Archive for Φεβρουαρίου 2011

ΜΙΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

27 Φεβρουαρίου, 2011

 

 

Λίγα χρόνια πριν από την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση έφτασε στο νησί απεσταλμένος των Βρυξελλών, για μια εβδομάδα. Σκοπός του: να ετοιμάσει έκθεση για τη γλωσσική πραγματικότητα της Κύπρου, καθώς και για τη σχετική  νομοθεσία και πρακτική της. Σύνηθες φαινόμενο για όλες τις υπό ένταξη χώρες, για τις οποίες οι διάφοροι κομισάριοι τροφοδοτούν τις Βρυξέλλες με πληθώρα εκθέσεων για κάθε θέμα.

Μου τηλεφώνησε και μου ζήτησε να συναντηθούμε, για να ακούσει και τις δικές μου απόψεις, κάποιος τον κατατόπισε ότι ασχολούμαι με το  θέμα της γλώσσας και ότι σχετικά άρθρα και μελέτες μου τυπώθηκαν σε διάφορα έντυπα. Στη συνάντηση μαζί μου ήταν πολύ κουμπωμένος και αποστασιοποιημένος, εγώ του μίλησα απλά και με ειλικρίνεια και του έδωσα αρκετά στοιχεία και σημειώσεις. Τα πήρε και έφυγε, σε δυο μέρες μου τηλεφώνησε να ξαναβρεθούμε. Στη συνάντησή μας μου είπε ότι συνάντησε εκπροσώπους κομμάτων, μειονοτικών ομάδων και κυβερνητικών υπηρεσιών και διαπίστωσε ότι όσα του είπα αποδείχτηκαν αληθινά, ξανασυζητήσαμε για διάφορες πλευρές του γλωσσικού, μου ζήτησε και άλλες διευκρινήσεις και στοιχεία. Έφυγε και σε δυο μέρες επικοινώνησε μαζί μου και ζήτησε να βρεθούμε πάλι, γιατί τη μεθεπόμενη  μέρα θα έφευγε και ήθελε, πριν αναχωρήσει, να έχει έτοιμη, τουλάχιστο σε πρόχειρη γραφή, την αναφορά του για τα γλωσσικά της Κύπρου.

Την άλλη μέρα βρεθήκαμε, ήτανε καλοκαίρι, καθίσαμε στη βεράντα του σπιτιού μου, ήπιαμε τις μπύρες μας και συντάξαμε μαζί το προσχέδιο για την έκθεση προς Βρυξέλλες. Όταν τελειώσαμε μου ανέφερε ότι αισθάνεται άσχημα, γιατί με αντιμετώπισε στην αρχή με επιφύλαξη, γιατί ήταν κουμπωμένος, αμήχανος και, κάποτε, ανταγωνιστικός. Όταν έφτασα στην Κύπρο, άμα έλεγα το όνομά σου σε διάφορους με τους οποίους επικοινώνησα για να ξεκινήσω τη δουλειά μου, ότι δηλαδή θα σε έβλεπα και σένα, άκουγα ένα κατηγορητήριο εναντίον σου, που εγώ, μου είπε, μη γνωρίζοντας πρόσωπα και καταστάσεις του νησιού, εύκολα πήγα να το πιστέψω.

Και ποιες είναι οι κατηγορίες; ρώτησα.

-Πρώτο ότι καταδιώκεις την κυπριακή διάλεκτο, μόνο την κοινή ελληνική αποδέχεσαι.

-Δεύτερο ότι είσαι εναντίον των ξένων γλωσσών, οι Κύπριοι να ξέρουν μόνον τα ελληνικά.

-Τρίτο, περιφρονείς τις γλώσσες των άλλων ομάδων.

Για το θέμα της γλώσσας έγραψα και μίλησα αρκετές φορές. Δεν είμαι γλωσσολόγος, γι’ αυτό όποτε αναφέρθηκα στο θέμα της γλώσσας, πιστεύοντας στη τεράστια σημασία της για τη συγκρότηση του ατομικού και συλλογικού κόσμου, τόνιζα πάντοτε απλές αρχές και απλά πράγματα.

Για το θέμα της γλωσσομάθειας στην Κύπρο και στον ευρύτερο ελληνικό χώρο υποστήριξα θερμά την εκμάθηση ξένων γλωσσών. Μάλιστα τόνιζα ότι δεν είναι αρκετή η γνώση της επικρατέστερης ξένης γλώσσας, που είναι η αγγλική, αλλά και άλλων ξένων γλωσσών, για να μην υπάρχει πλήρης επικράτηση του αγγλοσαξωνικού μονομορφισμού. Ανέφερα χαρακτηριστικά, πόσες διαφορετικές παρατηρήσεις και διαφορές απόψεων εντοπίζεις σε γαλλικά, ιταλικά ή γερμανικά άρθρα, που αναφέρονται σε διεθνή θέματα, από τις απόψεις και ερμηνείες που διατυπώνονται στα γνωστά αγγλικά και αμερικανικά περιοδικά. Αλίμονο, τόνισα, αν εκτός από τα ελληνικά έντυπα, γνωρίζουμε μόνο την αγγλοαμερικανική εκδοχή. Η θέση μου ήταν και είναι απλή και σαφής: Γνώση ξένων γλωσσών, πολλών ξένων γλωσσών, και ταυτόχρονα τόνιζα με έμφαση ότι η στροφή στη γλωσσομάθεια πρέπει να προϋποθέτει την άριστη γνώση και συνεχή καλλιέργεια της πανελλήνιας κοινής.

