Το μεσοστράτι της ζωής αποτελεί αφετηρία για απολογισμούς, αξιολογήσεις και κριτικές. Για συνολική εποπτεία των περασμένων και αναθεωρήσεις. Χρόνια πολλά μετά το μεσοστράτι το δικό μου, είπα να δω και γω τα βιβλία μου, πώς αντιμετωπίζω σήμερα τις 28 αυτοτελείς εκδόσεις που έδωσα, πώς στέκω απέναντι στα βιβλία που τύπωσα πριν είκοσι, και πριν τριάντα χρόνια ακόμη, μέχρι πρόσφατα. Να καταγράψω σημερινές αντιθέσεις, αναθεωρήσεις, απορρίψεις, ακόμη: συμπληρώσεις και προσθήκες.
Δεν έχω να πω ή να προσθέσω κάτι για τις βιβλιογραφικές εργασίες:
1. Βιβλιογραφία Αντώνη Μυστακίδη Μεσεβρινού, τόμος Α´ (Το μώλυ, Λευκωσία1988 )
2. Βιβλιογραφία Αντώνη Μυστακίδη Μεσεβρινού, τόμος Β´ (Το μώλυ, Λευκωσία 1995)
3. Φοίβος Σταυρίδης, Λευτέρης Παπαλεοντίου, Σάββας Παύλου, Βιβλιογραφία Κυπριακής Λογοτεχνίας (Από τον Λεόντιο Μαχαιρά έως τις μέρες μας) (μικροφιλολογικά, Λευκωσία 2001)
4. Βιβλιογραφία Νάσου Βαγενά 1966-2008 (Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, Λευκωσία 2010)
Σ’ αυτές τις μελέτες πάντα θα βρεθούν κάποια λήμματα, συνήθως δευτερεύουσας και τριτεύουσας σημασίας, που μπορούν να ενσωματωθούν σε επανέκδοση ή να κοινοποιηθούν με συμπληρωματικό δημοσίευμα σε κάποιο περιοδικό.
Εξ άλλου για τη Βιβλιογραφία κυπριακής λογοτεχνίας έχει ήδη δρομολογηθεί η δεύτερη έκδοσή της με τις αναγκαίες διορθώσεις και συμπληρώσεις. Η Βιβλιογραφία θα επεκταθεί χρονικά και θα καλύψει και την περίοδο που ακολούθησε μετά την πρώτη έκδοσή της μέχρι σήμερα. Εδώ αισθάνομαι έντονα την ανάγκη να τονίσω ότι και για τη πρώτη έκδοση καθώς και για τις διορθώσεις, προσθήκες και τη συλλογή των λημμάτων της δεύτερης έκδοσης η συμβολή των φίλων και συνεργατών Φοίβου Σταυρίδη και Λευτέρη Παπαλεοντίου ήταν η πιο ουσιαστική και κάλυψε το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς.
Δεν έχω να πω ή να προσθέσω κάτι σημαντικό για τις ανθολογήσεις:
5. Έλληνες γελοιογράφοι και προστασία του περιβάλλοντος, εκδ. Το μώλυ, Λευκωσία 1992.
6. Αντώνης Μυστακίδης Μεσεβρινός Επιλογή από το ποιητικό του έργο, (σε συνεργασία με τον Φοίβο Σταυρίδη), εκδ. Κέντρου Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, Λευκωσία 1992.
