Μιλήσαμε για δεύτερη συνέχεια επί του θέματος «Ο αβάσταχτος επαρχιωτισμός του τμήματος Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κύπρου», με αφορμή τη μετάδοση των εκπομπών της ΕΡΤ προς την Κύπρο και τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν όταν μπήκε το αίτημα αυτό. Φίλοι, μού ετοίμασαν έναν κατάλογο με θέματα και προβληματισμούς που το τμήμα αυτό τα φοβάται όπως ο διάβολος το λιβάνι. Γιατί στο τμήμα αυτό, άνθρωποι της μπροσούρας και της ευπείθειας προς τα ξένα κέντρα, με προκατ απόψεις και ιδεοληψίες, ακόλουθοι του politicallycorrect –αυτής της ηλίθιας αμερικανικής μόδας που υπονομεύει το ορθώς σκέπτεσθαι- δεν θέλουν να εμπλακούν και να μολυνθούν από δήθεν εθνικισμούς. Έτσι τους διαφεύγει η αλήθεια αυτού του τόπου μα και η επιστημονική ακεραιότητα.
Όμως ας μη συνεχίσουμε στο θέμα αυτό, ας παραμείνουμε στο αρχικό ερέθισμα που είναι οι αντιδράσεις για την ΕΡΤ με την αναδημοσίευση τεσσάρων σημειωμάτων για την ιδεολογική πάλη που έγινε πριν από πολλά χρόνια. Εξ άλλου, έστω και εμμέσως, εμπλέκεται και ένας από τους διδάσκοντες στο τμήμα Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, ήταν μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού που δημοσίευε τις ανοησίες οι οποίες προκάλεσαν τα σημειώματα αυτά.
Ακολουθούν, λοιπόν, τα ακόλουθα τέσσερα άρθρα:
1. «Εξ υπαρχής» παρωχημένοι και ΕΡΤ
2. Προοδευτικοί και ΕΡΤ στην Κύπρο
3. Το νοητικό κεκτημένο
4. Για να μαθαίνουν οι νεότεροι
1. «Εξ υπαρχής» παρωχημένοι και ΕΡΤ
Έχουν υποδειχθεί αρκετές φορές οι εγκλωβισμοί των διανοουμένων μας στην ασφάλεια και την επανάπαυση των ήδη μελετημένων, η αδυναμία της διανόησης του νησιού, πολλές φορές, να εκφέρει λόγο για τις ιδιαίτερες συνθήκες της Κύπρου και τελικά να λειτουργήσει απελευθερωτικά, να συντελέσει στην αυτογνωσία μας. Είναι χαρακτηριστικές οι μελέτες που προωθούνται στο χώρο της κοινωνιολογίας και της πολιτικής: Πρόκειται, κυρίως, για έρευνες που έχουν πάντοτε την έξωθεν υποστήριξη πληθώρας σχετικών μελετών που έχουν γραφτεί σε διάφορες άλλες χώρες και η βιβλιογραφία για το θέμα είναι αρκετά πλούσια, έτσι οι Κύπριοι μελετητές κινούνται άνετα στην κοίτη που έχουν σκάψει οι προηγούμενοι. Οι μελέτες για την επίδραση της τηλεοπτικής βίας στα παιδιά, ή οι λόγοι διαζυγίου καθώς και πληθώρα άλλων θεμάτων έχουν καλυφθεί, γενικά, θεωρητικά και στατιστικά, από χιλιάδες άλλες μελέτες τυπωμένες σε αυτοτελείς εκδόσεις ή σε διάφορα περιοδικά της Ελλάδας και του εξωτερικού, βρίσκονται καταχωρισμένες στις ιστοσελίδες του Διαδικτύου, γι’ αυτό και ο Κύπριος ερευνητής όταν προχωρεί σε ανάλογη μελέτη έχει σημαντική βιβλιογραφική ενίσχυση, αισθάνεται την ασφάλεια του ανθρώπου που κινείται σε περιοχές που βάδισαν προηγουμένως τόσοι άλλοι.
