυθροτερμινθεὺς

Σημείωσις: Ἡ ἐπιστολὴ δὲν ἀπεστάλη, διὰ λόγους δεοντολογικούς. Δημοσιοποιεῖται διὰ πρώτην φοράν ἐν τῇ παρούσῃ σελίδι.
.

.

6. κ. Νάσον Βαγενᾶν,

κρως πόῤῥρητον

Ἐν ἄκρᾳ συνωμοτικότητι καὶ ἐν πνεύματι πλήρους ἐμπιστευτικότητος ἐπικοινωνῶ μεθ’ ὑμῶν, ἵνα θέσω ὑπ’ ὄψιν τὰ ἀκόλουθα:

Ὡς εἰκός, ἐν λογίων κύκλοις τοπικοῖς, τοπικὰ δημιουργήματα λογοτεχνίας τε καὶ τέχνης ὑπερτονίζονται, ὑπερπροβάλλονται, ὑπερπροωθοῦνται, ὑπέρ… τε και ὑπέρ… Ἔασον αὐτοὺς χαίρειν ὅτι ἀναμενομένη τε καὶ συγγνωστὴ ἡ τοιαύτη ἕξις.

Πλὴν ἐπεὶ ἐν τοπικιστικῇ ἐμμονῇ τε καὶ μεγαλαυχίᾳ καὶ νεκροφίλῳ καθηλώσει ταῦτα κατακαλύπτουσι πάντα, δεῖ ἀντιταχθῆναι τῇ ἐπαρχιωτικῇ ταύτῃ δυσμοιρίᾳ καὶ χρὴ λέγειν τὰ καίρια.

Ὅτι ὑψιπετεῖς (καὶ οὐχὶ ὑψιπέται) τινές λογογράφοι οὐκ ἔδει, οὐδ’ ἔξεστι, ἐξομοιοῦσθαι Μακρυγιάννῃ, οὐδὲ ποετάστροι Σολωμῷ, οὔτε, ἐν ὀλίγοις, ἐν ἡγήτορσι πνευματικοῖς καὶ ἠθικοῖς συγκαταλέγεσθαι.

Διὸ ἐν ἐμπιστευτικότητι καὶ ἐν ἀπολύτῳ ἐχεμυθίᾳ λέγω ὑμῖν καὶ παρακαλῶ ὑμᾶς, ὅπως μὴ διαῤῥεύσῃ Ἰουδαίοις, εὐηθαιδοίοις ὡς καὶ ἀγύρταις (χυδαϊστί: τσαρλατάνοις), ἀνθρωπίσκοις, ἀνιδέοις, κηφῆσι, βατράχοις, ἀκρίσι, κομβοϊωαννίταις, λύκοις τε καὶ γυψί, τὸ ἀκόλουθον:

τι Μαχαιρς οκ στι Θουκυδίδης!

Ἔσται τοῦτο ἐν κύκλοις μεμυημένων ἄχρι ἐλεύσεως πνεύματος εὐρυχωρίας καὶ Λόγου ἐλέγχοντος, ἤγουν ἔτι καὶ τοῦτο τὸ ἔαρ ἀναμενοῦμεν, δούλιοι δούλιοι!

Σ. Ἐρυθρό.

Σημείωσις:  Ἀπεστάλη πρὸς Νάσον Βαγενᾶν ὅτε ἀνεγνώσθη γραφικὸν δημοσίευμα Κυπρίου, τὸ ὁποῖον παρωμοίαζε τὸν χρονογράφον Μαχαιρᾶν μὲ τὸν ἱστορικὸν Θουκυδίδην. Ὁ τάλας ὅστις συνέγραψε τὴν ἀνοησίαν οὐδ’ ἐπ’ ἄκρῳ δακτύλῳ ἥψατο Θουκυδίδου.

.

.

7. Ὀτρηρῷ καὶ χαλκεντέρῳ, ποιήσεώς τε καὶ φιλολογίας θεράποντι, καθηγητῇ [Ἀθα]Νασ[ί]ῳ Βαγενᾷ πλεῖστα χαίρειν

Βραβεῖα ἄττα, ὡς ἔθος παρὰ τοῖς Ἕλλησι τοῖς γεραίρουσι πρόσωπα καλὰ καὶ πράξεις θαυμαστάς, ἡρωικάς τε καὶ πνευματικάς, ὠφέλειαν ἂν ἐπέφερον τῷ κοινωνικῷ σώματι. Πληθωρισμὸς ὅμως, ὡς καὶ ἐν οἰκονομικῷ πεδίῳ, ζημίαν ἐπιτελεῖ.

Ἐνθυμούμενος παρατήρησιν ὑμῶν (διατυπωθεῖσαν κατὰ πρόσφατον ταξίδιον ἐν τῇ νήσῳ Κύπρῳ, ἐξ ὀδυνηρῶν ἐμπειριῶν κατὰ τὰς συναντήσεις μετὰ πλείστων γερανδρίων, χαρακτηριζομένων δι’ εὐήθειαν, εἰς πλείστας δημοσίας θέσεις: “ἀπορῶ μὲ τόσους ἀνίκανους πῶς δὲν σᾶς πιάνουν οἱ Τοῦρκοι”, τὰ καίρια χρὴ λέγειν.

Ἐν ἑκάστῳ ἔτει, ἐν τῷ Ἀθήνησι Ἐθνικῷ καὶ Καποδιστριακῷ Πανεπιστημίῳ, ἐπιδαψιλεύουσι τιμὰς πρὸς ἐνίους πνευματικοὺς ἀνθρώπους, ἐκ Κύπρου ὁρμωμένους, κατ’ ἀξίαν. Μετὰ πάροδον ὁλίγων ἐτῶν συναθροίζονται δεκάδες Κυπρίων ἐπὶ ἀθηναϊκαῖς τιμαῖς ἐναβρυνομένων. Ὥστε δύναταί τις διαπορεῖν διὰ τὴν πληθώραν τῶν σπουδαίων Κυπρίων πρὸς οὓς οἱ ἐν τῷ ἱστορικωτέρῳ πνευματικῷ καταστήματι τοῦ Νεωτέρου Ἑλληνισμοῦ κλίνουσι τὸ γόνυ και οὓς ὑπόδειγμα τοῖς ὁμοεθνέσι προσφέρουσι: “Μὲ τόσους ἄξιους καὶ φοβεροὺς Κυπρίους πῶς καὶ δὲν ἔχουν διώξει τοὺς Τούρκους ἀπ’ τὸ νησί;”

Ἐρωτήματα ἄττα εὔλογά ἐστι.

Μεθ’ ὑπολήψεως

Σάββας Ἐρυθροτερμινθεὺς

.

.

8. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΝ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ                                                                         

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΕΣΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

 

Ἀρ. Φακ.:
Ἀρ. Τηλ.:22800634
Ἀρ. Φαξ:22428268
E-mail:circularsec@schools.ac.cy

12 Μαρτίου 2008

Διευθυντὴν Τμήματος Ὑπηρεσιῶν Πληροφορικῆς

Τ.Υ.Π., Ὑπουργεῖον Οἰκονομικῶν, Λευκωσία

(μέσῳ ΔΜΕ)

Κύριε Διευθυντὰ

Ὡς «ἐκδεδαρμένον κρικωτὸν» δύναται νὰ χαρακτηρισθῇ ὁ ἐκτυπωτὴς τοῦ ἡμετέρου ἠλεκτρονικοῦ ὑπολογιστοῦ (πεπαλαιωμένος, μασῶν τὰ ὑπὸ ἐκτύπωσιν τεμάχια χάρτου, ἐν γένει δυσλειτουργικὸς καὶ ἐν βλάβῃ διατελῶν  ἢ malfunction, ὡς θὰ ἔλεγόν τινες, γνωστοὶ καὶ μὴ ἐξαιρετέοι, ἀγγλοτραφέντες καὶ ἀγγλοτραφεῖσαι τῶν Δημοσίων Ὑπηρεσιῶν).

Διὸ αἰτοῦμαι τὴν ἐπιδαψίλευσιν τῆς ὑμετέρας φροντίδος καὶ τὴν ἀντικατάστασιν αὐτοῦ δι’ ἑτέρου ἐκτυπωτοῦ, συνᾴδοντος τῇ ἡμετέρᾳ θέσει, ἡλικίᾳ καὶ παραγωγικότητι.

Μετά τιμῆς

Σάββας Παύλου

Πρῶτος Λειτουργὸς Ἐκπαιδεύσεως

Ὑπουργεῖον Παιδείας καὶ Πολιτισμοῦ

Γραφεῖον 406 Α

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στο τελευταίο τεύχος της εφ. Ένωσις (Λευκωσία, 25 Σεπτεμβρίου 2010, αρ. 9, σ. 22) ο κ. Βασίλειος Πτωχόπουλος αναδημοσιεύει την πέμπτη επιστολή. Ακόμη ασκεί κριτική στο ιστολόγιο για το θέμα των «επιστολών εν καθαρεύοντι λόγω» και τονίζει ότι αυτές πρέπει να γράφονται στο πολυτονικό σύστημα γραφής. Δεχόμαστε την κριτική του κ. Βασιλείου Πτωχοπούλου. Πρέπει όμως να τονίσουμε ότι η παράθεση αυτών των επιστολών στο μονοτονικό γίνεται γιατί ο γράφων δεν έχει ακόμη την τεχνολογική δυνατότητα ή δεν έχει ακόμη την τεχνολογική  δεξιότητα του πολυτονικού. Όταν δε τις απέστελλε έβαζε τους τόνους, τα πνεύματα και τις υπογεγραμμένες με το χέρι. Υπόσχομαι, όμως,  ότι σε λίγο καιρό θα λυθεί το πρόβλημα και οι επιστολές θα αναρτηθούν ξανά με το πολυτονικό.

Ανθολογία – Στέφανος – Ανθοδέσμη από ξένο μόχθο

10 Σεπτεμβρίου, 2010

Σημείωση: Στο κεφάλαιο αυτό ανθολογούνται ποιήματα από τα τελευταία διαβάσματα. Είναι εύκολο με τη σημερινή τεχνολογία και τη μέθοδο «αντιγραφή – επικόλληση», ή με τη σάρωση της σελίδας ενός βιβλίου και τη μεταφορά της στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, να γεμίσει το κεφάλαιο αυτό με ποιήματα, χωρίς κανένα κόπο. Όμως η ανθολογία αυτή θα κτιστεί με αργούς ρυθμούς. Γιατί πιστεύω  ότι για να εμφανιστούν αυτά τα ποιήματα εδώ πρέπει απαραίτητα να πληκτρολογηθούν από τον ίδιο τον ανθολόγο. Ο οποίος πρέπει να γίνει χειρώνακτας, το ποίημα που αγάπησε πρέπει να του αφιερώσει χρόνο και κόπο. Να το δει να εμφανίζεται στην οθόνη σιγά σιγά με τη δική του πληκτρολόγηση.

Ακόμη, επειδή ο ιστολογιούχος δεν γνωρίζει καλά την ηλεκτρονική διαχείριση των σελίδων παραθέτει τα ποιήματα με τη σειρά πληκτρολόγησης. Αργότερα, με τη βοήθεια ειδικού στα ηλεκτρονικά, τα ποιήματα θα εμφανίζονται σύμφωνα με την αλφαβητική κατάταξη των ποιητών.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ

Οι παλαιοί εαυτοί μου

Πού πήγαν όλοι, πού χάθηκαν;

Αυτός που κάποτε ήθελε να αλλάξει τον κόσμο,

το παιδί που μικρό ήσυχο δεν καθόταν,

ο άλλος μετά, του έρωτα ο έφηβος ο πληγωμένος,

ο ατίθασος του στρατού ο σκληρός ο ατρόμητος,

των δρόμων ο φλογερός οδοιπόρος ακόμη,

πού πήγαν, πού χάθηκαν;

.

Ένας άνεμος τους φύσηξε, τους τύλιξε.

.

Κι εκείνος που φοβήθηκε, μένοντας μόνος, την αϋπνία,

ορίστε, να τος, γυρνά τώρα στους δρόμους

κρατώντας στα χέρια μήλα και σόμπες.

V

Μεσάνυχτα τους κατεβάζαν,

χωρίς κανένας άλλος να πάρει είδηση.

Τους έγδυναν, τους έπλυναν, τους έντυναν με τα καλά τους

που οι συγγενείς είχαν από μέρες τρεις φέρει,

τους έκλαιγαν με κλάμα πνιχτό

στο ξένο, τους έκλαιγαν, στο κοιμισμένο παρεκκλήσι,

και ύστερα τίποτα, σιωπή ύστερα.

.

Σαν τα επαρχιακά λεωφορεία του ΚΤΕΛ

έφευγαν, έφευγαν το πρωί οι νεκροφόρες.

Σκύλε

 

Σκύλε που πας πίσω από το άλογο

και σκύλε που φυλάς το καπέλο του αφέντη.

Οδηγείς μεσ’ απ’ την πάχνη νομάδες

που αθόρυβα σε εμπιστεύονται.

Ιδού, μαζί περπατάτε,

σας βλέπω στα βάθη της πεδιάδας ατμώδεις,

έτσι πως πάτε να χτυπήσετε την πόρτα της μοίρας και πάλι.

Σκύλε, είσαι αμέριμνος,

πλην όμως οσμίζεσαι το θάνατο και κλαις στα πηγάδια.

Σκύλε, κεφάλι κρουστό και κρανίο σε φεγγάρια σεληνιασμένο.

Είσαι αδελφός, πλην όμως ασθμαίνεις σαν πατέρας.

Το σούρουπο απ’ το ρύγχος σου κατεβαίνει

κι απ’ τα μάτια σου σπίθες ξεφεύγουν, παλιάς πυρκαγιάς.

Στέλνεις τη φωνή σου στο υπερπέραν

και ύστερα έκθαμβος σαν ξένη κάθεσαι και την ακούς.

Σκύλε που τρως, σκύλε που τρως σύννεφα.

 

Μετά των αγίων

 

[…]

 

-Και η στερνή στιγμή της ζωής μας, τέλος, που καθώς θα φεύγουμε έχοντας αφήσει, αν και δίπλα μας, πολύ μακριά φίλους και συγγενείς, από τα βουνά ή τη θάλασσα πέρα, κάποιος θα προβάλλει, που όμως δεν θα προφτάσουμε, δεν θα προφτάσουμε να δούμε ποιος είναι.

Γιώργος Μαρκόπουλος, Κρυφός κυνηγός, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2010

.ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΥΛΩΤΗΣ

V

Ποιος είδε πρώτος -εσύ ή εγώ;-

το άδειο κέλυφος του τζίτζικα

σε στάση οξέος τζιτζικίσματος

κι αποφανθήκαμε το ποίημα

είναι η φυσική ιστορία του θανάτου

.

ΧΧVI

Αρνιόταν να εκδημήσει ο πατέρας

πριν το ξυρίσει ο μικρός του γιος

«»με Gillette, ξέρεις, όπως τότε,

κάνε μου τη χάρη, κόντρα»»

ύστερα ένας άγριος χιονιάς

ο στερνός Δεκέμβρης

κι ούτε υποψία ίχνους

στο κτητικό λευκό

ΧΧΧΙ

Το τσέρκι που ξέφυγε απ’ το χέρι

παιδιού σε ερυθρόμορφο αγγείο

αττικό

λίγο πιο κάτω θα το πιάσει άλλο παιδί

στου Μακρυγιάννη

– κύκλος ευθύγραμμος ή παιδιά

του θανάτου.