7. Για τον Βαγενά, εκδ. Αιγαίον, Λευκωσία 2001
Αξίζει απλώς να τονιστεί εδώ ότι το Έλληνες γελοιογράφοι και προστασία του περιβάλλοντος αποτελούσε το πρώτο μέρος μιας τριλογίας. Τα άλλα δύο μέρη θα ήσαν: α) Έλληνες γελοιογράφοι και Κυπριακό β) Έλληνες γελοιογράφοι και ερωτική ζωή. Δυστυχώς η εταιρεία που ανέλαβε την έκδοση και διακίνηση αυτών των εκδόσεων χρεοκόπησε και το βιβλίο έμεινε στην αποθήκη του τυπογραφείου με απλήρωτο τον λογαριασμό. Με την πρωτοβουλία του Οικολογικού κινήματος έγινε κατορθωτό το βιβλίο Έλληνες γελοιογράφοι και προστασία του περιβάλλοντος να βγει από την αποθήκη και να μπει στην κυκλοφορία, αρκετά χρόνια μετά το τύπωμά του. Μέσα σ’ αυτές τις αντιξοότητες και ταλαιπωρίες, το υλικό για τα άλλα δύο βιβλία χάθηκε. Δυστυχώς.
Δεν χρειάζονται, πιστεύω, οποιαδήποτε σχόλια για τις δύο ιδιότυπες εκδόσεις με θέμα τον Μανούσο Φάσση του Μανόλη Αναγνωστάκη καθώς και για την παρακολούθηση των έργων στα πονηρά σινεμά της Αθήνας:
8. Τινά περί της λαογραφίας του άστεως, εκδ. Το μώλυ, Λευκωσία 1987 (β’ εκδ. Πενταδάκτυλος, Αθήνα 1992)
9. Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης, Λίβελλος εναντίον Μανόλη Αναγνωστάκη, εκδ. Πενταδάκτυλος, Αθήνα 1989.
Πληροφοριακά πρέπει να αναφέρω ότι το δεύτερο βιβλιαράκι παρεξηγήθηκε από μερικούς κύκλους. Συγκεκριμένα: Ο Μ. Αναγνωστάκης προχώρησε με ένα εύρημα. Ότι υπήρξε ποιητής Μανούσος Φάσσης, και με αφορμή, δήθεν, τον θάνατό του, τον παρουσίαζε σε μια έκδοση με φιλολογικό-βιογραφικό περιεχόμενο. Το βιβλιαράκι Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης, Λίβελλος εναντίον Μανόλη Αναγνωστάκη προχώρησε σε ένα εύρημα μέσα στο εύρημα. Υποδύθηκε πως πιστεύει ότι πράγματι υπήρξε Μανούσος Φάσσης και ασκεί κριτική στον Αναγνωστάκη για δήθεν παραλείψεις και άλλα για τη ζωή και το έργο του τεθνεώτος Φάσση. Κατ’ ακρίβεια με αφορμή το θέμα αυτό ασκούσε κριτική στον ισοπεδωτικό τρόπο που βλέπει το Κυπριακό μια ορισμένη μερίδα της ελλαδικής αριστεράς. Μερικοί το είδαν σαν υπονόμευση και ασέβεια προς τον Αναγνωστάκη. Για όσους ξέρουν να διαβάζουν πίσω από τις γραμμές, το βιβλίο εκφράζει αγάπη και γνώση για την ποίηση και τη θεωρητικά κείμενα του Αναγνωστάκη αφού αυτά χρησιμοποιεί συνεχώς, χωρίς να το δηλώσει, στην επιχειρηματολογία του. Απλώς αυτοί που έκριναν αρνητικά το βιβλίο για να υπερασπιστούν, δήθεν, τον Αναγνωστάκη, φαίνεται ότι αγνοούσαν την ποίησή του και τα θεωρητικά του κείμενα.
Ακόμη δεν έχω να προσθέσω οτιδήποτε για τα λογοτεχνικά έργα:
10. Τα ποιήματα της Μαριάννας, εκδ. Οκτωβριανά, Λευκωσία 1981.
11. Μέρες του 82, εκδ. Αιγαίον, Λευκωσία 1983.
12. Αρμενίζοντας, εκδ. Πενταδάκτυλος, Αθήνα 1992.
13. Ο γιος του Ριμακό, Η γέννηση, εκδ. Αιγαίον, Λευκωσία 1992.
14. Ο γιος του Ριμακό, Σχεδιάσματα, εκδ. Αιγαίον, Λευκωσία 1992.
15. Το επι πλέον, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1999.