Η επιστήμη όμως προσφέρει σ’ έναν τόπο όταν τολμά να δει τα ιδιαίτερα προβλήματα και θέματά του. Θα ήταν λοιπόν ευχής έργον αν οι του τμήματος της κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου άφηναν την επαρχιώτικη νοοτροπία του ακολούθου (σε απόσταση, πάντοτε, ασφαλείας) και άνοιγαν καινούρια πεδία συζήτησης και προβληματισμού για την κυπριακή κοινωνία. Ένα καλό παράδειγμα: Η στάση και η νοοτροπία της κυπριακής κοινωνίας, των ατόμων και φορέων της, απέναντι στο θέμα της τηλεοπτικής σύνδεσης με την ΕΡΤ. Ένας νεότερος μελετητής, που θα μελετήσει αυτό το θέμα, θα δει πράγματα ανεκδιήγητα, θα δει εκδηλώσεις στενοκεφαλιάς και επαρχιώτικης απομόνωσης, δηλώσεις, άρθρα και υπογραφές που θα του φαίνονται απίστευτα.
Όλα αυτά ήρθαν στην επιφάνεια από ένα άρθρο του Σώτου Σύζινου, με τίτλο «Ένας επιβεβλημένος έπαινος ή ‘‘έχει ο καιρός γυρίσματα’’» που δημοσιεύθηκε στο τελευταίο τεύχος (αρ. 31) του περιοδικού Εξ υπαρχής. Ο συγγραφέας του κειμένου αναφέρεται στην αρχή για τους λόγους που διάφοροι πρόβαλαν αντίσταση στην αμοιβαία αναμετάδοση των κρατικών ραδιοσταθμών, ΕΡΤ και ΡΙΚ, στην Κύπρο και την Ελλάδα. Παραπλανώντας τον αναγνώστη του αναφέρει ότι οι κυριότεροι λόγοι αντίδρασης ήταν ο οικονομικός (δαπάνη γαρ) και γιατί η σύνδεση αυτή θα ήταν υποβιβασμός και υποβάθμιση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Όμως η κινητήρια δύναμη που ομαδοποίησε διάφορους τότε εναντίον της σύνδεσης της ΕΡΤ με την Κύπρο ήταν απλώς η λογική της απομόνωσης και περιχαράκωσης από κάθε ελληνικό, ο φόβος μπροστά στις ευρύτερες πνευματικές δυνάμεις του ευρύτερου ελληνικού χώρου, η λογική και η φρονιμάδα του μίζερου νεοκυπριακισμού και επαρχιωτισμού που δεν ήθελε συγκρίσεις και άλλες επιδράσεις.
Θα επιμείνουμε στο σημείωμα αυτό του περιοδικού «Εξ υπαρχής» γιατί μας δείχνει περίτρανα της αδυναμίες και την καχεκτικότητα ενός λόγου που ονομάζεται κυπριακός προοδευτικός και ριζοσπαστικός λόγος ενώ στην κυριολεξία είναι ένας λόγος παρωχημένος, της έσχατης επαρχιακής εξαθλίωσης, έκφραση μιας προσπάθειας κατά την οποία οι διάφοροι «προοδευτικοί φύλαρχοι» θέλουν να αφήσουν απομονωμένη την Κύπρο, να παραμένει μια θλιβερή επαρχία στην οποία θα μπορεί να λάμψει η μετριότητά τους. Θα συνεχίσουμε και για έναν άλλο λόγο: Γιατί όλη αυτή η συζήτηση μπορεί να μας διασκεδάσει. Οι δύο αυτοί λόγοι (έκφραση της απομονωτικής ιδεολογίας ενός χώρου και η διασκέδαση) θα επιβάλουν και δεύτερη συνέχεια την επόμενη Δευτέρα. Εν πρώτοις, και μέσα στα πλαίσια της διασκέδασης που αναφέραμε, θα πρέπει να τονίσω ότι έψαξα εξονυχιστικά τις σελίδες του περιοδικού πιστεύοντας ότι θα βρω κάποιο κριτικό σχόλιο του συνυπεύθυνου για τη σύνταξη του τεύχους Σταύρου Τομπάζου, μείζονος, περί τα ευρωπαϊκά, θεωρητικού αυτού του τόπου. Ένα σημείωμα που θα υπεδείκνυε στον Σώτο Σύζινο την αντιευρωπαϊκή λογική του άρθρου του. Ότι η Ενωμένη Ευρώπη, στην οποία προσδοκούμε να ενταχτούμε και εμείς, έχει ως πρόταγμά της την ελεύθερη ροή των πληροφοριών και την αναμετάδοση, αν είναι δυνατόν, όλων των ραδιοτηλεοπτικών καναλιών σ’ όλες τις περιοχές της. Εκτός και αν η κυπριακή πονηριά ανακάλυψε ένα καινούριο ευρωπαϊκό έθος, ήθος και συνήθεια δηλ. η Κύπρος να επικοινωνεί και να επιτρέπει ελεύθερη ροή πληροφοριών με όλες τις χώρες της Ευρώπης εκτός από την Ελλάδα. Αναγκάζομαι λοιπόν να παρέμβω εγώ παρ’ όλον ότι δεν έχω το εύρος της ευρωπαϊκής παιδείας του Σταύρου Τομπάζου, ούτε την ειδίκευσή του στα ευρωπαϊκά θέματα.