XLII

Το νερό που ήταν φλοίσβος

και σίγασε αλάτι

σε ρωγμή του βράχου

LXI

Αληθέστερο φαντάζει το μποστάνι

καθώς αναλαμβάνεται εις ουρανούς

αγχίαλους

μαζί με τη νυχτερινή συμφωνία

των καρπουζιών

τα εύχυμα της ωρίμανσης τριξίματα

και το μικρό αγόρι νοσταλγό

των μαύρων σπόρων

της δεκαετίας του ’50

Χρήστος Μπουλώτης, Φυσική ιστορία του θανάτου, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2005

XLIII

ΜΑΡΙΑ ΠΕΡΑΤΙΚΟΥ ΚΟΚΑΡΑΚΗ

Σιρίτι ήλιου,

στην άκρη του σύννεφου.

Θεϊκό βλέμμα!

Άδειες οι φωλιές

στο κλαδί της μυγδαλιάς

κρυμμένο το χθες.

Ακούμπησε ναι,

στον κορμό της λεύκας.

Ακούς τραγούδι.

Χολή και ξύδι.

Προσφυγή ταπείνωσης.

Ξύλινος σταυρός.

Συννεφιάς φιλί

στις κορυφές των βουνών.

Το βλέμμα Θεού.

Το χέρι πήρα

του Μάρκου Δράκου, βάδην

Ελευθερίας.

Μουσική βιολιού

τα φιλιά στα ξαφνικά,

φύλλων θρόισμα,

υπομονή του χρόνου

στα γιούλια, στα γιασεμιά.

Μαρία Περατικού Κοκαράκη, Χάι Κου και Τάνκα, εκδ. Επιφανίου, Λευκωσία 2010

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗ

.

ΠΛΟΙΑΡΙΑ

Αναπαλαιώνεται ποτέ

ένα παλαιό ξενοδοχείο;

.

Πάντως μετά σαράντα χρόνια

εμείς πάλι εκεί.

Από την άδεια αριστοκρατική βεράντα

εγώ βλέπω τα πλοιάρια να φεύγουν και να φεύγουν

ενώ εσύ ρωτά απλώς

πού πάνε.

.

ΤΑΒΑΝΙΑ

Ανακαινίζεται ποτέ

ένα παλαιό ξενοδοχείο;

Ανακαινίζεται

εκτός απ’ τα ψηλά ταβάνια.

.

Για να χωρούν στις διακοπές

τόσες ψυχές που το κατοίκησαν.

.

ΜΠΟΡΑ

Αιφνίδια μπόρα αρχές Σεπτέμβρη

στον κήπο του παλαιού ξενοδοχείου.

Μυρίζει χώμα οργασμικό

στη διψασμένη γη.

.

Πάμε να φύγουμε

δεν έχουμε καμιά δουλειά εδώ.

.

(Γιάννης Βαρβέρης, Βαθέος γήρατος ΛΟΥΤΡΑΚΙ, περ. Νέα Εστία, Οκτώβριος 2010, αρ. 1837)

ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ

ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ

3

Οι φραντζόλες στον πάγκο του φουρνάρικου

του θεονήστικου κυρίου Θεόφιλου.

Ωστόσο ο ζωγραφισμένος αυτός άρτος

μπορεί και θρέφει πεντακισχιλίους

.

ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ

Ήλιος φθινοπώρου χαμηλός

χωρίς χαρά ή μήνυμα της μοίρας.

.

Ξεχασμένα νερά μ’ άψυχες λάμψεις

κυλούνε στις αρχαίες μαύρες στέρνες.

.

Κάθομαι στο πεζούλι και κοιτάζω

χωρίς να βλέπω γύρω μου κάτι να λάμπει.

.

Ό,τι ήτανε να λάβω τόχω λάβει

τίποτε άλλο πια δεν περιμένω.

.

Κοιτάζω αδιάφορα τη δύση

και γίνομαι ένα με τα χρώματά της.


Θανάσης Παπαθανασόπουλος, Βραδινός απόπλους, 2011

ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ

Δεν σ’ ονομάζω Θάνατο,

Θανή σ’ αποκαλώ·

αφού θα μ’ αγκαλιάσεις κάποτε,

σε προτιμώ γυναίκα.

.

Χαϊκού

α’

Σκίτσο ο κόσμος και

ανελέητη ο θάνατος

γομολάστιχα.

.

Ο ΦΟΝΙΑΣ

Ο φονιάς ξυπνά την ώρα που κοιμάται ο ήλιος.

Στο φως της λάμπας ετοιμάζει τα φρικτά του σύνεργα

και ξεκινά για το αιματηρό του νυχτοκάματο.

Δύσκολη όμως έχει γίνει του φονιά η δουλειά·

αυξήθηκε ο ηλεκτροφωτισμός στις πόλεις

ούτε μια σκοτεινή αλέα πια δεν βρίσκει·

κάτω από γέφυρες, μέσα σε βρομερά χαντάκια ελλοχεύει

και του σκουριάζει η υγρασία τις αρθρώσεις,

τρέμουν τα χέρια του και νιώθει το μαχαίρι

του καιρού στην πλάτη του και στα νεφρά του.

Όμως αυτό που πιο πολύ τσακίζει τον φονιά

είναι η απάθεια των θυμάτων του·

όσο περνούν τα χρόνια, τόσο πιο λίγο του αντιστέκονται,

τόσο πιο έτοιμα είναι να πεθάνουν.

.

Με φρίκη διαπιστώνει ο φονιάς ότι, σε λίγο,

θα σκοτώνει μόνο πεθαμένους.

.

Αργύρης Χιόνης, Ό,τι περιγράφω με περιγράφει, 2010

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ

Β’

Και σου χρωστάω ακόμα

(ανεπανόρθωτα πια) το δώρο

από τον πρώτο μου μισθό

.

ΙΓ’

Γέρος πλάτανος

Η λέξη ηλικία

του φτάνει ως τα γόνατα

.

ΕΞΟΔΟΣ

Ο ήλιος του απογεύματος

φώτιζε τα αδειανά ράφια

της βιβλιοθήκης.

Σκέφτηκε πως,

έως ότου πεθάνει,

δεν θα έχουν ακόμα γεμίσει

από τους μελλοντικούς τόμους

της “Νέας Εστίας”.

.

Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Υπαινιγμοί, 2007

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ

ΤΟ ΑΗ ΓΙΩΡΚΟΥΔΙ

Άγιος των κλεπτών

.

Στο Άη Γιωρκούδι πήγε ο κλέπτης μιαν ημέρα

και του παραπονέθηκε: «Λάδι σου φέρνω,

κεριά σου ανάφτω, τάματα κάνω,

κι εσύ τη μάντρα σφαλιχτή κρατάς».

.

Το Άη Γιωρκούδι σάλεψε το βλέφαρο:

«Να κλέπτετε με την ευχή μου κάθε επιτρεπτό.

Στη νόμιμη κλεψιά μη βάζετε άλλη.

Μίλησα στο Θεό για τα προβλήματά σας».

.

«Αλλού αυτά», του είπε ο κλέπτης μιαν ημέρα·

«δεν παραιτούμεθα των δικαιωμάτων μας.

Είμεθα χίλιοι κλέπται δηλωμένοι».

«Μίλησα στο Θεό», ξανάπε ο Άγιος.

«Αν είσαι αδέκαστος, του λέω, βοήθα μας·

σπάσε τη μάντρα, δώσε πρόβατα στο πλήθος

των ευγενών κλεπτών, που αρκούνται εις τα ολίγα».

.

Εκείνος είπε: «Να έχετε υπομονή,

κλέπται του απατηλού ετούτου κόσμου».

.

Κυριάκος Χαραλαμπίδης [από τη συλλογή Το αγγείο με τα σχήματα, 1973]

ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ

.

ΑΠΟΛΟΓΙΑ


Παρά τα γεγονότα δεν άλλαξα πεποιθήσεις

παραμένω ο αυτός με τις ίδιες ιδέες

που τρυπούν σαν αγκάθια το μυαλό μου. Είναι

τα πράγματα που αλλάζουν γύρω

το ύψος οικοδομών οι τιμές των αυτοκινήτων

οι απόψεις των φίλων. Παραμένω ο αυτός

με ιδέες που μ’ έχουν για καλά σημαδέψει

με ιδέες που περπατούν στο κρανίο μου σα μυρμήγκια.

Πιθανόν από ‘δώ να προέρχεται η πεζολογία

των στίχων μου η αισθητή

έλλειψη λυρικής εξάρσεως

κάτι που κάνει τόσους φίλους

να με βλέπουν με οίκτο

σαν υπόθεση χαμένη

σα διάψευση των ελπίδων.

.

Νάσος Βαγενάς [από τη συλλογή Πεδίον Άρεως, 1974]

.

Γ. ΜΠΛΕΤΣΟΣ

Αθηναίος περισσότερο παρά Θεσσαλονικεύς,

Ευρωπαίος παρά Έλληνας,

φιλότεχνος παρά καλλιτέχνης,

αιχμή του νεωτερισμού αλλά και – ενίοτε –

ραβδοσκόπος της παράδοσης,

συναιρώντας παρελθόντες και μέλλοντες -ισμούς

σε έναν και μοναδικό όρο: εαυτότητα,

ήταν, ο ίδιος, συγχρόνως ο ποιητής και το έργο του:

το ποίημα με σάρκα και οστά (έστω δίχως λέξεις).

.

Νάσος Βαγενάς [από τη συλλογή Στέφανος, 2004]

.

ΑΪΝΣΤΑΙΝ

Το σύννεφο των μαλλιών σου προς τα πού ταξιδεύει;

Η σκέψη σου άσπιλη κρατούσε το ίσο

στον πόθο σου, που θα τον έλεγαν τραγίσιο

όσοι αποστρέφονται τα ερέβη.

.

Έβλεπες το μηδέν με το άπειρο ένα,

το χάος ολάνθιστο («δροεσερό περιβόλι

της αβύσσου») και συγχωνευμένα

την έρημο με την πόλη.

.

Έτσι, πέρα απ’ το εδώ και το παρέκει,

έλαμνες λαμπερός, πυρακτωμένος,

στη σκοτεινή καρδιά του σύμπαντος,

.

εκεί όπου δεν χιονίζει ή βρέχει

κι όπου ο χρόνος, μαύρος, στέκει

πηχτός ωκεανός ακύμαντος.

.

Νάσος Βαγενάς [Στη νήσο των Μακάρων, 2010]

.

ΝΙΚΟΣ ΛΑΖΑΡΗΣ

.

ΜΑΡΙΑΝΘΗ ΜΠΑΛΑΜΠΑΝΗ

Όταν η νύχτα έπεφτε, τις έβλεπα

και τις τρεις τριγύρω απ’ το μαγκάλι

-μοίρες καλές- να ζωντανεύουν ίσκιους

από το παρελθόν και να μιλούν για τόπους

μιας Πατρίδας που δε γνώρισα: Σερίκιοϊ,

Σεβδίκιοϊ, Σμύρνη, Μαινεμένη.

.

Νίκος Λάζαρης, Η ένταση είναι διαρκής. Ποιήματα 1975-2002, εκδ. Τυπωθήτω – Λάλον ύδωρ, Αθήνα 2007

ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ


 

 

 

 

ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Θα περιμένουν να δουν

και τις μεγάλες καταθέσεις για να κρίνουν

Πώς καταγράφεται ο σφυγμός της ιστορίας

μέσα στην ποίηση

πώς μετουσιώνεται σε πρόζα

οι νίκες οι ήττες οι αγώνες.

Όμως είμαι αρκετά νέος

για να πάρω το μονύελο του ιστοριοδίφη

στα χέρια

ή τη σκαπάνη του τυμβωρύχου

Κι αν υπάρχει κάτι που επιβάλλεται να ιστορήσω είναι

με όση αυστηρότητα και προσήλωση γίνεται

το παρόν τούτου του σαστισμένου

από το πάθος κορμιού

που με παρασύρει ώρες ώρες στα έγκατα

Άλλωστε προτιμώ τις απλές

περιεκτικές και πολλά υπαινισσόμενες

μινιατούρες

σώμα να τρίβεσαι στο δέρμα των στίχων

έως να φτάσεις στην άφατη

γυμνότητα της λέξης

κι ύστερα –που ξέρουμε

μπορεί και νά ’ναι η ποίηση

μονάχα έλικας φανταστικού

ελικοπτέρου

.

ΜΙΜΟΣ

Στην Πλάθα Μαγιόρ

στους ήχους ενός ακορντεόν

το απόγευμα

ένας μίμος χόρευε τανγκο

με την αγαπημένη του

Χόρευε ο μίμος με τις ώρες

κι όταν πια

απ’ τον ασύλληπτο άξονα

τρυφερότητας επιστήθιας

στο χώμα έπεσ’ εξαντλημένος

εκείνη -μια αόρατη παρουσία

στο κοίλο της προέκτασης των χεριών

ορισμένη απ’ την κίνηση

και τα βλέμματα-

συνέχισε να χορεύει

μονάχη ένα τάνγκο, το πιο αέρινο

τάνγκο γύρω από το ασάλευτό του

σώμα

Μιχάλης Παπαδόπουλος, Έλικας φανταστικού ελικοπτέρου, εκδ. Φουρφουλάς, Αθήνα 2010

ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ

Κουβέρτα χιονιού.

Και όσο σκεπάζομαι

τόσο κρυώνω

.

Μόνο του σέρνει

τον σπειρωτό σταυρό του

το σαλιγκάρι.

.

Καλές μου λέξεις

πόσες φορές σας δένω

κι εσείς λυμένες.

.

«Σε θέλω», λέει

κι όλο το δάσος σφίγγει

ζηλιάρης κισσός.

.

Περσινές φωνές

στον τηλεφωνητή σου

βρήκα μονάχα.

.

Πότε τά ΄ζησα;

Σκόρπια  χρόνια σαν φύλλα.

Πότε τα ΄χασα;

Ηλίας Κεφάλας, Σιωπητήριο χιονιού 134 χαϊκού, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2005

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ

ΑΛΛΑΓΗ ΣΚΗΝΙΚΟΥ

Περπατώντας τη νύχτα στην πόλη

βλέπω να σβήνουν

τα φώτα κι οι λεπτομέρειες.

.

Ένα αυτοκίνητο πάει αργά σαν νεκροφόρα.

.

Τα μπετόν ταφόπλακα

οι ταμπέλες επιτύμβιες επιγραφές

κεραίες αντί για σταυρούς

φυτά στα μπαλκόνια για στεφάνια

και τα φώτα πίσω απ’ τα παράθυρα

αναμμένα καντήλια στους τάφους.

.

Όλοι οι νεκροί θ’ αναστηθούν

όταν το ξυπνητήρι κτυπήσει.

ΜΝΗΜΗ

Η κούνια, η μπάλα, τα χρώματα

Το κρασί, το σώμα, η θλίψη

Ο σύντροφος, τα παιδιά, τα γκρίζα μαλλιά

Η σοφία, η σιωπή, τα ογδόντα σου χρόνια

Χωράνε όλα

Σ’ ένα σκληρό δίσκο 80 γκιγκαμπάιτ.

Στέφανος Σταυρίδης, Η κωνική πραγματικότητα, παρμπρίζ, Λευκωσία 2004

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΥΠΡΗ

Η ΦΟΙΝΙΚΙΑ

.

Σε είδα στη φωτογραφία

έτσι περήφανη να ορθώνεις τ’ ανάστημά σου

και δεν σε γνώρισα.

Σε είχαμε αφήσει μικρό δεντράκι

στον κήπο του παλιού σχολείου

κι είχα την έγνοια

πως δεν θά  ‘ντεχες τη σκλαβιά.

.

Μα πες μου, πώς ψήλωσες τόσο;

Έτσι, στο πείσμα των καιρών,

ή για ν’ αγναντεύεις το πέλαγο

καρτερώντας έναν άλλο Κίμωνα;

.

Και μια κι είσαι εκεί πάνω

κοίταξε σε παρακαλώ και πες μου.

