Στον Λάμπρο Καλλένο, μαθηματικό
με ευρύτερα πνευματικά ενδιαφέροντα
Γράφοντας για τη γνωριμία μου με τον Δημήτρη Χατζή, στο σεμινάριο της Γενεύης το 1973, αναφέρθηκαν και τα ακόλουθα: «Σε ένα από τα πρώτα μαθήματά του, ο Χατζής μάς παρουσίασε τις Ιστορίες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Τις παρουσίασε γλαφυρά, Γραμματολογίες Ελλήνων και ξένων, γραμμένες τον εικοστό αιώνα, για τη νεότερη λογοτεχνία μας. Δεν ανέφερε οτιδήποτε για την Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Κορδάτου καθώς και για δυο άλλες, ήσσονος σημασίας, που είχαν κυκλοφορήσει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, και όταν τέλειωσε η εισήγησή του σηκώθηκα και ρώτησα γιατί. Απάντησε απλά και με ειλικρίνεια:
“Δεν ανέφερα αυτά τα δύο βιβλία γιατί τα αγνοούσα, δεν ανέφερα, ακόμη, την Ιστορία του Κορδάτου, (του δάσκαλού μου Κορδάτου, πρόσθεσε) για να μην αναγκαστώ να μιλήσω αρνητικά γι’ αυτήν. Είναι αμέθοδη, γεμάτη λάθη και προκαταλήψεις.”
Μου έκανε εντύπωση η απάντησή του. Ήμασταν, τότε, νεαροί φοιτητές, νεόφυτοι στη μαρξιστική ιδεολογία, διαβάζαμε συνεχώς Κορδάτο και κάθε βιβλίο του το θεωρούσαμε αποκαλυπτικό νέων οριζόντων. Ακόμη, η γενικότερη στάση ήταν τα βέλη να εξακοντίζονται μόνο εναντίον του ιδεολογικού εχθρού και κάθε επιπολαιότητα, λάθος ή παράλειψη ή/και ανοησία των ανθρώπων του δικού μας ιδεολογικού κύκλου έπρεπε να αποσιωπάται, να παραβλέπεται ή να υποτονίζεται.
Η αρνητική τοποθέτηση του Δημήτρη Χατζή, κατεδαφιστική μάλλον, για ένα από τα “ιερά τέρατα” της Αριστεράς, όπως ήταν τότε ο Κορδάτος, μας αποκάλυψε μια καινούργια στάση, την κριτική στάση και για τους κύκλους της αριστεράς.»[1]
Με βοήθησε πολύ αυτή η κριτική στάση του Δημήτρη Χατζή, γιατί ήμουνα κι εγώ, ως νεαρός αμφισβητίας και στρατευμένος, φανατικός αναγνώστης του Κορδάτου, στο αναγνωστικό μου ημερολόγιο σημειώνω ότι φοιτητής διάβασα πάνω από είκοσι πέντε βιβλία του!!! που κυκλοφορούσαν στα βιβλιοπωλεία, ακόμη και το ογκώδες Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, που ανακάλυψα σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο στο Μοναστηράκι.