Επιστρέφουμε πίσω στο άρθρο του «Εξ υπαρχής». Ο σημειωματογράφος του περιοδικού λοιπόν, επειδή είδε από την ΕΡΤ κάποια κυπρολογική ταινία με την οποία συμφωνούσε, προχώρησε στον προβληματισμό και η αρνητική του στάση απέναντι στο κρατικό κανάλι της Ελλάδας άρχισε να κλονίζεται. Λοιπόν εν έτει 2002, στην εποχή των οπτικών ινών, της δορυφορικής ραδιοτηλεοπτικής σύνδεσης, της ασύρματης επικοινωνίας και της κινητής τηλεφωνίας, του διαδικτύου και της σύνδεσης μ’ αυτό όλων σχεδόν των ραδιοφωνικών σταθμών, της ελεύθερης ροής κειμένων, εικόνων και ταινιών και γενικά κάθε πληροφόρησης, ο αρθρογράφος του «Εξ υπαρχής», προβληματιζόμενος ακόμη, αναρωτιέται: «Μήπως θα πρέπει ν’ αναθεωρήσω τη γνώμη μου σχετικά με την τηλεοπτική σύνδεση Ελλάδας – Κύπρου; Λέω, μήπως;…»
-Ποιος σε ρώτησε, ω τάλαν;
2. Προοδευτικοί και ΕΡΤ στην Κύπρο
Στο προηγούμενο σημείωμα της στήλης, αναφερθήκαμε σε κείμενο του περιοδικού «Εξ υπαρχής», για το θέμα της μετάδοσης των εκπομπών της ΕΡΤ στην Κύπρο. Τονίσαμε ότι ο συντάκτης του Σ. Σύζινος παραπλανούσε τους αναγνώστες του περιοδικού για τις πραγματικές αιτίες των αντιθέσεων που προτάχθηκαν στη θλιβερή επαρχία Κύπρο για να αποτραπεί η σύνδεση με τον κρατικό τηλεοπτικό σταθμό της Ελλάδας και ότι θα επιμείνουμε στο σημείωμα αυτό του περιοδικού, γιατί μας δείχνει περίτρανα της αδυναμίες και την καχεκτικότητα ενός λόγου που ονομάζεται κυπριακός προοδευτικός και ριζοσπαστικός λόγος ενώ στην κυριολεξία είναι ένας λόγος παρωχημένος, της έσχατης επαρχιακής εξαθλίωσης, έκφραση μιας προσπάθειας κατά την οποία οι διάφοροι «προοδευτικοί φύλαρχοι» θέλουν να αφήσουν απομονωμένη την Κύπρο, να παραμένει μια θλιβερή επαρχία στην οποία θα μπορεί να λάμψει η μετριότητά τους.
Ας δούμε όμως τις αδυναμίες που περιέχει και τη διαστρέβλωση που επιχειρεί το σημείωμα του «Εξ υπαρχής». Ο συντάκτης του αναφέρει ότι δύο ήταν οι βασικοί λόγοι αντίθεσης για τις εκπομπές της ΕΡΤ στην Κύπρο. Ο πρώτος ήταν η «εξομοίωση της Κύπρου με το κατοχικό καθεστώς και τα συνακόλουθα μηνύματα μέσα και έξω από την Κύπρο». Η αναμετάδοση του Γιουρονιούζ, του Μπι Μπι Σι, του Σι Εν Εν, της Φωνής της Αμερικής και τόσων άλλων ραδιοτηλεοπτικών δικτύων δεν φαίνεται να ενοχλεί το νεοκυπριακό μόρφωμα και η αναμετάδοση του Ρικ στην Ελλάδα και στην Αγγλία δεν προκαλεί καμιά σκέψη για υποτονισμό και μείωση της ανεξαρτησίας των δύο αυτών χωρών, μόλις όμως μπει το θέμα της μετάδοσης της ΕΡΤ στην Κύπρο αρκετοί παθαίνουν αρνητικό συγκινησιακό κλονισμό.
