Archive for Ιουλίου 2010

Ρουσφέτι στην Κύπρο

29 Ιουλίου, 2010

Το ρουσφέτι και το κόστος του ή περί αντιδόσεως

Στο συμπυκνωμένο κείμενο του Καρλ Μαρξ που επιγράφεται  «Εγκώμιο του εγκλήματος», αποκαλύπτονται πολλές από τις αλυσιδωτές επιδράσεις και εξελίξεις που προκαλεί το έγκλημα, πολλές απ’ αυτές θετικές. Ο εγκληματίας δεν παράγει μόνο εγκλήματα, αλλά και το ποινικό δίκαιο και τον καθηγητή που το διδάσκει, καθώς και το σύγγραμμα του καθηγητή, παράγει δικαστές, δήμιους, ενόρκους, συντελεί στη βελτίωση της κλειδαριάς για να αποφευχθεί η κλοπή, στην τελειοποίηση της νομισματοκοπίας για να αντιμετωπιστεί η παραχάραξη. Ακόμη ο εγκληματίας παράγει και τέχνη, ωραία λογοτεχνία, μυθιστορήματα ακόμη και τραγωδίες. Το κείμενο αυτό του Μαρξ είναι πράγματι σπινθηροβόλο και φωτίζει το θέμα από απρόσμενες πλευρές. Και το ρουσφέτι είναι έγκλημα, συντελεί σε διάφορες αλυσιδωτές αντιδράσεις, συνήθως  αρνητικές, ποτέ όμως δεν έχει καταξιωθεί στη λογοτεχνία και όπου αναφέρεται είναι πάντα με απαξιωτικό τρόπο. Στα άλλα εγκλήματα ο λογοτέχνης μπορεί να βρει στοιχεία εξανάστασης και παλικαριάς, ατίθασα πνεύματα και βία που κάποτε ξεσπά δικαιολογημένα, όμως το ρουσφέτι είναι έγκλημα της μιζέριας και της κακομοιριάς,  ποιος μπορεί να εμπνευστεί από αυτό;

Στο προηγούμενο άρθρο τοποθετήθηκε το θέμα του ρουσφετιού και πόσο στοιχίζει αυτό στην κοινωνία μας. Αναφέρθηκαν οι διαλυτικές τάσεις που αναπτύσσει και καλλιεργεί, τα αισθήματα παραίτησης και ωχαδελφισμού, ακόμη τονίστηκε το οικονομικό κόστος του ρουσφετιού. Δυστυχώς η κοινωνία των πολιτών δεν έχει κάνει παντιέρα της την εξαφάνιση του ρουσφετιού, και όμως ο Κύπριος φορολογούμενος καλείται να πληρώσει τον λογαριασμό, καλείται να καλύψει τη ζημιά. Γιατί αν σε μια θέση εποπτείας και διεύθυνσης, π.χ. στο Υπουργείο Εσωτερικών, αναλάβει κάποιος ατάλαντος και μη προσοντούχος επειδή έχει δόντι κομματικό, επειδή η ρουσφετολογία τον ανάδειξε και τον επέλεξε  και θα διανύσει τα επόμενα δέκα ή δεκαπέντε χρόνια της υπόλοιπης επαγγελματικής του σταδιοδρομίας από το πόστο αυτό, σημαίνει ένα κόστος για την κοινωνία που μπορεί να υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο λίρες. Γιατί θα σημειωθούν χαμηλής ποιότητας εργασία, λάθη, έλλειψη συντονισμού και παραλείψεις που στοιχίζουν, χαμηλή παραγωγικότητα των υπαλλήλων που εποπτεύει γιατί δεν μπορεί να εμπνεύσει τους υφισταμένους του, δεν τον υπολογίζουν,  γιατί ξέρουν πως βρέθηκε εκεί, ακόμη γιατί πήραν ένα μήνυμα ότι η εργατικότητα, τα προσόντα και η υπευθυνότητα στη δουλειά δεν επιβραβεύονται, άρα: γιατί αυτοί να δουλεύουν; Όλα αυτά μπορούν να υπολογιστούν με συγκεκριμένα στοιχεία και η σημερινή οικονομική επιστήμη γνωρίζει πως να τα εξετάσει και να τεκμηριώσει το κόστος.

Ας συνειδητοποιήσει λοιπόν η κοινωνία μας ότι κάθε φορά που κάποιο κόμμα επιτυγχάνει ένα ρουσφετολογικό στόχο, οι φορολογούμενοι πολίτες αυτού του τόπου θα καταβάλουν αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες λίρες από τη δική τους τσέπη για να καλυφθεί η ζημιά που θα προκαλέσει ο ατάλαντος πλην «εκλεκτός» του κόμματος.

Στην αρχαία Αθήνα υπήρχε το θέμα των χορηγών. Η πολιτεία επέλεγε κάποιους πλούσιους για να καλύψουν, με δικά τους έξοδα, εκδηλώσεις και τελετές.  Αυτοί είχαν το δικαίωμα να αρνηθούν προτείνοντας άλλους, πιο εύπορους, ότι αυτοί  έπρεπε να επιβαρυνθούν με την καταβολή της χορηγίας. Έμπαινε ακόμη και θέμα ανταλλαγής περιουσιών: Αφού θεωρείς ότι είμαι πλουσιότερός σου, έλα πάρε την περιουσία μου και δώσε μου τη δική σου.

Και τα μέλη της  Ε.Δ.Υ., που αποφασίζει για τις προαγωγές και τοποθετήσεις, πρέπει λοιπόν να έχουν κάποιο κόστος για τις επιλογές τους. Κατ’ αναλογία με το θέμα των χορηγών της αρχαίας Αθήνας θα πρότεινα μια πολύ απλή λύση. Όταν υπάρχει έντονη αμφισβήτηση για την τοποθέτηση κάποιου σε καίριο πόστο, όταν υπάρχουν υποψίες ρουσφετολογίας, να αναλαμβάνουν την εργοδότηση και μισθοδότησή του αμφισβητούμενου προσώπου τα μέλη της ΕΔΥ που τον επιβράβευσαν, τοποθετώντας τον σε δικές τους επιχειρήσεις και γραφεία. Τουλάχιστον για τρία χρόνια. Αν είναι πράγματι τόσο καλός θα κερδίσουν αρκετά, σ’ αυτά τα τρία χρόνια, από τα προσόντα του και τις ικανότητές του. Και θα δικαιωθούν. Αν δεν είναι καλός, θα ζημιωθούν και θα καταλάβουν το λάθος τους. Επειδή πριν μερικά χρόνια παρακολούθησα εκ του σύνεγγυς την τοποθέτηση κάποιου σε διευθυντικό πόστο, ενώ δεν είχε τα προσόντα, πολύ θα χαιρόμουν να αναλάμβαναν τα μέλη της ΕΔΥ και την επί τριετία μισθοδοσία του. Γιατί όχι, για να δικαιολογήσουν την επιλογή τους τον παρουσίαζαν σαν γίγαντα ικανοτήτων, σαν πρωτοφανές φαινόμενο γνώσεων, προσόντων και δεξιοτήτων. Άρα, λοιπόν, με ευχαρίστηση θα δέχονταν και να τον εργοδοτούσαν. Πάντως εγώ θα περνούσα τρία από τα πιο ευτυχισμένα χρόνια της ζωής μου όταν θα σκεφτόμουν ότι κάθε μήνα ο κ. Μάρκος Σπανός ή ο κ. Παύλος Παπαγεωργίου άνοιγαν το πορτοφόλι τους για να πληρώσουν με δικά τους λεφτά τον μισθό αυτού του προσώπου. Αν θα άντεχαν αυτό το μαρτύριο τρία χρόνια…

Όμως δεν πληρώνει κανένας, εκτός από τον Κύπριο φορολογούμενο.

Παίξαμε εν παικτοίς. Στο επόμενο, και τελευταίο, θα γίνουμε πιο σοβαροί και θα αναλύσουμε τις συνέπειες του ρουσφετιού στο κύριο θέμα που μας απασχολεί, που είναι οι δυνάμεις αντίστασης του κυπριακού ελληνισμού στον αγώνα της επιβίωσής του.

