Γνώρισα τον Δημήτρη Χατζή το 1973, στη Γενεύη της Ελβετίας. Η Ένωση Ελλήνων Καθηγητών Δυτικοευρωπαϊκών Πανεπιστημίων, σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Γενεύης, είχε οργανώσει εκεί (Αύγουστο – Σεπτέμβριο) τον Κύκλο μαθημάτων για τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, πολιτική και λογοτεχνία. Περάσαμε αρκετές εβδομάδες πλούσιες σε εμπειρίες, γνώση και συζητήσεις.
Όπως ανέφερα και άλλη φορά,[1] ο Κύκλος μαθημάτων ήταν ένα πανεπιστημιακό σεμινάριο στη δημόσια εμφάνισή του, κατ’ ακρίβεια όμως ήταν μια αντιχουντική εκδήλωση με ξεκάθαρους πολιτικούς στόχους. Όλοι οι Έλληνες πανεπιστημιακοί ομιλητές είχαν πλούσια αντιδικτατορική δράση στις διάφορες πρωτεύουσες όπου δίδασκαν και όλες οι εισηγήσεις είχαν έντονο αντιχουντικό περιεχόμενο ή κατέληγαν αντιχουντικές στις συζητήσεις που άναβαν μετά.
Πολλοί μελετητές έχουν σημειώσει τα δύο κύματα εξόδου, προς την Ευρώπη, των διανοουμένων της μεταπολεμικής Ελλάδας. Το πρώτο κύμα, της μετεμφυλιακής εποχής, και το δεύτερο, της χουντικής περιόδου, συναντήθηκαν τότε στη Γενεύη. Δίδαξαν εκεί οι Κ. Σημίτης, Α. Μάνεσης, Γ. Κανδύλης, Α. Προβελέγγιος για το θέμα: «Οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα της σύγχρονης Ελλάδας», οι Σ. Καλογερόπουλος-Στρατής, Γ. Τενεκίδης, Θ. Πάγκαλος, Γ. Μαγκάκης, Γ. Σιώτης για το θέμα: «Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Κοινότητα», οι Baud – Bovy, B. Bouvier, Α. Μυστακίδης – Μεσεβρινός και Δημήτρης Χατζής, (ο μόνος που ήλθε από πανεπιστήμιο της Ανατολικής Ευρώπης), για το θέμα: «Νεοελληνική γλώσσα και φιλολογία», και άλλοι πολλοί. Ακόμη, σε ειδικό κύκλο μαθημάτων, ο Ιάνης Ξενάκης παρουσίασε το μουσικό και θεωρητικό του έργο. Το ακροατήριό τους ήταν πενήντα φοιτητές που επελέγησαν από χίλιες περίπου αιτήσεις.
Οι φοιτητές εκεί, ανάλογα με τα ενδιαφέροντά τους, δημιούργησαν παρέες με τους διάφορους διδάσκοντες, η φιλολογική μου ροπή με οδήγησε στον Χατζή και αρκετές φορές συζήτησα μαζί του, είτε μόνος είτε με ολιγομελή παρέα, για διάφορα θέματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Καθόταν σιωπηλός και διακριτικός στην καφετέρια των διαλειμμάτων ή της αναμονής πριν να ξεκινήσουν οι εισηγήσεις και τα μαθήματα, φορώντας ρούχα παλιομοδίτικα (πάντοτε με σακάκι) που μου θύμιζαν ηλικιωμένους στο καφενείο της κοινότητάς μου τις δεκαετίες 50 – 60, όταν οι άλλοι καθηγητές, μέσα στην ευμάρεια της δυτικής καταναλωτικής κοινωνίας και λόγω των καλών μισθών των δυτικών πανεπιστημίων, φορούσαν ρούχα σύγχρονα, της τελευταίας μόδας.