Ο δεύτερος λόγος ήταν η υπέρμετρη δαπάνη εκατομμυρίων λιρών κάθε χρόνο. Εδώ, ο συντάκτης του άρθρου παραπλανεί ασυστόλως τους αναγνώστες του. Για την εκπομπή της ΕΡΤ στο νησί μας η Κύπρος δεν δαπανά οτιδήποτε. Όλα τα έξοδα πληρώνονται από την Ελλάδα. Η Κύπρος δαπανά για τις μεταδόσεις του ΡΙΚ στην Ελλάδα και στους αποδήμους του εξωτερικού, όμως αυτό είναι εντελώς άσχετο με το θέμα της αναμετάδοσης ή όχι της ΕΡΤ στην Κύπρο. Ο κύριος λόγος όμως των αντιθέσεων για την αναμετάδοση των εκπομπών της ΕΡΤ στην Κύπρο, όπως και των αντιθέσεων για τη διαπλοκή της κυπριακής κοινωνίας με τις πολιτιστικές κατακτήσεις της ευρύτερης ελληνικής κοινωνίας, είναι πάντοτε η οπισθοδρομική και επαρχιώτική άμυνα που φοβάται τα μέτρα και τα κριτήρια ενός ευρύτερου χώρου, είναι η νεοκυπριακή και απομονωτική ιδεολογία που, συνεπικουρούμενη από ξένα κέντρα αποφάσεων, ζητά την περιχαράκωση και απομόνωση από τον ευρύτερο ελληνικό χώρο και τον ευρύτερο ελληνικό πολιτισμό.
Στο άρθρο όμως υποκρύπτεται και ένας κατασταλτικός και σταλινικής νοοτροπίας λόγος για αποδοχή ή απόρριψη των εκπομπών της ΕΡΤ. Ο συγγραφέας του τονίζει ότι σκέφτεται να αναθεωρήσει την άποψη του για την αναμετάδοση των εκπομπών του ελλαδικού κρατικού καναλιού γιατί αυτό πρόβαλε την ταινία των Π. Χρυσάνθου και Ν. Κιζιλγιουρέκ, «Το τείχος μας», την οποία θεωρεί σημαντική, φαίνεται, ταινία που, σίγουρο αυτό, τον καλύπτει ιδεολογικά με τις θέσεις της πάνω στο Κυπριακό. Ιδού λοιπόν η λογική των ελεγκτών και των κηνσόρων, των λογοκριτών και των τιμητών της κυπριακής ειδυλλιακής περιφέρειας. Η στάση απέναντι στην ΕΡΤ δεν εκκινεί από τα θεμελιώδη προτάγματα της ελεύθερης πληροφόρησης, της πολυφωνίας και του πλουραλισμού αλλά από το αν μας αρέσουν οι μεταδόσεις ή όχι του τηλεοπτικού σταθμού. Η στάση αυτή γίνεται έτσι ένα ακκορντεόν που αναλόγως, αν μας αρέσουν οι εκπομπές, αυτό ανοίγει και επιτρέπουμε την προβολή, αν δεν μας αρέσουν τότε κλείνει και απαγορεύουμε την μετάδοση.
Αρκετοί θεωρούμε την ταινία του Π. Χρυσάνθου και Ν. Κιζιλγιουρέκ ένα ιδεολογικό κατασκεύασμα και διαφωνούμε μαζί της έντονα για τις πολιτικές ιδέες που αναπαράγει, ποτέ όμως δεν σκεφτήκαμε ότι με αφορμή την προβολή της ταινίας αυτής θα έπρεπε να ζητούσαμε να διακοπούν οι εκπομπές της ΕΡΤ. Μα ο κατασταλτικός και σταλινικής νοοτροπίας λόγος του σημειώματος στο «Εξ υπαρχής» φαίνεται και από τον μη συνυπολογισμό της πλειοψηφίας. Καλώς ή κακώς ο κύκλος του περιοδικού δεν είναι μόνος του στο νησί, υπάρχουν εδώ και άλλοι, μια ολόκληρη κοινωνία η οποία, στην ολότητά της σχεδόν, δέχεται το πλεονέκτημα που της παρέχει δωρεάν η Ελλάδα, θα πρόσθετα η μητέρα πατρίς Ελλάδα, να διαθέτει ακόμα ένα τηλεοπτικό κανάλι το νησί μας. Ο συντάκτης του άρθρου δεν διανοείται καν να συνυπολογίσει και την άποψη της πλειοψηφίας του πληθυσμού.