16. Η πρώτη κίνηση, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2004.
17. Αύριο κλάδεμα…, εκδ. Κουκκίδα, Αθήνα 2009,
18. μικρά 10, εκδ. Αιγαίον, Λευκωσία 2010
Μπορεί να στέκομαι επιφυλακτικός σε μερικά λογοτεχνικά μου κείμενα (για κάποιες ενδείξεις αχώνευτων διαβασμάτων που πέρασαν στις Μέρες του 82, η έντονη, κάποτε, ερωτική ρητορική στα Ποιήματα της Μαριάννας) αλλά αυτό το είδος γραφής: το λογοτεχνικό, δεν το σώζει οποιαδήποτε παρέμβαση του συγγραφέα τους, επεξήγηση, προσθήκη ή ερμηνεία. Τα κείμενα τα λογοτεχνικά είναι εντελώς αυτόνομα, ένας συγγραφέας ή θα τα δουλέψει ξανά, για να δώσει στον αναγνώστη του, σε νέα έκδοση, τη νέα “αληθοποιότητα” ή θα τ’ αφήσει και οποιαδήποτε δήλωσή του είναι άχρηστη. Δεν υπάρχει συμπληρωματικότητα, ούτε εξωκειμενικές υποδείξεις, προσθήκες και δηλώσεις αναθεώρησης στη λογοτεχνία. Υπάρχει μόνο το αύταρκες κείμενο.
Εντελώς διαφορετικά στα φιλολογικά κείμενα, στις μελέτες και στην πολιτική αρθρογραφία. Σ’ αυτά η έντιμη αυτοκριτική μπορεί να λειτουργήσει βοηθητικά, να προσθέσει. Είτε με την καταγραφή και υποβολή νέων παρατηρήσεων, είτε βιβλιογραφίας, με υπόδειξη ελλείψεων και παλαιών αδυναμιών. Και όλα αυτά να λειτουργήσουν συμπληρωματικά.
Δεν έχω να προσθέσω οτιδήποτε σημαντικό, μόνο ήσσονος σημασίας παρατηρήσεις και προσθήκες, για τα φιλολογικά και δοκιμιακά έργα των τελευταίων χρόνων.
19. Σεφέρης και Κύπρος. (Πολιτιστικές Υπηρεσίες, Λευκωσία 2000, β’ έκδ. Λευκωσία 2005).
20. Φιλολογικά και άλλα, Λευκωσία 2005
21. Γραμμή Λευκωσία – Αθήνα, εκδ. Κουκκίδα, Λευκωσία-Αθήνα 2007
22. Μικροφιλολογικά και άλλα, εκδ. Κέντρου Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, Λευκωσία 2010
Για τα πρώτα έξι βιβλία:
23. Η τακουνοκεντρική έμπνευση ή οι γοβάκιες ηγερίες του μοναδικού Γιάννη Σκαρίμπα, Λευκωσία 1979, β’ εκδ. Αιγαίον, Λευκωσία 1986
24. Κριτικά σημειώματα, Λευκωσία 1980
25. Ιστορίες αγάπης Νόρα Άρλεκιν Τίφανυ καθώς και τινα άλλα παιδαγωγικά σημειώματα εκδοθέντα ιδίοις αναλώμασι προς ωφέλεια του δοκιμαζομένου ημών γένους, Λευκωσία 1982.