Εκείνη η τρελή ροδιά

στο φράχτη της αυλής μου

σκανδαλίζει ακόμα τους περαστικούς

-αλήθεια, ποιους περαστικούς!-

με τα φλογερά χαμόγελά της;

Και η αμυγδαλιά

τους ραίνει με ροδόλευκα πέταλα

στο καταχείμωνο

ή περιμένει ακόμα τον Ακάμαντα;

.

Και πού  ΄σαι, πριν ξεχάσω,

ρίξε το βλέμμα σου νότια προς τον Κακοτρύ και πες μου.

Στέκει ακόμα ο γερο-τέρατσος

έτσι μισός όπως τον άφησε το αστροπελέκι;

Και δίπλα του η γριά ελιά

με την κουφάλα τη δίπορτη

μετρά κι αυτή καρτερικά τους ρόζους της;

.

Γιάννης Κυπρή, Μάνδρες, Λευκωσία 2008 (δεύτερη έκδοση)

(Σημείωση ανθολόγου: Αφορμή του ποιήματος υπήρξε μια φωτογραφία της κατεχόμενης κοινότητας Μάνδρες, που λήφθηκε αρκετά χρόνια μετά την εισβολή)

ΧΡΙΣΤΟΣ ΔΑΛΚΟΣ

ΜΗΤΕΡΑ ΤΕΡΕΖΑ

Ω, ω, Τερέζες

φώναξε ο εκταφέας

τινάζοντας με σιχασιά τα παντελόνια του,

καθώς ένα μιλιούνι κατσαρίδες χύθηκαν χαρχαλεύοντας

μεσ’ απ’ τα χώματα του τάφου.

.

Παρακολούθησα μιαν απ’ αυτές

που κουτσοπεταρίζοντας με τα τεφρά φτερά της

ανάμεσα σε πιάτα, χώματα και μάρμαρα σπασμένα,

ξέκοψε από τις άλλες,

ώσπου ο κοντόχοντρος δημοτικός υπάλληλος

την έλιωσε κάτω από το βαρύ παπούτσι του.

.

Ακούστηκε ένα κριτς μονάχα¨

και τότε κάτι έσπασε μέσα μου

κι ένιωσα

πως είχε πια πεθάνει η μάννα μου για πάντα.

.

Χρίστος Δάλκος, Νευρόσπαστον τηλεχειριστηρίου, 2007

.

.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ

.

ΑΠΟ ΜΙΑ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΙΣΣΑ

.

Φίλε μου Ίσσα, (1763 – 1827, Ιαπωνία), κοίταξε

ο πρώτος τζίτζικας δεν λέει,

αυτό που λες εσύ, «σκληρή που ’σαι ζωή», μα λέει απλώς

ζωή, ζωή, ζωή, ζωή, ζωή, ζωή, ζωή…

Βέβαια έχασες τον γιο σου κι όταν άκουσες

τον πρώτο τζίτζικα σου φάνηκε να λέει

«σκληρή πού ’σαι ζωή». Το νιώθω απόλυτα.

Κι ένα ζευγάρι που φιλιότανε πιο ’κει τον ίδιο τζίτζικα

τον άκουσε να λέει «ω γλυκειά, που ’σαι ζωή». Μα ο τζίτζικας

ούτε το ένα λέει, ούτε το άλλο

λέει απλώς ζωή, ζωή, ζωή, ζωή, ζωή, ζωή, ζωή, ζωή…

(Γιάννης Υφαντής, Οι μεταμορφώσεις του μηδενός, εκδ. Άγκυρα, Αθήνα  2006)

.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΟΥΜΑΝΙΔΗΣ

Αχ! χορταράκι.

Το μπόι σου κάποτε

θα με περάσει.

(Χρήστος Τουμανίδης,  Κεριά θυέλλης, 2005)

ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΤΖΗΘΩΜΑΣ

Εγώ η πέτρα

η πρωτεϊκή

.

άφησα τους προγόνους μου

σε μακρινούς γαλαξίες.

Ταξιδεύω με την ηχώ

του χρόνου

περνώ μέσ’ από τη σιωπή

των αιθέρων

γίνομαι αιώνια γέννηση

του φωτός

καιόμενη βάτος

εύφλεκτη αγρύπνια.

Πλάθω συνεχώς

την ιστορία

κρατώ εφτασφράγιστα

μυστικά.

[..]

Καταχθόνια φίδια

σέρνονται στη ρίζα μου.

Συρρικνώνομαι

στο μέγεθος γροθιάς

και τα συνθλίβω.

[..]

Ανοιγοκλείνουν βλέφαρα

στο δέρμα μου

συλλαβίζοντας τη μυστική γλώσσα

της εύθραυστης σιωπής.

.

Θα κρατήσω μες την παλάμη μου

την ανήσυχη χαρά του παιδιού

που αφήνει ένα χάρτινο καραβάκι

στου χρόνου το διάκενο

.

Θα κρατήσω μες στη μνήμη μου

την ανυποψίαστη ματιά του παιδιού

που ζωγραφίζει ήλιο κόκκινο

να κωπηλατεί στα σύννεφα.

(Ανδρέας Χατζηθωμάς, Εγώ η πέτρα…, 2008)

Η σιωπή με φέρνει

σ’ εκείνο το ακροθαλάσσι

που κάποτε αγκάλιασα

το δἔλτα του σώματός σου.

.

Ένα γυμνό κοχύλι

ανάσκελα κοιτάζει τη σελήνη

ορθάνοικτο

ροδόχρωμο αιδοίο

να μπαινοβγαίνει μέσα του

ο πάλλευκος αφρός

σαν υδάτινο σπέρμα

.

.

Μικρό αγιασμένο κοχύλι

.

ακουμπάς στο στήθος της γοργόνας

και γίνεσαι ιερό φυλακτό της.

Κοιμάσαι στο πλάι μιας νεράιδας

και γίνεσαι η εύπλαστη επιφάνεια

μιας θεϊκής υπόστασης

λαχτάρα άφατου μυστηρίου

σαν ροδιάς ανθός

στο πρώτο κοίταγμα

σαν ρόδο ανοικτό

στο πρώτο φιλί.

.

Κι όταν το σώμα

ιδρώνει από έρωτα

στάζει στίχους και μουσική.

(Ανδρέας Χατζηθωμάς, η πέμπτη εποχή ή συνομιλία μ’ ένα κοχύλι,  Λευκωσία 2012)

ΑΝΤΡΙΑΝΑ ΚΡΗΤΙΚΟΥ

Παγίδευση

Στον Γ. Ξανθούλη

Because these wings are no longer

Wings to Fly

T.S. Eliot

Αδύναμο κι ολιγοδρανισμένο τ’ ανθρώπινο

κοπάδι μποδεμένο

ΑΙΣΧΥΛΟΥ «Προμηθέας Δεσμώτης»

Κι όταν πια

δεν σε παρηγορεί ούτε η ποίηση

τί κάνεις;

Όταν πια δεν είσαι παρά

μια Μερόπη, Ιουστίνη Ράνα

που απεγνωσμένα αναζητάς

να ζήσεις πραγματικότητες που δεν υπάρχουν

ή που υπήρξαν κάποτε.

Και γερνάς απελπισμένη

για τον χρόνο που στενεύει τα όριά σου

για τη φρικτή διαπίστωση πως

ούτε η ποίηση κάνει καλύτερη τη ζωή σου.

Τότε τί κάνεις;

Τι κάνεις όταν πια

δεν σε παρηγορεί ούτε η ποίηση;

Οιδίπους και Αντιγόνη

Οσιομάρτυρος Ζήνωνος του Κουρέως (1932-2008 μ.Χ.)

Η πληγή στο πόδι,

το σύρσιμο

και τέλος,

η ακινησία.

Τραγούδησε και κλάψε, μικρή Αντιγόνη.

Γονάτισε και με αγάπη φτιάξε την πληγή.

Ξέπλυνε και σκούπισε και δέσε…

Τραγούδησε μικρή Αντιγόνη.

Τύλιξε και ξετύλιξε επιδέσμους αφοσίωσης.

Τύλιξε και ξετύλιξε γάζες ευγνωμοσύνης.

Τραγούδησε, μικρή Αντιγόνη.

Σκύψε, κάνε σταυρό, προσκύνησε

να κλείσουν τα οιδήματα

αιώνων πατρικής στοργής

στην περιπλάνηση του κόσμου.

Αντριάνα Κρητικού, Πάλι και Πάλι…,εκδ. Πλανόδιον, Αθήνα 2011

ΛΟΥΗΣ ΠΕΡΕΝΤΟΣ

Είχαμε πάντα τις πόρτες ανοιχτές

Είχαμε πάντα τις πόρτες ανοιχτές.

Η υγρασία ταξίδευε το κιούλι στον ύπνο μας

περνούσαν οι ώρες με τα λευκά τους

κι έφερναν μνήμες και οράματα.

Τώρα τα βράδια είναι αλλιώτικα.

Κανείς δεν έρχεται, κανείς δεν φεύγει

οι σκέψεις μας κάνουν γύρο

κι όλο βυθίζονται στο μαύρο.

Αλλάζουμε ονόματα για να κρυφτούμε

παίζουμε ζάρια για να ξεχάσουμε

το πρωί ξυπνάμε από φόβο

μη μείνει η νύχτα στην αυλή μας.

Έτσι περνάνε τα χρόνια

κι ανοίγουν τρύπες στο ποτήρι μας

βγάζουν αγκάθια τα βιβλία στην ψυχή μας

ξένες σημαίες ριζώνουν στο βουνό μας.

Έχω την εντύπωση ότι

Έχω την εντύπωση ότι

με παρακολουθείς από πάνω

πετάς με το άσπρο σου νυφικό

και τα πλεχτά σου γάντια

ψιθυρίζεις

μην τρέχεις

πε-ρί-με-νε

βάλε ίσια το πηλήκιο

κι εγώ μίλια μπροστά

να ψάχνω για τους φίλους μου

να ιεραρχώ τα όνειρά μου

να κοιτώ πίσω και να κλείνω κουρτίνες

άσε ρε μάνα

τώρα θ’  αλλάξω;

Λούης Περεντός, Ονόματα της νύχτας, Λάρνακα 2012

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ

Έστιν θάλασσα – τίς δε νιν κατασβέσει;

ΑΙΣΧΥΛΟΣ, Αγαμέμνων

Στόμα της Κλυταιμνήστρας που φιλούσε

τ» ακοίμητο και πορφυρό χαλί:

-Τη θάλασσα, τη θάλασσα και ποιος θα τήνε σβήσει;

-Εγώ, της λέει ο άντρας της, θα μπω να τήνε σβήσω.

Δώσε μου λόγια της αυλής, τρανέ καραβοκύρη.

-Έχει στη μέση ένα δεντρό με τροφαντά λεμόνια

κι αν σκίσεις το τραγούδι τους, πάλι λεμόνια θα »βρεις.

-Είσαι, του λέει, ο άντρας μου, που θα μοιρολογήσω.

Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Ίμερος, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2012, σ. 35

Φλώρα Ορφανουδάκη

ΣΕ ΩΡΕΣ ΑΔΙΕΞΟΔΕΣ

Σαν μυστική περιουσία αγάπησα τις λέξεις

ράφτρα ωδών σε ώρες αδιέξοδες

αφού αδύναμη ν’ αλλάξω την πορεία του κόσμου

σ’ ένα ποίημα μετράω την τύχη του

.

Κάνω ραφές και τα στριφώματα: πως κουβαλά

ο Όμηρος μια τέτοια ιστορία

και ακουμπά σε κίονες με τα ονόματα

παλιών οπλαρχηγών

πριν οσμιστεί τις θύρες ανοιχτές

και παραδώσει σαν κύμα τη φωνή του!

.

Άλλες φορές σαν ροδάκινο το πάθος μου δίνω

Στα σεντόνια μου απάνω όσα πετούμενα

δεν έπιασε ο κυνηγός

.

Ακόμα η οδύσσεια απλώνει τα δίχτυα της

μες στη φωνή μου…

.

Η ΖΑΧΑΡΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ     ΙV

.

Το ξέρω καλά, πονάμε σαν φεύγει μια ψυχή!

Πόσες φορές σεργιάνησε ο θάνατος

μες στο κατάφωτο σαλόνι της ζωής μου

αρπάζοντας νυμφίους και γονείς

παππούδες και γιαγιάδες

ακόμα και το στερνό μου όνειρο για ένα παιδί…

.

Χρόνια η ερημιά του τοπίου μεγαλώνει

.

Πιο ειλικρινής τώρα κι από τους τρόφιμους ψυχιατρείου

καταδικασμένη στο τραπέζι ενος χειρουργείου

ονειρευόμουν ότι αγκάλιαζα ένα δικό μου μωρό

Τι θεϊκή τρυφερότητα!

.

Ω αθεράπευτη ώρα της μοναξιάς

δεν θα γνωρίσω τον ήχο της φωνής του!

Σε αναζήτησα, αιώνια αγέννητε μικρούλη μου

Της τρυφερότητας σου τον ανθό νόμισα ότι ξελόγιασα

κι έγραψα ένα ποίημα για σένα, κόρη μου

που δεν θα γεννηθείς

Γύπας η απουσία σας λυμαίνεται την ψυχή μου!

.

Φλώρα Ορφανουδάκη, Τα θαύματα το καλοκαίρι, εκδ. Γαβριηλίδη, Αθήνα 2012

ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΙΛΛΑΣ

ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ

3

Μεγάλο, θερινό φεγγάρι·

στον ίσκιο της μάντρας

τα πρόβατα αναμηρυκάζουν

τη σιωπή

.

8

Αντίκρυ στο ανθισμένο πέλαγος

θεηγόρα πεύκα·

σταλάζει ο ήλιος στη σιωπή

μικρές ωδές του κάλλους

και ξενιτείας ρήματα

.

Αντώνης Πιλλάς, Σε κήπο ξένο, εκδ. Ακτή, Λευκωσία 2012

ΕΛΕΝΗ ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ

.

Έμπαινα μέσα στον καθρέφτη

Στεκόταν στην κουπαστή και κοίταγε

τους ανθρώπους κάτω στην προκυμαία

η ωραία ανθοπώλις.

Μ’ ένα μαντήλι αποχαιρετούσε κάποιους μέσα στο πλήθος,

λύγιζε το κορμί αδέξια, κρατώντας τον κουβά

με τα λουλούδια, λες κι ήταν ο κουβάς μικρό παιδί

και νοιάζονταν μην της ξεφύγει.

Τον κράταγε σφικτά

από το χέρι,

φύσαγε τα μαλλιά της ο αέρας προς τα με

κι ήμουν εκεί, την έβλεπα

από κάποιαν απόσταση.

Μα έβλεπα κι εμένα στην κουπαστή,

να χαιρετάω τα πλήθη και να κρατάω τον κουβά

κι ήμουνα έξω από εμέ και με φυσούσε ο άνεμος…

Ωστόσο καθόμασταν δυο μέτρα πίσω,

σ’ έναν νοτισμένο πάγκο.

Το ένιωθα πως ήταν όνειρο.

Γιατί ήμουν εγώ που έβλεπα εμένα στην κουπαστή.

Μπορεί όμως και να μην ήταν,

γιατί μια μάγισσα στους τροπικούς

μου είπε επί λέξει:

«βλέπω εσένα μέσα σ’ αυτήν»

κι έδειξε το κορίτσι δίπλα μου.

Ένα κορίτσι, που όποτε ήθελε έβγαινε από μένα

κι όποτε ήθελε ξαναγυρνούσε στα εντός μου.

Λες κι ήμουνα καθρέφτης.