Για το θέμα της κυπριακής διαλέκτου. Πάντα έδειξα την αγάπη μου και την εκτίμησή μου στην κυπριακή διάλεκτο, την ελληνικότατη κυπριακή διάλεκτο, έγραψα πόσα εκφραστικά έχει να δώσει στο θέατρο, στην ποίηση και αλλού. Μίλησα για τη χρήση της διαλέκτου χωρίς ενοχές και αισθήματα μειονεξίας. Όμως τόνιζα πάντοτε: αγάπη στην κυπριακή διάλεκτο και ταυτόχρονα άριστη γνώση της πανελλήνιας κοινής, για να επικοινωνεί αβίαστα ο μαθητής μας και ο Κύπριος γενικά με τα άλλα δεκαπέντε, περίπου, εκατομμύρια ομογλώσσων και ομοεθνών και για να επικοινωνεί με το πολιτιστικό και επιστημονικό συγκείμενο, με τα εκατοντάδες χιλιάδες βιβλία και τα εκατομμύρια άρθρα για όλα τα θέματα, που είναι γραμμένα στην κοινή ελληνική. Γιατί ακόμη δεν τυπώθηκε βιβλίο ιατρικής, φιλολογίας, ομηρικών σπουδών, χημείας, φυσικής ή άλλης επιστήμης, γραμμένο στην κυπριακή διάλεκτο.

Για το θέμα των παιδιών που προέρχονται και από ξένες χώρες, από μικτούς γάμους κατοίκων της Κύπρου με άνδρες και γυναίκες από Βουλγαρία, Σερβία, Ρουμανία και άλλες χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ (μέχρι τότε αυτό ήταν το κυρίαρχο φαινόμενο, πριν από την έλευση του νέου κύματος οικονομικών μεταναστών από τον τρίτο κόσμο) τόνισα πόσο είναι απαραίτητο να μην αποκοπούν από τη γλώσσα του ενός γονέα τους, τόνισα πόσο σημαντικό είναι για την κυπριακή κοινωνία να κατέχουν διάφορα μέλη της εκτός από την άριστη γνώση της ελληνικής και τα βουλγαρικά, τα ρουμανικά, τα ρωσικά και άλλες γλώσσες. Και στο Υπουργείο Παιδείας επιχειρηματολόγησα ότι τα παιδιά αυτά θα μεγαλώσουν και θα μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στις τόσες επαφές, επιχειρηματικές δραστηριότητες, τουρισμό, πολιτιστικές εκδηλώσεις, μεταφράσεις κ.λπ., ότι η κυπριακή κοινωνία δεν πρέπει να χάσει αυτή τη δεξιότητα της άνετης και αβίαστης γνώσης αυτών των γλωσσών από αυτή την ομάδα των παιδιών που προέρχονται από μικτούς γάμους και θα ζουν στην Κύπρο.

Ψάχνοντας λοιπόν το θέμα, για τα αρνητικά που μου απεδόθησαν, βρήκα το νήμα που τα συνέδεε και τα επεξηγούσε. Κι αυτό ήταν η εμμονή μου στην πανελλήνια κοινή. Γιατί επέμενα: Κυπριακή διάλεκτος και πανελλήνια κοινή. Ξένες γλώσσες και πανελλήνια κοινή. Τα παιδιά των ξένων να μαθαίνουν και τη γλώσσα της χώρας από την οποία προέρχονται αλλά και άριστη εκμάθηση της πανελλήνιας κοινής.

Λοιπόν, η πανελλήνια κοινή φαίνεται ότι για τους διάφορους, που ποικίλα συμφέροντα τους κινούν στην Κύπρο, αποτελεί το κόκκινο πανί. Η πανελλήνια κοινή είναι υπό κατηγορίαν στην Κύπρο γιατί δεν βολεύει τα σχέδια της νεοκυπριακής εθνογένεσης και άλλων ανοησιών.

Χαρακτηριστικά, μικρόνους καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου, εξέφρασε την άποψη ότι οι επίσημες γλώσσες της Κύπρου πρέπει να είναι δύο: η κυπριακή διάλεκτος και η αγγλική.

 Ω τάλαν πανεπιστημιακέ τούτα τα λίγα: Οι παλιότερες γενιές, ακόμη και αυτοί που ήσαν απόφοιτοι του δημοτικού, όταν χρειάζονταν να εκφραστούν στην πανελλήνια κοινή μιλούσαν άψογα και εκφραστικά.  Σήμερα, στην Κύπρο, εκατοντάδες λόγιοι και ευαίσθητοι άνθρωποι γνωρίζουν και χειρίζονται την ελληνική κοινή καλύτερα και από τον μέσο μορφωμένο Αθηναίο/Ελλαδίτη. Κι είναι αυτοί που σφραγίζουν τις εξελίξεις στο νησί, που δημιουργούν την πνευματική του ευρυχωρία.

Δυστυχώς διάφοροι ανελλήνιστοι μανδαρίνοι και ημιμαθείς πανεπιστημιακοί, που δεν μπορούν γράψουν μια πρόταση με σωστά ελληνικά, επέπεσαν επί της ταλαιπώρου νήσου και τη συμπλεγματικότητά τους, για την άγνοια της ελληνικής κοινής, προσπαθούν να την ιδεολογικοποιήσουν, να την συνδέσουν με τα ύποπτα σκευάσματα  για να υπονομεύσουν κάθε τι που εκφράζει τη σύνδεση της Κύπρου με τον ευρύτερο ελληνικό χώρο. Δημιουργώντας σίγουρα την πνιγηρή κακομοιριά του επαρχιωτισμού.

Απλώς δεν θα τους περάσει. Γιατί η μιζέρια και η κακομοιριά, όπως και τα διάφορα συμπλέγματα του ανελλήνιστου και ημιμαθούς, δεν μπορεί να ανθίζουν επ’ άπειρον.