26. Για την Εθνική Ολοκλήρωση την Αυτοδιάθεση Ένωση, (με τη συνεργασία Λάκη Πίγγουρα, Βάσου Φτωχόπουλλου), εκδ. Αιγαίον, Λευκωσία 1983
27. Η κάθαρση Σημειώσεις πολιτικού δοκίμιου, εκδ. Ασσέλια, Λευκωσία 1983
28. Η καταπίεση της ελληνικής γλώσσας στην Κύπρο, εκδ. Πενταδάκτυλος, Αθήνα 1990
έχω να προσθέσω τούτα τα λίγα:
Για τη μικρή έκδοση Η τακουνοκεντρική έμπνευση ή οι γοβάκιες ηγερίες του μοναδικού Γιάννη Σκαρίμπα,
ο Ξενοφών Κοκόλης έγραψε ότι πρέπει να ανασυντεθεί, συμπληρωμένη και με τα νεότερα στοιχεία. Όμως το βιβλίο αυτό αποτελεί την πρώτη φιλολογική μου παρουσία, είναι ένα μελέτημα φοιτητικό, που πρωτοδημοσιεύτηκε στο Παντέρμα του Λεωνίδα Χριστάκη, το 1975. Κάθε παρέμβαση θα χαλάσει τον πρωτόλειο και νεανικό του χαρακτήρα.
Για τα Κριτικά σημειώματα
Προσχώρησα στο αριστερό ιδεολογικό στρατόπεδο μέσα από τα διαβάσματα μιας ανήσυχης εφηβείας και μιας το ίδιο ανήσυχης φοιτητικής ζωής, στη χουντοκρατούμενη Αθήνα. Πάντα από διαβάσματα αντιεξουσιαστικών θεωρητικών, ανατρεπτικών πνευμάτων, ρηξικέλευθων και επαναστατικών. Μόνιμη συνοδεία ο Σαρτρ, ο Μαρκούζε, η σχολή της Φραγκφούρτης και τόσοι άλλοι ενός πολυποίκιλου αριστερού ρεύματος αμφισβήτησης και κριτικής που χαρακτήριζε τη δεκαετία του ’60 και του ‘70. Αλλά και συστηματική μελέτη των κλασικών του μαρξισμού.
Δεν είχαμε καμία σχέση με τον σταλινισμό, τη γραφειοκρατία, τον συγκεντρωτισμό και το αγελαίο πνεύμα της παραδοσιακής αριστεράς. Πάντα μακριά και κριτικοί. Η νοοτροπία και η στάση της παραδοσιακής αριστεράς μας προκαλούσε θυμηδία και εκφράζαμε πάντα την αντίθεσή μας. Η καταστροφή του ‘74 έφερε και τούτο το κακό, όλοι εμείς να ταυτιστούμε εν πολλοίς μαζί της. Μετά το φρικιαστικό καλοκαίρι του 1974, μέσα στο όργιο της καταστροφής και το έγκλημα του τουρκικού επεκτατισμού δεν είχαμε τίποτα να χάσουμε, κι αν έφτανε ο Ερυθρός Στρατός στις δυτικές πρωτεύουσες, καλά να πάθουν. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες άρχισα την τακτική αρθρογραφία. Η χρονική απομάκρυνση από το ‘74 αύξησε τη νηφαλιότητά μου και η ενασχόληση κυρίως με θέματα πολιτισμού και κοινωνικής νοοτροπίας με βοήθησε να μην αυξήσω τα σφάλματα και τις αμαρτίες μου, γιατί σε θέματα λογοτεχνίας και τέχνης κράτησα πάντα αντιστάσεις στην ισοπέδωση της παραδοσιακής αριστεράς και τη μανιχαϊστική της φιλοσοφία. Στα Κριτικά σημειώματα συμπεριλήφθηκαν κείμενα που δημοσιεύτηκαν την περίοδο 1976-1980.
Στο βιβλίο κρίθηκαν θεσμοί, εκπομπές, νοοτροπίες, πολιτιστικά θέματα. Συζητήθηκαν πλευρές του πολιτιστικού ιμπεριαλισμού και αναλύθηκαν θέματα που τότε άρχισαν να συζητιόνταν στον ελληνικό χώρο: Ταινίες Καράτε, Επιστημονική φαντασία κ.λπ. Οι σελίδες του βιβλίου μπορεί να διαβαστούν, αφού συγχωρέσουν οι αναγνώστες τους τον συγγραφέα τους για τη δημοσιογραφική του γλώσσα και αγνοήσουν την ισοπεδωτική φρασεολογία και τον μανιχαϊσμό που κάποτε αναφαίνεται . Πάντως τα τυπογραφικά σφάλματα του βιβλίου είναι ασύγγνωστα.