Σε άδειους καιρούς

στον Δημήτρη Χαραλάμπους

Επέστρεφε συχνά στα οχυρά,

επέστρεφε επί νεφέλης και καθόταν στα ορύγματα

για ώρες…

κοίταζε επίμονα τη σπαργή της μνήμης

καθώς ορθώνονταν στο άδειο τοπίο.

Οι άλλοι κοίταζαν επίμονα αυτόν.

Χτες ήρθε πάλι ξαφνικά.

Με άσπρες τρίχες στους κροτάφους,

γκρίζο γενάκι, βλέμμα αχυρένιο

κι επίπεδες εκφράσεις των χεριών,

μου φάνηκε άρρωστος,

ήρθε πάλι, μου φάνηκε κόντευε πια τα πενήντα…

Μου ζήτησε να πάμε σπίτι του,

δέχτηκα, με θλίψη μπορώ να πω, μα δέχτηκα.

Άλλωστε είχα χρόνια να τον δω,

θέλησα να του κάνω  τα χατίρια.

Χασομερούσε ασκόπως

εδώ κι εκεί, για ώρες,

κι αφού περάσαμε τη γραμμή και πλανηθήκαμε

σε τοπωνύμια αλλότρια,

φτάσαμε μεσημέρι στο χωριό του.

«Εδώ είναι το σπίτι», είπε ιδιαιτέρως νευρικός

«αυτός είναι ο αύλακας,

αντλούσαμε νερό για τα μποστάνια…»,

το σπίτι, ο αύλακας, η ροδιά

εικόνες φτιαγμένες με χώμα.

Οι ψυχές αποσύρθηκαν διακριτικά

και περπατούσαμε μονάχοι

σε άδειους καιρούς.

«Αυτή είναι η κάμαρή μου», είπε

«κι αυτό το αρμάρι των γονιών μου».

Διστακτικά το είπε, όχι για την κάμαρη, μα για το ερμάρι.

«Είναι ή δεν είναι το ερμάρι αυτό;»

αναρωτήθηκε δύο και τρεις φορές,

με την αγωνία να του υγραίνει τις ρυτίδες.

Για ένα παλιό ντουλάπι με πολλά νερά

και σκισίματα από την υγρασία αναρωτιόταν.

Πήγα δειλά και άνοιξα την ακριανή πόρτα

εκείνης της παμπάλαιας ντουλάπας.

Έτριξε ο μεντεσές,

στη μέσα μεριά του ξύλου διάβασα

τα αχνά πλην όμως ευδιάκριτα γράμματα:

«Κυπριανός, εγεννήθη στις 24 Ιουνίου 1953

Μενέλαος εγεννήθη ημέρα Σάββατο στις 15 ΜΑΡΤΙΟΥ

Δημήτρης εγεννήθει 26 Οχτωβρίου 1960».

Είναι αυτή η ντουλάπα, του είπα.

Ελένη Θεοχάρους, Η ωραία ανθοπώλις, εκδ. Αιγαίον, Λευκωσία 2012

Γεώργιος Παναγής, ΠΗΓΑΔΙΑ, Λευκωσία 2013

ΑΣΤΑΤΗ ΑΓΑΠΗ

Ολόγεμο προβάλλει το φεγγάρι στο Φιλάνι,

καράβι στου ουρανού τις θάλασσες.

Σαν την άστατη αγάπη κρύβεται στις βουνοκορφές

στους ποταμούς των άστρων χάνεται.

Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΣΤΟ ΜΟΝΟΣΠΙΤΟ

Έπεσε βαρυχειμωνιά.

Άκουσα μια μπομπαργιά,

κι είδα και ‘να φως βένετο.

ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ ΕΝΤΥΠΩΣΗ

Μελέταγα σπίτι παλιό στη Δευτερά.

Τα σμάραγδά της άπλωνε μπροστά μια μεσπιλιά.

Ο δράκος του καλοκαιριού βούτηξε στον κόρφο μιας ελιάς.

Αύρα δροσερή, θυμήθηκα για λίγο που ήμουνα παιδί.

ΛΟΥΚΑΣ ΑΞΕΛΟΣ

Έτσι ευάλωτη

Το σούρουπο καλύπτει

με το βλέμμα του

την καταπονημένη

από τον αυγουστιάτικο ήλιο

σκιά μας.

Ξερή έκταση,

που απλώνεται κυματιστά

χωρίς να συγκρατεί

την εύθραυστη κλωστή της σιωπής

που την πρώτη αλλαγή του ανέμου

κόβεται απότομα

δίνοντας τη θέση της

στο αδιάκοπο παραλήρημα των κυμάτων.

Έτσι ευάλωτη είναι η ομορφιά.

Μια λέξη, μια ματιά, μια ελάχιστη μετατόπιση,

την εξορίζουν διά παντός

αφήνοντάς μας αμήχανους

να πασχίζουμε να συλλάβουμε το αρχικό περίγραμμά της.

 

Εμφιαλωμένη ελπίδα

Κολυμπάς στο πέλαγος

σαν εμφιαλωμένη ελπίδα.

Καράβι

κλεισμένο στην μποτίλια

που για να το πιάσεις

στα χέρια σου

πρέπει να την σπάσεις.

Τελευταία πατρίδα, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα2013

Σκισμένες σελίδες

10 Σεπτεμβρίου, 2010

 Μικροφιλολογικά

1. Σκισμένες σελίδες

2. Το «Ελληνομουσείον» του περιοδικού Ακτή

1. ΣΚΙΣΜΕΝΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ

Το 2004, ύστερα από τριάντα χρόνια διακοπής λόγω της τουρκικής εισβολής και κατοχής, επαναλειτούργησε στα κατεχόμενα το Γυμνάσιο Ριζοκαρπάσου, για  τα τριάντα πέντε παιδιά των εγκλωβισμένων, που παρέμειναν εκεί. Από το υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού στάλθηκαν όλα τα σχολικά εγχειρίδια για τους μαθητές του κατεχόμενου Γυμνασίου, ακριβώς τα ίδια που πήραν και οι μαθητές στην υπόλοιπη ελεύθερη Κύπρο. Όμως, οι κατοχικές αρχές αγρυπνούσαν, αναδίφησαν εξονυχιστικά όλες τις σελίδες και ζήτησαν να αφαιρεθούν αυτές που δεν ήταν αρεστές στους Τούρκους στρατοκράτες. Μιλάμε για πραγματική σφαγή των εγχειριδίων. Από όλα, σχεδόν, ζητούσαν να αφαιρεθούν σελίδες, σε μερικά, όπως το εγχειρίδιο Ιστορίας, απαιτούσαν την αφαίρεση ολόκληρων πολυσέλιδων τμημάτων. Κάθε απλή αναφορά, ακόμη και για τον όρο «κατεχόμενα» ή απλή μνεία για τη Μικρασιατική καταστροφή, τους φαινόταν απαράδεκτη και ζητούσαν να σκιστεί η σελίδα. Τη λογοκριτική αυτή διαδικασία διεκπεραίωσαν εντεταλμένα πρόσωπα της ειρηνευτικής δύναμης, κάτω από τον αυστηρό έλεγχο και την εποπτεία των κατοχικών αρχών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ποίημα του Νίκου Λάζαρη, “Μαριάνθη Μπαλαμπάνη” [1] που αναφέρεται σε μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας, που ζει σε σύγχρονη πόλη της Ελλάδας και θυμάται, μ’ άλλες δυο συνομήλικές της, τη μικρασιατική πατρίδα από όπου κατάγονταν: Όταν η νύχτα έπεφτε, τις έβλεπα και τις τρεις τριγύρω απ’ το μαγκάλι -μοίρες καλές- να ζωντανεύουν ίσκιους από το παρελθόν και να μιλούν για τόπους μιας Πατρίδας που δε γνώρισα: Σερίκιοϊ, Σεβδίκιοϊ, Σμύρνη, Μαινεμένη. Οι στίχοι αυτοί θεωρήθηκαν απαράδεκτοι και επικίνδυνοι και η σελίδα με το ποίημα “Μαριάνθη Μπαλαμπάνη” αφαιρέθηκε από το βιβλίο. Όμως, για το θέμα της τουρκικής λογοκριτικής αυθαιρεσίας συνέβη κάτι το αξιοσημείωτο. Το πιο σκληρό κείμενο απέναντι στους Τούρκους ήταν το ποίημα του Βίκτορα Ουγκώ, «Το ελληνόπουλο». Βρίσκεται μέσα στο εγχειρίδιο λογοτεχνίας που τυπώθηκε στην Αθήνα, σε έκδοση του Ο.Ε.Δ.Β., και το οποίο διδάσκονται όλοι οι μαθητές στην Κύπρο και την Ελλάδα. Περιέχει, μάλιστα, στην αρχή του ποιήματος, τους στίχους: «Τούρκοι διαβήκαν. Χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα». Όμως, αυτό το ποίημα, που ο Ουγκώ έγραψε μετά την καταστροφή της Χίου, οι τουρκικές κατοχικές αρχές δεν ζήτησαν να αφαιρεθεί. Ούτε καν το σχολίασαν ή έδειξαν την παραμικρή δυσφορία. Ο λόγος είναι απλός και δείχνει με πόσο έξυπνο και μεθοδευμένο τρόπο κινείται η τουρκική ηγεσία. Τότε, ήταν η κορύφωση της προσπάθειας της Τουρκίας, για να πετύχει την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεών της με την Ενωμένη Ευρώπη. Ο Ουγκώ αποτελεί μείζον κεφάλαιο της γαλλικής και ευρύτερης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και είναι πασίγνωστος λογοτέχνης σε όλη την Ευρώπη. Η πληροφόρηση ότι οι Τούρκοι λογόκριναν κείμενο του Ουγκώ, ξέσχισαν τη σελίδα που περιείχε ποίημά του, θα ξεσήκωνε αντιδράσεις από όλους τους διανοούμενους. Το κατάπιαν, λοιπόν, και ας είναι τόσο σκληρό κείμενο για τους Τούρκους και οι κατοχικές αρχές επέπεσαν επί των Ελλήνων λογοτεχνών (Ελλαδιτών και Κυπρίων) και κατακρεούργησαν τις σελίδες τους από τα λογοτεχνικά εγχειρίδια δείχνοντας ταυτόχρονα και στους Έλληνες της  Κύπρου να κατανοήσουν ποιος κάνει κουμάντο στο νησί. Η μόνιμη στάση της τουρκικής πολιτικής, που ξέρει να κινείται με ελιγμούς και ευστροφία, επιδεικνύοντας σεβασμό και ευπείθεια στις υπέρτερες δυνάμεις με ταυτόχρονη θρασύτητα και νταηλίκι προς  τους αδύνατους. Σημειώση: [1] Το ποίημα περιλαμβάνεται τώρα στο βιβλίο: Νίκος Λάζαρης, Η ένταση είναι διαρκής. Ποιήματα 19752002, εκδ. Τυπωθήτω – Λάλον ύδωρ, Αθήνα 2007, σ. 173.

.

2. ΤΟ ΕΛΛΗΝΟΜΟΥΣΕΙΟΝ του περιοδικού ΑΚΤΗ

.

Το Ελληνομουσείον της Ακτής ξεκίνησε με το πρώτο τεύχος του περιοδικού και συνεχίζει αδιακόπως και ανελλιπώς μέχρι σήμερα. Την ιδέα της ανθολόγησης, σε κάθε τεύχος, ζώντων και  εν ενεργεία ποιητών, πρότεινε ο υπογράφων, νονός του τίτλου ήταν ο Πρόδρομος Προδρόμου. Έτσι, σε κάθε έκδοση του περιοδικού, σε ένα ξεχωριστό δεκαεξασέλιδο με διαφορετικό κιτρινωπό χρώμα, ανθολογείται η εργασία ενός σύγχρονου Έλληνα ποιητή που ζει και καταθέτει σήμερα στο χώρο της ποίησης.[1] Μόνο σε δύο περιπτώσεις  ανθολογήθηκαν ποιήματα τεθνεώτων: Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Παντελής Μηχανικός.[2] Το δεκαεξεσάλιδο του Ελληνομουσείου κυκλοφορεί και ως ανάτυπο, σε διακόσια αντίτυπα. Για τους περισσότερους ποιητές αυτή η έκδοση, έστω και με τη μορφή του ανατύπου έστω και με τη μορφή της ανθολόγησης, αποτελεί την πρώτη ξεχωριστή εκδοτική κατάθεση για τη δουλιά τους. Πολλοί εργάστηκαν για τις ανθολογήσεις του Ελληνομουσείου. Αναφέρω ενδεικτικά:  Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Αργύρης Χιόνης, Νίκος Ορφανίδης, Γιώργος Κ. Μύαρης, Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Φώτης Δημητρακόπουλος,  Σάββας Παύλου, Γιώργος Μαρκόπουλος, Γιάννης Πατίλης, Λεύκιος Ζαφειρίου, Στέλιος Καραγιάννης, Δημήτρης Κοσμόπουλος, Γιάννης Βαρβέρης, Μαρία Ηροδότου κ.ά. Έτσι ανθολογήθηκαν και κυκλοφόρησαν 99  ανάτυπα για την ποίηση σύγχρονων Ελλήνων δημιουργών. Η ανθολόγηση αποτελεί και μία κριτική πράξη αφού η επιλογή του ποιητή που θα ανθολογηθεί καθώς και η εργασία του που θα προβληθεί στην ανθολόγηση, εκφράζουν και μια πρωτοβάθμια αξιολογική κρίση. Πιστεύοντας ότι ένα περιοδικό όπως η Ποιητική πρέπει και να γνωστοποιεί εκδόσεις, ενέργειες και εκδηλώσεις που προβάλλουν και καλλιεργούν τον αγρόν της ποίησης κοινοποιώ στους αναγνώστες της τον κατάλογο των ανθολογηθέντων δημιουργών στο Ελληνομουσείον της Ακτής. Ευχόμενος ταυτόχρονα ότι κάποια στιγμή αυτός ο ανθολογικός μόχθος  των 1600 περίπου σελίδων θα προβληθεί καλύτερα σε μια αυτοτελή έκδοση.