Πολλές φορές στα βιβλία του έβλεπα προχειρότητες, λάθη και αβασάνιστα, στις σελίδες της Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας είχα εντοπίσει, νεαρός φοιτητής τότε, πολλά λάθη –ενδεικτικά: ο Ιάσων Δεπούντης αναφερόταν ως Ιωάννης Δεπούντης, έγραφε ότι ο Πλασκοβίτης το 1960 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα Φράγκοι [(sic) =Το φράγμα], ότι ο Ανδρέας Καραντώνης είναι από τους φανατικούς παλαμιστές «και αργότερα (1957) με άλλη του μελέτη ύμνησε και την ποίηση του Σεφέρη» ενώ ο Καραντώνης από το 1931, άμα τη εμφανίσει του ποιητή, παρακολουθεί, προβάλλει και κρίνει το έργο του Σεφέρη.[2] Με ενοχλούσαν, ακόμη, δηλώσεις του δημοσιευμένες εδώ κι εκεί στις σελίδες της Ιστορίας της Νεοελληνικής λογοτεχνίας: “Δεν έχω υπόψη μου άλλους αντιστασιακούς ποιητές που το έργο τους να αποτελεί αξιόλογη συμβολή. Έπειτα, ξανατονίζω πως μνημόνεψα εκείνους που οι συλλογές τους υπάρχουν στη βιβλιοθήκη μου” (σ. 743) “Δεν θέλει ρώτημα πως δεν είναι μονάχα αυτοί οι δυο από τους νέους που έδωκαν το παρόν. Είναι και πολλοί άλλοι μα δεν μου δόθηκε ευκαιρία να διαβάσω τα έργα τους” (σ. 756) Οι νέοι επίσης ποιητές Ν. Καρύδης, Μήτσος Λυγίζος, Ιάσων Ιωαννίδης, Μέμος Παναγιωτόπουλος, Τάσος Σπυρόπουλος, Βικτωρία Θεοδώρου, Κ. Κουλουφάτος [sic =Κουλουφάκος] Όλγα Βότση, Άγγελος Παρθένης, Τ. Πατρίκιος, Χρ. Μανέτας, Κώστας Στεργιόπουλος και άλλοι έβγαλαν συλλογές και δημοσίεψαν ποιήματα. Δε βρήκα όμως τον καιρό να τους διαβάσω.” (σ. 786) Έλεγα, ένας μελετητής που συγγράφει μια ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 844 σελίδων, δεν μπορούσε να κάνει υπομονή ένα-δυο μήνες και να κοιτάξει ακόμη μερικά βιβλία, για να δώσει ολοκληρωμένα τη θεώρησή του και ξεμπερδεὐει με λόγια όπως: δεν τα έχω στη βιβλιοθήκη μου, δεν βρήκα καιρό να τα διαβάσω αυτά τα βιβλία. Όμως ως ηλίθιος στρατευμένος, σκεφτόμουνα: δεν πειράζει ας το συγχωρήσουμε στον μεγάλο ομοϊδεάτη. Σημειώνω πως δεν αποδίδει οποιαδήποτε άφεση και συγχώρηση το γεγονός ότι η έκδοση της Ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας έγινε μετά το θάνατο του συγγραφέα. Όπως τονίζει στα «Επιλεγόμενα» της έκδοσης ο Νίκος Κουχ, ο Γιάννης Κορδάτος είχε τελειώσει τη συγγραφή του βιβλίου πριν από το θάνατότου [Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, (Από το 1453 ως το 1961), τόμος Β᾽, εκδ. Βιβλιοεκδοτική, Αθήνα 1962, σ. 811).
Ναι, στην εξέλιξη άρχισα να αντιδρώ στη βιομηχανία Κορδάτου, πως με μια απλή διατέμνουσα γραμμή: προοδευτικό και αντιδραστικό, μπορούσε να σου εξηγήσει όλες τις πλευρές της ελληνικής ιστορίας και κοινωνίας, όλες τις εκφάνσεις του πολιτισμού, και να σου σκαρώσει ένα βιβλίο σε ένα μήνα. Ζητούσα κάτι πιο σύνθετο, πιο διεισδυτικό που θα πολιορκούσε το θέμα χωρίς την αυτάρκεια των ιδεολογημάτων. Άρχισα να αντιδρώ, να το εκδηλώνω, και πολλοί σύντροφοί μου άρχισαν να γίνονται καχύποπτοι, ότι προσχωρώ στο στρατόπεδο της αντίδρασης.
Τέλος πάντων. Τελευταία, είπα να κοιτάξω ξανά την εισαγωγή του Κορδάτου για το ομηρικό ζήτημα, [=Προλεγόμενα στο ομηρικό ζήτημα] στην έκδοση της Οδύσσειας από τη σειρά: Βιβλιοθήκη αρχαίων συγγραφέων Ι. Ζαχαρόπουλος.