Το θέμα όμως δεν μένει μόνο εδώ: Γιατί μπαίνουν άλλα δύο μείζονα θέματα για κατανόηση της κυπριακής ειδυλλιακής επαρχίας. Το πρώτο θέμα είναι «ο βαθμός μηδέν της συζήτησης» που διαγράφει την έννοια της πορείας και της κάλυψης αποστάσεων ύστερα από προβληματισμό και σκέψη, διαγράφει την έννοια του «νοητικού κεκτημένου», το δεύτερο θέμα είναι «επαρχιώτικη διανόηση και ευρύτερος ελληνικός χώρος». Θα μιλήσουμε όμως και για τα δυο την επόμενη Δευτέρα εν παραβολαίς.
3. Το νοητικό κεκτημένο
Η εκ περιτροπής προεδρία, η ανταλλαγή περιουσιών και πολλά άλλα που συζητούνται στην Κύπρο, θεωρούνται απαράδεκτα για κάθε Ευρωπαίο, γιατί αντίκεινται στην ευρωπαϊκή λογική και στο ευρωπαϊκό κεκτημένο το οποίο αποτελεί την κατάληξη και τη συνισταμένη μακρόχρονου προβληματισμού και αποφάσεων που θεσμοθετούν και οριοθετούν καταστάσεις, αρχές και λογικές τις οποίες κανένας δεν σκέφτεται να υπονομεύσει ή να αμφισβητήσει. Στην Κύπρο όμως πολλοί θεωρούν φυσιολογικό να συζητούνται όλα, κι αν αύριο ο κατοχικός σατραπίσκος κ. Ντενκτάς ή οι στρατοκρατικοί κύκλοι της Άγκυρας ενοχληθούν από τα ελληνικά και χριστιανικά ονόματά μας, μπορεί να δεις αμέσως, σε αρκετούς κύκλους, διάφορους νεοκύπριους να παίρνουν και ένα ύφος εκσυγχρονιστή και να επιχειρηματολογούν ότι ίσως το παρακάναμε με τα Δημήτρης, Ανδρέας και Χάρης, Αχιλλέας, Νίκη και Ελένη και η αλλαγή ονομάτων, των δικών μας και των τέκνων μας, σε Ραούφ και Αχμέτ, θα ήταν ένδειξη καινούριου πνεύματος κατανοήσεως, εκμοντερνισμού και συνεργασίας.
Προσωπικά άκουσα διάφορους για το θέμα της εκ περιτροπής προεδρίας και της ανταλλαγής περιουσιών να επιχειρηματολογούν θετικά με διάφορες ανοησίες και διαισθάνεσαι ότι και για το θέμα της αλλαγής των ονομάτων, ή καλύτερα του εκτουρκισμού των ονομάτων, που αναφέραμε, δεν θα είχαν ένσταση, ενώ σε άλλες χώρες μόνο φρίκη θα προκαλούσε και η απλή αναφορά στο ζήτημα αυτό, όπως φρίκη θα προκαλούσε κάθε συζήτηση για εκ περιτροπής προεδρία και ανταλλαγή περιουσιών. Δεν είναι μόνο το δέος προς την τουρκική υπεροπλία, ούτε ο φόβος της έντασης ή οι υποδείξεις και πιέσεις διαφόρων ξένων κέντρων εξουσίας, είναι και η ανυπαρξία νοητικού κεκτημένου στο νησί μας που προκάλεσε η άνθιση της νεοκυπριακής μιζέριας και κακομοιριάς που οδηγεί τα πράγματα στο να συζητούμε τα πάντα σε μηδενική βάση, σαν να μην υπάρχουν αρχές, αξίες και προτάγματα.