Ρουσφέτι της Κύπρου

29 Ιουλίου, 2010



ΤΟ ΡΟΥΣΦΕΤΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ ΤΟΥ

Δεν έχουμε μάθει να υπολογίζουμε το κόστος που προκαλεί το ρουσφέτι στην οικονομία, στους θεσμούς της Κύπρου, καθώς και στον αγώνα επιβίωσης που διεξάγει ο κυπριακός ελληνισμός. Πάντοτε το ρουσφέτι μάς χαρακτήριζε και σφράγιζε πολλές από τις εξελίξεις στη δημόσια υπηρεσία, συντρίβοντας όνειρα και φιλοδοξίες, ευγενείς επιδιώξεις και ικανότητες, παραμερίζοντας προσοντούχους και  αναδεικνύοντας ατελέσφορους, ίνα μη τι χείρω είπω, σε καίρια πόστα, όμως, συνήθως, το αντιμετωπίζουμε ως παρεπόμενο της μικρής μας κοινωνίας και των πελατειακών σχέσεων που έχουν αναπτύξει κόμματα και εκτελεστική εξουσία, και ότι αν προκαλεί κάποια ζημιά  αφορά μόνον αυτούς που αισθάνονται αδικημένοι, δικαιολογημένα ή και αδικαιολόγητα μερικές φορές. Και ότι, ακόμη και στις περιπτώσεις που το ρουσφέτι αδικεί κατάφωρα κάποιους, ο χρόνος θα απαλύνει το αίσθημα της αδικίας και ….η ζωή συνεχίζεται.

Πολλές φορές είδα, κατά τη διαδρομή μου στη κυπριακή  εκπαίδευση, απίστευτες πράγματι ρουσφετολογικές εξελίξεις. Είδα διαλυτικά στοιχεία, ανίκανα και εγωιστικά, να προωθούνται με αποσπάσεις και προαγωγές και να επιβραβεύονται με ποικίλους τρόπους, αφήνοντας παράμερα, σαν σκουπίδια, εκπαιδευτικούς που κυριολεκτικά ανάλωσαν τον εαυτό τους για να λειτουργήσει το σχολείο. Μια φορά που ερεύνησα το θέμα διαπίστωσα ότι ο επιβραβευθείς από το ρουσφέτι, παρά τις ελλείψεις του, είχε ένα ακτύπητο πλεονέκτημα: ήταν γαμβρός ορεσίβιου κοινοτάρχη που έφερνε 120 «σιδεροκέφαλους»  ψήφους σε κάποιο κόμμα. Σε άλλη παρόμοια περίπτωση, που η δράση συγκεκριμένης εκπαιδευτικού έφτανε τα όρια του σκανδάλου, όταν ευνοήθηκε και αυτή διαπίστωσα ότι  ο προηγούμενος τσαμπουκάς της και η επιβράβευσή της είχαν μια απλή εξήγηση: ήταν μέλος σε κομματική επιτροπή. Δεν μετρούσε λοιπόν ο λόγος προσφοράς στο σχολείο αλλά η κομματική σύνδεση η οποία της έδινε και το πλεονέκτημα να συμπεριφέρεται όπως θέλει στο σχολείο.

Παλαιότερα η δράση της ρουσφετιού στη δημόσια υπηρεσία χαρακτήριζε την παραδοσιακή δεξιά. Ύστερα κάλυψε και όλους τους υπόλοιπους χώρους. Τελευταία επέλασε και η παραδοσιακή αριστερά ζητώντας να ισοφαρίσει ετεροχρονισμένα την παλιά περιθωριοποίησή της και την απουσία της από την κοπή της πίτας του ρουσφετιού. Με μια διαφορά: Η παλιά δεξιά είχε αποκτήσει πείρα λόγω της μακρόχρονης εμπλοκής της στο θέμα, ήξερε να κάνει τα ρουσφέτια της με εκλεπτυσμένο τρόπο και να κρύβει με εύσχημο τρόπο τις πομπές της, συμπεριφερόταν σαν τη γάτα που μετά την αφόδευση κρύβει τα περιττώματά της στη γη. Η παραδοσιακή αριστερά μπήκε στο ρουσφέτι ασύστολα, κυριολεκτικά με τα τσαρούχια, δεν κρύβει τα περιττώματά της, όπως κάνουν  σκύλοι που τα αφήνουν έκθετα, σε κοινή θέα. Ίσως γιατί δεν ξέρει ακόμη τους ραφιναρισμένους τρόπους, πως να τα καλύπτει, ίσως για λόγους επικοινωνιακούς, σήμα προς την κοινωνία ότι: τώρα κάνουμε κουμάντο εμείς και δεν λογαριάζουμε κανένα. Είναι κι αυτό μια στάση, που εκπέμπει μηνύματα. Γάτες και σκύλοι, λοιπόν,  δυο αγαπημένα ζώα που μας έδωσαν ένα καλό παράδειγμα για τον τρόπο εμφάνισης και απόκρυψης του ρουσφετιού, που χαρακτηρίζει διάφορους πολιτικούς σχηματισμούς στο νησί μας.

Κάποτε λοιπόν πρέπει να μετρήσουμε το κόστος του ρουσφετιού. Πόσο μας στοιχίζει. Μας στοιχίζει οικονομικά, μας στοιχίζει σαν κούραση του κοινωνικού σώματος, μας στοιχίζει γιατί υπονομεύει θεσμούς, αξίες και συνεκτικά στοιχεία.

Τρέχουμε όλοι μετά να βρούμε κονδύλια, πολλά και ποικίλα, για να θεραπεύσουμε κενά και ελλείψεις,  ενώ κατ’ ακρίβεια πληρώνουμε το κόστος που προκαλεί το ρουσφέτι.  Η Παιδεία θα έπαιρνε μπρος με λιγότερα λεφτά αν οι εκπαιδευτικοί ένιωθαν ότι η ρουσφετολογία έχει καταργηθεί και όσοι αξίζουν θα ανέλθουν και θα αναγνωριστούν. Αν επιβραβευόταν η εργατικότητά τους, αν αποτελούσε εγγύηση ότι η προσφορά τους και η ποιότητα της δουλειάς τους αποτελεί το μόνο εχέγγυο για την ανέλιξη και προαγωγή τους. Η ρουσφετολογία δημιουργεί κουρασμένα σχολεία και κουρασμένους εκπαιδευτικούς που για να κινητοποιηθούν  χρειάζονται διορθωτικά μέτρα, διορθωτικά μέτρα που στοιχίζουν. Το ρουσφέτι στη δημόσια υπηρεσία προκαλεί την παραίτηση στο κοινωνικό σώμα, αναπτύσσει τον κυνισμό και την απάθεια, τον ωχαδελφισμό και τον ζαμανφουτισμό. Τρέχουμε μετά για προγράμματα ψυχολογικής στήριξης και άλλα πολλά για να συγκρατήσουμε αντικοινωνικές στάσεις και συμπεριφορές.  Πόσο μας στοιχίζει αυτό; Το υπολόγισε κανείς; Όμως το κυριότερο είναι η κούραση του κοινωνικού σώματος που συναρτάται με τον αγώνα επιβίωσης του κυπριακού ελληνισμού. Γι’ αυτό όμως την επόμενη εβδομάδα.

ΕΝ ΘΕΡΜΩ ΚΑΙ ΕΝ ΨΥΧΡΩ ΡΟΥΣΦΕΤΙ

Το ρουσφέτι στην Κύπρο μπορεί να ομαδοποιηθεί, να ενταχθεί σε δύο μεγάλα ρεύματα νοοτροπίας και πρακτικής. Βάση διαίρεσης η εν θερμώ και η εν ψυχρώ διεκπεραίωσή του. Το εν θερμώ ρουσφέτι χαρακτήριζε μέχρι σήμερα τα κόμματα τα πέραν του παραδοσιακής αριστεράς. Μόλις άνοιγε κάποια θέση, ερχόταν η ώρα της στελέχωσης διαφόρων υπηρεσιών, επιτροπών  και ημικρατικών οργανισμών, τα κόμματα αυτά ορμούσαν να καλύψουν το κενό, να προωθήσουν κάποιο δικό τους, να επιβραβεύσουν κάποιο στέλεχός τους. Όμως αυτή η «ευγενής» δραστηριότητά τους γινόταν χωρίς προγραμματισμό, ασυντόνιστα, με τη λογική «ό,τι αρπάξουμε παραπάνω και γρήγορα». Συνήθως δεν υπήρχε μία, μόνο, κομματική επιλογή,  οι διάφορες ομάδες πίεσης που λειτουργούσαν μέσα στον κομματικό χώρο είχαν και από έναν δικό τους, για να προωθήσουν.