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΟΥΛΙΟΣ (ανθολόγος: Σάββας Παύλου), Χειμώνας 1989, αρ. 1, σ. 65-80

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ (ανθολόγοι: Χρήστος Μαυρής-Λεύκιος Ζαφειρίου), Άνοιξη 1990, αρ. 2, σ. 193-208

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΟΣ (ανθολόγοι: Σάββας Κοκινοτριμιθιώτης-Τ. Μάνος), Φθινόπωρο 1990, αρ. 4, σ. 405-420

ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ (ανθολόγοι: Νίκος Ορφανίδης-Σάββας Παύλου), Χειμώνας 1990, αρ. 5, σ. 49-64

ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΣΙΑΡΔΗΣ (ανθολόγος: Νίκος Ορφανίδης), Άνοιξη 1991, αρ. 6, σ. 153-168

ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ (ανθολόγοι: Νίκος Ορφανίδης-Σάββας Παύλου), Καλοκαίρι 1991, αρ. 7, σ. 265-280

ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ (ανθολόγος: Δημήτρης Δασκαλόπουλος), Φθινόπωρο 1991, αρ. 8, σ. 401-416

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΙΛΗΣ (ανθολόγοι: Νίκος Ορφανίδης-Σάββας Παύλου), Χειμώνας  1991, αρ. 9, σ. 33-48

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ (ανθολόγοι: Νίκος Ορφανίδης-Σάββας Παύλου), Άνοιξη 1992, αρ. 10, σ. 241-256

ΖΗΣΙΜΟΣ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ (ανθολόγος: Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος), Καλοκαίρι 1992, αρ. 11, σ. 385-400

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ (ανθολόγος: Δημήτρης Δασκαλόπουλος), Φθινόπωρο 1992, αρ. 12, σ. 497-512

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (ανθολόγοι: Π. Παπαχαραλάμπους-Σ. Παύλου), Χειμώνας 1992, αρ. 13,  σ. 49-64

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ (ανθολόγος: Νίκος Ορφανίδης-Σάββας Παύλου), Άνοιξη 1993, αρ. 14, σ. 169-184

ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ (ανθολόγοι: Νίκος Ορφανίδης-Σάββας Παύλου), Καλοκαίρι 1993, αρ. 15, σ. 289-304

ΝΙΚΟΣ ΦΩΚΑΣ (ανθολόγος: Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος), Φθινόπωρο 1993, αρ. 16, σ. 425-440

ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ (ανθολόγος: Νίκος Ορφανίδης), Χειμώνας 1993, αρ. 17, σ. 49-64

ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ (ανθολόγος: Νίκος Ορφανίδης),  Άνοιξη 1994, αρ. 18, σ. 177-192

ΝΙΚΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ (ανθολόγος: Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος),  1994, αρ. 19, σ. 305-320

ΝΙΚΟΣ ΝΟΜΙΚΟΣ (ανθολόγος: Μαρία Ηροδότου), Φθινόπωρο 1994, αρ. 20, σ. 433-448

ΛΟΥΚΑΣ ΚΟΥΣΟΥΛΑΣ (ανθολόγος: Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος),  Χειμώνας 1994, αρ. 21, σ. 49-64

ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΧΑΡΚΙΑΝΑΚΗΣ (ανθολόγος: Φώτης Δημητρακόπουλος), Άνοιξη 1995, αρ. 22, σ. 177-192

ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ (ανθολόγοι: Φώτης Δημητρακόπουλος, Νίκος Ορφανίδης, Σάββας Παύλου), Καλοκαίρι 1995, αρ. 23, σ. 297-312

ΖΗΣΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ (ανθολόγος: Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος), Φθινόπωρο 1995, αρ. 24, σ. 425-440

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΣΤΕΛΛΑΣ (ανθολόγοι: Νίκος Ορφανίδης, Σάββας Παύλου), Χειμώνας 1995, αρ. 25, σ. 49-64

ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ (ανθολόγοι: Φώτης Δημητρακόπουλος, Νίκος Ορφανίδης ), Άνοιξη 1966, αρ. 26, σ. 177-192

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ (ανθολόγος: Σάββας Παύλου), Καλοκαίρι 1996, αρ. 27, σ. 305-320

ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ (ανθολόγος: Σάββας Παύλου), Φθινόπωρο 1996, αρ. 28, σ. 425-440

ΠΙΤΣΑ ΓΑΛΑΖΗ (ανθολόγος: Νίκος Ορφανίδης), Χειμώνας 1996, αρ. 29, σ.49-64

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΛΗΣΗΣ (ανθολόγοι: Άννα Γαβρη, Ανθή Ζένιου, Νικος Ορφανίδης), Άνοιξη 1997, αρ. 30, σ. 209-224

ΘΕΟΚΛΗΣ ΚΟΥΓΙΑΛΗΣ (ανθολόγοι: Ελένη Αντωνίου, Νικος Ορφανίδης),  Καλοκαίρι 1997, αρ. 31, σ. 305-320

ΤΖΕΝΗ ΜΑΣΤΟΡΑΚΗ (ανθολόγος: Σάββας Παύλου), Φθινόπωρο 1997, αρ. 32, σ. 409-424

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΑΛΟΥΜΑΣ (ανθολόγος: Μαρία Ηροδότου), Χειμώνς 1997, αρ. 33, σ. 49-64

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ (ανθολόγοι: Π. Παπαχαραλάμπους, Σάββας Παύλου), Άνοιξη 1998, αρ. 34, σ. 169-184

ΝΑΤΑΣΑ ΧΑΤΖΙΔΑΚΗ (ανθολόγος: Στέλιος Καραγιάννης), Καλοκαίρι 1998, αρ. 35, σ. 289-304

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΟΥΤΣΟΣ (ανθολόγος: Στέλιος Καραγιάννης), Φθινόπωρο 1998, αρ. 36, σ. 409-424

ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ (ανθολόγοι: Νίκος Ορφανίδης, Σάββας Παύλου), Χειμώνας 1998, αρ. 37, σ. 49-64

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ (ανθολόγος: Γιώργος Μαρκόπουλος), Άνοιξη 1999, αρ. 38, σ. 177-192

ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ (ανθολόγος: Στέλιος Καραγιάννης), Καλοκαίρι 1999, αρ. 39, σ. 281-296

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΙΣΤΙΚΟΣ (ανθολόγος: Φώτης Δημητρακόπουλος), Φθινόπωρο 1999, αρ. 40, σ. 393-408

ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ (ανθολόγος: Γιώργος Μάρκοπουλος), Χειμώνας 1999, αρ. 41, σ. 49- 64

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΛΙΟΝΤΑΚΗΣ (ανθολόγος: Γιώργος Μαρκόπουλος), Άνοιξη 2000, αρ. 42, σ. 145-160

ΣΩΤΗΡΗΣ ΚΑΚΙΣΗΣ (ανθολόγος Γιάννης Βαρβέρης), Καλοκαίρι 2000, αρ. 43, σ. 257-272

ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ (ανθολόγος: Μόνα Σαββίδου-Θεοδούλου), Φθινόπωρο 2000, αρ. 44, σ. 385-400

ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ (ανθολόγος: Φώτης Δημητρακόπουλος), Χειμώνας 2000, αρ. 45, σ. 49-64

ΘΑΝΑΣΗΣ Ε. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ (ανθολόγος: Γιώργος Κ. Μύαρης), Άνοιξη 2001, αρ. 46, σ. 161-176

ΗΛΙΑΣ ΓΚΡΗΣ (ανθολόγος: Νίκος Ορφανίδης), Καλοκαίρι 2001, αρ. 47, σ. 281-296

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ (ανθολόγος: Νίκος Ορφανίδης), Φθινόπωρο 2001, αρ. 48, σ. 401-416

ΗΛΙΑΣ ΛΑΓΙΟΣ (ανθολόγος: Δημήτρης Κοσμὀπουλος), Χειμώνας 2001, αρ. 49, σ. 49-64

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ (ανθολόγος: Γιώργος Μύαρης), Άνοιξη 2002, αρ. 50, σ. 177-192

ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ  (ανθολόγος: Αργύρης Χιόνης), Καλοκαίρι 2002, αρ. 51, σ. 321-336

ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΑΡΑΚΗΣ (ανθολόγος: Αργύρης Χιόνης), Φθινόπωρο 2002, αρ. 52, σ.  449-464

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ (ανθολόγος: Νίκος Ορφανίδης), Χειμὤνας 2002, αρ. 53, σ.  49-64

ΠΑΝΟΣ ΘΑΣΙΤΗΣ (ανθολόγος: Νίκος Ορφανίδης), Άνοιξη 2003, αρ. 54, σ. 177-192

ΧΡΙΣΤΟΣ ΛΑΣΚΑΡΗΣ, (ανθολόγος: Αργύρης Χιόνης), Καλοκαίρι 2003, αρ. 55, σ. 305- 320

ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΖΕΡΒΟΣ (ανθολόγος: Γιώργος Μύαρης), Φθινόπωρο 2003, αρ. 56, σ. 433-448

ΚΩΣΤΑΣ ΣΟΥΕΡΕΦ (ανθολόγος: Γιώργος Μύαρης). Χειμώνας 2003, αρ. 57, σ. 49-64

ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΥΤΣΟΥΝΗΣ (ανθολόγος: Αργύρης Χίονης), Άνοιξη 2004, αρ. 58, σ. 177-192

ΣΩΤΗΡΗΣ ΤΡΙΒΙΖΑΣ (ανθολόγος: Γιώργος Κ. Μύαρης), Καλοκαίρι 2004, αρ. 59, σ. 305-320

ΣΟΦΟΚΛΗΣ ΛΑΖΑΡΟΥ (ανθολόγος: Νικος Ορφανίδης), Φθινόπωρο 2004, αρ. 60, σ. 433-448

ΝΙΚΟΣ ΛΑΖΑΡΗΣ (ανθολόγος: Δημήτρης Κοσμόπουλος), Χειμώνας 2004, αρ. 61, σ. 49-64

ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΕΝΕΤΗΣ (ανθολόγος: Ηλίας Γκρης), Άνοιξη 2005, αρ. 62, σ. 177-192

ΙΑΣΩΝ ΔΕΠΟΥΝΤΗΣ (ανθολόγος: Γιώργος Κ. Μυαρης), Καλοκαίρι 2005, αρ. 63, σ. 305-320

ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ (ανθολόγος: Αργύρης Χιόνης),  Φθινόπωρο 2005, αρ. 64, σ. 433-448

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ (ανθολόγος: Γιώργος Μάρκοπουλος), Χειμώνας 2005, αρ. 65, σ. 49-64

ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ (ανθολόγος: Βασίλης Ιωαννίδης), Άνοιξη 2006, αρ. 66, σ. 177-192

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΣΟΥΡΒΙΝΟΣ (ανθολόγος: Γιώργος Κ. Μύαρης), Καλοκαίρι 2006, αρ. 67, σ. 305-320

ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ (ανθολόγος: Δέσποινα Νικολάου),  Φθινόπωρο 2006, αρ. 68, σ. 433-448

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ (ανθολόγος: Κώστας Ρεούσης, Γιώργος Κ. Μύαρης), Χειμώνας 2006, αρ. 69, σ. 49-64

ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ (ανθολόγος: Γιάννης Πατίλης), Άνοιξη 2007, αρ. 70, σ. 177-192

ΔΙΟΜΗΔΗΣ ΒΛΑΧΟΣ (ανθολόγος: Γιώργος Κ. Μύαρης), Καλοκαίρι 2007, αρ. 71, σ. 305-320

ΛΟΥΚΑΣ ΑΞΕΛΟΣ (ανθολόγος: Νίκος Ορφανίδης), Φθινόπωρο 2007, αρ. 72, σ. 433-448

ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΟΥΜΑΝΙΔΗΣ (ανθολόγος: Γιώργος Κ. Μύαρης), Χειμώνας 2007, αρ. 73, σ. 49-64

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΤΑΣΙΟΠΟΥΛΟΣ (ανθολόγοι: Σταύρος Ζαφειρίου-Γιώργος  Κ. Μύαρης), Άνοιξη 2008, αρ. 74, σ. 177-192

ΖΕΦΗ ΔΑΡΑΚΗ (ανθολόγος: Δέσποινα Νικολάου), Καλοκαίρι 2008, αρ. 75, σ. 305-320

ΣΠΥΡΟΣ ΚΑΤΣΙΜΗΣ, (ανθολόγος: Γιώργος Κ. Μύαρης), Φθινόπωρο 2008, αρ. 76, σ. 433-448

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ (ανθολόγος: Σάββας Παύλου), Χειμώνας 2008, αρ. 77, σ. 49-64

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΕΡΡΑΣ (ανθολόγος: Διονύσης Ν. Μουσμούτης), Άνοιξη 2009, αρ. 78, σ. 177-192

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ (ανθολόγος: Αργύρης Χιόνης), Καλοκαίρι 2009, αρ. 79, σ. 305-320

ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ  (ανθολόγος: Δέσποινα Νικολάου), Φθινόπωρο 2009, αρ. 80, σ. 433-448

ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΙΟΒΑΣ (ανθολόγοι: Θανάσης Ε. Μαρκόπουλος-Γιώργος Κ. Μύαρης) Χειμώνας 2010, αρ. 81, σ. 49-64

ΝΙΚΟΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ (ανθολόγος: Σάββας Παύλου), Άνοιξη 2010, αρ. 82, σ. 177-192

ΝΤΙΝΑ ΠΑΓΙΑΣΗ-ΚΑΤΣΟΥΡΗ (ανθολόγος: Γιώργος Κ. Μύαρης), Καλοκαίρι 2010, αρ, 83, σ. 305-320

ΕΥΤΥΧΙΑ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ (ανθολόγος: Ορέστης Αλεξάκης), Φθινόπωρο 2010, αρ. 84, σ. 433-448

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ  (ανθολόγος: Διονύσης Ν. Μουσμούτης), Χειμώνας 2010, αρ. 85, σ. 49-64

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ (ανθολόγος: Γιώργος Μύαρης), Άνοιξη 2011, αρ. 86, σ. 177-192

ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ (ανθολόγοι: Σάββας Παύλου, Στέφανος Σταυρίδης, Γιώργος Τριλλίδης), Καλοκαίρι 2011, αρ. 87, σ. 305-320

ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΑΣΟΥΛΑ (ανθολόγος: Γιώργος Μύαρης), Φθινόπωρο 2011, αρ. 88, σ. 433-448

π. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ (ανθολόγος: Διονύσης  Μουσμούτης), Χειμώνας 2011, αρ. 89, σ. 49-64

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ (ανθολόγοι: Σάββας Παύλου, Στέφανος Σταυρίδης, Γιώργος Τριλλίδης), Άνοιξη 2012, αρ. 90, σ. 177-192

ΦΟΙΒΟΣ ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ (ανθολόγος: Γιώργος Μύαρης), Καλοκαίρι 2012, αρ. 91, σ. 305-320

ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΙΛΛΑΣ (ανθολόγος: Ανδρέας Πετρίδης), Φθινόπωρο 2012, αρ. 92, α. 433-448

ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΚΑΡΤΕΡ (ανθολόγος: Γιώργος Μύαρης), Χειμώνας 2012, αρ. 93, σ. 49-64

ΚΛΑΙΡΗ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ (ανθολόγος: Νίκος Ορφανίδης), Άνοιξη 2013, αρ. 94, σ. 177-192

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΨΑΛΗΣ (ανθολόγοι: Χ. Παπαχαραλάμπους, Σ. Παύλου), Καλοκαίρι 2013, αρ. 95, σ. 305-320

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΟΤΣΗΣ (ανθολόγος Ανδρέας Πετρίδης), Φθινόπωρο 2013, αρ. 96, σ. 433-448

Π. Β. ΠΑΣΧΟΣ (ανθολόγος Νίκος Ορφανίδης – Αντώνης Πιλλάς), Χειμώνας 2013, αρ. 97, σ. 49-64


[1] ) Μόνο μια φορά δεν υπάρχει Ελληνομουσείον. Στο τρίτο τεύχος (Καλοκαίρι 1990) ο χώρος του Ελληνομουσείου δόθηκε για την  παρουσίαση της ρουμανικής ποίησης [Βίκτωρ Ιβάνοβιτς, Μικρό οδοιπορικό στην ρουμανική ποίηση της αντίστασης και της εξορίας: σ. 297-298, ανθολόγηση: σ. 299-316] [2] ) Ακόμη, στο τεύχος 48 (Φθινόπωρο 2001) στο Ελληνομουσείον ανθολογήθηκαν ποιήματα εμπνευσμένα από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.

Η άγρια συμμορία

4 Σεπτεμβρίου, 2010

«Κωνσταντή, θα πεθάνεις»
Ο Κωνσταντίνος  Κανάρης στον εαυτό του
πριν ξεκινήσει για την πυρπόληση του τουρκικού στόλου

.