Στην Κύπρο βρισκόμαστε στο βαθμό μηδέν της συζήτησης, όλα ξεκινούν από μηδενική βάση, όλα συζητούνται εξ υπ’ αρχής, σαν να μη υπάρχει κάτι προηγούμενο, αποτέλεσμα προβληματισμού και διερεύνησης, που σημειώθηκε όχι μόνο στην Κύπρο τα προηγούμενα χρόνια, αλλά και στις άλλες χώρες της γης. Σαν να μην υπάρχει το νοητικό κεκτημένο, δηλαδή τα βασικά και θεμελιώδη τα οποία αποτελούν κατάληξη ενός πνευματικού μόχθου, αναζήτησης και δοκιμασίας που κατέβαλαν πρόσωπα και γενεές, χώρες και κινήματα, η δική μας εποχή και οι προηγούμενες. Σίγουρα όλα επανεξετάζονται και αναθεωρούνται, αλλά τάχιστα, συνήθως, τα περισσότερα από το νοητικό κεκτημένο τα επικυρώνουμε και με τη νέα προσέγγιση και επανεξέταση.
Στην Κύπρο επιμένουμε στη μόνιμη διασάλευση των πάντων, η νεοκυπριακή ιδεολογία ξαναφέρνοντας τα πράγματα σε μηδενική βάση για να ξανασυζητηθούν, το χειρότερο για να θέσει τα θέματα στην αντίπερα όχθη του νοητικού κεκτημένου, μας οδηγεί στη μηδενική βάση και έτσι τίποτε δεν προχωρεί. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση με το άρθρο του περιοδικού «Εξ υπαρχής» για το θέμα των τηλεοπτικών μεταδόσεων της ΕΡΤ στο νησί μας που σχολιάσαμε σε προηγούμενα σημειώματα της στήλης. Κανονικά η ΕΡΤ έπρεπε να εξέπεμπε στην Κύπρο από την αρχή της ίδρυσής της. Η Κύπρος θα είχε έτσι το πλεονέκτημα να βλέπει ακόμη ένα κανάλι ομογλώσσων και ομοεθνών, να επιλέγει και να κερδίζει στο θέμα της ενημέρωσης και πληροφόρησης. Πόσο περισσότερο που με τα σύγχρονα μέσα, με τις οπτικές ίνες, τις δορυφορικές αναμεταδόσεις και τις δυνατότητες που προσφέρει το διαδίκτυο, όχι μόνο η ΕΡΤ αλλά και κάθε ευρωπαϊκό κανάλι και ευρωπαϊκός σταθμός πρέπει και μπορεί να καλύπτει όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο. Εν τω μεταξύ σε πολλά σπίτια, με τα τεράστια πιάτα της δορυφορικής κεραίας, και με άλλα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα, μεταδίδεται η «Φωνή της Αμερικής», το «Μπι Μπι Σι» και πληθώρα άλλων σταθμών και καναλιών, ο αρθρογράφος όμως του «Εξ υπαρχής», εν έτει 2002, έβαλε το θέμα της αναμετάδοσης της ΕΡΤ στην Κύπρο.
«Αν είναι ποτέ δυνατό» θα σκεφτόταν ένας Έλληνας ή ξένος διανοούμενος που ζει μακράν της Κύπρου και τον πληροφορούσε κάποιος για το επίπεδο των συζητήσεων στο νησί μας, όμως στην Κύπρο όλα είναι δυνατά. Ενώ λοιπόν αλλού συζητούν την αναβάθμιση της ποιότητας των τηλεοπτικών εκπομπών, την ενίσχυση της μετάδοσης πολλών ραδιοτηλεοπτικών σταθμών ως κοινωνικό και πολιτικό δικαίωμα επιλογής του κάθε ευρωπαίου πολίτη, στην Κύπρο οι φοβεροί θεωρητικοί μας συζητούν το θέμα της αναμετάδοσης των εκπομπών της ΕΡΤ.
Η κυπριακή ζύμωση ιδεών παραμένει με μετέωρο βήμα, χωρίς να ξέρει που να προχωρήσει, ή ακόμη μένει συνεχώς στο ίδιο σημείο, γιατί το βήμα της είναι σημειωτόν, γιατί η νεοκυπριακή μιζέρια και κακομοιριά, με πληθώρα ξένων υποστηρίξεων και ενισχύσεων, υπονομεύει κάθε έννοια του νοητικού κεκτημένου.