Η διεκπεραίωση του ρουσφετιού, στα κεντρώα και δεξιά κόμματα, προκαλούσε μάλιστα ενδοκομματικές τριβές, αντιπαλότητες, εντάσεις και διαμάχες που απέβαιναν τελικά εις βάρος της κομματικής συνοχής και συμπόρευσης. Πολλά στελέχη και μέλη, για χρόνια ή, κάποτε, για πάντα, ήταν έντονα δυσαρεστημένα, μουρμουρούσαν, αποστασιοποιούνταν, γιατί αδικήθηκαν από την ηγεσία τους που ενίσχυσε άλλο κομματικό μέλος κ.λπ. Ακόμη, σημειώνονταν και τριβές στα ανώτατα δώματα της κομματικής ιεραρχίας. Επειδή το ρουσφέτι γινόταν εν θερμώ, χωρίς προγραμματισμό και κεντρική κομματική εποπτεία, προκαλούνταν αντιθέσεις γιατί π.χ. η κομματική ομάδα Λεμεσού, τα στελέχη και οι βουλευτές αυτής της πόλης, είχαν υποσχεθεί τη θέση σε κάποιο δικό τους, όμως τελικά η κομματική ομάδα της Λευκωσίας επέβαλε τη δική της επιλογή. Παρουσιαζόταν όξυνση γιατί οι της Λεμεσού ένιωθαν έκθετοι, ότι οι της Λευκωσίας τους έριξαν.

Το ΑΚΕΛ δεν γνώρισε τέτοιες τριβές και φθορές, γιατί έκανε τα ρουσφέτια του εν ψυχρώ. Με μαεστρία διατεταγμένου εκτελεστή, που πυροβολεί επαγγελματικά και χωρίς αναστολές, το ΑΚΕΛ μελετούσε τα θέματα των προαγωγών και στελεχώσεων εγκαίρως και είχε έτοιμη την πρόταση όταν ερχόταν η κατάλληλη ώρα. Όλος ο κομματικός μηχανισμός έμπαινε σε δουλειά για να πετύχει το ρουσφέτι, μια διαδικασία με κεντρικό κομματικό σχεδιασμό και εποπτεία, ποιοι θα πλησίαζαν και ποιον, ποιοι θα μιλούσαν και πως θα επιχειρηματολογούσαν για να επιβραβευτεί ο «δικός μας». Το πράγμα ενισχυόταν από τη γνωστή ακελική κομματική πειθαρχία, που δεν αμφισβητούσε τις προθέσεις της ηγεσίας και έμπαινε στρατωνισμένη στην υπηρεσία της. Όσοι ήθελαν να διεκδικήσουν κάτι έπρεπε προηγουμένως να πετύχουν την αποδοχή τους εσωκομματικά και ύστερα να προωθηθεί οργανωμένα η προαγωγή τους.

Μου διηγείται ανώτατο στέλεχος ενός υπουργείου: «Υπήρχε έκδηλα θέμα αδικίας ενός στελέχους στην υπηρεσία που ανέλαβα. Τα προσόντα του ήταν πολλά και όμως η βαθμολογία του χαμηλή. Θέλησα να αποκαταστήσω τον άνθρωπο, προτείνοντας αναθεώρηση της βαθμολογίας του και αύξησή της. Συνάντησα λυσσαλέα αντίδραση εκ μέρους των ακελικών συνεργατών μου στο υπουργείο. Δεν καταλάβαινα το γιατί, αφού δεν αδικούσα κανένα με την ενέργειά μου, αντίθετα βοηθούσα στην επικράτηση του δικαίου και απλώς αυτός ο άνθρωπος θα είχε σημειωμένη μια αύξηση της βαθμολογίας του στο φάκελό του. Όταν έψαξα το θέμα καλύτερα διαπίστωσα ότι οι ακελικοί αντιδρούσαν με τέτοιο τρόπο γιατί σε τρία χρόνια θα αφυπηρετούσε ένας τμηματάρχης και κανόνιζαν να πάρει την προαγωγή κάποιος κομματικός σύντροφός τους. Έτσι παρακολουθούσαν όλες τις σχετικές διαδικασίες και μεθόδευαν τα πάντα για να επιτύχει ο στόχος. Υπήρχε, λοιπόν, ο κίνδυνος, αν βοηθούσα στην αύξηση της βαθμολογίας του αδικημένου στελέχους να μπορούσε αυτό και  να διεκδικήσει, ύστερα από τρία χρόνια, τη θέση τμηματάρχη, με καλύτερες προϋποθέσεις και να έχανε ο δικός τους.  Δούλευαν λοιπόν συντονισμένοι για μια προαγωγή που θα γινόταν σε μια τριετία»

Δεν γνωρίζω αν το ΑΚΕΛ, ως κόμμα εξουσίας πια, θα συνεχίσει την εν ψυχρώ πρόωθηση του ρουσφετιού ή, όπως τα άλλα κόμματα, θα χάσει κάποια χαρακτηριστικά του, όπως την κομματική μονολιθικότητα, και θα μπει κι αυτό στην εν θερμώ διεκπεραίωσή του.

ΤΟ ΠΛΕΓΜΑ ΤΟΥ ΝΕΟΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΡΟΥΣΦΕΤΙΟΥ

Λοιπόν, υπάρχει απίστευτη επιτυχία στην ανάδειξη των μελών του νεοκυπριακού κυκλώματος, που, σε βάρος της αξιοκρατίας καθώς και των προσόντων άλλων προσώπων, καταφέρνουν να αναδεικνύονται, να επιπλέουν και να επικρατούν.

Η επιτυχία αυτή συνίσταται στις ακόλουθες πλατφόρμες ανάδειξής τους. Α) Στην εσωτερική ενίσχυση: Στη μικρή Κύπρο υπάρχει ένα πλέγμα πληροφόρησης, αλληλοϋποστήριξης και ενίσχυσης των νεοκυπριακών κύκλων, μπορούμε να πούμε ότι λειτουργεί μια διακομματική συνεργασία, έτσι που κάποιο μέλος της νεοκυπριακής ιδεολογίας, ακόμη και το πιο ατάλαντο και ημιμαθές, να παίρνει υποστήριξη από διάφορες κομματικές ηγεσίες. Παρά τις διαφορετικές κομματικές εντάξεις, παρά τις έντονες, κάποτε, κομματικές αντιπαραθέσεις και αντιδικίες, το διακομματικό αυτό πλέγμα ομονοεί, συναινεί και συμπορεύεται όταν πρόκειται για προώθηση νεοκυπρίων. Με απλά λόγια: Όταν θα προωθηθεί ένας Ακελικός με εθνικές ευαισθησίες μία μερίδα της ηγεσίας του ΔΗΣΥ θα προσπαθήσει να τον αντικόψει, όταν πρόκειται για Ακελικό που συγχρωτίζεται με τους νεοκυπριακούς κύκλους θα κάνει τα στραβά μάτια ή, ακόμη, θα υποστηρίξει την ανάδειξή του. Ανάλογη συμπεριφορά επιδεικνύει και μια μερίδα της Ακελικής ηγεσίας για ενίσχυση των νεοκυπριακών μελών του συναγερμικού χώρου ή άλλων κομματικών συνόλων.