ΜΙΑ ΕΠΙΤΥΧΗΜΕΝΗ ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΗ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ

21 Φεβρουαρίου, 2011

 

Α) Η μεγαλύτερη τηλεοπτική παραγωγή

 

Πολλοί έχουν εξηγήσει τον φιλελευθερισμό του νεότερου σχολείου από το γεγονός ότι έπαψε να είναι ο κύριος, κάποτε ο μοναδικός, ιδεολογικός μηχανισμός του σύγχρονου αστικού κράτους. Την σκυτάλη της δημιουργίας συνειδήσεων, της παραγωγής απόψεων, στάσεων και νοοτροπιών, την πήραν τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, – οι εφημερίδες και τα έντυπα παλαιότερα, αργότερα ο κινηματογράφος και το ραδιόφωνο και τελευταία η τηλεόραση, στην προοπτική του χρόνου προβάλλει, ακμαίο και νεωτερικό, το διαδίκτυο. Έτσι το σχολείο αφέθηκε να πάρει πιο φιλελεύθερες μορφές αφού η μάχη του ελέγχου και της προώθησης απόψεων δινόταν αλλού. Κατά την πρόσφατη επίσκεψή μου στην Αθήνα συνάντησα ένα γνωστό συγγραφέα, ογδόντα τριών ετών περίπου, που τύπωσε ένα ογκώδες βιβλίο, πεντακόσιων σελίδων, για τα σύγχρονα προβλήματα του ελληνισμού. «Θα πάει στα σχολειά» μου τόνιζε με μάτια υγρά από τη συγκίνηση και στο μυαλό του ερχόταν η εικόνα των γυμνασιόπαιδων που μέσα  στη σχολική βιβλιοθήκη, φανατικά για γράμματα,  αρπάζουν το βιβλίο για να φωτιστούν. Είχε πάει γυμνάσιο το 1930, τότε που το σχολείο και το βιβλίο ήταν καθοριστικά στη διαμόρφωση νοοτροπιών και πράγματι το παιγνίδι παιζόταν εκεί και με αυτόν τον τρόπο, του σοβαρού και αποκαλυπτικού εντύπου που προωθούσε απόψεις και ξεσήκωνε συνειδήσεις. Αμφιβάλλω σήμερα αν φυλλομετρήσουν το βιβλίο του περισσότεροι από δέκα μαθητές σ’ όλες τις σχολικές βιβλιοθήκες  της Ελλάδας. Κι αν τύχει και μερικοί διαβάσουν μερικές σελίδες του δεν μπορώ να προσδιορίσω πόσο θα επηρεαστούν από τις θέσεις του βιβλίου μέσα σ’ αυτό τον καταιγισμό ανούσιων τηλεοπτικών παρακολουθήσεων που θα έχουν πριν και μετά την ανάγνωση.

Όλα πια, κρατικές, κομματικές, προσωπικές απόψεις και πιστεύω, έχουν κέντρο της προσοχής τους την τηλεοπτική εμφάνιση, όλα πια επιζητούν την τηλεοπτική κάλυψη, στοχεύουν και προσδοκούν στον χρόνο τον τηλεοπτικό που θα τα εμφανίσει και θα τα προβάλλει, συντείνοντας έτσι στην εγκαθίδρυσή τους μέσα στο κοινωνικό σώμα. Ακόμα και η λογοτεχνική παραγωγή έχει επηρεαστεί από την τηλεόραση τόσο που διαβάζοντας αρκετά σύγχρονα πεζογραφήματα διαβλέπεις όχι την πεζογραφική οργάνωση του υλικού από τον συγγραφέα αλλά την υπακοή του στον τηλεοπτικό φακό, τα πεζά γράφονται σαν να απευθύνονται στη σκηνοθεσία της τηλεόρασης, γράφονται με τις δομές της τηλεοπτικής σειράς, με γωνίες λήψεις, με οικονομία υλικού που προορίζεται για σίριαλ.

Πριν από λίγα χρόνια, ο Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ, ένας από τους γνωστότερους σύγχρονους θεωρητικούς, γράφοντας για τη δύναμη της τηλεόρασης και τη σύνδεσή της με την πολιτική πρακτική ανέφερε και τα ακόλουθα: «Η απαγωγή του Αμερικανού πρεσβευτή στο Ρίο ντε Τζανέιρο [από αντάρτες των πόλεων] προγραμματίστηκε με προοπτική την απήχηση που θα είχε από τα μέσα επικοινωνίας. Ήταν μια τηλεοπτική παραγωγή». Οι αντάρτες των πόλεων ήθελαν να στείλουν ένα μήνυμα και να κάνουν γνωστές τις θέσεις τους.  Αν και αποκλεισμένοι από τα τηλεοπτικά κανάλια όμως τα εξανάγκασαν να τους θέσουν κέντρο της προσοχής τους και να τους δώσουν κάλυψη δημιουργώντας το γεγονός της απαγωγής.

«Τηλεοπτική παραγωγή» ήταν και η επέλαση επί των διδύμων πύργων της Νέας Υόρκης. Θα πρόσθετα μάλιστα: η σημαντικότερη τηλεοπτική παραγωγή από την ανακάλυψη της τηλεόρασης μέχρι σήμερα. Με πραγματικά σκηνικά αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων και με πραγματικά θύματα που έφτασαν τις τέσσερις, περίπου, χιλιάδες νεκρούς. Ο ιθύνων νους που οργάνωσε την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου είχε οργανώσει καλά το σενάριο των γεγονότων με άξονα την τηλεοπτική αποτύπωση.  Όπως πράγματι έγινε, έτσι, σήμερα, η εικόνα των αεροπλάνων που εφορμούν, και η κόλαση που ακολουθεί, προβάλλονται από ποικίλες γωνίες λήψης γιατί αποτυπώθηκαν από διάφορες πλευρές, προβάλλονται συνεχώς. Από τις 11 Σεπτεμβρίου μέχρι σήμερα η εικόνα μεταδόθηκε χιλιάδες φορές στους τηλεοπτικούς δέκτες, από όλα τα κανάλια, έχει σφηνωθεί στο μυαλό δισεκατομμυρίων τηλεθεατών με ανεξίτηλη εγγραφή δέους και φρίκης.

