Archive for Αύγουστος 2012

Πως δει Ιστορίαν συγγράφειν… και λέγειν την αλήθειαν

31 Αυγούστου, 2012

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ Ιστορίας πρέπει συνεχώς να αναθεωρούνται, να εμπλουτίζονται, να ξαναγράφονται. Τα πράγματα συνεχώς επανασημασιολογούνται και επαναξιολογούνται, καινούργιο υλικό (αρχειακό και άλλο) ανασύρεται από τη λήθη, μαρτυρίες -άγνωστες προηγουμένως- κατατίθενται, τα πράγματα φωτίζονται από άλλες πλευρές, νέες προσεγγίσεις και νέα θεωρητικά εργαλεία συντείνουν στην καλύτερη προσέγγιση του ιστορικού γνωστικού αντικειμένου. Τα βιβλία Ιστορίας ξαναγράφονται για να ενσωματώσουν τα νέα δεδομένα και τις νέες προσεγγίσεις. Στόχος, η αντικειμενικότερη ανάδειξη της ιστορικής αλήθειας, που θα συντελέσει στην ιστορική αυτογνωσία μας.

Ξαναγράφονται, όμως, τα βιβλία της Ιστορίας και για άλλους λόγους, που δεν έχουν σχέση με την αλήθεια και την επιστημονική γνώση, απλώς υπηρετούν σκοπιμότητες και πολιτικούς καιροσκοπισμούς, ίνα μη τι χείρω είπω. Π.χ. στον εφιαλτικό κόσμο που περιγράφει ο Όργουελ στο μυθιστόρημά του «1984» άλλαζαν την Ιστορία και τα δεδομένα της, για να εναρμονιστούν με τις τρέχουσες πολιτικές επιλογές του καθεστώτος. Είναι χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις του σοβιετικού στρατοπέδου: Πρόσωπα που βρίσκονταν σε μια ιστορική φωτογραφία, όταν έγιναν αυτά ανεπιθύμητα για τη σοβιετική εξουσία, «απουσίαζαν» στις αναδημοσιεύσεις της. Πώς; Πολύ απλό. Η φωτογραφία δημοσιευόταν ξανά, αλλά με διάφορα τερτίπια έσβηναν τις ανεπιθύμητες μορφές. Δεν «υπήρξαν», λοιπόν, δεν ήταν παρούσες στο ιστορικό γεγονός. Ακόμη, στα χρόνια της ηγεσίας του Μπρέζνιεφ ξαναέγραψαν την Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, δίνοντας τεράστια προβολή σε μια ήσσονος σημασίας μάχη, σαν να καθορίστηκε η έκβαση του πολέμου από αυτήν. Ο λόγος: Σ’ αυτή συμμετείχε, νέος τότε αξιωματικός, ο καινούργιος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης Λεονίντ Μπρέζνιεφ. Ήταν ένα πολύ ωραίο δώρο από τους σοβιετικούς ιστορικούς προς την καινούρια εξουσία. Ξαναγράφεις την Ιστορία και καθιερώνεις ότι ο νέος ηγέτης είχε σημαντική συμβολή στην έκβαση του Πολέμου, έσωσε την πατρίδα και την ανθρωπότητα.
ΚΑΙΡΟΣΚΟΠΙΣΜΟΣ

Γι’ αυτό σε κάθε πρόταση για αναθεώρηση της Ιστορίας πρέπει να υπάρχει θεμελιακά η κριτική σκέψη: Αυτοί που θα την αναθεωρήσουν, που θα γράψουν το νέο βιβλίο, κινούνται από ελατήρια εμβάθυνσης στην κατανόηση του ιστορικού φαινομένου και θέλουν να συντελέσουν στην ιστορική αυτογνωσία μας ή κινούνται από την πολιτική σκοπιμότητα; Μερικοί ζητούν να αλλάξουν και τα σχολικά βιβλία Κυπριακής Ιστορίας γιατί, δήθεν, είναι μονομερή, μεροληπτικά, εκφράζουν εθνικιστικές προσεγγίσεις και άλλα πολλά. Ως εκπαιδευτικός, που δίδαξα πολλά χρόνια κυπριακή Ιστορία και γνωρίζω τα σχολικά εγχειρίδια, πιστεύω ότι δεν έχουν αυτά τα μεμπτά, που τους αποδίδονται. Μάλιστα, όταν πολλοί μιλούν για το σοβινισμό των ιστορικών εγχειριδίων, ζητώ να μου υποδείξουν ποιες σελίδες και πού συγκεκριμένα εντοπίζουν αυτό το γνώρισμα. Δεν απαντούν, αλλάζουν κουβέντα, όμως στο επόμενο δημόσιο βήμα που θα βρουν, αρχίζουν πάλιν το τροπάριο για το σοβινισμό των ιστορικών εγχειριδίων. Τα ταλαίπωρα ιστορικά εγχειρίδια της Κύπρου είναι πρόσφορα για κάθε είδους πολιτική ρητορεία και κάθε είδους πολιτικό καιροσκοπισμό. Πιστεύω ότι τα σχολικά ιστορικά βιβλία αντιμετωπίζουν με ηπιότητα το τουρκικό έγκλημα και τις μεθοδεύσεις της Τουρκίας απέναντι στην Κύπρο, καθώς και τις ευθύνες της τουρκικής ηγεσίας και πολλών στρωμάτων της τουρκοκυπριακής μειονότητας. Γραμμένα μετά την ήττα του ’74 και μέσα στη συνεχή προσπάθεια για συμβιβαστικό κλείσιμο του Κυπριακού, τα βιβλία γράφτηκαν με προσοχή και μετριοφροσύνη. Δεν αναδεικνύουν το μέγεθος του τουρκικού εγκλήματος εναντίον της Κύπρου, δεν τονίζουν την απίστευτη ιταμότητα της τουρκικής στάσης, λόγω της υπεροπλίας της, και την εγκληματικότητα που τη διακρίνει, με ενέργειες που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για Εγκλήματα Πολέμου. Χρειάζεται, λοιπόν, τα βιβλία Ιστορίας να ξαναγραφτούν. Μπήκαμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και πιστεύω ότι οι δυνατότητες να εκφράσουμε τα πράγματα με το πραγματικό τους όνομα είναι πιο πρόσφορες. Εύχομαι, λοιπόν, η κοινή διακήρυξη και προσπάθεια του ΑΚΕΛ και του κόμματος του κ. Ταλάτ σ’ αυτό να στοχεύει. Μέσα από τα νέα σχολικά βιβλία Ιστορίας να πούμε την αλήθεια και να αποδειχθεί το μέγεθος της τουρκικής εγκληματικότητας, που φτάνει τα όρια ναζιστικής παράκρουσης, απέναντι στην ανυπεράσπιστη Κύπρο.

The end of chess or an encomium of backgammon?

24 Αυγούστου, 2012

In 1997, the news broadcasted the defeat of Garry Kasparov, the Russian chess champion, by the IBM personal computer, in nineteen moves in the duration of an hour, igniting admiration of artificial intelligence whilst inciting debate of its boundaries. The defeat has been explained by the enormous ability of the computer to study 200 million moves per second.