4. Για να μαθαίνουν οι νεότεροι
Η στήλη αναφέρθηκε, στα δύο προηγούμενα σημειώματά της, σε άρθρο του περιοδικού «Εξ υπαρχής», το οποίο αναρωτιόταν για το αν πρέπει να επιτρέπεται ή όχι η αναμετάδοση της ΕΡΤ στην Κύπρο, Κι αυτά εν έτει 2002, την εποχή του διαδικτύου και του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, των δορυφορικών τηλεοπτικών μεταδόσεων, των οπτικών ινών και των κινητών τηλεφώνων, τη ελεύθερης ροής πληροφοριών και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η στήλη απέδειξε, πιστεύω επαρκώς, ότι η λογική αυτής της άρνησης και της επιφύλαξης είναι συντηρητική και οπισθοδρομική.
Αυτές οι επαρχιακές και απομονωτιστικές θέσεις εκτοξεύονται τακτικά αλλά χωρίς εμβέλεια πια. Πρέπει όμως να αναφερθεί ότι παλαιότερα ήταν η επικρατούσα ιδεολογία και η κυρίαρχη λογική σε αρκετούς κύκλους διανοουμένων. Οι θέσεις αυτές υπέστησαν ένα ανελέητο σφυροκόπημα από αρκετούς που κατάλαβαν πόσο οπισθοδρομική, αλλοτριωτική και επικίνδυνη για την υπόθεση της Κύπρου ήταν αυτή η προπαγάνδα που προωθούσε την απομόνωση από την πολιτιστική δημιουργία της Ελλάδας και του ευρύτερου ελληνισμού. Μια σκληρή ιδεολογική σύγκρουση έγινε τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια που επέφερε την αναδίπλωση και υποχώρηση των νεοκυπριακών ιδεολογημάτων. Διάφοροι εξακολουθούν να τα εκτοξεύουν πότε πότε, όμως πια με λεπτεπίλεπτη έκφραση κι όχι όπως παλαιότερα με τον χοντροκομμένο και φανατικό τρόπο. Οι νέοι μας πρέπει να μάθουν γι’ αυτή τη σκοτεινή πλευρά που χαρακτήριζε την πρόσφατη κυπριακή ιστορία. Θεωρούμε πολύ χαρακτηριστικό ένα σημείωμα του περιοδικού «Αυτοδιάθεση» που δημοσιεύτηκε πριν από δεκαέξι χρόνια γιατί αποτυπώνει την έσχατη πτώση της νεοκυπριακής πρακτικής αλλά και την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε εναντίον της. Τότε, το 1986, με αφορμή την κάθοδο ελλαδικού συγκροτήματος για συναυλίες στο ΓΣΠ, Κύπριοι «καλλιτέχνες» έκαναν διαδήλωση έξω από το χώρο της εκδήλωσης, με πλακάτ και συνθήματα, απειλώντας να βάλουν μεγάφωνα για να κάνουν αντισυναυλία και να τα διαλύσουν και ζητώντας ταυτόχρονα να σταματήσουν να έρχονται μουσικά συγκροτήματα από την Ελλάδα. Είναι απίστευτα όμως αληθινά και ο καχύποπτος αναγνώστης ας ψάξει στις εφημερίδες του Μαΐου 1986.
Στους οργανωτές αυτής της εκδήλωσης απάντησε το περιοδικό «Αυτοδιάθεση» που τόνισε ότι αν προεκτείνουμε τη συλλογιστική των «Κυπρίων καλλιτεχνών» για να αποδειχθεί, μπρεχτικώ τω τρόπω, η συνέπεια των θέσεών τους πρέπει μην έρχονται βιβλία Σεφέρη, Καβάφη, Αναγνωστάκη κ.λπ. της ευρύτερης ελληνικής ποίησης για να διαβάζουν οι Κύπριοι μόνον Κύπριους και να μην έρχονται θίασοι από την Ελλάδα, για να πουλούν εισιτήρια οι κυπριακοί θίασοι, να μην εκθέτουν ο Τσαρούχης και ο Ακριθάκης για να πουλούν οι ναϊβ. Ακόμη το περιοδικό τόνιζε και τα εξής: «Να μην ακούμε Τσιτσάνη, Θεοδωράκη και Χατζιδάκι και να ακούμε μουζικάντηδες με γνήσιο νεοκυπριακό αίμα (με επικυρωμένα πιστοποιητικά δεκατεσσάρων γενεών).