Β) Η έξωθεν υποστήριξη. Στην μικρή Κύπρο η υποστήριξη των ξένων, για την επιβολή ατόμων και καταστάσεων, είναι καθοριστική όπως και σε κάθε άλλη χώρα με μικρό πληθυσμιακό σύνολο. Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις που λαμβάνουν αφειδώς λεφτά, οι ατάλαντοι και ημιμαθείς που εργάζονται σε ποικίλους θεσμούς και υπηρεσίες, στιλβώνουν την εικόνα τους με εξωτερική υποστήριξη για να γίνουν παράγοντες της κυπριακής κοινωνίας. Προσκλήσεις σε σεμινάρια, υποτροφίες, ταινίες με άθλια σενάρια που επιχορηγούνται πάραυτα, είναι μέρος της ανάδειξης και καθιέρωσης καταστάσεων και προσώπων. Όλοι αυτοί οι μηχανισμοί (ΗΠΑ, Αγγλία, ΟΗΕ, Οργανισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης) είναι παμπόνηροι και αποτελεσματικοί, ξέρουν αμέσως να ξεχωρίσουν τα άτομα που θα υπακούουν στα κελεύσματα των ξένων και κατέχουν πως, με το μαγικό ραβδί τους, να τα μεταμορφώσουν από ατάλαντους και ημιμαθείς, σε λουστραρισμένους εκφραστές του νέου πνεύματος, των σύγχρονων καιρών και άλλων ηχηρών παρομοίων.

Γνωρίζουν πολύ καλά πως δεν μπορούν να αλλάξουν τη συνείδηση ενός λαού, όμως μπορούν να πετύχουν την στελέχωση των κομβικών σημείων της κυπριακής κοινωνίας με τοιούτους του συγκεκριμένου νεοκυπριακού φυράματος. Κομβικά σημεία, σημεία λήψης αποφάσεων, καθορισμού προτεραιοτήτων, επιβολής απόψεων. Μπορεί η κοινωνία να διαφωνεί, όταν όμως η πλειοψηφία στα κομβικά σημεία, (μιλάμε για μερικές εκατοντάδες ανθρώπων σε κυβερνητικά, κομματικά, πολιτιστικά,  και δημοσιογραφικά πόστα) δουλέψει με συντονισμό, ακόμη και η καταστροφική πορεία, ή η μεγαλύτερη παραξενιά, μπορεί να φαίνονται φυσιολογικά.

Είδα εκ του πλησίον αρκετά παραδείγματα, χαρακτηριστικότερο το θέμα των προσώπων που θα «αναδιδάξουν» την Ιστορία της Κύπρου.  Η αλλαγή της κυπριακής Ιστορίας, σύμφωνα με τα κελεύσματα των ξένων, αποτελεί προτεραιότητα για τα σύγχρονα κέντρα αποφάσεων. Επελέγησαν, λοιπόν, μερικοί νέοι άνθρωποι που δεν είχαν ιστορική παιδεία, δεν έδειξαν προηγουμένως οποιοδήποτε ενδιαφέρον για τις ιστορικές σπουδές, δεν διάβασαν ένα ιστορικό βιβλίο, δεν δημοσίευσαν οποιαδήποτε ιστορική μελέτη. Συζήτησα μαζί τους εκτενώς, και ενώ άκουγα με προσοχή την επιχειρηματολογία τους όλο και έστρεφα τη συζήτηση σε ιστορικές σχολές, σε θεωρητικά και μεθοδολογικά ζητήματα προσπέλασης του ιστορικού φαινομένου, σε μείζονα έργα ιστορικών, δυστυχώς δεν είχαν οποιαδήποτε γνώση. Κάποιοι, λοιπόν, τους υπέδειξαν ότι έπρεπε να ονομαστούν ιστορικοί για να γίνουν οι απόστολοι του νέου κινήματος αλλαγής της κυπριακής ιστορίας. Γιατί το σπινθηροβόλως  λεχθέν «στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις», που με αποστολικό τρόπο διέδιδε ο μεγάλος Γιάννης Τσαρούχη, για την ιδιαίτερη πατρίδα μας μπορεί να μετατραπεί «στην Κύπρο είσαι ό,τι σε δηλώσουν» και αν κάποια ξένα κέντρα αποφασίσουν να ονομάσουν μερικούς ότι είναι μεγάλοι ιστορικοί, ανανεωτές της πολιτικής και ιστορικής σκέψης ή σπουδαίοι λογοτέχνες, αυτό θεωρείται δεδομένο και επιβάλλεται.

Συνάντησα αργότερα αυτή την ομάδα των νέων σε ένα ξενοδοχείο, πήγα να παραλάβω έναν φίλο από την Ελλάδα, αυτοί περίμεναν μια αντιπροσωπεία ευρωβουλευτών να κατέβει από τα δωμάτιά τους, ομάδα ευρωβουλευτών που στήριζε τις προσπάθειές τους για αλλαγή της κυπριακής Ιστορίας. Με σύστησαν στους πρώτους ευρωβουλευτές που είχαν κατέβει. Περιμένοντας, λοιπόν, ξεμονάχιασα μια νεαρή βουλευτίνα, τανύσφυρο, καλλιπάρειο, φιλομειδή και καλλίπυγο, από βορειοευρωπαϊκή χώρα, και άρχισα τη συζήτηση:

-Ξέρετε, της είπα, υπάρχει μια επιφύλαξη στην Κύπρο γι’ αυτή τη διαπλοκή σας και ενίσχυση αυτής της τάσης για την κυπριακή Ιστορία, ότι διαμορφώνετε τη συγγραφή και διδασκαλία της με κύριο στόχο την επιβολή του σχεδίου Ανάν.

-Μα φυσικά, αυτό επιδιώκουμε, μου απάντησε με αφοπλιστική ειλικρίνεια.

Τότε κατάλαβα πως εκ του μη όντος τα μέλη της εν λόγω κυπριακής ομάδας έγιναν ιστορικοί εν μία νυκτί.

2. Τρεις στιγμές με τον Δημήτρη Χατζή

8 Ιουλίου, 2010


Γνώρισα τον Δημήτρη Χατζή το 1973, στη Γενεύη της Ελβετίας. Η Ένωση Ελλήνων Καθηγητών Δυτικοευρωπαϊκών Πανεπιστημίων, σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Γενεύης, είχε οργανώσει εκεί (Αύγουστο – Σεπτέμβριο) τον Κύκλο μαθημάτων για τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, πολιτική και λογοτεχνία. Περάσαμε αρκετές εβδομάδες πλούσιες σε εμπειρίες, γνώση και συζητήσεις.

Όπως ανέφερα και άλλη φορά,[1] ο Κύκλος μαθημάτων ήταν ένα πανεπιστημιακό σεμινάριο στη δημόσια εμφάνισή του, κατ’ ακρίβεια όμως ήταν μια αντιχουντική εκδήλωση με ξεκάθαρους πολιτικούς στόχους. Όλοι οι Έλληνες πανεπιστημιακοί ομιλητές είχαν πλούσια αντιδικτατορική δράση στις διάφορες πρωτεύουσες όπου δίδασκαν και όλες οι εισηγήσεις είχαν έντονο αντιχουντικό περιεχόμενο ή κατέληγαν αντιχουντικές στις συζητήσεις που άναβαν μετά.

Πολλοί μελετητές έχουν σημειώσει τα δύο κύματα εξόδου, προς την Ευρώπη, των διανοουμένων της μεταπολεμικής Ελλάδας. Το πρώτο κύμα, της μετεμφυλιακής εποχής, και το δεύτερο, της χουντικής περιόδου, συναντήθηκαν τότε στη Γενεύη. Δίδαξαν εκεί οι Κ. Σημίτης, Α. Μάνεσης, Γ. Κανδύλης, Α. Προβελέγγιος για το θέμα: «Οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα της σύγχρονης Ελλάδας», οι Σ. Καλογερόπουλος-Στρατής, Γ. Τενεκίδης, Θ. Πάγκαλος, Γ. Μαγκάκης, Γ. Σιώτης για το θέμα: «Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Κοινότητα», οι  Baud – Bovy, B. Bouvier, Α. Μυστακίδης – Μεσεβρινός και Δημήτρης Χατζής, (ο μόνος που ήλθε από πανεπιστήμιο της Ανατολικής Ευρώπης), για το θέμα: «Νεοελληνική γλώσσα και φιλολογία», και άλλοι πολλοί. Ακόμη, σε ειδικό κύκλο μαθημάτων, ο Ιάνης Ξενάκης παρουσίασε το μουσικό και θεωρητικό του έργο. Το ακροατήριό τους ήταν πενήντα φοιτητές που επελέγησαν από χίλιες περίπου αιτήσεις.