*

Ρήματα παράγωγα από ονόματα με την κατάληξιν –άω σημαίνουν συνήθως έφεσιν, ήτοι σφοδράν επιθυμίαν προς εκείνο το οποίον δηλοί το πρωτότυπον: θάνατος – θανατάω (επιθυμώ σφοδρώς το θάνατο). Αχ. Τζαρτζάνου, Γραμματική της αρχαίας ελληνικής γλώσσης, Αθήνα 1962, σελ. 150

*

Πάικ (αρχηγός της άγριας συμμορίας): Αν κινηθούν, σκοτώστε τους.
(την ίδια ώρα, στην οθόνη, σαν υπογραφή στα πιο πάνω, πέφτει το όνομα του σκηνοθέτη: Σαμ Πέκινπα)

Ο κινηματογράφος έχει ζωή 90 χρόνων [σημ.: το κείμενο γράφτηκε το 1985]. Η «Άγρια Συμμορία» γυρίστηκε 74 χρόνια μετά (τον) κινηματογράφον. Το σημείωμα γράφεται 16 χρόνια μετά (την) Άγρια Συμμορία. Φυσικά η ιστορική τοποθέτηση ενός έργου τέχνης δεν μας ενδιαφέρει και τόσο πολύ. Γιατί ένα έργο είναι αληθινό αν μας μιλά σήμερα, αν επενεργεί στην ευαισθησία μας, αν ζει και είναι παρόν πάντοτε. Όμως μετά την ολοκλήρωση ενός έργου τέχνης, αυτό εγγράφεται στο πολιτιστικό σπειροειδές. Και η δημιουργία του, που έγινε ύστερα από επιδράσεις, αρχίζει να επιδρά στα μεταγενέστερα έργα,γιατί δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη. Γι’ αυτό ενώ είναι ισοπεδωτικό για ένα πραγματικό έργο η απόσβεση της αυτόνομης λειτουργίας του και η θεώρησή του μέσα στα ιστορικά του πλαίσια, όμως η διαγραφή της ιστορικής του τοποθέτησης και η επιμονή μόνο στο έργο, δημιουργεί άλλες λανθασμένες εντυπώσεις, ενός μετεωρόλιθου δηλαδή που επεμβαίνει σε ένα χώρο χωρίς διαδικασία.

Μετά το γύρισμα της Άγριας Συμμορίας, που αναθεώρησε τα κριτήριά μας για τις ταινίες γουέστερν, όλα τα προηγούμενα γουέστερν επανεκρίθησαν και επαναξιολογήθηκαν και τα άλλα, που γυρίζονται μετά (ως τα σήμερα). μαζί της αναμετριούνται. Ο Πεκίνπα «άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος βλέπει το γουέστερν» (Γουώρεν Όουτς ).

Ο Πέκινπα κατάφερε να συμπυκνώσει στην ταινία του τις αντιθέσεις ενός χώρου – χρόνου για ένα καθολικό και πολύπλευρο φιλμ. Όμως χωρίς να υπηρετεί η ταινία του την κατάδειξη των αντιθέσεων και τους συμβολισμούς. Ο Πέκινπα ξέρει να διηγηθεί μια ιστορία.

Πολλά είναι τα καινούργια στοιχεία της Άγριας Συμμορίας –μπορεί επί μέρους θέματά της να τα άγγιξαν κι άλλα γουέστερν προηγουμένως, αλλά κανένα δεν κατάφερε να δώσει την καθολικότητα και το πολύπλευρό της.

ΥΠΟΝΟΜΕΥΣΗ ΤΟΥ ΜΑΝΙΧΑΪΣΜΟΥ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ

Η σύγκρουση του απόλυτα καλού με το απόλυτα κακό, που μας είχαν συνηθίσει τα παλιά γουέστερν, (και που τα καλύτερα προχώρησαν απλώς στο θέμα της διαδικασίας της συνειδητοποίησης του Ήρωα που από το ημίφως, μεταξύ καλού και κακού, προχωρεί στο φως του καλού και στην ηρωική πραξη του τέλους – σύγκρουση με το κακό), στην Άγρια Συμμορία έχει εξ υπαρχής υπονομευτεί. Όχι μόνο γιατί ο Πέκινπα θεωρεί ότι στις δομές της αμερικανικής κοινωνίας πρέπει να επιλέξεις: ή θα καταδιώκεις ή θα σε καταδιώκουν (και οι εναλλαγές ανάμεσα στο: διώκτης – διωκόμενος είναι συχνές και η μεταπήδηση από τον ένα πόλο στον άλλο είναι πολύ εύκολη) αλλά γιατί ανάμεσα στους δύο αντιθετικούς πόλους = α) Εταιρία Σιδηροδρόμων και κατ’ επέκτασιν Εξουσία και Νόμος, που θέλει τα κεφάλια της Άγριας Συμμορίας, και β) της Άγριας Συμμορίας, που θέλει τα  κεφάλαια-λεφτά της Εταιρίας, παρεμβάλλεται ο διώκων διωκόμενος, ο κυνηγών κυνηγούμενος Θόρντον.

Έχουμε λοιπόν

Α) Εταιρία Σιδηροδρόμων = ΔΙΩΚΤΗΣ

Β) Θόρντον = ΔΙΩΚΟΜΕΝΟΣ ΔΙΩΚΤΗΣ

Γ) Άγρια Συμμορία = ΔΙΩΚΟΜΕΝΟΙ

Ο Πένκιπα θα παρακολουθήσει και θα αναλύσει τις σχέσεις διώκτη – διωκόμενου με διώκτη και διώκτη – διωκόμενου με διωκόμενους.

Οι σχέσεις των δυο αντίθετων πόλων (Εταιρία και Συμμορία) θα παραμείνουν χωρίς κάλυψη. Ο Πένκιπα φωτίζει και διερευνά το πεδίον, που δημιουργούν οι δύο πόλοι.

Η σύγκρουση της Συμμορίας με την Εταιρία θα γίνει στην αρχή. Όλοι παρόντες. Υπεύθυνοι της Εταιρίας, Άγρια Συμμορία, και ο Θόρντον με τους άνδρες του, τους κυνηγούς επικηρυγμένων.

Το δράμα αρχίζει.

Εκμεταλλευόμενος την πορεία των κουρδισμένων αντιαλκοολικών, ο Πάικ γλυτώνει τη συμμορία του (τουλάχιστον τα περισσότερα μέλη της) από την παγίδα, που του έστησε η Εταιρία Σιδηροδρόμων (εκμετάλλευση των αντιθέσεων του συστήματος μου ψιθυρίζει ο μαρξίζων εαυτός μου).

Στο πρώτο μέρος λοιπόν, την ώρα της ληστείας, θα υπάρχει η συμπύκνωση. Όλοι παρόντες, όλα μονοδιάστατα, συμπαραταγμένα, χωρίς αμφιβολία και ρωγμή τα στρατόπεδα[1].

Στην εξέλιξη οι δύο πόλοι (Εταιρία και Συμμορία) θα απομακρύνονται όλο και πιο πολύ και οι αντιθέσεις των συμπυκνωμένων στρατοπέδων θα αναπτύσσονται στο πεδίο των δύο πόλων. Ο Θόρντον, παλιός φίλος του Πάικ, είναι η κεντρική μορφή του πεδίου των δύο πόλων, παρ’ όλον που ο Πάικ φωτίζεται περισσότερον. Ο Θόρντον λοιπόν, ο Ιούδας της Εταιρίας Σιδηροδρόμων (έχει αποφυλακιστεί και θα κερδίσει την ελευθερία του, αν ξεπαστρέψει τον πρώην φίλο του και τη συμμορία του), σφίγγοντας τα δόντια, και ξέροντας τον ρόλο του, θα προχωρήσει ως το τέλος. Έχει κατανοήσει καλά ότι, στους νέους καιρούς της Αμερικής, η Άγρια Συμμορία θα χαθεί. Κι αυτός ή θα χαθεί μαζί τους, ή θα επιστρέψει στη φυλακή, ή θα επισπεύσει το τέλος της Άγριας Συμμορίας, κερδίζοντας την ελευθερία του.

Η ταινία λοιπόν πραγματεύεται το αιώνιο θέμα της φιλίας και της προδοσίας. Γνωστό μοτίβο των ταινιών του Πένκιπα, στις οποίες οι συγκρούσεις ανάμεσα σε παλιούς φίλους είναι συχνές. Ο Θόρντον θα είναι παρών σ’ όλους τους ηρωισμούς της συμμορίας. Θα παρακολουθήσει με τρυφερό, «ομοφυλό»φιλο βλέμμα, βλέμμα ηδονοβλεψία, αλλά και ευνούχου (τη ληστεία της Εταιρίας, τη ληστεία των όπλων του στρατού που μεταφέρονται σιδηροδρομικώς, τον έξυπνο τρόπο που ο Πάικ, παγιδεύοντας τα όπλα με δυναμίτες, αντιμετωπίζει τους στρατιώτες του Μαπάτσε, που θέλουν σίγουρα να τον καθαρίσουν μαζί με τους άνδρες του, για να πάρουν τα όπλα, χωρίς να πληρώσουν, ακόμα με τα κιάλια παρακολουθεί το ηρωικό τέλος της Άγριας Συμμορίας μέσα σε λουτρό αίματος).

Ο Θόρντον στο μεταίχμιο ακριβώς, ανάμεσα στους πόλους, διχασμένος κι ο ίδιος.

– Θά ‘θελα να ήμουν μ’ αυτούς (=την Άγρια Συμμορία), λέει στους άντρες του ένα τσούρμο ανίκανων και αδίστακτων ηλιθίων.[2]

Θά ‘θελε να ήταν με τον Πάικ, «τον καλύτερο», όπως ο ίδιος τον χαρακτηρίζει.

Όμως η τελική σύγκρουση δεν θα γίνει ανάμεσα στην Άγρια Συμμορία και τους κυνηγούς επικηρυγμένων. Ο μη μονοδιάστατος Πέκινπα, που δεν του αρέσουν οι γραμμικές εξελίξεις, εισάγει στη σκηνή άλλες αντιθέσεις, που θα επικαλύψουν τις πρώτες αντιθέσεις. Η Άγρια Συμμορία καταφεύγει στο Μεξικό, όπου παλεύουν οι αντάρτες και οι επαναστάτες εναντίον του δικτατορίσκου Μαπάτσε και των ανδρών του.

Στην ανοιχτοσύνη της μεξικανικής υπαίθρου θα καλπάζουν και θα διασταυρώνονται τέσσερις ομάδες. Η Άγρια Συμμορία, οι κυνηγοί επικηρυγμένων, οι άνδρες του Μαπάτσε και οι επαναστάτες.

Η Άγρια Συμμορία θα χτυπηθεί με τον Μαπάτσε και οι κυνηγοί επικηρυγμένων με τους αντάρτες.

ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΙΩΜΕΝΟΥ ΤΑ ΑΡΜΑΤΑ

Ο Θόρντον θα πάρει στο τέλος το τιμημένο πιστόλι του (πρώην; ή πάντοτε;) φίλου του Πάικ. (Ποιος είπε ότι η διαμάχη για τα όπλα του Αχιλλέα σταμάτησε, αφού ο σεβασμός για τον ανδρείο εξακολουθεί).

Στο τέλος οι δύο επιβιώσαντες, ο Θόρντον από τους κυνηγούς επικηρυγμένων και ο γέρο Σάικς από την Άγρια Συμμορία, θα βρεθούν μαζί με τους αντάρτες (νέους, κυρίως, άνδρες, αλλά και με τον γέρο παππού του Άνχελ) για μια νέα πορεία, όχι όπως παλιά… αλλά θα περάσουμε.

Η μοναχική ύπαρξη του Θόρντον βρίσκει λόγο συνέχειας.

Ανασπείρωση. Προχωρεί με συνείδηση πλήρη, αντιηρωικά. Η κούραση των μετάλλων. Αλλά προχωρεί.

Β΄

Η ταινία του Πέκινπα είναι μια ελεγεία για τον χρόνο. Η Άγρια Συμμορία έχει γεράσει, όπως έχει γεράσει και η Αμερική του παλιού Γουέστ, που σαρώνεται από τη νέα Αμερική του νόμου, της κοινωνικής οργάνωσης και της τεχνολογίας. Η «οντογένεση» της Άγριας Συμμορίας αναβιώνει σε επιτάχυνση τη «φυλογένεση» της Αμερικής. Σ’ αυτό το οριακό σημείο, που η κρατική υπόσταση της Αμερικής έχει φτάσει στον Ειρηνικό, μπαίνουν άλλα οριακά δεδομένα. Είναι «δυνατός ένας Αχιλλέας με μπαρούτι και μολύβι», αναλογίζεται ο Μαρξ στα «Γκρουντρίσε», εξετάζοντας το θέμα του έπους και της εποχής του. Είναι δυνατό ένας κάουμποϋ (ήρωας ενός νέου έπους) με το περίστροφο και το άλογό του, την εποχή του αυτοκινήτου και του πολυβόλου[3];

H τεχνολογία διαταράσσει την ισορροπία για λίγο. Μετά όλα θα προσαρμοστούν και οι παλιοί ρόλοι θα μεταμορφωθούν μέσα στα νέα δεδομένα. Η Άγρια Συμμορία, εκτός των άλλων, βρίσκεται στη στιγμή της διατάραξης της ισορροπίας (πολυβόλο, αυτοκίνητο, ακόμα και για αεροπλάνο συζητούν).

Η Άγρια Συμμορία έχει όλα τα γνωρίσματα του παραδοσιακού γουέστερν, τη στέρεη και απλή ηθική, τη δράση, την ανοιχτοσύνη της υπαίθρου, όμως αναφέρεται στο λυκόφως μιας εποχής, όταν φτάνει η κουκουβάγια της γνώσης. (Η ίδια η ταινία, στο επίπεδο της ιστορίας του κινηματογράφου γουέστερν, σημειώνει μια άλλη καμπή).

Η Άγρια Συμμορία δεν περιμένει την έλευση/γέννηση του θανάτου της. Μόνη της επιταχύνει το τέλος της. Με τη βία φυσικά, που είναι η μαμμή της ιστορίας. Από τη σύγκρουση της αρχής (ληστεία της Εταιρίας) στη σύγκρουση του τέλους για τον σύντροφό τους Άνχελ, για να ξεμπερδεύουν με τη ζωή τους. Η ταινία επιστρέφει στο ίδιο θέμα, χωρίς να κλείνει τον κύκλο. Από την αυτοκαταστροφή του σκορπιού στην αρχή, που, πολιορκημένος από χιλιάδες μυρμήγκια και από τη φωτιά, βυθίζει το κεντρί του στο ίδιο του σώμα, στην αυτοκαταστροφή της Άγριας Συμμορίας στο τέλος. Όμως η κίνηση του σκορπιού είναι ενστικτωδώς επαναλαμβανόμενη, ενώ η αυτοκαταστροφή της Άγριας Συμμορίας, επιστέγασμα της πορείας της ύστερα από ένα αργό οδοιπορικό, μεταφέρεται ως συνείδηση στον, εντός της ταινίας και της ιστορίας, διώκτη τους Θόρντον, σε μας, τους εκτός, στο πολιτιστικό μας σπειροειδές.

ΜΕΞΙΚΟ

Η Άγρια Συμμορία θα περάσει λοιπόν τα σύνορα και θα καταφύγει στο Μεξικό. Το χέρι της Αμερικής θα την φτάσει κι εκεί με τους νόμιμους – παράνομους κυνηγούς επικηρυγμένων, όπως «νόμιμα» και παράνομα διεισδύει και σήμερα παντού. Ίσως το αδύνατο σημείο της ταινίας βρίσκεται στον υπερτονισμό μερικών στοιχείων του μεξικανικού χώρου, που έπρεπε να πάνε πίσω, να μη φωτιστούν τόσο (παρατήρηση Ν.Β.).

Και σ’ άλλες ταινίες του Πέκινπα υπάρχει η επιθυμία να φύγουν από τις ΗΠΑ για το Μεξικό (Κονβόυ, Γκεταγουέι). Ο Πέκινπα «αγαπά το Μεξικό, γιατί είναι «απολίτιστο», και συχνά έχει δείξει ακόμα και συμπάθεια για τη ρυπαρότητά του και θαυμασμό γι’ αυτό που συνιστά την αυθεντική μεξικάνικη νοοτροπία»[4] (Δημ. Κολιοδήμος, Σαμ Πέκινπα, εκδ. Αιγόκερως, Αθήνα 1984, σελ. 76).