Οι Ιστορίες αγάπης
ήταν ένα βιβλίο-περιοδικό. Όπως αναφέρει και η εισαγωγή του, μετά την ακύρωση του περιοδικού που σχεδιάζαμε με μια ομάδα, πήρα τις συνεργασίες μου που προορίζονταν για το περιοδικό και με διάφορα άλλα κείμενα δημιουργήθηκε αυτή η έκδοση. Πολλά από τα περιεχόμενα είναι πρόχειρα δημοσιογραφικά κείμενα, χωρίς σημασία (π.χ. άρθρα και αρθρίδια για το περιβάλλον, ειδικά στις σελίδες 112-114 κ.λπ.). Αν έβγαζα αυτό το βιβλίο-περιοδικό ένα χρόνο μετά δεν θα διανοούμουν καν να τα συμπεριλάβω. Η γλώσσα του πιο προσεγμένη από την προηγούμενη έκδοση με τα Κριτικά σημειώματα, όμως και εδώ με έκδηλη την προχειρογραφία και τη δημοσιογραφική νοοτροπία, πολλές φορές απαράδεκτη. Όμως ο γέγονε γέγονε. Η έκδοση έβαλε αρκετά θέματα για συζήτηση (Κόμικς, Κίνημα για την απελευθέρωση της γεροντικής ηλικίας, Η μούμια του Λένιν, Το τέλος της μικρής μας λογοτεχνίας, Υμένες και καταστολή κ.λπ.) κυρίως άσκησε κριτική σε διάφορες εκδηλώσεις και νοοτροπίες της κυπριακής παραδοσιακής αριστεράς. Τότε η κριτική του ΑΚΕΛ ήταν σπάνιο φαινόμενο στους ιδεολογικούς χώρους όπου βρισκόμουν.
Ταυτόχρονα όμως έχει σε μερικά σημεία τις ισοπεδωτικές τοποθετήσεις: Αναπαράγοντας τις σχηματικές οριοθετήσεις και πρακτικές της τότε πολιτικής μου ένταξης γράφει για την αστική τάξη που θα χτυπήσει τον χώρο της αριστεράς [!!!](σ. 31), θεωρεί ως βασικό την ανάληψη του αγώνα από τις “προοδευτικές δυνάμεις”[!!!] (σ. 50) και όχι από τους συνειδητούς και προβληματιζόμενους και εν εγρηγόρσει πολίτες και συσπειρώσεις, παραπέμπει σε στίχους άλλου ποιητή που μιλά για τον μόχθο του εργάτη και την οργή του καταπιεσμένου σε νότο και βορρά που θα απελευθερώσουν το Πενταδάκτυλο, [!!!] (σ. 77), μιλά για τις άρχουσες τάξεις που θέλουν να οξύνουν τον εθνικισμό και τον σοβινισμό ανάμεσα στους λαούς και όχι για υποχωρητική και άνευρη Ελλάδα από τη μια και φανατική και διεκδικούσα, παραβιάζοντας κάθε έννοια δικαίου, Τουρκία από την άλλη (σ. 90). Με φρίκη ανακαλύπτω ακόμη και μια μικρή αναφορά που θεωρεί ότι μπορεί να γίνει δεκτή και η πορεία προς τη φωνητική ορθογραφία (είναι αλήθεια ότι μιλά για φωνητική ορθογραφία αν όλοι οι λαοί προσχωρήσουν σ’ αυτήν. Όχι, και όλοι να προσχωρήσουν δηλώνω υποστηρικτής της ιστορικής ορθογραφίας για την ελληνική γλώσσα).