Ο ιθύνων νους που οργάνωσε την επίθεση και την τηλεοπτική κάλυψή της πρέπει να είναι ευτυχής. Το μήνυμα που ήθελε να εκπέμψει και ο τρόμος που ήθελε να μεταδώσει έχουν επιτευχθεί. Αν προσπαθούσε, με άλλους τρόπους, να πετύχει το ισοδύναμο μηνύματος και τρόμου, θα χρειαζόταν στρατιές προπαγανδιστών και ενόπλων, άπειρες σκηνές και γεγονότα σε όλα τα πλάτη και μήκη της γης. Η τηλεοπτική αυτή παραγωγή τα πέτυχε όλα διαμιάς με ελάχιστα μέσα και σε σύντομο χρόνο. Ο πολύς Ουμπέρτο Έκο την έχει μάλιστα κοστολογήσει. Πριν από λίγες μέρες ανέφερε ότι με  την επίθεση στους δίδυμους πύργους και την εικόνα που έδωσαν τα μέσα μαζική ενημέρωσης, έκαναν δωρεάν διαφήμιση δισεκατομμυρίων δολαρίων στον Μπιν Λάντεν. Το θέμα όμως έχει και τόσες άλλες πλευρές, πέραν από τις λογιστικές του διάσημου Ιταλού συγγραφέα. Γι’ αυτό και επιβάλλεται συνέχεια.

Β) Μια αποτυχημένη τηλεοπτική παραγωγή

Γράψαμε στο προηγούμενο σημείωμα για το ρόλο της τηλεόρασης στην πολιτική και ιδεολογική ζωή του σημερινού κόσμου, πως όλα πια έχουν στο κέντρο της προσοχής τους την τηλεοπτική κάλυψη, πως όλος ο κόσμος εξαρτάται από τα γραμμές, τις κατευθύνσεις και τα πρότυπα συμπεριφοράς που θα εξακτινώσουν τα τηλεοπτικά κανάλια.

Αναφέρθηκε ακόμη η γνώμη του  Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ, ενός από τους γνωστότερους σύγχρονους θεωρητικούς, ο οποίος, γράφοντας για τη δύναμη της τηλεόρασης και τη σύνδεσή της με την πολιτική πρακτική, ανέφερε και τα ακόλουθα: «Η απαγωγή του Αμερικανού πρεσβευτή στο Ρίο ντε Τζανέιρο [από αντάρτες των πόλεων] προγραμματίστηκε με προοπτική την απήχηση που θα είχε από τα μέσα επικοινωνίας. Ήταν μια τηλεοπτική παραγωγή». Όπως αναφέρθηκε, οι  αντάρτες των πόλεων ήθελαν να στείλουν ένα μήνυμα και να κάνουν γνωστές τις θέσεις τους.  Αν και αποκλεισμένοι από τα τηλεοπτικά κανάλια όμως τα εξανάγκασαν να τους θέσουν στο κέντρο της προσοχής τους, και να τους δώσουν κάλυψη, δημιουργώντας το γεγονός της απαγωγής.

Η επέλαση λοιπόν εναντίον των δίδυμων πύργων της Νέας Υόρκης μπορεί να χαρακτηριστεί ως η μεγαλύτερη τηλεοπτική παραγωγή, που κατάφερε μάλιστα την πλήρη επίτευξη των στόχων της.

Πριν προχωρήσουμε θα πρέπει να θυμηθούμε εδώ και μια αποτυχημένη προσπάθεια να στηθεί μια τηλεοπτική και κινηματογραφική παραγωγή στο νησί μας. Πρωτεργάτης και ιθύνων νους η αγγλική αποικιοκρατία. Όταν, λοιπόν, το 1957, οι Άγγλοι, ύστερα από προδοσία, μαθαίνουν τη θέση που είχε το  κρησφύγετο του Γρηγόρη Αυξεντίου, τρίβουν τα χέρια από χαρά, προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τη σίγουρη επιτυχία τους όσο το δυνατό καλύτερα.

Καλούν οι ίδιοι τους Κύπριους και ξένους δημοσιογράφους, που συνήθως τους απέφευγαν ή προσπαθούσαν να τους κρατήσουν μακριά από τη ζώνη επιχειρήσεων γιατί μπορούσαν να παραστούν μάρτυρες των βρετανικών βιαιοτήτων εις βάρος του κυπριακού ελληνισμού. Τους καλούν λοιπόν και τους διευκολύνουν στην πορεία τους προς την περιοχή του Μαχαιρά. Ταυτόχρονα οργανώνουν καλύτερα το κινηματογραφικό τους συνεργείο. Η βρετανική αποικιοκρατία στήνει μια τηλεοπτική και κινηματογραφική παραγωγή, τη μεγαλύτερη επιτυχία της εναντίον του αγώνα.

Η κάμερα θα καταγράψει και από κοντά οι φωτογραφικές μηχανές θα απαθανατίσουν και τα δημοσιογραφικά σημειωματάρια θα περιγράψουν το αναμενόμενο. Δηλαδή: ο υπαρχηγός της ΕΟΚΑ, ο περίφημος Γρηγόρης Αυξεντίου, με σκυφτό το κεφάλι και με τα χέρια ψηλά, να παραδίδεται.

Και αμέσως μετά αξιοποίηση του συμβάντος. Να μεταδοθεί αυτό παγκοσμίως, τηλεοπτικά και από τα κινηματογραφικά επίκαιρα, για να μάθει όλος ο κόσμος για το θρασύδειλον κάποιων που θέλησαν να τα βάλουν με την πανίσχυρη Βρετανική αυτοκρατορία, να μεταδοθεί επίσης και να προβληθεί στον κυπριακό ελληνισμό για να του κόψει τα φτερά, για να τον κάνει να νιώσει ταπεινωμένος, ανίσχυρος και τιποτένιος. Μάθημα και σ’ αυτόν να υποκύψει και να τα παρατήσει.