Οι φοιτητές εκεί, ανάλογα με τα ενδιαφέροντά τους, δημιούργησαν παρέες με τους διάφορους διδάσκοντες, η φιλολογική μου ροπή με οδήγησε στον Χατζή και αρκετές φορές συζήτησα μαζί του, είτε μόνος είτε με ολιγομελή παρέα, για διάφορα θέματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Καθόταν σιωπηλός και διακριτικός στην καφετέρια των διαλειμμάτων ή της αναμονής πριν να ξεκινήσουν οι εισηγήσεις και τα μαθήματα, φορώντας ρούχα παλιομοδίτικα (πάντοτε με σακάκι) που μου θύμιζαν ηλικιωμένους στο καφενείο της κοινότητάς μου τις δεκαετίες 50 – 60, όταν οι άλλοι καθηγητές, μέσα στην ευμάρεια της δυτικής καταναλωτικής κοινωνίας και λόγω των καλών μισθών των δυτικών πανεπιστημίων, φορούσαν ρούχα σύγχρονα, της τελευταίας μόδας.

Θυμάμαι στην καφετέρια μια από τις συζητήσεις μας για τον Σολωμό, κατ’ ακρίβειαν ακροάσεις μου γιατί, ύστερα από δυο τρία διευκρινιστικά λόγια και ερωτήσεις μου, αναλάμβανε αυτός τα περαιτέρω, εύχυμος και πλούσιος σε γνώσεις και απόψεις. Μιλούσαμε, λοιπόν, για τον Σολωμό. Ο Χατζής πίστευε ότι η αποσπασματικότητα του Σολωμού, τα σπαράγματα ενός ημιτελούς έργου, εξηγούνται από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της μη συγκρότησης εθνικής αστικής τάξης και εθνικού αστικού πολιτισμού στην Ελλάδα. Ανολοκλήρωτη εθνική τάξη στην Ελλάδα, ανολοκλήρωτο έργο του εθνικού μας ποιητή. Τον άκουγα με προσοχή και με πίστη, πάντως σήμερα, από τα πολλά που άκουσα από τον Δημήτρη Χατζή και εξακολουθώ να τον ακολουθώ, αυτή η ερμηνεία μου φαίνεται μονομερής.

Α. Για τον Κορδάτο

Σε ένα από τα πρώτα μαθήματά του, ο Χατζής μας παρουσίασε τις Ιστορίες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.[2] Τις παρουσίασε γλαφυρά, Γραμματολογίες Ελλήνων και ξένων, γραμμένες τον εικοστό αιώνα, για τη νεότερη λογοτεχνία μας. Δεν ανέφερε οτιδήποτε για την Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Κορδάτου καθώς και για δυο άλλες, ήσσονος σημασίας, που είχαν κυκλοφορήσει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, και όταν τέλειωσε η εισήγησή του σηκώθηκα και ρώτησα γιατί. Απάντησε απλά και με ειλικρίνεια:

“Δεν ανέφερα αυτά τα δύο βιβλία γιατί τα αγνοούσα, δεν ανέφερα, ακόμη, την Ιστορία του Κορδάτου, (του δάσκαλού μου Κορδάτου, πρόσθεσε) για να μην αναγκαστώ να μιλήσω αρνητικά γι’ αυτήν. Είναι αμέθοδη, γεμάτη λάθη και προκαταλήψεις.”

Μου έκανε εντύπωση η απάντησή του. Ήμασταν, τότε, νεαροί φοιτητές, νεόφυτοι στη μαρξιστική ιδεολογία, διαβάζαμε συνεχώς Κορδάτο και κάθε βιβλίο του το θεωρούσαμε αποκαλυπτικό νέων οριζόντων. Ακόμη, η γενικότερη στάση ήταν να εξακοντίζονται τα βέλη μόνο εναντίον του ιδεολογικού εχθρού και κάθε επιπολαιότητα, λάθος ή παράλειψη ή/και ανοησία των ανθρώπων του δικού μας ιδεολογικού κύκλου έπρεπε να αποσιωπάται, να παραβλέπεται ή να υποτονίζεται.

Η αρνητική τοποθέτηση του Δημήτρη Χατζή, κατεδαφιστική μάλλον, για ένα από τα “ιερά τέρατα” της Αριστεράς, όπως ήταν τότε ο Κορδάτος, μας αποκάλυψε μια καινούργια στάση, την κριτική στάση και για τους κύκλους της αριστεράς.[3]

Παρεμπιπτόντως να αναφέρω και κάτι ακόμη. Τότε έτυχε και μελετούσα το θέμα με τις Γραμματολογίες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, το θέμα που, όπως ανέφερα, μας ανέπτυξε ο Χατζής σε ένα από τα μαθήματά του, είχα σχεδόν δέκα Γραμματολογίες μαζί μου καθώς και καμιά δεκαριά άλλα βιβλία θεωρίας και κριτικής για Νεοέλληνες λογοτέχνες. Τα είχα πάρει στην Κύπρο, νέες εκδόσεις αλλά και παλιά βιβλία από το Μοναστηράκι,  ως αναγνώσματα του καλοκαιριού. Είχα έλθει στη Γενεύη απ’ ευθείας απ’ το νησί και τα κουβαλούσα μαζί μου, για να τα επιστρέψω στη βιβλιοθήκη του φοιτητικού μου δωματίου στην Αθήνα. Σε μια επίσκεψή του Χατζή στο διαμερισματάκι της Φοιτητικής εστίας, όπου έμενα, διαπίστωσα ότι αρκετά από αυτά δεν τα είχε υπ’ όψιν του, αγνοούσε την ύπαρξή τους.

-Είμαι τόσο αποκομμένος εκεί στην Βουδαπέστη, μου είπε με παράπονο.

Ένιωσα την πίκρα του, πίκρα ενός νεοελληνιστή που, λόγω της εξορίας του και των τειχών, τα οποία υπήρχαν όλη την μεταπολεμική περίοδο του Ψυχρού Πολέμου και που ενίσχυσε η χουντική λαίλαπα, μεταξύ της Ελλάδας και των χωρών του ανατολικού στρατοπέδου, δεν μπορούσε να παρακολουθήσει ούτε καν την εκδοτική δραστηριότητα για τα θέματα που μελετούσε. Του πρόσφερα όλα τα βιβλία που είχα, δεν ήθελε όμως να τα πάρει για να μη μου τα στερήσει, Απάντησα ότι τα διάβασα όλα το καλοκαίρι και αν ήθελα να αποκτήσω ξανά κάποια από αυτά για να τα έχω στη βιβλιοθήκη μου, όλη μέρα μπαινοβγαίνω στα βιβλιοπωλεία, τριγυρίζω στα παλαιοβιβλιοπωλεία στο Μοναστηράκι, και είναι κάτι εύκολο και φτηνό για μένα να τα έχω ξανά. Τα δέχτηκε συγκινημένος.

Β. Πρόσκληση  στην Κύπρο

Η επιτυχία του Κύκλου Μαθημάτων οδήγησε στην απόφαση να επαναληφθεί στη Γενεύη και τον επόμενο χρόνο, και ταυτόχρονα μια ομάδα Κυπρίων αποφάσισε να οργανώσει κάτι παρόμοιο και στην Κύπρο. Δηλαδή έναν κύκλο δράσεων με διαλέξεις και άλλες εκδηλώσεις, όπως θέατρο, κινηματογραφικές προβολές και μουσική συναυλία. Οι εκδηλώσεις ονομάστηκαν “Πολιτιστικές Εκδηλώσεις Καλοκαίρι ’74” και πέρα από την πολιτιστική διάσταση θα είχαν και σαφή αντιδικτατορικό χαρακτήρα. Για τις διαλέξεις προσκλήθηκαν οι Δημήτρης Χατζής, Γιάγκος Σιώτης, Αντώνης Μυστακίδης. Η έναρξη των εκδηλώσεων ορίστηκε για τις 24 Ιουλίου και στις 15 Ιουλίου δημοσιεύτηκε η πρώτη ανακοίνωση στον τύπο.[4] Όμως το πραξικόπημα και η εισβολή που ακολούθησε διάλυσαν τα πάντα. Εν τω μεταξύ, λίγες μέρες προηγουμένως, ο Χατζής μου απέστειλε επιστολή στην οποία ανέφερε ότι δεν μπορούσε να έρθει στην Κύπρο, γιατί σημειώθηκε ξαφνική κρίση της υγείας του, είχε αιμοπτύσεις και ο γιατρός του απαγόρευσε κάθε μετακίνηση. Στην επιστολή του μου ανέφερε ότι αν δημοσιευόταν τόμος με τα πρακτικά των εισηγήσεων θα ήθελε να συμπεριληφθεί και το δικό του κείμενο για την Κυπριακή λογοτεχνία, ένδειξη ότι είχε ολοκληρώσει την εισήγησή του για τις εκδηλώσεις “Καλοκαίρι 74.”[5] Αγνοώ που βρίσκεται αυτό το κυπρολογικό κείμενο του Δημήτρη Χατζή. Πάντως από τα εξονυχιστικά βιβλία του Γουλανδρή, Βιβλιογραφικό μελέτημα (1930 – 1989) Δημήτρη Χατζή και  Βιβλιογραφικό μελέτημα συμπληρώματα 2 (1936 – 1993) Δημήτρη Χατζή. Ευρετήρια, δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε δημοσίευμα που θα μπορούσε να συσχετιστεί με το κείμενο αυτό.