Φυσικά τα προαναφερθέντα είναι μερικά απλώς σημεία σε ένα βιβλίο 128 σελίδων. Μιλάμε για πεντέξι, αχώνευτες σήμερα, παραγράφους. Νιώθω ότι την περίοδο που κυκλοφόρησε το βιβλίο ο γράφων είχε συνειδητοποιήσει πλήρως την εθνική διάσταση του Κυπριακού, ότι η κινητήριος δύναμή του ήταν η πάλη του θανατόπνοου τουρκικού επεκτατισμού για κατάληψη και έλεγχο της Κύπρου από τη μία πλευρά και από την άλλη οι δυνάμεις αγώνα που διέθετε και είχε ο ελληνισμός. Σ’ αυτό το μεταίχμιο ο γράφων άφησε και τέτοια άρθρα να συμπεριληφθούν, ίσως δεν ήταν εντελώς έτοιμος να ξεκαθαρίσει όπως έγινε με το βιβλίο Για την εθνική ολοκλήρωση την Αυτοδιάθεση Ένωση, ενάμιση χρόνο αργότερα και ήθελε να αποδείξει (όπως είπαμε: μεταιχμιακή εποχή) ότι λέω κάποιες θέσεις για το κυπριακό που δεν αρέσουν στους παλιούς μου συντρόφους όμως να! στα ίδια κύματα της αριστεράς κινούμαι. Μακάρι να είχα την τόλμη τότε να τα αφαιρέσω και να τα αποκηρύξω.
Εδώ, ας αναφέρω ένα παράδειγμα, από συζήτηση που έγινε δεκαπέντε χρόνια μετά την έκδοση αυτού του βιβλίου (δηλαδή γύρω στο 1996) και αποδεικνύει πόσο η αριστερά ιδεοληψία είχε τότε κατακυριεύσει τους περισσότερους και βλέπαμε το Κυπριακό όχι μέσα από την πραγματικότητα αλλά σύμφωνα με τις ιδεολογικές αγκυλώσεις που είχε η αριστερή στράτευσή μας.
Σε συζήτηση που είχε ο τότε ιδεολογικός μας χώρος, όλοι, σχεδόν, προερχόμενοι από την ανένταχτη αριστερά, μπήκε το θέμα της άφιξης ελληνικής μεραρχίας για την προστασία της Κύπρου. Μερικοί αντιδρούσαν γιατί έβλεπαν επιβράβευση του μιλιταρισμού και του στρατοκρατικού πνεύματος. Όταν τους υποδείχτηκε ότι προηγουμένως συμφώνησαν ότι ο αντικατοχικός και αντιιμπεριαλιστικός αγώνας είναι κοινός και σ’ αυτό το θέμα ο χώρος της Ελλάδας και της Κύπρου είναι ενιαίος απάντησαν ότι οι πολίτες από την Ελλάδα μπορούσαν να έρχονταν στην Κύπρο και να ενταχθούν στην πολιτοφυλακή, στον ένοπλο, δηλαδή, λαό. Μ’ αυτές τις ιδεοληψίες ασχολούμασταν σε ένα νησί φρικιαστικά ανυπεράσπιστο και μόνο, με 43 χιλιάδες τουρκικά κατοχικά στρατεύματα σε επιθετική διάταξη. Φανταστείτε τι γινόταν 15 χρόνια προηγουμένως, όταν γράφονταν τα κείμενα του βιβλίου Ιστορίες αγάπης, πόσο συσσωρευμένη ιδεοληπτική βλακεία υπήρχε. Από όλους μας. Κατά βάθος δεν βλέπαμε πολλοί από μας αυτό που άρμοζε για την προστασία της Κύπρου αλλά αυτό που άρμοζε για την προστασία της ιδεοληψίας μας και της ιδεολογικής καθαρότητάς μας.