Η εισαγωγή του Κορδάτου είναι ανυπόφορη, όμως μελετώντας την με βοήθησε να συνειδητοποιήσω καλύτερα τη βιομηχανία Κορδάτου. Σε μια εισαγωγή 85 σελίδων αρπάζει 12 ολόκληρες σελίδες (σχεδόν 15% του κειμένου του) από τον Δαίρπφελδ και τις παραθέτει αυτούσιες με την παλαιά μέθοδο της αντιγραφής – επικόλλησης που χυδαϊστί λέγεται σήμερα κόπυ-πέιστ [=copy paste]. Ακόμη μεταφέρει, ακρίτως, απόψεις άλλων μελετητών ότι τα τραγούδια του Όσσιαν, αιώνες ολόκληρους ζούσαν στην προφορική παράδοση, ενώ έχει αποδειχτεί ότι τα ποιήματα αυτά αποτελούν προσωπικό επίτευγμα του Μάκφερσον. που ξεκίνησε να τα δημοσιεύει από το 1760, ισχυριζόμενος ότι τα μετέφρασε από αρχαίες πηγές. Μεταφέρει, ακρίτως, ότι στον Όμηρο “δεν γίνεται λόγος για γραπτά μνημεία και γενικά για τη χρήση της γραφής” (σελ. 15) χωρίς να κάνει οποιαδήποτε νύξη για τα “σήματα λυγρά”. Σημειώνω, για να μην αδικήσω τον Κορδάτο, ότι ύστερα από 50 σελίδες (σ. 65) αναφέρεται επιτροχάδην στα σήματα αυτά που αποτελούν ένδειξη γραφής.
Επιτρέψτε μου, ως παρένθετο λόγο, άσχετο με την κριτική στον Κορδάτο, να αναφέρω αυτό το θαυμάσιο στη σύλληψή του επεισόδιο. Στην Ιλιάδα (ραψωδία Ζ’), ο Προίτος έστειλε τον Βελλεροφόντη στον πενθερό του στη Λυκία, δίνοντάς του “πίνακα πτυκτό” γράψας “θυμοφθόρα πολλά” με σήματα λυγρά που αποτελούν μνεία γραφής. Ο νεαρός Βελλεροφόντης πορεύεται προς Λυκία κρατώντας τον πτυκτό πίνακα, κρατώντας τον θάνατό του αγκαλιά, αφού τα “λυγρά σήματα” προέτρεπαν τον πενθερό του Προίτου να σκοτώσει τον κομιστή της επιστολής. Να θυμίσω ότι το θέμα επαναφέρει και ο Παλαμάς στο Παραμύθι του Αδάκρυτου, από τον Δωδεκάλογο του Γύφτου, όταν ο βασιλιάς στέλλει, στον αδελφό του τον Ρήγα, τον Αδάκρυτο με μια επιστολή που γράφει » σκότωσε τον το νιο που σου φέρνει το πιττάκι» και, ακόμη, στην πολύ καλή ταινία του Σαμ Μέντες, Ο δρόμος της απώλειας [Road to Perdition, 2002] υπάρχει η σκηνή απ’ ευθείας αντιγραμμένη από την Ιλιάδα του Ομήρου. Ο Μάικλ Σάλιβαν Τζούνιορ στέλλει τον Κόνορ Ρούνι σε κάποιον νονό της νύχτας, με μια επιστολή. Η επιστολή έχει “σήματα λυγρά” για τον μεταφορέα της: Λέει στον παραλήπτη να σκοτώσει τον κομιστή της και όλα τα χρέη του θα ξεπληρωθούν.[3]
Η εισαγωγή του Κορδάτου παραμένει: λίθοι, πλίνθοι, κέραμοι ατάκτως ερριμμένα. Σε μια έκδοση του ομηρικού κειμένου ελλείπει η ανάδειξη του κειμένου, η αξία και οι αρετές του, όλα συνθλίβονται στην ιστορική, πολιτική και κοινωνιολογίζουσα ανάλυση. Χωρίς κάποια κεντρικά σημεία τα οποία να πολιορκεί για να βοηθήσει τον αναγνώστη του να εμβαθύνει. Οικονομικές πληροφορίες, ιστορικές και κοινωνικές, αρχαιολογικές και γλωσσικές, σωριάζονται στο κείμενο χωρίς συνοχή, πολλές φορές αντικρουόμενες όταν το επιβάλλει η κατίσχυση της επιχειρηματολογίας Κορδάτου. Έτσι, στη σελίδα 35 αναφέρει ότι το Όμηρος δεν είναι ελληνική λέξη και ότι η ετυμολόγηση του ονόματος από το «μη οράν» ανήκει στις ανόητες ετυμολογίες. Στις σελίδες 76-77 όμως, για να ενισχύσει τη θέση του ότι ο Όμηρος έκανε έργο ριζοσπαστικό που δεν άρεσε στους συντηρητικούς της εποχής του, αναφέρει (σ.77) ότι μπορεί να τύφλωσαν τον Όμηρο εκείνοι που τον «χαρακτήρισαν για αποστάτη και επικίνδυνο νεωτεριστή». Αντιγράφω, ακόμη, από τη σελίδα 76: «Σαν τελικό συμπέρασμα της άποψης που υποστηρίζομε βγαίνει πως τον ποιητή στα τελευταία ίσως χρόνια της ζωής του να τον τύφλωσαν οι εχθροί του. Για να επιμένη η αρχαία παράδοση πως ήταν τυφλός θα πη πως κάτι είχε συμβή.» Και τα υποστηρίζει αυτά χωρίς να αισθάνεται την ανάγκη να εξηγήσει για την προηγούμενη αρνητική του στάση.