Θυμάμαι στην καφετέρια μια από τις συζητήσεις μας για τον Σολωμό, κατ’ ακρίβειαν ακροάσεις μου γιατί, ύστερα από δυο τρία διευκρινιστικά λόγια και ερωτήσεις μου, αναλάμβανε αυτός τα περαιτέρω, εύχυμος και πλούσιος σε γνώσεις και απόψεις. Μιλούσαμε, λοιπόν, για τον Σολωμό. Ο Χατζής πίστευε ότι η αποσπασματικότητα του Σολωμού, τα σπαράγματα ενός ημιτελούς έργου, εξηγούνται από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της μη συγκρότησης εθνικής αστικής τάξης και εθνικού αστικού πολιτισμού στην Ελλάδα. Ανολοκλήρωτη εθνική τάξη στην Ελλάδα, ανολοκλήρωτο έργο του εθνικού μας ποιητή. Τον άκουγα με προσοχή και με πίστη, πάντως σήμερα, από τα πολλά που άκουσα από τον Δημήτρη Χατζή και εξακολουθώ να τον ακολουθώ, αυτή η ερμηνεία μου φαίνεται μονομερής.
Α. Για τον Κορδάτο
Σε ένα από τα πρώτα μαθήματά του, ο Χατζής μας παρουσίασε τις Ιστορίες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.[2] Τις παρουσίασε γλαφυρά, Γραμματολογίες Ελλήνων και ξένων, γραμμένες τον εικοστό αιώνα, για τη νεότερη λογοτεχνία μας. Δεν ανέφερε οτιδήποτε για την Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Κορδάτου καθώς και για δυο άλλες, ήσσονος σημασίας, που είχαν κυκλοφορήσει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, και όταν τέλειωσε η εισήγησή του σηκώθηκα και ρώτησα γιατί. Απάντησε απλά και με ειλικρίνεια:
“Δεν ανέφερα αυτά τα δύο βιβλία γιατί τα αγνοούσα, δεν ανέφερα, ακόμη, την Ιστορία του Κορδάτου, (του δάσκαλού μου Κορδάτου, πρόσθεσε) για να μην αναγκαστώ να μιλήσω αρνητικά γι’ αυτήν. Είναι αμέθοδη, γεμάτη λάθη και προκαταλήψεις.”
Μου έκανε εντύπωση η απάντησή του. Ήμασταν, τότε, νεαροί φοιτητές, νεόφυτοι στη μαρξιστική ιδεολογία, διαβάζαμε συνεχώς Κορδάτο και κάθε βιβλίο του το θεωρούσαμε αποκαλυπτικό νέων οριζόντων. Ακόμη, η γενικότερη στάση ήταν να εξακοντίζονται τα βέλη μόνο εναντίον του ιδεολογικού εχθρού και κάθε επιπολαιότητα, λάθος ή παράλειψη ή/και ανοησία των ανθρώπων του δικού μας ιδεολογικού κύκλου έπρεπε να αποσιωπάται, να παραβλέπεται ή να υποτονίζεται.
Η αρνητική τοποθέτηση του Δημήτρη Χατζή, κατεδαφιστική μάλλον, για ένα από τα “ιερά τέρατα” της Αριστεράς, όπως ήταν τότε ο Κορδάτος, μας αποκάλυψε μια καινούργια στάση, την κριτική στάση και για τους κύκλους της αριστεράς.[3]
Παρεμπιπτόντως να αναφέρω και κάτι ακόμη. Τότε έτυχε και μελετούσα το θέμα με τις Γραμματολογίες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, το θέμα που, όπως ανέφερα, μας ανέπτυξε ο Χατζής σε ένα από τα μαθήματά του, είχα σχεδόν δέκα Γραμματολογίες μαζί μου καθώς και καμιά δεκαριά άλλα βιβλία θεωρίας και κριτικής για Νεοέλληνες λογοτέχνες. Τα είχα πάρει στην Κύπρο, νέες εκδόσεις αλλά και παλιά βιβλία από το Μοναστηράκι, ως αναγνώσματα του καλοκαιριού. Είχα έλθει στη Γενεύη απ’ ευθείας απ’ το νησί και τα κουβαλούσα μαζί μου, για να τα επιστρέψω στη βιβλιοθήκη του φοιτητικού μου δωματίου στην Αθήνα. Σε μια επίσκεψή του Χατζή στο διαμερισματάκι της Φοιτητικής εστίας, όπου έμενα, διαπίστωσα ότι αρκετά από αυτά δεν τα είχε υπ’ όψιν του, αγνοούσε την ύπαρξή τους.