Since its inception, the issue of artificial intelligence, and its capacity to rival and possibly surpass the human mind in chess, has been discussed numerous times and several theoretical suggestions have been reported. We note below a specific theory whose principles are basically very simple: There is a computer that firstly operates only on the knowledge of the rules of the game; it plays solely in accordance with them, in conjunction with an unlimited memory. Therefore, when the machine plays for the first time with a human opponent, it starts as a ‘beginner,’ and hilarity ensues as it undergoes defeats, one after the other.  As its memory registers all the games that it plays, the machine is constantly learning.  Before every move it consults its memory. Consequently, if it finds itself in the same situation as a previous game, meaning if the computer’s pawns as well as the opponent’s are in the same place as a previous game, it will not make the same mistake that led to defeat. Instead, the computer will choose an alternative move, which may end to victory or defeat. The more alternative situations the computer finds itself in, the closer it gets to the inevitability of choosing the right move.

Thus by avoiding the key moves that lead to defeat we arrive at certain point where the final outcome is determined. Of course modern computers don’t rely on this simple procedure described above, they are more complicated and with more capabilities, but I mentioned the most comprehensive one which proves in a concise manner the capability of computers to always win. At the same time it lays the following theoretical principle: that the winner can be determined by the first move in chess.

As a university student, I saw the film ‘Last Year at Marienbad‘ (Alain Resnais, L’ anne derniere a Marienbad). In this film, a strange man ponders the certainty of death and regularly challenges others to play a game that he would always win. In the game, there were four rows of safety matches, with the first row having one match, the second having three, the third having five and the final, seven. The two players alternately took as many matches as they wanted, albeit from the same row. The player who was left with the last match was the loser. With the comforts of student life, I studied all possible outcomes of this game. The slightest change in the course of the game was considered a uniquely different round. All the uniquely different rounds which can be played in this game are about 1500 and now, I can boast that I know from the first move, who will be the winner.

Of course, things are not as simple in chess. The different games that can be played are vastly more numerous than the game in the Last Year at Marienbad,’ but they do not cease to be predefined, detectable and recordable.  All this can demonstrate that in all games based solely upon mental rules, if their movements are studied, they will be found to have a limit of possible outcomes, and thus, a winner can be predicted from the first move.  The development of computers will prove this and enshrine it.

Following the rapid development of computers, the mental games that rely solely upon rules and cognitive choice, can no longer move us. We will certainly continue to play them, just as marathon runners continue to train and run, without the thought of competing against a car crossing their mind. In the case of chess, players will keep crossing swords in the future, but with a basic premise that creates a different attitude towards it. Therein lays the acceptance of our imperfection; that all possible outcomes have been investigated, but we keep playing because, both I and my opponent, do not have the range and capabilities of a computer and can thus compete only with each other. Even knowing that we, at any time, can reach over to the computer and based on the movement of the pieces, we can see who will be the winner if we follow its instructions.

But just as purely luck based games do not fascinate (eg throwing dice to see who has more sixes in twenty dice rolls), we are just as unmoved by mental games whose limits and potential turnouts have been investigated.

I believe the future will highlight games that combine mental rules with luck, which remain unpredictable and unruly. Such a game is backgammon, about which the ancient poet Agathias the Scholastic, commented upon.  He spoke in regards to a game in which King Zeno, because of his unlucky dice roll, was obliterated completely, and thusly, he recommended that we should all avoid this game all together as even a supreme lord had failed to escape his defeat, caused by his misfortune. «Τάβλην φεύγετε πάντες επεί και κοίρανος αυτός/ κείνης τας αλόγους  ουχ υπάλυξε  τύχας». [= Every one must stop playing backgammon because even Zeno, who was King, could not avoid misfortune].

But we insist on playing, it is no coincidence that the backgammon has seen a rise in popularity recently, and the youth have returned to the game.

And so, dear readers, be healthy and strong, and keep throwing the dice.

Το τέλος του ζατρικίου ή ταβλιού εγκώμιο

 

Οι ειδήσεις, που μεταδόθηκαν το 1997, για την ήττα του   Γκάρι Κασπάροβ, του Ρώσου πρωταθλητή του σκακιού, από τον Ηλεκτρονικό Υπολογιστή της ΙΒΜ, σε δεκαεννέα κινήσεις και σε διάστημα μιας ώρας, προκάλεσαν το θαυμασμό και  έθεσαν ξανά για συζήτηση το θέμα της τεχνητής νοημοσύνης και των ορίων της. Η ήττα επεξηγήθηκε από τις τεράστιες δυνατότητες του Η/Υ να μελετά 200 εκατομμύρια κινήσεις το δευτερόλεπτο.

Από πολύ παλιά έχει συζητηθεί το θέμα της τεχνητής νοημοσύνης που θα νικήσει τον ανθρώπινο νου στο σκάκι. Αναφέρθηκαν αρκετές θεωρητικές υποδείξεις, θα σημειώσω εδώ μια που τεκμηριώθηκε πάνω σε κάτι πολύ απλό: Έναν υπολογιστή που βασίζεται στη γνώση των  κανόνων του παιγνιδιού, για να παίζει σύμφωνα μ’ αυτούς, και στις απεριόριστες δυνατότητες μνήμης που έχει. Όταν ξεκινάει η μηχανή να παίζει με αντίπαλο  τον άνθρωπο είναι εντελώς αρχάρια και προκαλεί τη θυμηδία καθώς οι ήττες της διαδέχονται η μια την άλλη. Όμως στη μνήμη της εγγράφει όλες τις παρτίδες που παίζει και με τον τρόπο αυτό η μηχανή συνεχώς μαθαίνει γιατί πριν από κάθε κίνηση συμβουλεύεται τη μνήμη της. Έτσι, αν βρεθεί στην ίδια κατάσταση, δηλαδή να είναι στην ίδια ακριβώς θέση τόσο τα δικά της πιόνια όσο και τα πιόνια του αντιπάλου, δεν θα κάνει την ίδια κίνηση η οποία, σε προηγούμενο αγώνα, την οδήγησε στην ήττα. Θα επιλέξει κάποια άλλη κίνηση που μπορεί να αποδειχτεί ότι ήταν η πρέπουσα, μπορεί όμως να αποδειχτεί και αυτή καταστροφική. Όταν όμως θα βρεθεί για τρίτη φορά στην ίδια κατάσταση θα επιλέξει μια άλλη τρίτη κίνηση κ.ο.κ. μέχρι να καταλήξει στη σωστή.

Έτσι αποφεύγοντας τις κομβικές  κινήσεις που οδηγούν στην ήττα φτάνουμε στην κίνηση όπου καθορίζεται η τελική έκβαση κι αυτή η κίνηση θα είναι και η πρώτη του παιγνιδιού. Φυσικά οι σύγχρονοι Η/Υ δεν στηρίζονται σ’ αυτή την απλή διαδικασία, είναι πιο πολύπλοκοι και με περισσότερες δυνατότητες, ανάφερα όμως την πιο εύληπτη που τεκμηριώνει με ευσύνοπτο τρόπο τις δυνατότητες του Η/Υ να νικά πάντα και ταυτόχρονα θέτει τη θεωρητική αρχή: ότι ο νικητής μπορεί να καθοριστεί από την πρώτη κίνηση στο σκάκι.