Όλα λοιπόν έτοιμα για την ανάδειξη του βρετανικού μεγαλείου. Κάτι όμως χαλά το παιγνίδι και ανατρέπει την προγραμματισμένη επιτυχία, κάτι που δεν υπολόγισε η βρετανική δολιότητα. Κι αυτό ήταν η ελληνική παιδεία και η ηρωική απόφαση του Γρηγόρη που την είχε λάβει από την αρχή του αγώνα, γιατί ο Αυξεντίου ήταν έτοιμος από καιρό. Κι έτσι αντί να καταγράφεται η επιτυχία του βρετανικού λέοντα αποτυπώνεται η μιζέρια του, η δειλία και η μικροπρέπειά του και ταυτόχρονα αποτυπώνεται το μεγαλείο ενός ανδρός προς δόξαν των Ελλήνων. Βλέπουμε λοιπόν τον μοναχικό αγώνα του Αυξεντίου, το πολύωρο της μάχης, το πλήθος του αποικιοκρατικού στρατού που όμως είναι ανίκανο να εξουδετερώσει έναν μαχητή που αντιστέκεται παληκαρίσια.

Ακόμη η εικονοληπτική  μηχανή αποτυπώνει τον πλήρη εξευτελισμό της αποικιοκρατίας. Αρκετά δοχεία με βενζίνη να φορτώνονται σε ελικόπτερο για να καταβρέξουν τον χώρο του κρησφυγέτου και να κάψουν ζωντανό τον αγωνιστή που δεν τολμούσαν να πλησιάσουν. Κάτι δηλαδή ανεπίτρεπτο για έναν τακτικό στρατό ο οποίος, σύμφωνα με τους κανόνες, έπρεπε να εξουδετερώσει τον αντιστεκόμενο με συμβατικά όπλα.  Πλήρης λοιπόν αντιστροφή. Οι προσπάθειες των Άγγλων, για κάλυψη, από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, των επιχειρήσεων του Μαχαιρά, παραμένουν σήμερα τεκμήρια του ελληνικού ηρωισμού, διαχρονική κατάθεση για το ύψος της θυσίας του Αυξεντίου, αποτύπωση του πνεύματος μιας εποχής.

Δεν είναι τυχαία η προσπάθεια υπονόμευσης του κύρους του αγώνα του 55 – 59 που επιχειρείται κάθε λίγο τα τελευταία χρόνια. Ο αγώνας αυτός αποτελεί το ατίθασο μέρος της κυπριακής ιστορίας, δημιουργεί αισθήματα περηφάνιας, δίνει θάρρος και κουράγιο. Και πολλοί θέλουν να προαγάγουν το μοντέλο το Κύπριου που είναι κακομοίρης και μίζερος, χωρίς έπαρση και ανάταση.

ΚΥΠΡΙΑΚΑ ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΟΙΚΟΠΕΔΑ. ΔΩΣΤΕ ΟΝΟΜΑΤΑ

19 Φεβρουαρίου, 2011

Σε μια εποχή που όλα πέφτουν και ξεβάφουν, σαν να κυλούν στην επιφάνεια τηλεοπτικής οθόνης, το όνομα συντείνει στην ανάπτυξη συνεκτικών δεσμών, φορτίζει το αναφερόμενο με ένα πολιτιστικό και ιστορικό συγκείμενο, δημιουργεί οικειότητα και σταθερότητα.

Αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα η απόδοση ονομάτων στα Γυμνάσια της Αθήνας, που μέχρι πρότινος αναφέρονταν, δυστυχώς, με αριθμούς. Ένα μάλιστα πήρε το όνομα του Ευαγόρα Παλληκαρίδη. Γιατί δημιουργεί άλλη αίσθηση όταν ο μαθητής λέγει ότι φοιτά στο Γυμνάσιο Χαλεπά ή Ευαγόρα Παλληκαρίδη από αυτή που δημιουργεί όταν αναφέρει ότι φοιτά στο 25ο ή στο 32ο Γυμνάσιο.

Το όνομα μάς είναι παραίτητο, ειδικά στην Κύπρο, όπου πολλοί θέλουν να μας μετατρέψουν σε ένα πολτό καταναλωτών, χωρίς μνήμη, ύπαρξη και ιστορία, αν είναι δυνατό να μας αποκαλούν με αριθμούς.

 Σήμερα η δυνατότητα εξόρυξης κοιτασμάτων από το βυθό της θάλασσας και η δημιουργία θαλασσίων οικοπέδων στις ΑΟΖ (Αποκλειστικές Οικονομικές ζώνες) επιβάλλει την ονομασία των θαλασσίων οικοπέδων, επιβάλλει την απόδοση ονομάτων στα τμήματα που χωρίζεται η ζώνη οικονομικής εκμετάλλευσης. Στην περιοχή  μεταξύ Κύπρου και Ισραήλ, που οριοθετήθηκε με κοινή συμφωνία των δύο χωρών, οι Ισραηλινοί έδωσαν ονόματα στα θαλάσσια οικόπεδα της οικονομικής τους ζώνης, σε ένα απ’ αυτά το όνομα του Λεβιάθαν, του θαλάσσιου τέρατος της Παλαιάς Διαθήκης, ενώ οι ημέτεροι έδωσαν απλώς αριθμούς.