Ο Πέκινπα ξέρει καλά τον συσχετισμό δυνάμεων της Αμερικής. Ξέρει ότι η μόνη διέξοδος του καταδιωγμένου και καταπιεσμένου, που είναι σε σύγκρουση με το αμερικανικό σύστημα, είναι η κατά μόνας εξέγερση (και η συντριβή του εξεγερμένου) ή η φυγή του εκτός συνόρων. Οι ήρωές του δεν είναι συνδικαλιστές με οικονομικά αιτήματα, για να ακούσουν διάφορους της Σοσιαλιστικής Έκφρασης και άλλους σχηματικούς μαρξιστές που τους ψιθυρίζουν τις συμβουλές για μεθόδευση τις μαζικής πάλης για πλήρη ανατροπή του συστήματος. Οι ήρωές του έχουν ήδη διαγράψει μια πορεία σύγκρουσης κι άλλες εναλλακτικές λύσεις δεν υπάρχουν. Ας θυμηθούμε εδώ τις εκατοντάδες περιπτώσεις των εξεγερμένων δούλων της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που, συγκρουόμενοι κάθε λίγο με τις ρωμαϊκές λεγεώνες, προχωρούσαν στη μοναδική οδό σωτηρίας: την έξοδο από τα σύνορα[5].

Η φυγή προς το Φαρ Ουέστ (όσο πιο δυτικά) είναι αδύνατη πια για όσους δεν θέλουν τον Νόμο και την Τάξη.

Οι διάφοροι άποικοι, που έφταναν παλιά στην Αμερική από τα διάφορα έθνη της Ευρώπης, βρίσκονταν σαν πρωτόπλαστοι σε ένα νέο παρθένο κόσμο, όπου όλα μπορούσαν να ξεκινήσουν από την αρχή. Οι αξίες, τα πρότυπα και ο νόμος του παλιού κόσμου τιναζόντουσαν στον αέρα.

«Εις τον κατάλογο των επιβατών του «Μαιηφλάουερ» αναφέρονται πολλοί «υπηρέτες». Αλλά υπό τας αποικιακάς συνθήκας γρήγορα έγιναν ίσοι. Υπήρχαν απέραντες εκτάσεις γης, η οποία ανήκεν εις εκείνον που την έπαιρνε. Και ο «υπηρέτης» επήγε και κατέλαβε την γη όπως και ο αφέντης του. Το αγγλικό σύστημα των τάξεων εξηφανίσθη». (Ουέλλς, Παγκόσμιος Ιστορία, Αθήνα 1952, τόμος Β΄, σελ. 994).

Και ο Μαρξ σημειώνει με σαρκασμό, την περίπτωση του Κ. Πηλ, που κουβάλησε από την Αγγλία τα πλούτη του και 300 άτομα της εργατικής τάξης στο Σουάν Ρίβερ. Όταν έφτασαν στον προορισμό τους, ο Κ. Πηλ έμεινε χωρίς έναν υπηρέτη, για να του στρώνει το κρεβάτι του ή να του φέρνει νερό από το ποτάμι.

Διαγράφοντας με μια μολυβοκοντυλιά τον παλιό κόσμο, τις σχέσεις και τις αξίες του, τραβούσε ο καθείς τον δρόμο του, πιστεύοντας ότι θα τα κατάφερνε. Ο Νόμος και η Τάξη, σαν κρατικό θεμέλιο, ήταν ανύπαρκτα. Οι πιονέροι, που τραβούσαν από τις όχθες του Ατλαντικού προς τα δυτικά, πίστευαν στις αξίες της συντροφικότητας κι έδιναν λόγο στην ομάδα.

Ο κάου μπόυ είναι ένας μύθος πια της ατομικής αξίας και του θάρρους, του ενστίκτου της επιβίωσης. Άναρχη κατάσταση, άτομο και φύση.

Τα γουέστερν είναι το νέο έπος, που μιλά για μια ηρωική εποχή, που άλλαξε τα πράγματα εντελώς, όχι όπως μια κοινωνική επανάσταση, αλλά θέτοντάς τα σε μια νέα αφετηρία – δρομολόγηση (που ίσως μόνο σε ένα νέο πλανήτη θα βρούμε ομοιότητες).

Όμως η νέα αστική τάξη σιγά σιγά επιβάλλεται, πιο στυγνή κι απ’ την παλιά ευρωπαϊκή. Ο Νόμος θεσμοθετείται, η Εξουσία εδραιώνεται. Ο αμερικανικός αστισμός ακολουθεί τους πιονέρους εγκαθιστώντας την Τάξη, τον Νόμο και την Ιεραρχία εκεί που επικρατούσε το «χάος».

Πολλά γουέστερν θα πραγματευτούν το θέμα της σύγκρουσης του ατίθασου κάου μπόυ, που εκπροσωπεί την παλιά ατομική ελευθερία, με τον θεσμοθετημένο κρατικό νόμο, που προχωρεί σιγά σιγά, κι αυτός, δυτικά. Στο μεταίχμιο των δύο καταστάσεων θα γίνουν, όπως πάντα, οι συγκρούσεις.

Ο Σαμ Πέκινπα μελετά ακριβώς την εποχή που δεν υπάρχει άλλη «Δύση» έξω απ’ τα αμερικάνικα πλαίσια. Δεν είναι τυχαίο που βάζει την εξέλιξη της ιστορίας της Άγριας Συμμορίας το 1913. Το οργανωμένο αμερικανικό κράτος απλώνεται από τον Ατλαντικό ως τις όχθες του Ειρηνικού. Το 1912 η Αριζόνα και το Νέο Μεξικό έγιναν Πολιτείες των Η.Π.Α.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ. Ο κάθε ένας κερδίζει τον δικό του θάνατο

Τύχη και αναγκαιότητα. Ο Άνχελ σώζει τον Ντατς στη ληστεία του τραίνου. Ο Πάικ τους στέλνει μαζί την τελευταία φορά των ανταλλαγών με τον Μαπάτσε. Ο Ντατς εγκαταλείπει τον άνθρωπο, που τον έσωσε. Η ιδέα της φιλίας, της αφοσίωσης και της πίστης, το βασικό θέμα των ταινιών του Πέκινπα, τινάζεται ξανά στον αέρα.

Όμως τα πράγματα έχουν ωριμάσει εδώ και καιρό[6] και η Άγρια Συμμορία ετοιμάζει ιεροτελεστικά το τέλος της. Επιστρέφουν, για να χαθούν από τα όπλα, που οι ίδιοι έδωσαν στον Μαπάτσε. Το τυπικό ακολουθείται κανονικά. Πρώτα απ’ όλα βύθισμα στον έρωτα πριν το μεγάλο βύθισμα του θανάτου.  Όμως στο δωμάτιο με τον Πάικ και το κορίτσι απλώνει  ατμόσφαιρα του μη τελεσφόρου. Κάτι δεν έγινε, ένα αίσθημα ανικανότητας και αμηχανίας πλανιέται. Και ο τελευταίος σύνδεσμος με το  “ευ”  της ζωής κόβεται.   Όμως πληρώνει γενναιόδωρα το κορίτσι. Ο Πάικ στραγγίζει μετά το μπουκάλι.

– Πάμε.

– Γιατί όχι.

Ο Ντατς ήδη είναι έτοιμος έξω.

Η προετοιμασία και το ξεκίνημα από τις πιο μυθικές στιγμές του κινηματογράφου. Προχωρούν θεϊκοί, ανάμεσα σε σκιές, για να πάρουν τον Άνχελ, για να πάρουν ό,τι μας πήρανε και μας άφησαν μισούς.

«Άξαφνα περπατούσα και δεν περπατούσα. Κοίταζα τα πετούμενα πουλιά, κι ήταν μαρμαρωμένα… γυναίκες γνέθανε, τ’ αδράχτια δεν γυρίζαν, αρνιά ποτίζονταν, κι η γλώσσα τους στεκόταν», (Σεφέρης, «Έγκωμη»)

Σκηνή του τέλους. Ο Άνχελ βλέπει, τουλάχιστον πριν πεθάνει, ότι οι συντρόφοι του ήρθαν για να τον γλυτώσουν. Η αξία της συντροφικότητας παραμένει άτρωτη.

Ο απρόσμενος θάνατος του Μαπάτσε προκαλεί στους στρατιώτες του αμηχανία, σύγχυση και φόβο. Και οι λυτρωτικές σφαίρες δεν ακούονται. Χαμογελώντας η Άγρια Συμμορία, θα ξαναρχίσει το πιστολίδι, για να προχωρήσει το παιγνίδι. Το μακελειό σιγά σιγά κορυφώνεται. Για να μπορεί ο κάθε απλοϊκός αναλυτής να χαρακτηρίζει τον Πένκιπα ως εκφραστή της βίας και απολογητή της βίας.

Και το γέλιο στο τέλος της ταινίας, όταν ξαναπαρουσιάζονται τα πρόσωπα της Άγριας Συμμορίας;

ΕΞΙ ΜΙΚΡΑ ΔΕΛΤΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΡΙΑ ΣΥΜΜΟΡΙΑ

1. ΑΓΡΙΑ ΣΥΜΜΟΡΙΑ

Έτος γυρίσματος: 1969

Διάρκεια: 134 λεπτά (αρχική διάρκεια: 145 λεπτά)

(Οι παραγωγοί της ταινίας έκοψαν σκηνές βίας, που πίστευαν ότι θα προκαλούσαν αντιδράσεις)

Παραγωγός: Φιλ Φέλντμαν

Σενάριο: Γουάλον Γκρην και Σαν Πέκινπα (βασισμένο σε μια ιστορία των Γουάλον Γκρην και Ρόυ Ν. Σίκνερ)

Φωτογραφία: Λυσιέν Μπάλλαρντ

Μοντάζ: Λιούις Λομπάρντο

Μουσική: Τζέρρυ Φήλντινγκ

Ηθοποιοί:

Γουίλλιαμ Χόλντεν: Πάικ Μπίσοπ

Έρνεστ Μποργκνάιν: Ντατς

Ρόμπερτ Ράιαν: Ντικ Θόρντον

Έντμοντ Ο’ Μπράιαν: Σάικς

Γουώρεν Όουτς: Λάιλ Γκορς

Μπεν Τζόνσον: Τέκτορ Γκορς

Χάιμε Σάντσεζ: Άνχελ

Εμίλιο Φερνάντεζ: Μαπάτσε

Μπο Χόπκινς: Κρέηζυ Λη

Σόνια Αμέλιο: Τερέζα

2. Η ΜΟΥΣΙΚΗ

Υπάρχει, κυρίως, ένα θριαμβευτικό μοτίβο (καλπασμός των αλόγων, κίνηση, κάμπος) και η μουσική από το αποχαιρετιστήριο τραγούδι, με το οποίον το ρημαγμένο και καταερειπωμένο, από τον Μαπάτσε, χωριό του Άνχελ ξεπροβόδισε την Άγρια Συμμορία.

Η ίδια μουσική θα τους συντροφέψει και όταν ξεκινούν, για να πάρουν τον Άνχελ από τα χέρια του Μαπάτσε. Όσο πλησιάζουν στον Μαπάτσε η στρατιωτική μουσική των τυμπάνων θα επισκιάσει την προηγούμενη μουσική. Η σύγκρουση, που θα ακολουθήσει, «προειδοποιείται» στον χώρο της μουσικής, καθώς και το τι συμβολίζουν οι δυνάμεις, που θα συγκρουστούν. Η μουσική του χωριού του Άνχελ θα ακουστεί και στο τέλος, όταν ο Θόρντον και ο γέρο Σάικς θα προχωρήσουν με τους αντάρτες.

3. ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

«Πιστεύω την τέλεια αθωότητα των παιδιών. Δεν ξέρουν τις έννοιες του καλού και του κακού, γιατί είναι επίκτητες» Σαν Πέκινπα, Συνέντευξη στον Ρ. Γουάιτχωλ. Περ. Σύγχρονος Κινηματογράφος, Αθήνα, αρ. 4, Δεκ. 69 – Ιαν, 70, σελ. 170.

Ουδέποτε σε ταινία γουέστερν υπήρχαν τόσα παιδιά. Στην ταινία του Πέκινπα υπάρχουν παντού εικόνα και ομοίωση της κοινωνίας τους. Παιδιά που καίνε, που πυροβολούν εικονικά, που πυροβολούν πραγματικά, (ο Πάικ θα δεχτεί τη χαριστική βολή από παιδί), παιδιά που θαυμάζουν τον Μαπάτσε, που βασανίζουν τον Άνχελ, που είναι ωραία, που εξαθλιώνονται, που χαμογελούν γλυκά, που ακολουθούν τις αντιαλκοολικές πορείες, όπως θα ακολουθούσαν και μια πορεία υπέρ της κρασοκατάνυξης.

Ο Πέκινπα με υλιστικό λάκτισμα κλοτσά κάθε μεταφυσική για τα παιδιά.

Αφήνει όμως την επιθυμία και το όραμα.

– Όλοι θέλουμε να γίνουμε παιδιά. Και οι χειρότεροι. Περισσότερο από όλους.

4. Η ΓΥΝΑΙΚΑ

«Σ’ αυτόν τον τραχύ, δύσβατο, ανδροκρατούμενο κόσμο του Πέκινπα, η γυναίκα παίζει ένα παρασκηνιακό αλλά πρωτεύοντα ρόλο. Τις πιο πολλές φορές είν’  εκείνη που βάζει σε κίνηση τον μηχανισμό του Ολέθρου. Το κεφάλι του Αλφρέντο Γκαρσία πέφτει για χατήρι της. (Ιδού ξανά η ιστορία της Σαλώμης και το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή). Για χάρη της ακόμα σφάζονται οι στρατιώτες και τα παλληκάρια της Άγριας Συμμορίας. (Η μεταστροφή του Άνχελ εναντίον του διεφθαρμένου στρατηγού οφείλεται στο ότι ο στρατηγός τού  ‘ κλεψε την αγαπημένη κι όχι σε καμιά ουρανοκατέβατη πολιτικοκοινωνική επιφοίτηση)».

(Αχιλλέας Κυριακίδης: Άνθρωποι και σκορπιοί. περ. Εποπτεία, Αθήνα, αρ. 27, 1978, σελ. 813).

Στην Άγρια Συμμορία, εκτός από το θέμα της φιλίας και της προδοσίας (Θόρντον), έχουμε και το θέμα της αγάπης και της προδοσίας (Τερέζα). Ο Άνχελ βλέπει καταστρεμμένο το χωριό του, τον παράδεισο των παιδικών του χρόνων, από τον Μαπάτσε, που του «έκλεψε» και την αγαπημένη του Τερέζα, τον προσδοκώμενο παράδεισο που θα έβρισκε μετά τις περιπέτειές του. Όπως τον Βάσο, που έχει χάσει το χωριό του, τον παραδεισο των παιδικών του χρόνων, τη Γιαλούσα, τώρα στα χέρια του Τούρκου κατακτητή κι η Για., ο προσδοκώμενος παράδεισος, μακριά στην τύρβη και τις άλλες μαπατσεϊκές καταστάσεις της Αθήνας.

Η γυναίκα κινητήριος δύναμη της ιστορίας. Η Ελένη συνδέεται πάλι με τον πόλεμο της Τροίας. Στην κηδεία της Τερέζας νέες αντιθέσεις. Οι γριές γυναίκες, φορείς μακραίωνων ριζωμένων αντιλήψεων, προχωρούν αργά κι ας ουρλιάζει η νέα ισχύς, ο Μαπάτσε.