Γ. Επιστροφή στην Ελλάδα

Ξαναβρεθήκαμε στην Αθήνα μετά τη μεταπολίτευση. Η Κύπρος είχε καταστραφεί, η δικτατορία είχε καταρρεύσει και ο ίδιος είχε επιστρέψει στην πατρίδα του, ύστερα από τόσα πολλά χρόνια εξορίας. Ήταν συγκινητικές στιγμές, συζητήσαμε για πάρα πολλά, για την Ελλάδα, την κυπριακή τραγωδία, την ελληνική φιλολογία. Θυμάμαι ότι στην αρχή της συζήτησης ρωτούσε με ανησυχία για την Κύπρο, αν οι Τούρκοι θα προχωρούσαν και σε νέα ένταση ή, ακόμη, και σε επεισόδια, με αφορμή την επιστροφή του Μακαρίου, που θα έφτανε στο νησί οσονούπω, πέντε, περίπου, μήνες μετά τη φυγή του και την παραμονή του στο εξωτερικό, λόγω του πραξικοπήματος και των καταστάσεων που δημιούργησε η τουρκική εισβολή που ακολούθησε. Νομίζω ότι καθίσαμε στο Ζαχαροπλαστείο Το Ρωσικό, αρχές Δεκεμβρίου του 1974. Ζητούσα επιμόνως μια συνέντευξη, θα δημοσιευόταν στην εφημερίδα Τα Νέα της Λευκωσίας, στην οποία είχα δημοσιεύσει προηγουμένως συνεντεύξεις των Σαμαράκη και Κουμανταρέα, ενώ μια άλλη συνέντευξή μου, από τον Γιάννη Σκαρίμπα, είχε δημοσιευτεί στον Φιλελεύθερο. Το απέκλειε γιατί ήταν ειλημμένη πια η απόφασή του για περίοδο περισυλλογής και ηρεμίας, μετά την έντονη δημοσιότητα και προβολή που προκλήθηκαν με την επιστροφή του στην Ελλάδα, ότι έπρεπε να αποφεύγει πια άλλες δηλώσεις και συνεντεύξεις. Είδε την πίκρα και απογοήτευσή μου και κάποια στιγμή, ύστερα από πολλή ώρα,  μου είπε ότι κατ’ εξαίρεσιν θα έδινε μια συνέντευξη σε μένα. Πιστεύω ότι το έκανε για πολλούς λόγους, κυρίως ήταν μια υποχώρηση για την Κύπρο, που τότε η τραγική κατάστασή της προκαλούσε συναισθηματισμό που ακύρωνε λογικές και προειλημμένες αποφάσεις, ακόμη: μια συνέντευξη στην περιφέρεια θα περνούσε απαρατήρητη και δεν θα είχε, δημοσιευμένη σε εφημερίδα της Λευκωσίας, εκείνο τον αντίκτυπο όπως αν έδινε συνέντευξη σε γνωστό αθηναϊκό έντυπο, αντίκτυπο που ήθελε να αποφύγει. Ας μου επιτραπεί να προσθέσω ότι ίσως να έπαιξε ρόλο και η εμφανής πίκρα μου προηγουμένως, λόγω της αρχικής άρνησής του. Δεν πήρα αυτή τη συνέντευξη. Κατάλαβα ότι υποχώρησε λόγω συναισθηματισμού και έτσι όσες φορές επικοινωνήσαμε απευθείας ή μέσω τρίτων δεν έκανα οποιαδήποτε νύξη για την υλοποίηση  της υπόσχεσής του για  συνέντευξη.

Στη συνάντησή μας στο ζαχαροπλαστείο εξέφρασε έντονα και την αντίθεσή του στις ενέργειες του Σαμαράκη  για την επιστροφή του στην Ελλάδα. Όταν μπλεχτεί ο Σαμαράκης σε μια υπόθεση, τα φορτίζει όλα με συναισθηματισμούς και φιλανθρωπισμό,  έτσι έκανε και για τη δική μου περίπτωση, κάτι που εγώ δεν ήθελα, μου είπε.

Φοβάμαι ότι θα παρεξηγηθώ αν δεν δώσω για το θέμα αυτό κάποιες διασαφήσεις. Ο Χατζής θεωρούσε την επιστροφή του στην Ελλάδα ως ευλογία, ένιωθε άφατη αγαλλίαση κυκλοφορώντας ελεύθερος στην πατρίδα του και αισθανόταν βαθιά ευγνωμοσύνη προς το πρόσωπο του Αντώνη Σαμαράκη που πρωτοστάτησε για την επιστροφή του, με πιέσεις, επαφές και κάνοντας κάθε τι για να κρατήσει το θέμα της επιστροφής του Χατζή ανοικτό. Όμως ο συγγραφέας των Ανυπεράσπιστων δεν ήθελε να επιστρέψει έτσι. Δηλαδή ως ο γνωστός και καταξιωμένος λογοτέχνης για τον οποίο κινητοποιήθηκαν διάφορες προσωπικότητες και που κατά χάριν, και λόγω προσωπικής παρέμβασης του ίδιου του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, του επετράπη να γυρίσει στην πατρίδα του με παραγραφή της θανατικής ποινής του. Ο Δημήτρης Χατζής, βαθύτατα πολιτικό ον, ήθελε η  επιστροφή του στην πατρίδα να είναι αποτέλεσμα μιας πολιτικής πράξης, δηλαδή με αμνήστευση και παραγραφή των ανομημάτων του εμφυλίου και επάνοδο στην Ελλάδα των πολιτικών προσφύγων, γνωστών και μη. Ήθελε να επιστρέψει με όλους τους άλλους, που βίωναν την πίκρα της εξορίας, και όχι μόνος του, κατ’ εξαίρεσιν και κατά χάριν.

Σάββας Παύλου


[1]) α) Τριάντα χρόνια από το «πείραμα» της Γενεύης Μια ενδιαφέρουσα απόπειρα νεοελληνικών σπουδών τον καιρό της δικτατορίας, εφ. Πολίτης, Λευκωσία, 28 Σεπτεμβρίου 2003, σ. 18 και περ. Αντί, Αθήνα, 17 Οκτωβρίου 2003, αρ. 798, σ. 29.

β) Για τον Ιάνη Ξενάκη  – Μια μαρτυρία, εφ. Η Καθημερινή, Αθήνα, 8 Απριλίου 2001, σ. 57.

[2]) Ο Χατζής έφτασε από το Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης και δίδαξε στον Θερινό Κύκλο μαθημάτων δώδεκα ώρες με θέμα: Η νεοελληνική λογοτεχνία και φιλολογία. Για το μάθημά του που αναφερόταν στις Ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας βλ. Μικρό Νεοελληνικό Όργανο Εκλογή κειμένων (1947 – 1975) του Δημήτρη Χατζή για το Νέο Ελληνισμό, Επιλογή κειμένων, σημειώσεις, μεταγραφή Νίκος Γουλανδρή, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1995, σ. 216 – 223.