Το βιβλίο Για την εθνική ολοκλήρωση την Αυτοδιάθεση Ένωση
έπαιξε βασικό ρόλο με τις μαρτυρίες που παρέθεσε για το αίτημα της Ένωσης, όταν μετά το ’74 έγινε η επέλαση όλων των νεοκυπριακών κύκλων και του ξένου παράγοντα εναντίον της ιστορικής πραγματικότητας και της ιστορικής μνήμης του Κυπριακού Ελληνισμού, όταν η Ιστορία άρχισε να ξαναγράφεται και να προσαρμόζεται σύμφωνα με την τρέχουσα τότε πολιτική γραμμή, όταν γεγονότα που θύμιζαν τον εφιαλτικό κόσμο του 1984 του Όργουελ άρχισαν να συμβαίνουν στο νησί της Αφροδίτης. Καίριο το βιβλίο και χρήσιμο με την ιστορική ανθολόγηση για το αίτημα της Αυτοδιάθεσης-Ένωσης, τόλμησε, μέσα στην πιο σκληρή εποχή, να θυμίσει το θεμελιώδες αίτημα της κυπριακής Ιστορίας και να βάλει προς συζήτηση ξανά το αίτημα της απελευθέρωσης-αυτοδιάθεσης-ένωσης. Ακόμη πρόσφερε μια εισαγωγή για το κυπριακό καθώς και για την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα του νησιού των πρώτων μεταεισβολικών χρόνων. Υπογράφω και τώρα το βιβλίο αυτό, απλώς αισθάνομαι την ανάγκη να τονίσω ότι σήμερα θα ήθελα πιο συμπυκνωμένα κάποια τμήματα της εισαγωγής καθώς και τη συμπερίληψη μερικών, δευτερευουσών συνήθως, παραμέτρων.
Για τη μικρή έκδοση Η Κάθαρση:
Όταν παραγερνούσε κάποιο από τα στελέχη του, το ΑΚΕΛ καλούσε μια συγκέντρωση και σε τιμητική εκδήλωση τού έδιδε ένα κεφάλι του Λένιν. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να πάει σπίτι του. Οι Ακελικοί σκηνοθέτες, που δεν πρόκειται να βγάλουν μια ταινία σόι αν δεν διανοηθούν για τη νοοτροπία και την ιστορία τού ιδεολογικού τους χώρου, δεν έχουν αναφερθεί ποτέ στα κεφάλια του Λένιν, που έχουν γεμίσει τα ντουλάπια της Κύπρου (όταν συνάδελφοί τους, στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, και πριν καταρρεύσει αυτός, μίλησαν για παρόμοια και άλλα σχετικά θέματα). Πάντως η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε, στην εφημερίδα Χαραυγή ο Λένιν, που αναφερόταν κάθε λίγο και λιγάκι, έχει εξαφανιστεί, όμως το ΑΚΕΛ προχωρεί και εδραιώνεται. Η διαχείριση του θέματος της Κάθαρσης επεξηγεί κάποια πράγματα για τη συνέχιση της εμβέλειάς του.
Το ΑΚΕΛ δεν χτυπά ποτέ το χέρι του στο καρφί. Ενώ είχε πάρει, από το 1974, την απόφαση για αποδοχή των κατοχικών δεδομένων, για μια λύση του Κυπριακού που θα τα νομιμοποιούσε, δεν μπορούσε να το πει αυτό και να το εκφράσει. Έπρεπε να εφευρεθούν άλλα κόλπα, για παραπλάνηση και αναπλήρωση της διάθεσης του κόσμου για θυσίες και αγώνα επιστροφής.
Το αίτημα της Κάθαρσης οικοδόμησε την πολιτική σκέψη, συμπεριφορά και πολιτική ρητορική για είκοσι, περίπου, χρόνια Η ξεκάθαρη στάση, ότι το μόνο που επιζητούσε η κυπριακή ηγεσία ήταν ο διακανονισμός μιας λύσης με αποδοχή των κατοχικών δεδομένων, θα λειτουργούσε ανατρεπτικά μέσα στις συνθήκες της εποχής εκείνης, με τα κολοσσιαία και εκρηκτικά συναισθήματα που προκάλεσε η εισβολή και η κατοχή. Ήταν αναγκαίο να δώσουν κάτι στο κοινό τους, να φαίνεται ότι παλεύουν, αγωνίζονται, ότι το κίνημα καταγάγει μικρές και μεγάλες νίκες εναντίον του εσωτερικού εχθρού, ότι κάποιοι στόχοι επιτυγχάνονται.