Ας αφήσουμε όμως τις προεκτάσεις και ας μιλήσουμε ίσια.
Η ενέργεια αυτή των «Κυπρίων Καλλιτεχνών» δείχνει την κακομοιριά της νεοκυπριακής κοινωνίας, φανερώνει τον αισχρό καιροσκοπισμό της, την περιχαράκωσή της στα προνόμια του κυπριακού κρατιδίου. Οι ατάλαντοι και ημιμαθείς επαρχιώτες, για τα συμφεροντάκια τους και μόνο, θέλουν να απομονώσουν την Κύπρο από την πολιτιστική ζύμωση και διακίνηση ιδεών που συντελείται στον ευρύτερο ελληνικό χώρο, για να λάμψουν οι μετριότητές τους (που φοβούνται πάντα τη σύγκριση) και να πωλήσουν καλύτερα την πραμάτεια τους. Μόνο τους επιχείρημα: Έχουμε δικό μας κράτος κι εδώ θα προβαλλόμαστε και θα κερδίζουμε μόνο εμείς. [..]
Παρ’ όλον ότι όλοι εδώ έχουν χάσει κάθε μέτρο σύγκρισης και διακηρύσσουν ότι είναι φοβεροί και τρομεροί, κατά βάθος ξέρουν πως αυτά είναι πύργοι από τραπουλόχαρτα. Καταλαβαίνουν πως αν δεν περιχαρακωθούν θα λάμψει η κατωτερότητά τους. Ζητούν λοιπόν η Κύπρος να καταντήσει (ή να παραμείνει) μια θλιβερή επαρχία για να εναρμονίζεται με του δικό τους θλιβερό επίπεδο […]
Ένα λέμε μόνο στους «Κύπριους καλλιτέχνες». Δεν είναι μόνοι τους στην Κύπρο για να επιβάλουν την αποβλακωτική τους λογική. Υπάρχουμε κι εμείς που θέλουμε να έρχεται εδώ η Γλυκερία, ο Σαββόπουλος, ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης ελεύθερα κι όσες φορές θέλουν, όπως πάνε ελεύθερα κι όσες φορές θέλουν στην Κρήτη ή τη Θεσσαλονίκη. Κι όχι μόνο αυτούς που εμείς προτιμούμε. Αλλά και όσοι καλλιτέχνες από την Ελλάδα θέλουν, με νταούλια και ντέφια, του βλαχοντίσκο και των τσιφτετελιών, βραχνοί, κακόφωνοι και παράφωνοι, ακόμη και τραγουδιστές μουγκοί. Η κυπριακή κοινωνία ας τους κρίνει η ίδια και με τη στάση της ας τους κόψει τα πόδια.
Ω μικρόνοες νεοκύπριοι. Την πρώτη φορά μας καταλάβατε εξ απροόπτου. Όμως υπάρχουμε κι εμείς. Κι αν ξαναπροσπαθήσετε να προωθήσετε τον επαρχιώτικο απομονωτισμό εμείς θα έρθουμε στην εκδήλωσή σας να σας βρούμε με λεμονόκουπες και ψόφιες γάτες».
Αυτά έγραφε το περιοδικό Αυτοδιάθεση πριν από δεκαέξι χρόνια. Σήμερα μας φαίνεται απίστευτη αυτή η λογική και η στάση των «Κυπρίων Καλλιτεχνών». Το επαναφέρουμε σήμερα στην επιφάνεια για να κατανοήσουν καλύτερα οι νέοι το θολό τοπίο που ζήσαμε εμείς οι παλαιότεροι, τις συνθήκες πνευματικής εξαθλίωσης που υπέστημεν, το νεοκυπριακό φανατισμό, τη μιζέρια και κακομοιριά που αντιμετωπίσαμε. Κι όταν μας κρίνουν, και καλώς μας κρίνουν, για ατέλειες και ελλείψεις μας, ας έχουν κατά νουν ότι ουδείς εξέρχεται αλώβητος απ’ αυτό το εξαθλιωτικό κλίμα ακόμη κι αν διαφωνεί εντελώς μαζί του.