-Είμαι τόσο αποκομμένος εκεί στην Βουδαπέστη, μου είπε με παράπονο.
Ένιωσα την πίκρα του, πίκρα ενός νεοελληνιστή που, λόγω της εξορίας του και των τειχών, τα οποία υπήρχαν όλη την μεταπολεμική περίοδο του Ψυχρού Πολέμου και που ενίσχυσε η χουντική λαίλαπα, μεταξύ της Ελλάδας και των χωρών του ανατολικού στρατοπέδου, δεν μπορούσε να παρακολουθήσει ούτε καν την εκδοτική δραστηριότητα για τα θέματα που μελετούσε. Του πρόσφερα όλα τα βιβλία που είχα, δεν ήθελε όμως να τα πάρει για να μη μου τα στερήσει, Απάντησα ότι τα διάβασα όλα το καλοκαίρι και αν ήθελα να αποκτήσω ξανά κάποια από αυτά για να τα έχω στη βιβλιοθήκη μου, όλη μέρα μπαινοβγαίνω στα βιβλιοπωλεία, τριγυρίζω στα παλαιοβιβλιοπωλεία στο Μοναστηράκι, και είναι κάτι εύκολο και φτηνό για μένα να τα έχω ξανά. Τα δέχτηκε συγκινημένος.
Β. Πρόσκληση στην Κύπρο
Η επιτυχία του Κύκλου Μαθημάτων οδήγησε στην απόφαση να επαναληφθεί στη Γενεύη και τον επόμενο χρόνο, και ταυτόχρονα μια ομάδα Κυπρίων αποφάσισε να οργανώσει κάτι παρόμοιο και στην Κύπρο. Δηλαδή έναν κύκλο δράσεων με διαλέξεις και άλλες εκδηλώσεις, όπως θέατρο, κινηματογραφικές προβολές και μουσική συναυλία. Οι εκδηλώσεις ονομάστηκαν “Πολιτιστικές Εκδηλώσεις Καλοκαίρι ’74” και πέρα από την πολιτιστική διάσταση θα είχαν και σαφή αντιδικτατορικό χαρακτήρα. Για τις διαλέξεις προσκλήθηκαν οι Δημήτρης Χατζής, Γιάγκος Σιώτης, Αντώνης Μυστακίδης. Η έναρξη των εκδηλώσεων ορίστηκε για τις 24 Ιουλίου και στις 15 Ιουλίου δημοσιεύτηκε η πρώτη ανακοίνωση στον τύπο.[4] Όμως το πραξικόπημα και η εισβολή που ακολούθησε διάλυσαν τα πάντα. Εν τω μεταξύ, λίγες μέρες προηγουμένως, ο Χατζής μου απέστειλε επιστολή στην οποία ανέφερε ότι δεν μπορούσε να έρθει στην Κύπρο, γιατί σημειώθηκε ξαφνική κρίση της υγείας του, είχε αιμοπτύσεις και ο γιατρός του απαγόρευσε κάθε μετακίνηση. Στην επιστολή του μου ανέφερε ότι αν δημοσιευόταν τόμος με τα πρακτικά των εισηγήσεων θα ήθελε να συμπεριληφθεί και το δικό του κείμενο για την Κυπριακή λογοτεχνία, ένδειξη ότι είχε ολοκληρώσει την εισήγησή του για τις εκδηλώσεις “Καλοκαίρι 74.”[5] Αγνοώ που βρίσκεται αυτό το κυπρολογικό κείμενο του Δημήτρη Χατζή. Πάντως από τα εξονυχιστικά βιβλία του Γουλανδρή, Βιβλιογραφικό μελέτημα (1930 – 1989) Δημήτρη Χατζή και Βιβλιογραφικό μελέτημα συμπληρώματα 2 (1936 – 1993) Δημήτρη Χατζή. Ευρετήρια, δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε δημοσίευμα που θα μπορούσε να συσχετιστεί με το κείμενο αυτό.