[3] ) Από το βιβλίο της Βενετίας Αποστολίδου, Λογοτεχνία και Ιστορία στη Μεταπολεμική Αριστερά. Η παρέμβαση του Δημήτρη Χατζή 1947 – 1981, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2003, σ. 102, αποσπώ  το ακόλουθο απόσπασμα που σχετίζεται με το θέμα του Κορδάτου: “Ελάχιστες κριτικές γράφτηκαν για το έργο [του Γ. Κορδάτου, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας]. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Χατζής, ενώ μιλά για πολλές ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας, δεν εκφράζει ούτε μία κρίση του γι’ αυτήν.”

[4] ) Ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις “Καλοκαίρι ’74”, εφ. Κύπρος, Λευκωσία, 15 Ιουλίου 1974, σ. 8

[5] ) Σ. Π., Ένα ματαιωμένο ταξίδι του Δημήτρη Χατζή στην Κύπρο, περ. Μικροφιλολογικά, Λευκωσία, άνοιξη 2000, αρ. 7, σ. 33-35.

2β Κρυπτοχριστιανοί και Κρυφό σχολειό

2 Ιουλίου, 2010

ΚΡΥΠΤΟΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΚΑΙ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Στην ελληνική ιστοριογραφία το θέμα του κρυφού σχολειού προκάλεσε πολλές συζητήσεις και αντιπαραθέσεις. Υπήρξε, μάλιστα, ειδικά τα τελευταία χρόνια, έντονη προσπάθεια κατάρριψής του. Θεωρήθηκε ως ένας μύθος που οικοδόμησε η εθνοκεντρική ελληνική ιστοριογραφία και εδραίωσε πανηγυρικά ο γνωστός πίνακας του Νικολάου Γκύζη και το ποίημα του Ιωάννη Πολέμη με τίτλο «Το κρυφό σχολειό».

Οι προσπάθειες κατάρριψής του όμως δεν έλαβαν υπ’ όψιν δύο πολύ βασικά στοιχεία για το θέμα αυτό. Ότι η έννοια «κρυφό σχολειό» είναι διαχρονική και με την ίδια ή παράλληλη ονομασία αποκαλούσαν τρόπους και χώρους διδασκαλίας διαφόρων θεμάτων, που δεν ήταν αρεστά στην κυρίαρχη τάξη και την κρατική εξουσία. Χαρακτηριστικά, κρυφό σχολειό είχαμε και κατά τις περιόδους της βυζαντινής εξουσίας όταν, με τη δικαιολογία του αγώνα εναντίον της ειδωλολατρίας, υπήρχε έντονη και φανατική πάλη εναντίον των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Οι λάτρεις της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και λογοτεχνίας, με συνωμοτικό τρόπο, είχαν χώρους συναντήσεων για συζήτηση και διδασκαλία αυτών των θεμάτων και τρόπους διαφύλαξης και αναπαραγωγής/αντιγραφής των αρχαίων κειμένων.

Και στα νόμιμα σχολεία της τουρκοκρατίας, οι Έλληνες καθηγητές και μαθητές, μέσα στην εγκεκριμένη, εκ μέρους των οθωμανικών αρχών,  σχολική ζωή και διδασκαλία, είχαν τρόπους για να διδαχθούν και διάφορα θέματα που ήταν ανεπίτρεπτα για τους Τούρκους, που αν πληροφορούνταν ότι διδάσκονταν τέτοια πράγματα, θα επέπιπταν με βαρύ πελέκι. Με άλλα λόγια, το 1830 ή το 1870 π.χ., στα ελληνικά σχολεία της Μικρασίας και της Κρήτης και των άλλων περιοχών της οθωμανικής επικράτειας, οι καθηγητές, με συνωμοτικό τρόπο, σε κλειστές τάξεις, μάθαιναν στα ελληνόπουλα πολλά και διάφορα, από ποιήματα εθνεγερτικά μέχρι ειδήσεις από την Ελλάδα και μαθήματα Ιστορίας, εθνικού κλέους και υπερηφάνειας. Δηλαδή λειτουργούσε “κρυφό σχολειό” μέσα στο νόμιμο σχολείο.

Όμως, το κυριότερο, που δεν έλαβαν υπ’ όψιν οι διάφοροι θεωρητικοί, που με πολιορκητικό κριό προσπαθούν να καταρρίψουν το θέμα του κρυφού σχολειού, είναι οι τρόποι μεταλαμπάδευσης της θρησκευτικής πίστης και κουλτούρας τους που ανέπτυξαν οι κρυπτοχριστιανοί. Δυστυχώς, η ελληνική ιστοριογραφία κέντρωσε στη μελέτη της παιδείας στα μεγάλα και αναπτυγμένα κέντρα του ελληνισμού, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη κ.λπ., και άφησε χωρίς  ενδελεχή εξέταση τις απέραντες αγροτικές εκτάσεις της Μικράς Ασίας και ειδικά τις περιοχές των κρυπτοχριστιανών.

Οι Κρυπτοχριστιανοί αποτελούσαν εκτεταμένο φαινόμενο της Τουρκοκρατίας, που παρουσιάστηκε σε αρκετές περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Επίσημα δήλωναν μουσουλμάνοι, στα κρυφά συνέχιζαν την πατροπαράδοτη εκδήλωση και δήλωση πίστης προς τον Χριστιανισμό. Και αυτό έπρεπε να το κρύβουν καλά, γιατί η αποκάλυψή τους θα σήμαινε, ειδικά στις περιοχές της Μικράς Ασίας, τη μήνη και τη σκληρή τιμωρία των Οθωμανών, που εντόπιζαν στη στάση τους και σοβαρότατο θέμα εξαπάτησής τους και υποτίμησης της μουσουλμανικής θρησκείας. Το φαινόμενο των κρυπτοχριστιανών, (των λινοβάμβακων, όπως αποκαλούνταν στην Κύπρο), άρχισε να μελετάται τελευταία και αρκετές σελίδες έρευνας έχουν κατατεθεί.

Είναι, λοιπόν, εύλογο ότι η μύηση των νεότερων μελών στον χριστιανισμό, η μεταλαμπάδευση γνώσεων και διδασκαλιών για τη χριστιανική θρησκεία, η τελετουργία μυστηρίων του χριστιανισμού, οι πρακτικές αναγνώρισης των κρυπτοχριστιανών μεταξύ τους, οι μέθοδοι απόκρυψης της πίστης και η συνωμοτική προστασία από τους Οθωμανούς και τις αρχές της Τουρκοκρατίας, έπρεπε να διδάσκεται μυστικά και να γίνεται με χίλιες προφυλάξεις. Το βάρος, κατά κύριο λόγο,  επωμιζόταν η οικογένεια. Γονείς, παππούδες και γιαγιάδες μιλούσαν συνωμοτικά στα μικρά παιδιά για τα θεμελιώδη της χριστιανικής θρησκείας, μεταλαμπάδευαν την πίστη. Υπήρχε, όμως, και έκφραση του συλλογικού πνεύματος της κοινότητας των κρυπτοχριστιανών. Κάπου έπρεπε να μαζευτούν για να ακούσουν, από όσους ήξεραν γράμματα, συναξάρια αγίων, ψαλμούς, το «Πάτερ ημών» και άλλες προσευχές, για να μάθουν τα νεαρά μέλη των κρυπτοχριστιανών ανάγνωση και ύμνους. Το κρυφό σχολειό   ήταν  απαραίτητο στοιχείο στη θρησκευτική και πολιτιστική  συνέχεια των κρυπτοχριστιανών.