Φοιτητής παλιά, είχα δει το Πέρυσι στο Μαρίεμπαντ του Αλαίν Ρεναί. Στο έργο αυτό ένας παράξενος τύπος, που θύμιζε τη βεβαιότητα του Θανάτου, πρότεινε τακτικά ένα παιγνίδι στους άλλους και πάντα νικούσε. Υπήρχαν τέσσερις σειρές από σπίρτα, η πρώτη με ένα, η δεύτερη με τρία, η τρίτη με πέντε και η τελευταία με εφτά. Οι δύο συμπαίχτες έπαιρναν εναλλάξ όσα σπίρτα ήθελαν, όμως από την ίδια σειρά. Αυτού που θα του έμενε το τελευταίο σπίρτο ήταν ο χαμένος. Με την άνεση χρόνου της φοιτητικής ζωής μελέτησα όλες τις πιθανές παρτίδες αυτού του παιγνιδιού. Και η παραμικρή παραλλαγή στην πορεία του παιγνιδιού εθεωρείτο άλλη παρτίδα. Όλες οι παρτίδες που μπορούν να παιχτούν σ’ αυτό το παιγνίδι είναι περίπου 1500 και σήμερα επαίρομαι ότι γνωρίζω από την πρώτη κίνηση ποιος θα είναι ο νικητής.

Φυσικά δεν είναι έτσι απλά τα πράγματα με το σκάκι. Οι παρτίδες που μπορούν να παιχτούν είναι τρισεκατομμύρια τρισεκατομμυρίων φορές περισσότερες από το παιγνίδι της ταινίας Πέρυσι στο Μαρίεμπαντ όμως δεν παύουν να είναι και αυτές καθορισμένες, διερευνήσιμες και καταγράψιμες. Και όλα αυτά μπορούν να τεκμηριώσουν ότι, σ’ όλα τα παιγνίδια που στηρίζονται μόνο σε νοητικούς κανόνες, αν μελετηθούν οι κινήσεις τους, αποδεικνύεται ότι αυτές είναι περιορισμένες και ότι ο νικητής μπορεί να προβλεφθεί απ’ την πρώτη κίνηση. Η ανάπτυξη των ηλεκτρονικών υπολογιστών θα το τεκμηριώσει και θα το κατοχυρώσει.

Τα νοητικά παιγνίδια που στηρίζονται απλώς σε κανόνες και νοητικές επιλογές δεν μπορούν πια να συγκινήσουν μετά την ταχύτατη εξέλιξη των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Θα συνεχίσουμε ασφαλώς  να τα παίζουμε όπως οι δρομείς εξακολουθούν να προπονούνται και να τρέχουν χωρίς να διανοούνται όμως ότι θα συναγωνιστούν το αυτοκίνητο. Στην περίπτωση λοιπόν του σκακιού οι παίχτες  θα διασταυρώνουν τα ξίφη τους και στο μέλλον, όμως με μια βασική προϋπόθεση που δημιουργεί εντελώς διαφορετική στάση απέναντί του. Κι αυτή  είναι η παραδοχή της ατέλειάς μας. Ότι δηλαδή οι παρτίδες έχουν διερευνηθεί όλες αλλά συνεχίζουμε να  παίζουμε γιατί τόσον εμείς όσον και ο αντίπαλος μας δεν έχουμε το εύρος και τις δυνατότητες του ηλεκτρονικού υπολογιστή και μπορούμε έτσι να συναγωνιστούμε ο ένας τον άλλο. Ξέροντας ακόμη ότι μπορούμε,  οποιαδήποτε στιγμή, να απευθυνθούμε στον ηλεκτρονικό υπολογιστή  και με βάση την κίνηση του σκακιού που βρισκόμαστε να δούμε ποιος είναι ο μελλοντικός νικητής αν ακολουθήσουμε τις οδηγίες του.

‘Όπως λοιπόν δεν συγκινούν τα αμιγώς τυχερά παιγνίδια (π.χ. ρίχνοντας ζάρια για να δούμε ποιος θα φέρει περισσότερες φορές εξάρες μέσα σε είκοσι ριξιές) έτσι δεν θα συγκινούν τα νοητικά παιγνίδια που τα όριά τους και όλες οι πιθανές παρτίδες τους έχουν διερευνηθεί.

Πιστεύω ότι το μέλλον θα αναδείξει τα παιγνίδια που συνδυάζουν νοητικούς κανόνες και τύχη. Αυτά παραμένουν μη προβλέψιμα και ατίθασα. Ένα απ’ αυτά είναι και το τάβλι, για το οποίο ο αρχαίος ποιητής Αγαθίας ο Σχολαστικός, σχολιάζοντας μια παρτίδα κατά την οποία ο βασιλεύς Ζήνων, με τις άτυχες ζαριές του, καταβαραθρώθηκε εντελώς, συνιστούσε να  αποφεύγουμε αυτό το παιγνίδι όλοι, αφού και ένας ανώτατος άρχοντας δεν κατάφερε να ξεφύγει από την συντριβή που του προκάλεσε η ατυχία του: «Τάβλην φεύγετε πάντες επεί και κοίρανος αυτός/ κείνης τας αλόγους  ουχ υπάλυξε  τύχας». Εμείς όμως επιμένουμε και δεν είναι τυχαία η επιστροφή των νεαρών στο παιγνίδι του ταβλιού, η οποία σημειώνεται τα τελευταία χρόνια.

Έρρωσθε αγαπητοί αναγνώστες, παίζοντες και πεσσεύοντες.

ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ “Η ΑΛΛΗ ΚΥΠΡΟΣ” ΤΟΥ ΦΟΙΒΟΥ ΣΤΑΥΡΙΔΗ

19 Αυγούστου, 2012


Ο Φοίβος Σταυρίδης, που χάσαμε πρόσφατα, εκτός από τις αναμενόμενες για ένα λόγιο δραστηριότητες (εκδόσεις φιλολογικών περιοδικών, κυκλοφορία βιβλίων με λογοτεχνικό και ερευνητικό περιεχόμενο, επιμέλεια βιβλίων, μεμονωμένα δημοσιεύματα σε διάφορα έντυπα), είχε αναπτύξει και μια άλλη δραστηριότητα στο χώρο του διαδικτύου. Ήταν ο δημιουργός και ο τροφοδοτης πέντε ιστολογίων: 1. Η άλλη Κύπρος, 2. Retalia et alia. Βιβλιοφιλικά-Βιβλιογραφικά-Βιβλιοσυλλεκτικά- (και άλλα), 3. Φωνή βοώντος εν τη ερήμω, 4. Λάρνακα, η πόλη του Ζήνωνα του Κιτιέα 5. Προσωπική ανθολογία.

Στο θέμα αυτό των ιστολογίων, εκτός από την ποιότητα και ευαισθησία που κατέθετε όπως και στις άλλες εργασίες του, υπήρξε, πράγματι, πρωτοπόρος.

Το ιστολόγιο  “Η άλλη Κύπρος”, που ο Φοίβος Σταυρίδης δρομολόγησε τον Ιούνιο του 2009, αποτελείται από 210 αναρτήσεις, δελτία θα τα λέγαμε στη φιλολογική ορολογία ενός εντύπου. Αναρτήσεις με αποσπάσματα από ενθυμήσεις, ταξιδιωτικά κείμενα, απομνημονεύματα, παλαιές ειδήσεις στις κυπριακές εφημερίδες αλλά και σε έντυπα της Ελλάδας και του εξωτερικού, παλιές φωτογραφίες, χάρτες και καρτ ποστάλ, ειδήσεις για τη σχολική ζωή των πρώτων εκπαιδευτηρίων και για τις δραστηριότητες των πρώτων συλλόγων (σημειώνω πέντε τεκμήρια για την εικοσιπενταετηρίδα της Ανόρθωσης, το 1936). Υπάρχουν ακόμη ανασκευές επαναλαμβανόμενων λαθών για κυπριακά θέματα, στοιχεία για παλιές ασχολίες, επαγγέλματα, βιοτεχνίες και βιομηχανίες, προσωπογραφικές ειδήσεις, θέματα λαογραφίας και αρχαιολογίας, θεατρικής και πολιτιστικής ζωής, αναφορές σε ιδιότυπες δημιουργίες (π.χ. το ποίημα του Άζινου για τον Κεμάλ Ατατούρκ) και σε μαρτυρίες των ξένων, πως είδαν την Κύπρο και τη ζωή της.