Στη σελίδα 54 αναφέρει: «Στην Ελλάδα όμως ούτε οι ανασκαφές έφεραν στο φως ελληνική γραφή πριν από τον Ζ αιώνα και ούτε υπάρχουν μαρτυρίες που να βεβαιώνουν πως ήταν γνωστή η γραφή στα πριν του 650 π.Χ. χρόνια». Ακόμη, στη σελίδα 40 αναφέρει ότι η ελληνική ιστορία αρχίζει κυρίως από τους Δωριείς γι’ αυτό και στον όρο προελληνικός δίνει την έννοια προδωρικός ενώ η αποκρυπτογράφηση της γραμμικής Β’, το 1952, των Μ. Βέντρις και τον Τζ. Τσάντγουικ έχει ακυρώσει όλη την επιχειρηματολογία του.
Το θέμα δεν βρίσκεται εδώ. Ο Κορδάτος αυτό κατόρθωσε το 1939, πριν από 73 χρόνια. Είχε αναλάβει τότε τη σειρά των αρχαίων συγγραφέων στον εκδοτικό οίκο Ζαχαρόπουλος και έγραψε μερικά εισαγωγικά κείμενα.[4] Είναι ενδεικτικό ότι οι βιβλιογραφικές παραπομπές του σταματούν στο 1939, δεν ανανεώθηκαν από τον ίδιο μέχρι το 1961 (έτος θανάτου του) ούτε από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, οι οποίες μπορούσαν να συνεργαστούν με κάποιο φιλολογικό υπεύθυνο. Έκτοτε, από το 1939, έχουν σημειωθεί σημαντικά βήματα στην κατανόηση του αρχαίου μυκηναϊκού κόσμου, και του κόσμου του Ομήρου ειδικότερα, καθώς και για την εξέλιξη της ελληνικής γραφής και έχει συσσωρευτεί ένας τεράστιος και αξιόλογος όγκος μελετών.
Το θέμα είναι οι εκδόσεις Ζαχαρόπουλος -οι διαχειριστές ή κληρονόμοι αυτών των εκδόσεων. Πώς εξακολουθούν να αναπαράγουν και να αναδημοσιεύουν ένα κείμενο ξεπερασμένο, χοντροκομμένο, με λάθη και άλλα κακέμφατα. Σκέφτονται τη ζημιά που κάνουν, ειδικά σε νέα παιδιά φανατικά για γράμματα, όταν, σε μια έκδοση του θείου Ομήρου με μια καλή μετάφραση στη δημοτική του Ζήσιμου Σίδερη, προτάσσουν την παλαιολιθική εισαγωγή του Κορδάτου; Δεν μπορούσαν να δημοσιεύσουν μια άλλη, πέντε δέκα σελίδων, γραμμένη από σύγχρονο ομηριστή; Πώς μένει έτσι στατική και σε ελώδεις καταστάσεις η σύγχρονη Ελλάδα;
Ναι, τα «Προλεγόμενα στο ομηρικό ζήτημα» θα τα μελετήσει κάθε ένας που ενδιαφέρεται για την πνευματική πορεία του Κορδάτου, που ήταν μια από τις σημαντικές μορφές της ελληνικής διανόησης στο πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα, θα τα μελετήσει κάθε ένας που ενδιαφέρεται για την κίνηση ιδεών στην Ελλάδα καθώς και για τις καταθέσεις της μαρξιστικής σκέψης,[5] όμως δεν μπορεί να αποτελούν πρόταση μελέτης προς τους νέους, ότι δήθεν αποτελούν συμπύκνωση και ποιότητα σκέψης που είναι ζωντανή και σήμερα και θα καθοδηγήσει στην ανάγνωση και απόλαυση των ομηρικών επών.