Ο τουρκικός επεκτατισμός, η εισβολή και η κατοχή μπήκαν στο περιθώριο και από τους προωθητές του αιτήματος της κάθαρσης και από τους αντίπαλούς τους στο ΔΗΣΥ, που αποδεχόμενος και εκείνος τα κατοχικά δεδομένα, είχε και κείνος κάτι να απασχολείται, όχι για την αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού αλλά για να προστατεύσει μέλη του ή να αντιταχθεί γενικά στη ένταση του αιτήματος για κάθαρση.
Το βιβλίο για την κάθαρση δεν είναι παρά σημειώσεις, χαλαρές και δημοσιογραφικές, για ένα σημαντικό θέμα της τότε πολιτικής πρακτικής, το κυριότερο για τη δημιουργία αποπροσανατολισμού.
Το αίτημα της κάθαρσης εδραίωνε και κληρονομικά τον διπολισμό, όταν διακηρύχτηκε ότι τα παιδιά των πραξικοπηματιών δεν δικαιούνται υποτροφίας. Δίδασκα τότε στα σχολεία και η εικόνα που υπήρχε για μένα ήταν ότι βρισκόμουν γενικά κοντά στο χώρο της ΕΔΕΚ και στις ευρύτερες “προοδευτικές” δυνάμεις. Και μόνον η σκέψη ότι κάποιος μαθητής μου, που ο πατέρας του ήταν στο στρατόπεδο των γριβικών, της ΕΟΚΑ Β’ ή ήταν απλώς αντιμακαριακός (μιλάμε για ένα μεγάλο ποσοστό πληθυσμού στο οποίο είχαν φορτωθεί όλες οι ενοχές για τις εξελίξεις του Κυπριακού), θα με έβλεπε, εμένα τον καθηγητή του, ως μέρος ενός μηχανισμού που θα τον περιθωριοποιούσε, θα τον τιμωρούσε, θα τον αντιμετώπιζε χωρίς ισοτιμία, μου προκαλούσε σκοτοδίνη. Ένιωσα ναυτία, μόλις το άκουσα σκέφτηκα να κατέλθω σε απεργία πείνας έξω από το Υπουργείο Παιδείας, μέχρι να ανακληθεί αυτή η δήλωση. Εν τέλει έγραψα ένα άρθρο με τίτλο «Η πορεία και η απορία μου» καταγγέλλοντας αυτή τη νοοτροπία. Το άρθρο αυτό, που αναδημοσιεύεται στο βιβλιαράκι για την Κάθαρση, πρωτοδημοσιεύτηκε εξ ολοκλήρου μόνο στη Σημερινή, το 1982.
Δέκα χρόνια μετά, συνάντησα ανθρώπους που το θυμούνταν αυτό το άρθρο και άλλους που το είχαν φυλαγμένο ακόμη.
Το βιβλιαράκι για την Κάθαρση χρειάζεται κάποια συμπύκνωση, καθώς και την προσθήκη μερικών παραμέτρων, που διατυπώθηκαν αργότερα σε άλλα άρθρα. Όμως υπογράφω και σήμερα το κείμενό του.
Η καταπίεση της ελληνικής γλώσσας στην Κύπρο.
Αυτό το βιβλιαράκι, που γράφτηκε το 1986, αποτυπώνει με νηφαλιότητα μαρτυρίες και θεωρητικές προσεγγίσεις για τη γλωσσική πραγματικότητα της τότε εποχής. Ο εκδότης όμως προτίμησε να ακυρώσει το εξώφυλλο που του απέστειλα με την καίρια, ευσύνοπτη και συμβολική εικόνα της σελίδας 56 [=Diverted traffic] δημιουργώντας ένα άλλο εξώφυλλο με κραυγαλέα σήμανση.