Μελετώντας το ιστολόγιο “Η Άλλη Κύπρος”, διαπιστώνεις ότι ο ιστολογιούχος είχε μια απέραντη γνώση κυπριολογίας, από την οποία επιλέγει τα σημαντικά, ελκυστικά και ενδιαφέροντα, ξέροντας να τα πλαισιώσει με τον αναγκαίο σχολιασμό, που παραθέτει με ζωντανό τρόπο, κάποτε χαρίεις και με χιούμορ. Η εμφάνιση αυτής της ιστοσελίδας σε μια έκδοση, η οποία υπολογίζω να καλύψει 300, περίπου, σελίδες, θα μας δώσει ένα θαυμάσιο και ελκυστικό βιβλίο ιστοριοδιφίας, θα ανασύρει στην επιφάνεια πλήθος μαρτυρίες για την Κύπρο και θα αποκαλύψει τις αναγνωστικές και ανθολογικές ευαισθησίες ενός σημαντικού πνευματικού ανθρώπου της Κύπρου.

Ενδεικτικά αναδημοσιεύω το τελευταίο δελτίο, το υπ’ αριθμό 210, με τίτλο: Ενοχές που δύσκολα σβύνουν,  που πρόλαβε να εντάξει στο ιστολόγιο του ο Φοίβος Σταυρίδης, στις 22 Φεβρουαρίου, 12 μέρες πριν από τον θάνατό του.

Ενοχές που δύσκολα σβύνουν

H αγγλίδα ποιήτρια Patricia Beer (1919-1999) το 1959 δημοσίευσε στη συλλογή της Loss of the Magyar το ποίημα “The Fifth Sense” (“H πέμπτη αίσθηση”), που έχει ως αφετηρία του ένα επεισόδιο που συνέβη κατά τη διάρκεια του κυπριακού απελευθερωτικού Αγώνα, μεταξύ ενός κύπριου χωρικού και των “Δυνάμεων Aσφαλείας”, όπως –κατ’ ευφημισμό– αποκαλούσε η αγγλική κυβέρνηση της Kύπρου τις στρατιωτικές μονάδες καταστολής.

H ποιήτρια, γεννημένη στο Devon της Aγγλίας το 1919 και καθηγήτρια της αγγλικής, κατά τη διάρκεια της ζωής της εξέδωσε έξι ποιητικές συλλογές και μια επιλογή ποιημάτων της, ένα βιβλίο πεζογραφίας, ένα αυτοβιογράφημα, κι ένα βιβλίο κριτικής. Ποιήτρια χαμηλών τόνων και συγγραφέας που κατά κανόνα απέφευγε τη δημοσιότητα η Beer, στην εισαγωγή του βιβλίου της Collected Poems (1988) κάνει ιδιαίτερη αναφορά στο ποίημα “Πέμπτη αίσθηση” εξαιτίας ενός περιστατικού που της έτυχε κατά τη διάρκεια ανάγνωσης ποιημάτων της, πολλά χρόνια μετά τη δημοσίευσή του. Γράφει:

Mια άλλη εμπειρία από την οποία ελπίζω ότι το παρόν βιβλίο θα με προστατεύσει είναι να κριθώ μονάχα από τα πολύ παλιά ποιήματά μου. Πριν λίγο καιρό διάβαζα ποιήματά μου σε μια μικρή αγροτική πόλη του βορρά, μπροστά σε μια ομάδα σκληρών ηλικιωμένων γυναικών που επέλεξαν να επιτεθούν στην ‘Πέμπτη αίσθηση’, ένα ποίημα που έγραψα το 1957 και δεν είχα συμπεριλάβει στο πρόγραμμα. Mια από αυτές έφθασε μάλιστα να πει ότι η επιγραφή –απόσπασμα από επαρχιακή εφημερίδα– ήταν το μόνο καλό του ποιήματος. O κιτρινομάλλης επιμελητής, που προφανώς πίστευε ότι η αγένεια ήταν εξυπνάδα, κουνούσε  ενθαρρυντικά το κεφάλι για κάθε στιλέτο που μπηγόταν.

Kάποια στιγμή βρήκα τη δύναμη να ρωτήσω αν θα προτιμούσαν να επιτεθούν σε κάποιο άλλο ποίημά μου, μια και εκείνο είχε γραφεί ένα τέταρτο του αιώνα πρωτύτερα και το είχαν ακολουθήσει περισσότερα από άλλα εκατό ποιήματα για τα οποία θα ήμουν καλύτερα προετοιμασμένη να αμυνθώ. Όπως απεδείχθη αυτό ήταν το μόνο που είχαν ποτέ διαβάσει· ο επιμελητής το είχε φωτοτυπήσει για την περίσταση από κάποια ανθολογία. Γνωρίζω ότι ούτε ο επιμελητής ούτε κάποια από την ομάδα του θα αγοράσουν ή θα δανειστούν την Eπιλογή ποιημάτων μου, αισθάνομαι όμως ότι αυτό το βιβλίο θα μπορούσε να βοηθήσει στην αποφυγή παρόμοιων καταστάσεων”.

H ευπρέπεια της συγγραφέως δεν αφήνει υπονοούμενα για τα πιθανά αίτια αυτής της επίθεσης. Ποιές Ερινύες κυνηγούσαν τις ηλικιωμένες Aγγλίδες ύστερα από τόσα χρόνια; Μήπως οι μνήμες ενοχών για την πολιτική της χώρας τους απέναντι σε ένα λαό που ζητούσε την ελευθερία του ―και που θα ήταν καλύτερο να τις κρύψουν;

Παραθέτω το ποίημα σε δική μου μετάφραση.

 

H πέμπτη αίσθηση

Eξηνταπεντάχρονος Eλληνοκύπριος βοσκός, ο Nικολής Λοΐζου, τραυματίστηκε σπό τις δυνάμεις ασφαλείας ενωρίς το πρωΐ σήμερα. Tον κάλεσαν δυο φορές να σταματήσει κι όταν δεν ανταποκρίθηκε στη διαταγή, ο στρατός τον πυροβόλησε. Σε κατοπινή εξέταση που έγινε στο νοσοκομείο απεδείχθη ότι ήταν κουφός. Eιδήσεις, 30 Δεκεμβρίου 1957″.

Tα φώτα όλο το βράδι είναι αναμμένα

Eδώ, όπου όλους επιτηρούν και τους φροντίζουν,

Kι εγώ, ένας βοσκός, ο Nικολής Λοΐζου,

Eπιθυμώ το σκοτάδι, γιατί εκεί

Είχα σιγουριά, ενώ τώρα η ματιά μου

Σκουντουφλά σε κρεββάτια, σαν λευκά σκόρπια λιθάρια,

και το σπιτικό μου νοσταλγώ, απόμακρο και κοιμισμένο

καθώς η νύχτα βαραίνει στους ώμους μου.

 .

H όρασή μου ήταν καλή,

Καλύτερη από άλλους. Γευόμουν το κρασί και το ψωμί

Kαι το βρεγμένο αλώνι αναγνώριζα

Tο θέρος. Ήξερα να φυλάγομαι απ’ την οσμή

Tης αλεπούς μές στο λαβύρινθο του δάσους και της βλάστησης.