Το θέμα όμως έχει και άλλες χειρότερες πλευρές. Οι εκδόσεις Ζαχαρόπουλος επανεισάγουν κάτι κινούμενες από τις δυνάμεις της αδράνειας -έχουν κάτι έτοιμο και το αναπαράγουν. Όταν όμως οι εκδόσεις «μικρός περίπλους» εκδίδουν σε αυτοτελή μορφή την εισαγωγή του Κορδάτου, όπως μας πληροφορεί σχετική ανακοίνωση στο διαδίκτυο, κινούνται από άλλες δυνάμεις, σπαταλούν χρόνο, χρήμα και κόπο για τη νέα έκδοση ενός μπαγιάτικου πράγματος. Κάτι, λοιπόν, δεν πάει καλά.
[1] ) Σάββας Παύλου, Τρεις στιγμές με τον Δημήτρη Χατζή, περ. Ακτή, Λευκωσία, Καλοκαίρι 2010, αρ. 83, σ. 287-292
[2] ) Το έργο του Α. Καραντώνη, Ο ποιητής Γ. Σεφέρης , κυκλοφόρησε το 1931.
[3] ) Οι ξένοι γνωρίζουν και μελετούν Όμηρο και τραγικούς και σε αμέτρητα έργα είδα τη γονιμότητα της αρχαίας λογοτεχνίας, πως με πλάγιο ή εμφανή τρόπο ανασπειρώνει το σύγχρονο δημιούργημα. Να θυμίσω εδώ το πεζογραφικό επίτευγμα του Τζόυς, Οδυσσέας, (1922) την ταινία του Κιούμπρικ, 2001 Οδύσσεια στο διάστημα (1968) και την εξαιρετική ταινία του Ζαν Λύκ Γκοντάρ, Η περιφρόνηση, (1963) που αναφέρεται στο σχέσεις και αντιθέσεις ενός ζεύγους με άξονα την προσπάθεια και τις λογικές του άνδρα σεναριογράφου να μεταφέρει την Οδύσσεια στον κινηματογράφο. Οι Νεοέλληνες έγιναν προοδευτικοί, που εκστασιάζονται με κάθε ανοησία της ευκολογραφίας Ηλία Πετρόπουλου και τόσων άλλων, και αγνοούν προσωκρατικούς, Όμηρο, τραγικούς και Θουκυδίδη.
[4] ) Τα εισαγωγικά κείμενα του Κορδάτου, μαζί με τα προλεγόμενα στο ομηρικό ζήτημα, σήμερα στον τόμο: Γιάννη Κορδάτου, Αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς, εκδ. Συλλογή, Αθήνα 2010. Τα «Πρπλεγόμενα στο Ομηρικό ζήτημα», σ.159-247.
[5]) Επ’ ευκαιρία πρέπει να τονιστεί εδώ ότι σημαντικό για την κατανόηση των πνευματικών και πολιτιστικών διεργασιών στο χώρο της ελληνικής αριστεράς αυτής της περιόδου παραμένει η συνέκδοση του έργου του Παναγή Λεκατσά, Τραγωδία ή κωμωδία; έλεγχος του βιβλίου του Γ. Κορδάτου: «Η αρχαία Τραγωδία και Κωμωδία. Ποιες είναι οι κοινωνικές ρίζες του αρχαίου θεάτρου», (Αθήνα 1954 ) και του έργου του Γιάννη Κορδάτου, Ο Κος Παναγής Λεκατσάς χωρίς προσωπείο (Αθήνα 1954), μαζί με εμπεριστατωμένη εισαγωγή που θα συνεξετάσει τα δύο βιβλία. Ο Παναγής Λεκατσάς που ξεκίνησε ακολουθώντας τα αχνάρια του Κορδάτου (επ’ ευκαιρία βλ. και Παναγής Λεκατσάς, Ανάλεκτα, περ. Νεοελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 17 Φεβρουαρίου 1940, σ. 7 και 11) στην εξέλιξη, εμβαθύνοντας σε θέματα θρησκειολογίας, ανθρωπολογίας και εθνολογίας, αρχίζει να δυσφορεί και να αντιδρά στη μονοδιάστατη θεώρηση των πραγμάτων και τον τρόπο σκέψης του Κορδάτου, που λειτουργούσε ως εκφραστής και ιερατείο του σοβιετικού μαρξισμού στην Ελλάδα.