Οι Ισραηλινοί είναι σοβαροί άνθρωποι, οι δικοί μας αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα στενόθωρων τεχνοκρατών, που δεν μπορούν σε μια ενέργειά τους να αποδώσουν έστω και έναν κόκκο πέραν του πρακτικισμού. Έναν κόκκο Ιστορίας και Πολιτισμού, που ενισχύει την κυπριακή υπόθεση. Γι’ αυτό και επιβάλλεται η απόδοση ονομάτων στα δεκατρία οικόπεδα της κυπριακής ζώνης που θα γίνουν γνωστά παντού, θα αναδείξουν πτυχές της κυπριακής ιστορίας και του κυπριακού πολιτισμού, θα δημιουργήσουν άλλη σχέση του Κύπριου πολίτη όταν αναφέρεται σε ενέργειες που σχετίζονται με αυτά. Γιατί είναι διαφορετικό να λες ότι γίνεται εξόρυξη στο «θαλάσσιο οικόπεδο Ποσειδώνας» από το άχρωμο, άγευστο και άοσμο «οικόπεδο 11».

Προτείνω να συζητήσει το θέμα η Βουλή, είναι σημαντικό και δεν πρέπει να αφήνονται οι ανέμπνοοι τεχνοκράτες να επιβάλλουν δεδομένα, προτείνω τα δεκατρία κυπριακά οικόπεδα της ζώνης Κύπρου-Ισραήλ να πάρουν τα ονόματα των δώδεκα θεών του Ολύμπου και του Άδωνη, το τελευταίο απαραίτητα δίπλα στο «Θαλάσσιο οικόπεδο Αφροδίτη».

Το άδειασμα

18 Φεβρουαρίου, 2011


Όταν με παίρνει στο τηλέφωνο κάποιος από απ’ αυτούς τους ανιαρούς γνωστούς που ξέρω τη διάθεσή τους για μακρόσυρτη κουβέντα, αδειάζω κάποτε τις τσέπες μου στο τραπέζι. Όλες: Δυο του παντελονιού και αν φορώ και σακάκι δυο άλλες και κάποτε και μια τρίτη μικρή. Ό,τι  υπάρχει μέσα βρίσκεται ξαφνικά στο γραφείο κι αρχίζω την τακτοποίησή τους. Ίσως μια προσπάθεια να αξιοποιηθεί ο χρόνος, να ’χω κάτι ωφέλιμο ν’ απασχολούμαι, ενώ ο άλλος περιαυτολογεί, θάβει φίλους και γνωστούς, μουρμουρά και παραπονιέται. Κι ενώ κρατώ με το ’να χέρι το ακουστικό κι αυτός ακούει από μένα: «μπράβο», «καλά τα είπες», «καλό, πολύ καλό» και «ναι» κι «ακούω» κι άλλα φατικά, το μυαλό μου και τ’ άλλο χέρι εκεί, στην τακτοποίηση. Αναποδογυρίζω ακόμη και  τις τσέπες, και πετιέται κάτω ό,τι μικροσκοπικό έχει μαζευτεί μέσα, τριχίδια ίσως και σκόνη, και ό,τι αιωρείται στον αέρα και κολλά στα χέρια. Μια αναγκαία κίνηση, που μου δίνει την ικανοποίηση ότι η δουλειά θα γίνει με πληρότητα: Τακτοποιημένα πράγματα σε καθαρές τσέπες.

Αρχίζει μετά το ξεδιάλεγμα. Κάποτε υπάρχουν ενθυλακωμένα απίστευτα όσα, μέχρι και συνδετήρα κι έναν μικρό χαρτοκόπτη βρήκα μια φορά, προχτές στην τσέπη του σακακιού ήταν μια δισκέτα του κομπιούτερ, που τη γύρευα μέρες. Σκέφτεσαι πότε μαζευτήκαν και γιατί τα περιμάζεψες όλ’ αυτά. Πρέπει λοιπόν να ξεκινήσεις. Τα εύκολα πρώτα, τα κλειδιά που μπαίνουν αμέσως πίσω στις άδειες και ξεσκονισμένες τσέπες, καθώς και τα κέρματα,  μετά τα χάρτινα, με μια λογική σειρά, στη δεσμίδα κάτω τα μεγάλα κι από πάνω, εύχρηστα, τα μικρά χαρτονομίσματα, μια διαδικασία που με δυσκολεύει όπως πρέπει να γίνει με το ένα χέρι, μετά χαρτομάντιλα που ρίχνονται στον κάλαθο, επισκεπτήρια, χαρτάκια με τηλέφωνα και δουλειές που πρέπει να θυμηθώ, κάποτε κουμπιά και μικροαντικείμενα. Αρκετές φορές βρίσκω και λογαριασμούς, αποδείξεις, εισιτήρια εκδηλώσεων, μέχρι και αποκόμματα από εφημερίδες με μια ανακοίνωση που μ’ ενδιέφερε όταν την πρωτοδιάβασα. Τα περισσότερα πετιούνται, κι από μερικά αντιγράφονται κάποιες πληροφορίες στο σημειωματάριο. Στο τέλος, όταν κατεβάζω το ακουστικό, έχει ολοκληρωθεί το ξεδιάλεγμα, και συνήθως απ’ όλη αυτή τη σαβούρα που περιμάζεψα στις τσέπες μου δεν έχουν μείνει παρά μόνο κλειδιά και λεφτά κι ένα καθαρό μαντίλι. Κι όταν το κάνω, νιώθω πιο έτοιμος για άλλα πράγματα, να κάνω κι εγώ ένα δύσκολο τηλεφώνημα, να πάω σε κάποιο δίπλα γραφείο για μια υπηρεσιακή συνεργασία που μ’ αρρωσταίνει, να ξεκινήσω μια δουλειά που βαρυγκομούσα εδώ και μέρες ν’ ασχοληθώ μαζί της.