Στην εξέλιξη, οι κρυπτοχριστιανοί είτε έγιναν μουσουλμάνοι είτε επέστρεψαν επίσημα στην πατρώα θρησκεία. Και στις δυο περιπτώσεις έσβησαν από τη συλλογική τους μνήμη τα σχετικά με την προηγούμενη περίοδο του κρυπτοχριστιανισμού και του κρυφού και συνωμοτικού τρόπου μετάδοσης της χριστιανικής πίστης. Όσοι αποφάσισαν να γίνουν πλήρως μουσουλμάνοι έσβησαν τη μη τιμητική γι’αυτούς στάση, όταν ήταν «άπιστοι» και μηχανεύονταν διάφορους τρόπους, για να ξεγελάσουν τις οθωμανικές αρχές και τους άλλους μωαμεθανούς που, τώρα, τους αισθάνονταν ως ομόθρησκους αδελφούς. Όσοι προσχώρησαν και επίσημα στον χριστιανισμό έσβησαν από τη συλλογική τους μνήμη τους μυστικούς και συνωμοτικούς τρόπους μεταλαμπάδευσης της χριστιανικής θρησκείας, έσβησαν, γενικά, την ταπεινωτική περίοδο κατά την οποία υποκρίνονταν τους μουσουλμάνους. Αφήνοντας μια απροσδιόριστη αύρα από εντυπώσεις και δεδομένα που αναφέρονταν στις δυσκολίες των σκλαβωμένων Ρωμιών να διδαχθούν γράμματα και πίστη.

Ξύρισμα

1 Ιουλίου, 2010

1. Ξύρισμα στην Πράσινη Γραμμή

2. Εγώ φταίω α’

3. Εγώ φταίω β’

4. Ο Μικρός Ήρως και η Κύπρος

5. Μηδείς ανιστόρητος εισίτω

6. Δεξιοί και αριστεροί μάγοι

7. Η δύναμη των λέξεων και των όρων – συνταγματολογικά

8. Η ‘ἀνακάλυψη» των Τουρκοκυπρίων

9. …Τη δεύτερη φορά σαν φάρσα

10. Χωριά ‘Ποτέμκιν’ στη δημοσιογραφία

11. Παιγνίδια στην άμμο

12. Η νέα δολοφονία των πέντε αιχμαλώτων α’

13. Η νέα δολοφονία των πέντε αιχμαλώτων β’

14. Τουρκική πολιτική και αγνοούμενοι


1. ΞΥΡΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΣΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ

Πρόσφατα, χαλκέντερος της δημοσιογραφίας θεράπων, μας αποκάλυψε ότι η Βρετανική πρεσβεία του υποδείκνυε και τον πίεζε να πάει ως αρχισυντάκτης της εφημερίδας στην Πράσινη Γραμμή και μαζί με έναν Τουρκοκύπριο δημοσιογράφο, εκπρόσωπο εφημερίδας που κυκλοφορούσε στα κατεχόμενα, να φυτέψουν εκεί δυο δέντρα. Μεγάλος ο συμβολισμός αυτής της εκδήλωσης, κατά τους Βρετανούς που είχαν αυτήν τη φαεινή ιδέα: «Δύο δημοσιογράφοι, εκπρόσωποι των δύο εν διαστάσει κοινοτήτων της Κύπρου, φυτεύουν δέντρα στη Γραμμή αντιπαράταξης, ίσον η πράσινη  ελπίδα που φυτρώνει και καλύπτει τις αντιπαλότητες, τα μίση και την εχθρότητα και έτσι προοιωνίζεται μέλλον φωτεινό και εδεμικό».

Πράγματι, η Πράσινη Γραμμή έχει γίνει το κέντρο ποικίλων παρόμοιων εκδηλώσεων, που θεωρούνται ότι δημιουργούν το καλό κλίμα, εξαποστέλλουν μηνύματα που βοηθούν τη λύση, εκφράζουν τη νέα προσέγγιση του Κυπριακού που θα φέρει οσονούπω καρπούς. Στην Πράσινη Γραμμή πετούν  περιστέρια, πετούν χαρταετούς, πετούν μπαλόνια, ζωγραφίζουν και χορεύουν, γίνονται ακόμη ποικίλες παρόμοιες εκδηλώσεις ων ουκ έστι αριθμός.

Έμπλεος αυτού του πνεύματος εκδηλώσεων εκατέρωθεν της γραμμής αντιπαρατάξεως κάποιος θα μπορούσε να προτείνει μια εκπληκτική ιδέα που θα σημάνει και θα συμβολίζει τόσα πολλά: Κοινό ξύρισμα στην Πράσινη Γραμμή. Δηλαδή: Θα μεταβούν στην Πράσινη Γραμμή Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι κουρείς με τα σύνεργά τους, πετσέτες, ξυράφια, κρέμες ξυρίσματος, ένα κάθισμα κι έναν καθρέφτη. Θα εγκατασταθούν οι Ελληνοκύπριοι κουρείς στη μια πλευρά της γραμμής αντιπαράταξης και οι Τουρκοκύπριοι στην άλλη. Εδώ πρέπει να προσέξουμε το θέμα της πολιτικής ισότητας. Επειδή οι Ελληνοκύπριοι κουρείς είναι πολυπληθέστεροι, πρέπει ένας μηχανισμός ελέγχου να μη επιτρέψει να εγκατασταθούν περισσότεροι στο εμπνευσμένο αυτό συμβάν, αλλιώς χάπενινγκ. Όσοι Τουρκοκύπριοι τόσοι και Ελληνοκύπριοι κουρείς. Οι πολίτες της Κύπρου θα μπορούν δωρεάν να καθίσουν στην καρέκλα, μπροστά στον καθρέφτη, για ξύρισμα. Όμως ο κουρέας θα τους ξυρίζει μόνο το ένα μάγουλο, για να τελειώσουν θα μεταβαίνουν στην αντίπερα πλευρά και εκεί ο Τουρκοκύπριος κουρέας θα τους ξυρίζει το άλλο μάγουλο και θα τελειώνουν. Η ολοκλήρωση του ξυρίσματος λοιπόν θα γίνεται με την πρόσθεση της εργασίας δύο κουρέων. Αντίστοιχα οι Τουρκοκύπριοι θα ξυρίζουν το ένα μάγουλο τους σε κάποιο Τουρκοκύπριο κουρέα και θα έρχονται προς εδώ για τα περαιτέρω, θα στρέφουν «την ετέραν παρειάν» στον Ελληνοκύπριο κουρέα για να τελειώσει η δουλειά.

Το θέμα θα προκαλέσει συναισθηματικούς κραδασμούς και ρίγη συγκινήσεως λόγω της τεράστιας συμβολικής συμπύκνωσης που θα αποστέλλει. Μπορούμε από κοινού να τελειώσουμε τη δουλειά θα λέει ένδακρυς η στρατωνισμένη πολιτική μαρίδα, είδες η συνεργασία τι κάνει!!!.

Ποιητές θα γράψουν τα διατεταγμένα ποιήματά τους, γεμάτα αίσθημα και πολιτική συνθηματολογία, ποιήματα που πάντα το κυπριακό κατεστημένο τα πρόβαλλε και τα επαινούσε, θα μιλούν για το πνεύμα συμπόρευσης και την αλληλοκατανόηση «μεταξύ των δύο κοινοτήτων», για τον κοινό στόχο και την κοινή προσπάθεια που φέρνει αποτελέσματα. Άλλοι δημοσιογράφοι θα μιλούν για την «κυπριακή λύση» στο θέμα του ξυρίσματος, θα τονίζουν λυγμικά και αποκαλυπτικά: «Είδατε που χρησιμοποιούσαν τα ίδια εργαλεία, είδατε που Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι ξυρίζουν με τον ίδιο τρόπο!!! Δεν διαφέρουμε σε τίποτα, άρα και στο Κυπριακό….» και θα ακολουθούν τα συνεπαγόμενα πολιτικά συμπεράσματα.

Επειδή όμως ουδείς θα λέει για το πολιτικό συγκείμενο στο πλαίσιο του οποίου θα ζουν οι πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας, για τις αρχές και αξίες που θα καθορίζουν το πλαίσιο λύσης, αν και κατά πόσον τα ανθρώπινα δικαιώματα θα είναι σεβαστά και αδιαπραγμάτευτα και, ακόμη, επειδή ο Κωνσταντίνος Γιαγκουλλής στο βιβλίο του Θησαυρός κυπριακής διαλέκτου, (Λευκωσία 2005), επεξηγεί το ξουρίζω με τα ακόλουθα: «ξυρίζω, μεταφορικά  δουλεύω κάποιον λέγοντάς του ψέματα», θα έλεγα προς τους ιθύνοντες και τους θιασώτες όλων αυτών των εκδηλώσεων: Φτάνει πια αυτό το ξούρισμα, μας έχετε κατακόψει.