Ένιωθα τ’ άγγιγμα της καταχνιάς και της αναπνοής.

Όμως αισθήσεις δυνατές είχα μονάχα τέσσερις.

H πέμπτη μ’ έφερε κοντά στο θάνατο.

 .

Oι στρατιώτες  πρέπει να είχαν καλέσει

Mε τη λέξη που έπρεπε: Aλτ. Eπειδή δεν άκουσα

Ήμουν η αποτυχία τους, χαλαρωμένη στο έλεος

Του χειμωνιάτικου ουρανού, η σημαία της ήττας τους.

Mε τις πέντε αισθήσεις τους  δεν γνώριζαν

Πως από εμένα έλειπε μια, κι έτσι έπρεπε να κτυπήσουν .

Kαι το ουράνιο τόξο θα πυροβολούσαν αν είχε

Ενα χρώμα λιγότερο από ό,τι διδάχτηκαν.

 .

Eίπε ο Xριστός πως όταν ένα πρόβατο

χαθεί, δεν έχουν πια σημασία τα άλλα.

Σ’ αυτό το νοσοκομείο, όπου η ξένη ανάσα

Kρέμεται σαν φανάρι πάνω στο στιλβωμένο πάτωμα

Συνθλίβοντας όσους δεν έχουν ύπνο,

Kαταλαβαίνω πόσο πολύτιμο είναι το κάθε τι, πόσο ακριβό,

Aφού μπορεί να μην αγγίξω, να μυρίσω, να γευτώ, να ιδώ

Ποτέ ξανά, επειδή δεν μπόρεσα ν’ ακούσω.

Προχειρότητες Κορδάτου

13 Αυγούστου, 2012

 

Στον Λάμπρο Καλλένο, μαθηματικό

 με ευρύτερα πνευματικά ενδιαφέροντα

 

Γράφοντας για τη γνωριμία μου με τον Δημήτρη Χατζή, στο σεμινάριο της Γενεύης το 1973, αναφέρθηκαν και τα ακόλουθα: «Σε ένα από τα πρώτα μαθήματά του, ο Χατζής μάς παρουσίασε τις Ιστορίες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Τις παρουσίασε γλαφυρά, Γραμματολογίες Ελλήνων και ξένων, γραμμένες τον εικοστό αιώνα, για τη νεότερη λογοτεχνία μας. Δεν ανέφερε οτιδήποτε για την Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Κορδάτου καθώς και για δυο άλλες, ήσσονος σημασίας, που είχαν κυκλοφορήσει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, και όταν τέλειωσε η εισήγησή του σηκώθηκα και ρώτησα γιατί. Απάντησε απλά και με ειλικρίνεια:

          “Δεν ανέφερα αυτά τα δύο βιβλία γιατί τα αγνοούσα, δεν ανέφερα, ακόμη, την Ιστορία του Κορδάτου, (του δάσκαλού μου Κορδάτου, πρόσθεσε) για να μην αναγκαστώ να μιλήσω αρνητικά γι’ αυτήν. Είναι αμέθοδη, γεμάτη λάθη και προκαταλήψεις.”

Μου έκανε εντύπωση η απάντησή του. Ήμασταν, τότε, νεαροί φοιτητές, νεόφυτοι στη μαρξιστική ιδεολογία, διαβάζαμε συνεχώς Κορδάτο και κάθε βιβλίο του το θεωρούσαμε αποκαλυπτικό νέων οριζόντων. Ακόμη, η γενικότερη στάση ήταν τα βέλη να εξακοντίζονται μόνο εναντίον του ιδεολογικού εχθρού και κάθε επιπολαιότητα, λάθος ή παράλειψη ή/και ανοησία των ανθρώπων του δικού μας ιδεολογικού κύκλου έπρεπε να αποσιωπάται, να παραβλέπεται ή να υποτονίζεται.

Η αρνητική τοποθέτηση του Δημήτρη Χατζή, κατεδαφιστική μάλλον, για ένα από τα “ιερά τέρατα” της Αριστεράς, όπως ήταν τότε ο Κορδάτος, μας αποκάλυψε μια καινούργια στάση, την κριτική στάση και για τους κύκλους της αριστεράς[1]

Με βοήθησε πολύ αυτή η κριτική στάση του Δημήτρη Χατζή, γιατί ήμουνα κι εγώ, ως νεαρός αμφισβητίας και στρατευμένος, φανατικός  αναγνώστης του Κορδάτου, στο αναγνωστικό μου ημερολόγιο σημειώνω ότι φοιτητής διάβασα πάνω από είκοσι πέντε βιβλία του!!! που κυκλοφορούσαν στα βιβλιοπωλεία, ακόμη και το ογκώδες Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, που ανακάλυψα σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο στο Μοναστηράκι.

Πολλές φορές στα βιβλία του έβλεπα προχειρότητες, λάθη και αβασάνιστα, στις σελίδες της Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας είχα εντοπίσει, νεαρός φοιτητής τότε, πολλά λάθη –ενδεικτικά: ο Ιάσων Δεπούντης αναφερόταν ως Ιωάννης Δεπούντης, έγραφε ότι ο Πλασκοβίτης το 1960 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα Φράγκοι [(sic) =Το φράγμα],  ότι ο Ανδρέας Καραντώνης είναι από τους φανατικούς παλαμιστές «και αργότερα (1957) με άλλη του μελέτη ύμνησε και την ποίηση του Σεφέρη» ενώ ο Καραντώνης από το 1931, άμα τη εμφανίσει του ποιητή, παρακολουθεί, προβάλλει και κρίνει το έργο του Σεφέρη.[2] Με ενοχλούσαν, ακόμη,  δηλώσεις του δημοσιευμένες εδώ κι εκεί στις σελίδες της Ιστορίας της Νεοελληνικής λογοτεχνίας: “Δεν έχω υπόψη μου άλλους αντιστασιακούς ποιητές που το έργο τους να αποτελεί αξιόλογη συμβολή. Έπειτα, ξανατονίζω πως μνημόνεψα εκείνους που οι συλλογές τους υπάρχουν στη βιβλιοθήκη μου” (σ. 743) “Δεν θέλει ρώτημα πως δεν είναι μονάχα αυτοί οι δυο από τους νέους που έδωκαν το παρόν. Είναι και πολλοί άλλοι μα δεν μου δόθηκε ευκαιρία να διαβάσω τα έργα τους” (σ. 756) Οι νέοι επίσης ποιητές Ν. Καρύδης, Μήτσος Λυγίζος, Ιάσων Ιωαννίδης, Μέμος Παναγιωτόπουλος, Τάσος Σπυρόπουλος, Βικτωρία Θεοδώρου, Κ. Κουλουφάτος [sic =Κουλουφάκος] Όλγα Βότση, Άγγελος Παρθένης, Τ. Πατρίκιος, Χρ. Μανέτας, Κώστας Στεργιόπουλος και άλλοι έβγαλαν συλλογές και δημοσίεψαν ποιήματα. Δε βρήκα όμως τον καιρό να τους διαβάσω.” (σ. 786) Έλεγα, ένας μελετητής που συγγράφει μια ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 844 σελίδων, δεν μπορούσε να κάνει υπομονή ένα-δυο μήνες  και να κοιτάξει ακόμη μερικά βιβλία, για να δώσει ολοκληρωμένα τη θεώρησή του και ξεμπερδεὐει με λόγια όπως: δεν τα έχω στη βιβλιοθήκη μου, δεν βρήκα καιρό να τα διαβάσω αυτά τα βιβλία. Όμως ως ηλίθιος στρατευμένος, σκεφτόμουνα: δεν πειράζει ας το συγχωρήσουμε στον μεγάλο ομοϊδεάτη. Σημειώνω πως δεν αποδίδει οποιαδήποτε άφεση και συγχώρηση το γεγονός ότι η έκδοση της Ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας έγινε μετά το θάνατο του συγγραφέα. Όπως τονίζει στα «Επιλεγόμενα» της έκδοσης ο Νίκος Κουχ, ο Γιάννης Κορδάτος είχε τελειώσει τη συγγραφή του βιβλίου πριν από το θάνατότου [Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, (Από το 1453 ως το 1961), τόμος Β᾽, εκδ. Βιβλιοεκδοτική, Αθήνα 1962, σ. 811).