Γ. Επιστροφή στην Ελλάδα
Ξαναβρεθήκαμε στην Αθήνα μετά τη μεταπολίτευση. Η Κύπρος είχε καταστραφεί, η δικτατορία είχε καταρρεύσει και ο ίδιος είχε επιστρέψει στην πατρίδα του, ύστερα από τόσα πολλά χρόνια εξορίας. Ήταν συγκινητικές στιγμές, συζητήσαμε για πάρα πολλά, για την Ελλάδα, την κυπριακή τραγωδία, την ελληνική φιλολογία. Θυμάμαι ότι στην αρχή της συζήτησης ρωτούσε με ανησυχία για την Κύπρο, αν οι Τούρκοι θα προχωρούσαν και σε νέα ένταση ή, ακόμη, και σε επεισόδια, με αφορμή την επιστροφή του Μακαρίου, που θα έφτανε στο νησί οσονούπω, πέντε, περίπου, μήνες μετά τη φυγή του και την παραμονή του στο εξωτερικό, λόγω του πραξικοπήματος και των καταστάσεων που δημιούργησε η τουρκική εισβολή που ακολούθησε. Νομίζω ότι καθίσαμε στο Ζαχαροπλαστείο Το Ρωσικό, αρχές Δεκεμβρίου του 1974. Ζητούσα επιμόνως μια συνέντευξη, θα δημοσιευόταν στην εφημερίδα Τα Νέα της Λευκωσίας, στην οποία είχα δημοσιεύσει προηγουμένως συνεντεύξεις των Σαμαράκη και Κουμανταρέα, ενώ μια άλλη συνέντευξή μου, από τον Γιάννη Σκαρίμπα, είχε δημοσιευτεί στον Φιλελεύθερο. Το απέκλειε γιατί ήταν ειλημμένη πια η απόφασή του για περίοδο περισυλλογής και ηρεμίας, μετά την έντονη δημοσιότητα και προβολή που προκλήθηκαν με την επιστροφή του στην Ελλάδα, ότι έπρεπε να αποφεύγει πια άλλες δηλώσεις και συνεντεύξεις. Είδε την πίκρα και απογοήτευσή μου και κάποια στιγμή, ύστερα από πολλή ώρα, μου είπε ότι κατ’ εξαίρεσιν θα έδινε μια συνέντευξη σε μένα. Πιστεύω ότι το έκανε για πολλούς λόγους, κυρίως ήταν μια υποχώρηση για την Κύπρο, που τότε η τραγική κατάστασή της προκαλούσε συναισθηματισμό που ακύρωνε λογικές και προειλημμένες αποφάσεις, ακόμη: μια συνέντευξη στην περιφέρεια θα περνούσε απαρατήρητη και δεν θα είχε, δημοσιευμένη σε εφημερίδα της Λευκωσίας, εκείνο τον αντίκτυπο όπως αν έδινε συνέντευξη σε γνωστό αθηναϊκό έντυπο, αντίκτυπο που ήθελε να αποφύγει. Ας μου επιτραπεί να προσθέσω ότι ίσως να έπαιξε ρόλο και η εμφανής πίκρα μου προηγουμένως, λόγω της αρχικής άρνησής του. Δεν πήρα αυτή τη συνέντευξη. Κατάλαβα ότι υποχώρησε λόγω συναισθηματισμού και έτσι όσες φορές επικοινωνήσαμε απευθείας ή μέσω τρίτων δεν έκανα οποιαδήποτε νύξη για την υλοποίηση της υπόσχεσής του για συνέντευξη.
Στη συνάντησή μας στο ζαχαροπλαστείο εξέφρασε έντονα και την αντίθεσή του στις ενέργειες του Σαμαράκη για την επιστροφή του στην Ελλάδα. Όταν μπλεχτεί ο Σαμαράκης σε μια υπόθεση, τα φορτίζει όλα με συναισθηματισμούς και φιλανθρωπισμό, έτσι έκανε και για τη δική μου περίπτωση, κάτι που εγώ δεν ήθελα, μου είπε.