Τέλος λοιπόν του τηλεφώνου, κι εγώ άνετος και τακτοποιημένος. Ξεκαθάρισα τα άχρηστα, ξέρω τι έχω, τι δουλειές υπολείπονται, που πρέπει να γίνουν. Σκέφτομαι ότι μ’ αυτή την κίνηση, αδειάζοντας τις τσέπες, μπορώ να ανασυνθέσω όλη την πορεία μου στη ζωή ως τα σήμερα. Μικρός, παλιά στις γειτονιές της Τριμιθιάς, ήταν συνηθισμένο να ’χω ένα κομμάτι ψωμί, για το διάλειμμα και τις βόλτες του απογεύματος, με τον καιρό μαζευόταν κάτω ένα δάκτυλο ψίχουλα, κάποτε άμα έκοβες νηστικός αναποδογύριζες την τσέπη και γέμιζε η παλάμη, μεγάλη περηφάνια μου έδωσε το σουγιαδάκι που απόκτησα στα δεκατέσσερα, ύστερα, στο βάθος κρυμμένα, ήταν τα τσιγάρα και ο αναπτήρας, τελευταίες τάξεις του γυμνασίου. Μόλις πήγαμε στην Αθήνα, φοιτητές, είχαμε όλοι σχεδόν  ένα κουτί προφυλακτικά για κάθε περίσταση. Είχα ακούσει κι εγώ τόσα για τόσες εύκολες και λυσσασμένες που μπορούσαν να σου πέσουν στα ξαφνικά, έτσι κυκλοφορούσα με ένα προφυλακτικό στην τσέπη, όμως όταν το ’δειξα με περηφάνια στους παλιούς που με φιλοξενούσαν, μέχρι να βρω συγκάτοικο και διαμέρισμα, με κοίταξαν κοροϊδευτικά. «Μόνο μια φορά θα την κανονίσεις;» μου είπαν, έτσι προχώρησα κι εγώ στο κουτάκι με τα τρία, φθάρηκε με τις βδομάδες στην τσέπη μου. Πάντως πολλοί τα χρησιμοποιούσαν τις χειμωνιάτικες  νύχτες παρ’ όλον ότι ήσαν μόνοι στο κρεβάτι. Μέσα στην παγωνιά, που ούτε τα χέρια δεν μπορούσες να βγάλεις έξω απ’ τις κουβέρτες, δυσκολεύονταν να ξεσηκωθούν απ’ το κρεβάτι για ν’ αδειάσουν, έμεναν στα ζεστά και με το προφυλακτικό γλίτωναν και τα σεντόνια απ’ τα υγρά.

Ακόμη, παλιότερα δύσκολα πετούσα πράγματα από τη τσέπη, περίμενα αλλαγές και νέα δεδομένα, κάποτε θα ’ρθει η ώρα τους, έλεγα, κι είχα καιρό. Ένα χαρτάκι με το τηλέφωνο μιας παιγνιδιάρας στη φυσικομαθηματική,  που με τσάκισε στην άρνηση, παρέμενε τσεπωμένο για μήνες, πού ξέρεις, μπορεί να αναστραφούν τα πράγματα. Τώρα τι να τις κάνω τις αναστροφές.

Καμιά φορά αναλογίζουμε ότι με το τι είχαν οι τσέπες παλιά και τι θα ’χουν στο μέλλον μπορείς να δεις όλη την ιστορία των τελευταίων εκατόν χρόνων, και τι θα γίνει από δω και να πάει. Και λέω εκατόν, όχι γιατί δεν θα μπορούσες να πας πιο παλιά, όμως αυτό θα το κατάφερνες μέσ’ από διαβάσματα. Κι εμένα μ’ αρέσει να ανασυνθέτω απ’ ό,τι είδα ο ίδιος κι από μαρτυρίες ανθρώπων που τα κουβέντιασα μαζί τους. Να λοιπόν που άλλα είχαν στις τσέπες οι παλιοί στα περιβόλια και στις μάντρες κι άλλα οι νοικοκυραίοι και οι μικροαστοί στις πόλεις, άλλα οι νέοι κι άλλα οι γέροι τους, οι άντρες και οι γυναίκες. Οι παππούδες μου, γεωργοί του κάμπου αταξίδευτοι, δεν κρατούσαν ποτέ κλειδιά, αυτό τον ορμαθό, που μας κυνηγά όλους σήμερα,  όπως ο καθένας κουβαλά μικρά και μεγάλα, του σπιτιού, του γραφείου, του αυτοκινήτου, του συρταριού. Στο σπίτι πάντα κάποιοι υπήρχανε, παιδιά που ανακάτευαν τα χώματα της αυλής, και γέροι στα πίσω δωμάτια, γυναίκες που πύρωναν τον  φούρνο, έγνεθαν και τάιζαν όρνιθες και περιστέρια. Κι αν χρειαζόταν να μείνει το σπίτι άδειο για καμιά μέρα, όπως θα πήγαιναν όλοι σ’ ένα πανηγύρι ή σε γάμο στο γειτονικό χωριό, κλείδωναν μ’ ένα τεράστιο κλειδί που τ’ άφηναν στη γειτόνισσα μέχρι να επιστρέψουν.  Κι ίσως στο μέλλον να μην έχουν καν τσέπες οι άνθρωποι. Μ’ ένα μαραφέτι σαν το κουτί με τα σπίρτα θα φροντίζουν για όλα. Θα είναι ηλεκτρονικό κλειδί, κι ατζέντα τηλεφώνου, και κάρτα για πληρωμές.