Ναι, στην εξέλιξη άρχισα να αντιδρώ στη βιομηχανία Κορδάτου, πως με μια απλή διατέμνουσα γραμμή: προοδευτικό και αντιδραστικό, μπορούσε να σου εξηγήσει όλες τις πλευρές της ελληνικής ιστορίας και κοινωνίας, όλες τις εκφάνσεις του πολιτισμού, και να σου σκαρώσει ένα βιβλίο σε ένα μήνα. Ζητούσα κάτι πιο σύνθετο, πιο διεισδυτικό που θα πολιορκούσε το θέμα χωρίς την αυτάρκεια των ιδεολογημάτων. Άρχισα να αντιδρώ, να το εκδηλώνω, και πολλοί σύντροφοί μου άρχισαν να γίνονται καχύποπτοι, ότι προσχωρώ στο στρατόπεδο της αντίδρασης.

Τέλος πάντων. Τελευταία, είπα να κοιτάξω ξανά  την εισαγωγή του Κορδάτου για το ομηρικό ζήτημα, [=Προλεγόμενα στο ομηρικό ζήτημα] στην έκδοση της Οδύσσειας από τη σειρά: Βιβλιοθήκη αρχαίων συγγραφέων Ι. Ζαχαρόπουλος.

Η εισαγωγή του Κορδάτου είναι ανυπόφορη, όμως μελετώντας την με βοήθησε να συνειδητοποιήσω καλύτερα τη βιομηχανία Κορδάτου. Σε μια εισαγωγή 85 σελίδων αρπάζει 12 ολόκληρες σελίδες (σχεδόν 15% του κειμένου του) από τον Δαίρπφελδ και τις παραθέτει αυτούσιες με την παλαιά μέθοδο της αντιγραφής – επικόλλησης που χυδαϊστί λέγεται σήμερα κόπυ-πέιστ [=copy paste]. Ακόμη μεταφέρει, ακρίτως, απόψεις  άλλων μελετητών ότι τα τραγούδια του Όσσιαν, αιώνες ολόκληρους ζούσαν στην προφορική παράδοση, ενώ έχει αποδειχτεί ότι τα ποιήματα αυτά αποτελούν προσωπικό επίτευγμα του Μάκφερσον. που ξεκίνησε να τα δημοσιεύει από το 1760, ισχυριζόμενος ότι τα μετέφρασε από αρχαίες πηγές. Μεταφέρει, ακρίτως, ότι στον Όμηρο “δεν γίνεται λόγος για γραπτά μνημεία και γενικά για τη χρήση της γραφής”  (σελ. 15) χωρίς να κάνει οποιαδήποτε νύξη για τα “σήματα λυγρά”. Σημειώνω, για να μην αδικήσω τον Κορδάτο, ότι ύστερα από 50 σελίδες (σ. 65) αναφέρεται επιτροχάδην  στα σήματα αυτά που αποτελούν ένδειξη γραφής.

Επιτρέψτε μου, ως παρένθετο λόγο, άσχετο με την κριτική στον Κορδάτο, να αναφέρω αυτό το θαυμάσιο στη σύλληψή του επεισόδιο. Στην Ιλιάδα  (ραψωδία Ζ’), ο Προίτος έστειλε τον Βελλεροφόντη στον πενθερό του στη Λυκία, δίνοντάς του “πίνακα πτυκτό” γράψας “θυμοφθόρα πολλά” με σήματα λυγρά που αποτελούν μνεία γραφής. Ο νεαρός Βελλεροφόντης πορεύεται προς Λυκία κρατώντας τον πτυκτό πίνακα, κρατώντας τον  θάνατό του αγκαλιά, αφού τα “λυγρά σήματα” προέτρεπαν τον πενθερό του Προίτου να σκοτώσει τον κομιστή της επιστολής. Να θυμίσω ότι το θέμα επαναφέρει και ο Παλαμάς στο Παραμύθι του Αδάκρυτου, από τον Δωδεκάλογο του Γύφτου, όταν ο βασιλιάς στέλλει, στον αδελφό του τον Ρήγα, τον Αδάκρυτο με μια επιστολή που γράφει » σκότωσε τον το νιο που σου φέρνει το πιττάκι» και, ακόμη, στην πολύ καλή ταινία του Σαμ Μέντες, Ο δρόμος της απώλειας  [Road to Perdition, 2002] υπάρχει η σκηνή απ’ ευθείας αντιγραμμένη από την Ιλιάδα του Ομήρου. Ο Μάικλ Σάλιβαν Τζούνιορ στέλλει τον Κόνορ Ρούνι σε κάποιον νονό της νύχτας, με μια επιστολή. Η επιστολή έχει “σήματα λυγρά” για τον μεταφορέα της: Λέει στον παραλήπτη να σκοτώσει τον κομιστή της και όλα τα χρέη του θα ξεπληρωθούν.[3] 

Η εισαγωγή του Κορδάτου παραμένει: λίθοι, πλίνθοι, κέραμοι ατάκτως ερριμμένα. Σε μια έκδοση του ομηρικού κειμένου ελλείπει η ανάδειξη του κειμένου, η αξία και οι αρετές του, όλα συνθλίβονται στην ιστορική, πολιτική και κοινωνιολογίζουσα ανάλυση. Χωρίς κάποια κεντρικά σημεία τα οποία να πολιορκεί για να βοηθήσει τον αναγνώστη του να εμβαθύνει. Οικονομικές πληροφορίες, ιστορικές και κοινωνικές, αρχαιολογικές και γλωσσικές,  σωριάζονται στο κείμενο χωρίς συνοχή, πολλές φορές αντικρουόμενες όταν το επιβάλλει η κατίσχυση της επιχειρηματολογίας Κορδάτου. Έτσι, στη σελίδα  35 αναφέρει ότι το Όμηρος δεν είναι ελληνική λέξη και ότι η ετυμολόγηση του ονόματος από το «μη οράν» ανήκει στις ανόητες ετυμολογίες. Στις σελίδες 76-77 όμως, για να ενισχύσει τη θέση του ότι ο Όμηρος έκανε έργο ριζοσπαστικό που δεν άρεσε στους συντηρητικούς της εποχής του, αναφέρει (σ.77) ότι μπορεί να τύφλωσαν τον Όμηρο εκείνοι που τον «χαρακτήρισαν για αποστάτη και επικίνδυνο νεωτεριστή». Αντιγράφω, ακόμη, από τη σελίδα 76: «Σαν τελικό συμπέρασμα της άποψης που υποστηρίζομε βγαίνει πως τον ποιητή στα τελευταία ίσως χρόνια της ζωής του να τον τύφλωσαν οι εχθροί του. Για να επιμένη η αρχαία παράδοση πως ήταν τυφλός θα πη πως κάτι είχε συμβή.» Και τα υποστηρίζει αυτά χωρίς να αισθάνεται την ανάγκη να εξηγήσει για την προηγούμενη αρνητική του στάση.