5. ΣΑΜ ΠΕΚΙΝΠΑ (1926 – 1984)

Φιλμογραφία

Ι. ελληνικός τίτλος

ΙΙ. αγγλικός τίτλος

ΙΙΙ. μετάφραση του αγγλικού τίτλου


1961 Ι. …………….

ΙΙ. The deadly Companions

ΙΙΙ. Οι θανάσιμοι σύντροφοι

1962 Ι. Ο εκδικητής της ερήμου

ΙΙ. Ride the High Country ή Guns in the afternoon

ΙΙΙ. Κάλπασε στην απέραντη χώρα ή Όπλα το απομεσήμερο

1965 Ι.  Η ταξιαρχία των εκδικητών

ΙΙ. Major Dundee

ΙΙΙ. Ο ταγματάρχης Ντάντη

1969 Ι. Άγρια συμμορία

ΙΙ. The wild Bunch

ΙΙΙ. Άγρια συμμορία

19670 Ι. Γύπες πάνω από την έρημο

ΙΙ. The Ballad of Cable Hogue

ΙΙΙ. Η μπαλάντα του Κέημπλ Χογκ

1971 Ι. Αδέσποτα σκυλιά

ΙΙ. Straw Dogs

ΙΙΙ. Αχυρένια σκυλιά

1972 Ι.  Tζούνιορ Μπόννερ

ΙΙ. Junior Bonner

ΙΙΙ. Τζούνιορ Μπόννερ

1972 Ι. Γκέτ αγουέι

II. The Getaway

III. Η διαφυγή

1973 Ι. Η μεγάλη μονομαχία

ΙΙ. Par Garrett and Billy the Kid

ΙΙΙ. Ο Πατ Γκάρρετ και ο Μπίλλυ δε Κιντ

1974 Ι. Φέρτε μου το κεφάλι Αλφρέντο Γκαρσία

ΙΙ. Bring Me the Head of Alfredo Garcia

ΙΙΙ. Φέρτε μου το κεφάλι του Αλφρέντο Γκαρσία

1975 Ι.  Η αριστοκρατορία του εγκλήματος

ΙΙ. The Killer Elite

ΙΙΙ. Η ελίτ των δολοφόνων

1977 Ι. Σιδηρούς Σταυρός

ΙΙ. Cross of Iron

ΙΙΙ. Σιδηρούς σταυρός

1978 Ι. Κονβόυ, άγρια σύγκρουση

ΙΙ. Convoy

ΙΙΙ. Φάλαγγα

1983 Ι.  Όστερμαν το 48ωρο των κατασκόπων

ΙΙ. The Osterman Weekend

ΙΙΙ. Το σαββατοκυρίακο του Όστερμαν

6. ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΚΑΙ ΜΕΛΛΟΝ

«Στα 1913, οι ιστορίες με τους χρυσοθήρες, τους μεγάλους πιστολέρος και τους πολέμους με τους ερυθρόδερμους είχαν ήδη γίνει ανάμνηση και θρύλος. Ωστόσο κι από τις δύο όχθες του Ρίο Γκράντε, οι άνθρωποι ζούσαν όπως και στο 1870-80. Παρέμειναν αμετάβλητοι σε μια συνεχώς μεταβαλλόμενη χώρα».

Το σχόλιο αυτό προοριζόταν να ακουστεί στην αρχή της Άγριας Συμμορίας. Κρίθηκε περιττό και παραλείφθηκε.

Ενώ λοιπόν η Αμερική εξελίσσεται ραγδαία, ο Πάικ έχει την ηθική ακαμψία των παλιών καιρών. Ζει με τους θρύλους, τις αξίες του παρελθόντος.

Δικαιολογεί τον παλιό του φίλο Θόρντον, που επιμένει να κυνηγά την Άγρια Συμμορία.

Έδωσε τον λόγο του [στην Εταιρία Σιδηροδρόμων]

Ο Ντατς αντιδρά θυμωμένος.

– Σημασία έχει που δίνεις τον λόγο σου.

Καημένε Πάικ. Αν ο προφορικός λόγος, η υπόσχεση, το να «κρατάς τον λόγο σου» έχει την πιο μεγάλη αξία στην αξιολογική πυραμίδα των περιθωριακών και των καταδιωγμένων, γιατί «αποτελεί το μόνο μέσο που επιτρέπει στην ομάδα να λειτουργήσει σαν τέτοια, υποκαθιστώντας στις διάφορες συναλλαγές το συμβόλαιο της αστικής κοινωνίας, ανεφάρμοστο σ’ αυτούς τους κύκλους φυσικά, καθώς αποκλείεται κάθε δυνατότητα προσφυγής» (Στάθης Δαμιανάκος, Κοινωνιολογία του Ρεμπέτικου, εκδ. Ερμείας, Αθήνα 1976, σελ. 186) ο αντίπαλος, η Εταιρία Σιδηροδρόμων, γράφει στα παλιά της παπούτσια κάθε λόγο και υπόσχεση. Μόνο έγγραφα συμβόλαια με υπογραφές και σφραγίδες και επικυρώσεις από δικηγόρους και αρχές αναγνωρίζει, προχωρώντας ακάθεκτη.


[1]Λάθος. Δεν είναι τόσο εύκολος ο Πέκινπα. Ο Θέρντον θα διστάσει να πυροβολήσει τον Πάικ τον παλιό του φίλο. Ο πρώτος δισταγμός δείχνει το μεγάλο βήμα στο τέλος. Εντελέχεια.

[2] Η ταινία αναλύει τις εσωτερικές σχέσεις της ομάδας των κυνηγών επικηρυγμένων.

Οι κυνηγοί επικηρυγμένων, ενοικιασμένοι δολοφόνοι από την Εταιρία Σιδηροδρόμων, σκοτώνουν εύκολα (π.χ. στο μακελειό έξω από την τράπεζα), όπως κάθε εξαθλιωμένος από την καταπίεση του Νόμου που ξαφνικά ο Νόμος είναι μαζί του και τον καλύπτει, αφήνοντάς του πολλές δικαιοδοσίες. Όμως ο Πέκινπα τολμά να τους καδράρει με συμπάθεια στη στέγη, απέναντι στην τράπεζα, όταν φιλούν τα όπλα τους. Ο Πένκιπα ξέρει τους άτεγκτους νόμους, που τους κινούν, τι σημαίνει γι’ αυτούς η εξόντωση της συμμορίας του Πάικ.

Αυτό γίνεται στην αρχή και μ’ αυτό τον τρόπο ο Πέκινπα χτυπά την εύκολη ταύτιση του θεατή (που από τη μια βλέπει στρατιώτες (=η Άγρια Συμμορία μεταμφιεσμένη) κι απ’ την άλλη ανθρώπους, που φιλούν μ’ αδημονία τα όπλα τους και με τους δεύτερους πάει να ταυτιστεί συναισθηματικά).

Παρενθετικά: Ακόμα και τον Μαπάτσε θα καδράρει ο Πέκινπα χωρίς αντιπάθεια μέσα στη μοναξιά της α-νόητης δύναμής του, ζαλισμένο από το ποτό και τις γυναίκες, λίγο πριν το τέλος του, ενώ μια γυναίκα θα χορεύει στο τραπέζι του σηκώνοντας το φουστάνι της ψηλά.

Η ταινία αναλύει επίσης τις εσωτερικές σχέσεις της άγριας συμμορίας. Αντιθέσεις ιεραρχικές, ηλικιών, αντιλήψεων, αντιθέσεις των παλιών (ιδίως του Πάικ), που έχουν τις παλιές ρομαντικές απόψεις, με τους νέους αδελφούς Γκορς, που θέλουν γρήγορα ν’ αρπάξουν την καλή. (Ο Τέκτορ, που μαζί με τον αδελφό του, αμφισβητούσε τον Πάικ, αναγνωρίζοντας την αξία του μετά το κλέψιμο του σιδηροδρόμου (κι όταν ο Πάικ συνειδητοποιεί πως με τον παλιό του φίλο Θόρντον η ιστορία θα έχει συνέχεια) θα του προσφέρει το ποτό να πιει. Η Άγρια Συμμορία κερδίζει τη συναδέλφωσή της που θα την απογειώσει στο τέλος.

Ο Πέκινπα δεν παρουσιάζει ωραία τους δυο αδελφούς. Ακόμα και στο τέλος της ταινίας θα φωνάζουν για τα λεφτά, που θα δώσουν στη γυναίκα, που κοιμήθηκε μαζί τους. Οι υπόγειες διεργασίες και ο Πάικ θα τους τραβήξουν εμπρός, σαν έτοιμους από καιρό, σαν θαρραλέους, για να προχωρήσουν μυθικοί, αιώνια νέοι, στον αγώνα, για να πάρουν τον Άνχελ, την Κερύνεια, την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.

[3] Ο Πέκινπα εμμένει στο μεταίχμιο Παλιά Δύση – Νέα Εποχή της Αμερικής. Στην Μπαλάντα του Καίημπλ Χογκ ο ήρωάς του θα έχει τον πιο παράδοξο θάνατο για έναν άνθρωπο της Δύσης. Θα πεθάνει σε αυτοκινητικό ατύχημα.

[4] Είναι αυτά που κοιτάζουν με αποτροπιασμό οι καλοθρεμμένοι Γερμανοί σύμβουλοι του Μαπάτσε.

[5] Οι αντιθέσεις λοιπόν της Άγριας Συμμορίας μεταφέρονται στο Μεξικό και διαπλέκονται με τις μεξικανικές αντιθέσεις.

Μερικοί αφελείς υποστηρίζουν, γιατί έγινε κι αυτό, ότι ο Πέκινπα ρατσιστικά βάζει τους τέσσερις «Γιάνκηδες» της Άγριας Συμμορίας να το κατορθώνουν και να εξολοθρεύψουν εκατοντάδες Μεξικανούς. Τα προκατασκευασμένα σχήματά τους δεν τους επέτρεψαν να δουν την ταινία σωστά.

Η Άγρια Συμμορία, κυνηγημένη από παντού, θα νιώσει για πρώτη φορά τη ζεστασιά της κοινότητας στο μεξικανικό χωριό του Άνχελ. Με τις παροτρύνσεις του ιδίου θα δεχτεί τον κίνδυνο να δώσει ένα κιβώτιο όπλων στους αντάρτες, για τον Άνχελ πάλι θα οδηγηθεί στην τελική σύγκρουση, εξοντώνοντας τον Μαπάτσε και τους επιτελείς του, ακόμα και τους Γερμανούς αξιωματικούς, που αντιπροσωπεύουν τα γερμανικά συμφέροντα που, μαζί με τα αμερικανικά, συμπίεζαν τότε το Μεξικό.

Η Άγρια Συμμορία «νικιέται» μόνο από τους Μεξικανούς αντάρτες, που την πιάνουν στον ύπνο. Ο Πέκινπα δείχνει τους αντάρτες δεμένους με τη γη τους και τα βουνά τους, τέλεια εναρμονισμένους στην αγκαλιά της μεξικανικής υπαίθρου. Όταν η Άγρια Συμμορία ανακαλύπτει ανάμεσα στα κλοπιμαία το πολυβόλο  και με έπαρση το βάζει στο αμάξι, (το πολυβόλο που θα καθαρίσει τον στρατό του Μαπάτσε), στην αμέσως επόμενη σκηνή, (η Άγρια Συμμορία) θα είναι αιχμάλωτη των ανταρτών, που δεν σταματούν μπροστά στον καλύτερο εξοπλισμό και την υπεροπλία του αντιπάλου.

Με τους Μεξικανούς «αντάρτες της περιφέρειας» θα καταλήξουν οι «αμφισβητητές της μητρόπολης», ο Θόρντον και ο Σάικς.

Τα πιο πάνω ίσως κακώς ειπώθηκαν, για να απαντήσουν σε ένα «γραφικό επιχείρημα», γι’ αυτό για να μη γίνει το ίδιο λάθος δεν θα επεκταθώ, για να απαντήσω σε μια άλλη παρατήρηση κριτικής (που φοβάται ίσως πως θα αποκτήσουμε κακά πρότυπα) = ότι δηλαδή η Άγρια Συμμορία καλυπτόταν πίσω από γυναίκες, για να πυροβολήσει.

Ναι καλυπτόταν. Και ο Αχιλλέας κοιμόταν με τις γυναίκες δούλες, που του πρόσφεραν ως δώρο άλλοι βασιλείς φίλοι του, πριν πετύχει τη συναίνεσή τους ύστερα από επίμονο φλερτ σε καφετέριες και δισκοθήκες, ή πριν πετύχει το συνοικέσιο.

[6] Από τις κουβέντες της Άγριας Συμμορίας.

* Πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε και κάτι άλλο, εκτός από τα όπλα μας.

*Οι καλές μέρες πλησιάζουν στο τέλος τους.

*Ήθελα να πετύχω μια καλή, για να αποτραβηχτώ.

*Σάικς: Αρχίσατε να γερνάτε.

*Ντατς: Θα μας περιμένουν [για να μας χτυπήσουν]

Πάικ: Δεν θα τό ‘θελα διαφορετικά.

Ντατς: (ύστερα  από λίγο). Ούτε γω θα τό ‘θελα διαφορετικά.

*Πάικ: Κουράστηκα να με κυνηγούν.

«Οι αντιήρωες του Πέκινπα, αρνούμενοι να δεχτούν αυτό το σήμερα – πληγή, που δεν υπόσχεται τίποτα, καταπιεσμένοι από πλαίσια, που όλο και στενεύουν, επιστρατεύουν τα υπολείμματα ικμάδας τους κι ορμάνε στα θανατηφόρα τοιχώματα…

Είναι ο ηθελημένος θάνατος, που διαφέρει από την αυτοκτονία στο ότι η ταπεινή θανατογόνος χειρονομία (η πίεση της σκανδάλης) χαρίζεται με περιφρόνηση στους άλλους. Έτσι, στον Πέκινπα, ο θάνατος ξεπερνάει τα όρια μιας χρονικής στιγμής, παίρνει μεταφυσικές διαστάσεις διαρκείας, καθώς εμπεριέχει ένα κόσμο στοχασμούς και μνήμες και, το κυριώτερο, μια Μεγάλη Απόφαση που δεν φαίνεται να χωρά πουθενά».

Αχιλλέας Κυριακίδης ό.π., σελ. 808.

Υστερόγραφο: Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αυτοδιάθεση, Λευκωσία, Μάρτιος 1985, αρ. 3-4, σ. 30-35, με τον υπότιτλο: «Σκόρπιες σημειώσεις για την ταινία των Κυπρίων ενωτικών» και με την ακόλουθη, παίζουσα εν παικτοίς, υποσημείωση: «Ο Σαμ Πέκινπα ήταν φανατικός υποστηρικτής της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Όπως είναι γνωστό, το αίτημα της Αυτοδιάθεσης-Ένωσης της Κύπρου είχε επηρεάσει και διχάσει την παγκόσμια διανόηση της δεκαετίας 1950 και 1960. Δεν είναι τυχαίο, που οι συντηρητικοί εν πολλοίς Μπητλς πίστευαν σε μια Κύπρο ανεξάρτητη στα πλαίσια της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, ενώ οι ρηξικέλευθοι και επαναστατικοί Ρόλλιγκ Στόουνς ήταν διαπρύσιοι κήρυκες της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.»

Το κείμενο για την Άγρια Συμμορία δημοσιεύεται, ύστερα από είκοσι έξι χρόνια, σε νέα, αυτοτελή, έκδοση από το «Αιγαίον», για λόγους τους οποίους ο διευθυντής του εκδοτικού οίκου διασαφηνίζει με απλότητα και ευκρίνεια σε  δήλωσή του.