Φοβάμαι ότι θα παρεξηγηθώ αν δεν δώσω για το θέμα αυτό κάποιες διασαφήσεις. Ο Χατζής θεωρούσε την επιστροφή του στην Ελλάδα ως ευλογία, ένιωθε άφατη αγαλλίαση κυκλοφορώντας ελεύθερος στην πατρίδα του και αισθανόταν βαθιά ευγνωμοσύνη προς το πρόσωπο του Αντώνη Σαμαράκη που πρωτοστάτησε για την επιστροφή του, με πιέσεις, επαφές και κάνοντας κάθε τι για να κρατήσει το θέμα της επιστροφής του Χατζή ανοικτό. Όμως ο συγγραφέας των Ανυπεράσπιστων δεν ήθελε να επιστρέψει έτσι. Δηλαδή ως ο γνωστός και καταξιωμένος λογοτέχνης για τον οποίο κινητοποιήθηκαν διάφορες προσωπικότητες και που κατά χάριν, και λόγω προσωπικής παρέμβασης του ίδιου του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, του επετράπη να γυρίσει στην πατρίδα του με παραγραφή της θανατικής ποινής του. Ο Δημήτρης Χατζής, βαθύτατα πολιτικό ον, ήθελε η επιστροφή του στην πατρίδα να είναι αποτέλεσμα μιας πολιτικής πράξης, δηλαδή με αμνήστευση και παραγραφή των ανομημάτων του εμφυλίου και επάνοδο στην Ελλάδα των πολιτικών προσφύγων, γνωστών και μη. Ήθελε να επιστρέψει με όλους τους άλλους, που βίωναν την πίκρα της εξορίας, και όχι μόνος του, κατ’ εξαίρεσιν και κατά χάριν.
Σάββας Παύλου
[1]) α) Τριάντα χρόνια από το «πείραμα» της Γενεύης Μια ενδιαφέρουσα απόπειρα νεοελληνικών σπουδών τον καιρό της δικτατορίας, εφ.
Πολίτης, Λευκωσία, 28 Σεπτεμβρίου 2003, σ. 18 και περ.
Αντί, Αθήνα, 17 Οκτωβρίου 2003, αρ. 798, σ. 29.
β) Για τον Ιάνη Ξενάκη – Μια μαρτυρία, εφ. Η Καθημερινή, Αθήνα, 8 Απριλίου 2001, σ. 57.
[2]) Ο Χατζής έφτασε από το Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης και δίδαξε στον Θερινό Κύκλο μαθημάτων δώδεκα ώρες με θέμα: Η νεοελληνική λογοτεχνία και φιλολογία. Για το μάθημά του που αναφερόταν στις Ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας βλ. Μικρό Νεοελληνικό Όργανο Εκλογή κειμένων (1947 – 1975) του Δημήτρη Χατζή για το Νέο Ελληνισμό, Επιλογή κειμένων, σημειώσεις, μεταγραφή Νίκος Γουλανδρή, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1995, σ. 216 – 223.
[3] ) Από το βιβλίο της Βενετίας Αποστολίδου, Λογοτεχνία και Ιστορία στη Μεταπολεμική Αριστερά. Η παρέμβαση του Δημήτρη Χατζή 1947 – 1981, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2003, σ. 102, αποσπώ το ακόλουθο απόσπασμα που σχετίζεται με το θέμα του Κορδάτου: “Ελάχιστες κριτικές γράφτηκαν για το έργο [του Γ. Κορδάτου, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας]. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Χατζής, ενώ μιλά για πολλές ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας, δεν εκφράζει ούτε μία κρίση του γι’ αυτήν.”
[4] ) Ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις “Καλοκαίρι ’74”, εφ. Κύπρος, Λευκωσία, 15 Ιουλίου 1974, σ. 8
[5] ) Σ. Π., Ένα ματαιωμένο ταξίδι του Δημήτρη Χατζή στην Κύπρο, περ. Μικροφιλολογικά, Λευκωσία, άνοιξη 2000, αρ. 7, σ. 33-35.