Στη σελίδα 54 αναφέρει: «Στην Ελλάδα όμως ούτε οι ανασκαφές έφεραν στο φως ελληνική γραφή πριν από τον Ζ αιώνα και ούτε υπάρχουν μαρτυρίες που να βεβαιώνουν πως ήταν γνωστή η γραφή στα πριν του 650 π.Χ. χρόνια». Ακόμη, στη σελίδα 40 αναφέρει ότι η ελληνική ιστορία αρχίζει κυρίως από τους Δωριείς γι’ αυτό και στον όρο προελληνικός δίνει την έννοια προδωρικός ενώ η αποκρυπτογράφηση της γραμμικής Β’, το 1952, των Μ. Βέντρις και τον Τζ. Τσάντγουικ έχει ακυρώσει όλη την επιχειρηματολογία του.

Το θέμα δεν βρίσκεται εδώ. Ο Κορδάτος αυτό κατόρθωσε το 1939, πριν από 73 χρόνια. Είχε αναλάβει τότε τη σειρά των αρχαίων συγγραφέων στον εκδοτικό οίκο Ζαχαρόπουλος και έγραψε μερικά εισαγωγικά κείμενα.[4] Είναι ενδεικτικό ότι  οι βιβλιογραφικές παραπομπές του σταματούν στο 1939, δεν ανανεώθηκαν από τον ίδιο μέχρι το 1961 (έτος θανάτου του) ούτε από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, οι οποίες μπορούσαν να συνεργαστούν με κάποιο φιλολογικό υπεύθυνο. Έκτοτε, από το 1939,  έχουν σημειωθεί σημαντικά βήματα στην κατανόηση του αρχαίου μυκηναϊκού κόσμου, και του κόσμου του Ομήρου ειδικότερα, καθώς και για  την εξέλιξη της ελληνικής γραφής και έχει συσσωρευτεί ένας τεράστιος και αξιόλογος όγκος μελετών.

Το θέμα είναι οι εκδόσεις Ζαχαρόπουλος -οι διαχειριστές ή κληρονόμοι αυτών των εκδόσεων. Πώς εξακολουθούν να αναπαράγουν και να αναδημοσιεύουν ένα κείμενο ξεπερασμένο, χοντροκομμένο, με λάθη και άλλα κακέμφατα. Σκέφτονται τη ζημιά που κάνουν, ειδικά σε νέα παιδιά φανατικά για γράμματα, όταν, σε μια έκδοση του θείου Ομήρου με μια καλή μετάφραση στη δημοτική του Ζήσιμου Σίδερη, προτάσσουν την παλαιολιθική εισαγωγή του Κορδάτου; Δεν μπορούσαν να δημοσιεύσουν μια άλλη, πέντε δέκα σελίδων, γραμμένη από σύγχρονο ομηριστή; Πώς μένει έτσι στατική και σε ελώδεις καταστάσεις η σύγχρονη Ελλάδα;

Ναι, τα «Προλεγόμενα στο ομηρικό ζήτημα» θα τα μελετήσει κάθε ένας που ενδιαφέρεται για την πνευματική πορεία του Κορδάτου, που ήταν μια από  τις σημαντικές μορφές της ελληνικής διανόησης στο πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα, θα τα μελετήσει κάθε ένας που ενδιαφέρεται για την κίνηση ιδεών στην Ελλάδα καθώς και για τις καταθέσεις της μαρξιστικής σκέψης,[5] όμως δεν μπορεί να αποτελούν πρόταση μελέτης προς τους νέους, ότι δήθεν αποτελούν συμπύκνωση και ποιότητα σκέψης που είναι ζωντανή και σήμερα και θα καθοδηγήσει στην ανάγνωση και απόλαυση των ομηρικών επών.

Το θέμα όμως έχει και άλλες χειρότερες πλευρές. Οι εκδόσεις Ζαχαρόπουλος επανεισάγουν κάτι κινούμενες από τις δυνάμεις της αδράνειας -έχουν κάτι έτοιμο και το αναπαράγουν.  Όταν όμως οι εκδόσεις «μικρός περίπλους» εκδίδουν σε αυτοτελή μορφή την εισαγωγή του Κορδάτου, όπως μας πληροφορεί σχετική ανακοίνωση στο διαδίκτυο, κινούνται από άλλες δυνάμεις, σπαταλούν χρόνο, χρήμα και κόπο για τη νέα έκδοση ενός μπαγιάτικου πράγματος. Κάτι, λοιπόν, δεν πάει καλά.


[1] ) Σάββας Παύλου, Τρεις στιγμές με τον Δημήτρη Χατζή, περ. Ακτή, Λευκωσία, Καλοκαίρι 2010, αρ. 83, σ. 287-292

[2] ) Το έργο του Α. Καραντώνη, Ο ποιητής  Γ. Σεφέρης , κυκλοφόρησε το 1931.

[3] ) Οι ξένοι γνωρίζουν και μελετούν Όμηρο και τραγικούς  και σε αμέτρητα έργα είδα τη γονιμότητα της αρχαίας λογοτεχνίας, πως με πλάγιο ή εμφανή τρόπο ανασπειρώνει το σύγχρονο δημιούργημα. Να θυμίσω εδώ το πεζογραφικό επίτευγμα του Τζόυς, Οδυσσέας, (1922) την ταινία του Κιούμπρικ, 2001 Οδύσσεια στο διάστημα (1968) και την εξαιρετική ταινία του Ζαν   Λύκ Γκοντάρ, Η περιφρόνηση,  (1963) που αναφέρεται στο σχέσεις και αντιθέσεις ενός ζεύγους με άξονα την προσπάθεια και τις λογικές του άνδρα  σεναριογράφου να μεταφέρει την Οδύσσεια στον κινηματογράφο. Οι Νεοέλληνες έγιναν προοδευτικοί, που εκστασιάζονται με κάθε ανοησία της ευκολογραφίας Ηλία Πετρόπουλου και τόσων άλλων, και αγνοούν προσωκρατικούς, Όμηρο, τραγικούς και Θουκυδίδη.

[4] ) Τα εισαγωγικά κείμενα του Κορδάτου, μαζί με τα προλεγόμενα στο ομηρικό ζήτημα, σήμερα στον τόμο: Γιάννη Κορδάτου, Αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς, εκδ. Συλλογή, Αθήνα 2010. Τα «Πρπλεγόμενα στο Ομηρικό ζήτημα», σ.159-247.

[5]) Επ’ ευκαιρία πρέπει να τονιστεί εδώ ότι σημαντικό για την κατανόηση των πνευματικών και πολιτιστικών διεργασιών στο χώρο της ελληνικής αριστεράς αυτής της περιόδου  παραμένει η συνέκδοση του έργου του Παναγή Λεκατσά, Τραγωδία ή κωμωδία; έλεγχος του βιβλίου του Γ. Κορδάτου: «Η αρχαία Τραγωδία και Κωμωδία. Ποιες είναι οι κοινωνικές ρίζες του αρχαίου θεάτρου»,  (Αθήνα 1954 ) και του έργου του Γιάννη Κορδάτου, Ο Κος Παναγής Λεκατσάς χωρίς προσωπείο (Αθήνα 1954), μαζί με εμπεριστατωμένη εισαγωγή που θα συνεξετάσει τα δύο βιβλία. Ο Παναγής Λεκατσάς που ξεκίνησε ακολουθώντας τα αχνάρια του Κορδάτου (επ’ ευκαιρία βλ. και Παναγής Λεκατσάς, Ανάλεκτα, περ. Νεοελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 17 Φεβρουαρίου 1940, σ. 7 και 11) στην εξέλιξη, εμβαθύνοντας σε θέματα θρησκειολογίας, ανθρωπολογίας και εθνολογίας, αρχίζει να δυσφορεί και να αντιδρά στη μονοδιάστατη θεώρηση των πραγμάτων και τον τρόπο σκέψης του Κορδάτου, που λειτουργούσε ως εκφραστής και ιερατείο του σοβιετικού μαρξισμού στην Ελλάδα.

Καιροσκόπος και υποκριτής σαν Τουρκοκύπριος προοδευτικός

7 Αυγούστου, 2012

 

 

Είχα ξαναγράψει για το θέμα αυτό, πριν από είκοσι περίπου χρόνια. Ότι και οι παροιμίες και οι παρομοιώσεις έχουν άμεση σχέση με το κοινωνικό περιβάλλον και τον ιστορικό χώρο που τις παράγει, και ότι ανάλογα με τις εποχές και τις εξελίξεις καθορίζονται και αυτές. Είναι χαρακτηριστικό ότι την εποχή των φλίππερ, όταν όλοι συχνάζαμε στα σφαιριστήρια και παίζαμε με μανία αυτές τις μηχανές,  επικράτησε η φράση, άμα βλέπαμε κάποιο να λάμπει από χαρά και επιτυχία: «Άναψαν τα σπέσιαλ του». Τότε, όταν το παιγνίδι με το φλίππερ πήγαινε καλά, άναβε η ένδειξη «σπέσιαλ», που σήμαινε φωτάκια παραπάνω, ειδικά ένα φως πιο έντονο στην ημίγυμνη γυναίκα που σου χαμογελούσε, ακόμη κουδούνια να παίζουν με το χαρούμενο ήχο του κέρδους και της νίκης, οι βαθμοί του παιγνιδιού να ανεβαίνουν κατακόρυφα, δωρεάν παιγνίδια να δίνονται αφειδώς.  Κι όταν έσβηνε η μηχανή, από δυνατό ταρακούνημα, έγραφε «τιλτ», γι’ αυτό άμα κάποιος μας φαινόταν σβηστός, λέγαμε «ασ’ τον αυτόν, είναι τιλτ».

Στην Κύπρο επιβάλλεται η δημιουργία μιας νέας παροιμίας που επιβάλλουν οι καιροί που ζούμε. Προτείνω, λοιπόν, την ακόλουθη: Καιροσκόπος και υποκριτής σαν Τουρκοκύπριος προοδευτικός.

Γιατί, οι λεγόμενοι Τουρκοκύπριοι προοδευτικοί, παίζουν στο παιγνίδι του Κυπριακού το ρόλο της ανάπτυξης των ψευδαισθήσεων και του χρυσώματος του χαπιού των υποχωρήσεων. Όλοι τους χρησιμοποιούν, και οι ξένοι και οι δικοί μας, για να δικαιολογήσουν τις παραχωρήσεις που γίνονται προς την Άγκυρα. Και οι προοδευτικοί Τουρκοκύπριοι αρπάζουν τα προνόμια που επιζητεί να επιβάλει η Άγκυρα για να ενισχύσει τα στρατηγικά της ερείσματα στο νησί. Αρπάζουν αυτά που επιβάλλει η στρατιωτική ισχύς της Τουρκίας, δέχονται την αδικία εις βάρος των συμπατριωτών τους Ελληνοκυπρίων και ενώ υποκρίνονται ότι υποστηρίζουν την αγάπη και την ειρήνη μεταξύ των κοινοτήτων δεν λένε τίποτα για την ταμπακέρα: διαιωνίζουν τα ψέματα της Άγκυρας, δεν καταδικάζουν την εισβολή και την κατοχή, δεν δηλώνουν ευθαρσώς ότι εμείς οι Τουρκοκύπριοι είμαστε περήφανοι και δεν δεχόμαστε να μένουμε σε κλεμμένα σπίτια και περιουσίες αλλά, με βάση τα δεδομένα της κατοχής, απαιτούν ένα πολιτικό μόρφωμα με ρατσιστικές διακρίσεις εις βάρος των συμπατριωτών τους Ελληνοκυπρίων.

Είναι χαρακτηριστικό πώς για τη μειονότητα αυτή υπάρχουν σχεδόν δύο Έλληνες πρόσφυγες για κάθε Τουρκοκύπριο, για κάθε 20, περίπου, Τουρκοκύπριους αναλογεί  ένας Έλληνας νεκρός του ‘74. Ούτε ο Χίτλερ στα πιο τρελά του όνειρα δεν προσδοκούσε τέτοια προνόμια και  για τους  Αρίους της φυλετικής του υπεροψίας .

Η στάση των Τουρκοκυπρίων προοδευτικών απέναντι στο Κουρδικό ζήτημα είναι αρκούντως διαφωτιστική για την υποκρισία τους. Ενώ ζητούν τόσα και τόσα στην Κύπρο, στα πλαίσια δήθεν της προοδευτικής λογικής, της συνεννόησης και της ειρήνης, δεν λένε μια κουβέντα υποστήριξης για τα δικαιώματα των Κούρδων. Για τους υποκριτές και φαρισαίους Τουρκοκύπριους προοδευτικούς, οι Κούρδοι δεν υπάρχουν, και κάθε σφαγή τους από τον τουρκικό στρατό αποτελεί  χαρμόσυνο γεγονός.

Το θέμα όμως δεν καλύπτει μόνο  τους Τουρκοκύπριους  αλλά και τους δικούς μας δήθεν προοδευτικούς, διανοούμενους, ακτιβιστές και άλλους. Που στα δεκάδες επιχορηγημένα φιλμ τους για το Κυπριακό και την επαναπροσέγγιση, στις εκατοντάδες κοινές εκδηλώσεις με τους λεγόμενους τουρκοκύπριους προοδευτικούς, δεν τους υπέβαλαν ποτέ αυτή την απλή ερώτηση: Ρε παιδιά διαγράψαμε ένα τόσο ωραίο πλαίσιο για τη λύση του Κυπριακού. Όμως με τους Κούρδους, που είναι πέραν από 22 εκατομμύρια, τι θα γίνει; Έρχεστε να κάνουμε μια ωραία και κοινή διακήρυξη ότι αυτά που θα δοθούν στους Τουρκοκύπριους,  και το μοντέλο που υποστηρίζουμε για να λειτουργήσει στην Κύπρο να είναι παρόμοιο και στην Τουρκία για το θέμα των Κούρδων;

Τότε θα έβλεπες απίστευτα όσα. Όμως κανένας προοδευτικός Ελληνοκύπριος ή Ελλαδίτης δεν υποβάλλει ανάλογα ερωτήματα είτε από στρουθοκαμηλισμό, γιατί δεν θέλει να καταρρεύσει το μοντελάκι που φτιάχνει, είτε από δειλία.

Είναι υποκριτές και φαρισαίοι οι Τουρκοκύπριοι προοδευτικοί είναι υποκριτές και φαρισαίοι και οι Έλληνες προοδευτικοί. Στο θέμα αυτό πάμε ισότιμα.