Τέτοια ανασκόπηση είχαμε κάνει σ’ ένα μάθημα πριν από λίγο καιρό, κι οι μαθητές πραγματικά το χαρήκαν. Μέσ’ απ’ τις οσμές της κουζίνας είδαμε όλη την κυπριακή ιστορία του τελευταίου αιώνα. Βάλαμε έναν παρατηρητή, που έκατσε εκατόν χρόνια έξω από κει που ψηνόταν το φαγητό, στη φωτιά ή σε μηχανές πετρελαίου και γκαζιού, σε μάτια ηλεκτρικά και φούρνους μικροκυμάτων.  Σημείωνε τις αλλαγές μόνο με τη χρήση της όσφρησης, πώς απ’ τα παράθυρα του μαγειρειού ξεχύνονται μυρωδιές από όσπρια στην αρχή κι απ’ όσα μεγαλώνει η γη, φυτά και ζώα που έτρεφαν οι ίδιοι, πώς αλλάζει η αναλογία κρέατος όπως αυξάνει και το κομπόδεμα, πώς αρχίζουν καινούριες μυρωδιές από προϊόντα που εισάγονται και νέες συνταγές που διαδίδονται από ταξίδια και έντυπα, και φτάνουμε στις οσμές της σημερινής κουζίνας, χάμπουργκερ και πίτσες. Είχαμε πάει την προηγούμενη όλο το σχολείο εκδρομή. Ο ιδιοκτήτης του Κέντρου για μεσημεριανό ετοίμασε χάμπουργκερ για τον καθένα, έτσι του παράγγειλε το μαθητικό συμβούλιο, κι αυτό θέλανε όλοι. 825 χάμπουργκερ για μαθητές και καθηγητές, κι ακόμη αρκετά άλλα για όσους ήθελαν δεύτερο. Τους παρακολουθούσα να τα τρώνε όλοι με βουλιμία, παιδιά κι εγγόνια παλιών αγροτοποιμένων, κι είπα ν’ ακολουθήσω κι εγώ κι ας μην κάνω πάλιν τον διαφορετικό. Όπως ζούληξα το ψωμάκι του χάμπουργκερ, συμμαζεύτηκε αυτό τάχιστα χωρίς αντίσταση, το πίεσα κι άλλο σκόπιμα και μίκραινε ακόμη, συνέχισα, με πείσμα πια, και μπορούσε να χωρέσει σε μια δακτυλήθρα, σαν να ’ταν απ’ αυτά τα χοντρά περιτυλίγματα, πλαστικά, που είναι γεμάτα φουσκάλες από αέρα. Σπάζεις αυτές τις φουσκάλες κι αυτά συμμαζεύονται, μικραίνουν, σχεδόν εξαφανίζονται.  Έτσι είναι και τα άρθρα του κυρίου Μιμά στο Βήμα, σκέφτηκα, φαντάζουν σπουδαία, στο δεύτερο διάβασμα, όταν καταλάβεις κι αρχίζεις να σπας αυτά τα κενά αέρος που τα διογκώνουν, τι μένει; αυτό που περνά απ’ την τρύπα του βελονιού, κλωστίτσες και τριχούλες νοημάτων.  Πέταξα το σβόλο από ψωμί και παράγγειλα καφέ.

Το στριφογυρίζω καμιά φορά στο μυαλό μου ότι αυτή η συνήθειά μου, να αναποδογυρίζω τις τσέπες και να τις τακτοποιώ εμμανώς, δεν είναι παρά μια ψύχωση όπως και τόσες άλλες που έχουν βαρέσει τον ταλαίπωρο κοσμάκη αυτά τα χρόνια. Άλλοι κατακουρασμένοι και πεινασμένοι του ύπνου  στριφογυρίζουν μέσα στο κρεβάτι, κι όμως ύπνος δεν τους κολλά. Κάποτε σηκώνονται και σφίγγουν τη βρύση. Όπως το περίμεναν ήταν εντάξει, ούτε σταγόνα δεν χανόταν, κι όμως μόνο ύστερα απ’ αυτό, όταν ξαναξαπλώνουν, κοιμούνται αμέσως. Ήταν η τελευταία ενέργεια που υπολείπονταν για να αφεθούν. Κι εγώ έτσι έχω αρχίσει να βλέπω αυτή τη συνήθειά μου. Κι όσο μεγαλώνω, βλέπω αυτή τη μανία ξεκαθαρίσματος και τακτοποίησης για τις τσέπες να την επεκτείνω και σ’ άλλα της ζωής μου. Έχω ήδη κόψει αρκετές συνήθειες και συναναστροφές, και διαιτολογικές προτιμήσεις, ακόμη και διαβάσματα και ταχυδρομικές διευθύνσεις. Ξεσκαρτεύω σκληρά, γράφω σε λίγους τα απαραίτητα, επιστρέφω σε πολύ λίγα βιβλία.

Δεν ξέρω λοιπόν μήπως, όσο προχωρεί ο καιρός και δεν φαίνεται άλλη οδός διαφυγής, αυτή η εμμονή μου μπορεί να είναι και μια άλλη προετοιμασία. Τακτοποιώ τις τσέπες μου, τακτοποιώ τη ζωή μου, μια προσπάθεια όσο πλησιάζει η ώρα για καλή απολογία, αυτήν την επί του φοβερού βήματος. Που δεν ξέρω πια αν αυτός που θα την ακούσει δεν θα ’ναι ένα θηριώδης υπολογιστής που έχει καταγράψει τα πάντα, αυτά που του διαβίβαζε πλουσιοπάροχα και καθημερινά κάποια  σχετική υπηρεσία. Μέσα στη μνήμη του θα έχει όλη την πορεία μου, τι είπα και τι διάβασα, όσα έγραψα πατώντας στο δικό μου πληκτρολόγιο και σε ποιους τηλεφώνησα και τι, το περιεχόμενο όλων των επιστολών που ταχυδρόμησα, ποιους είδα και ποια έπραξα. Και ενώ ίσως έχει έτοιμη  την ετυμηγορία του, από κεκτημένη ταχύτητα των ανθρώπινων συνηθειών ή απλώς για να κρατήσει τα προσχήματα, θα μου πει κοφτά με τη συνθετική φωνή του: –«Λέγε».

 

 

 

Η μάχη στο διαδίκτυο

16 Φεβρουαρίου, 2011

 

Το περασμένο καλοκαίρι μου τηλεφώνησε εκπρόσωπος ενός κόμματος για να τους βοηθήσω σε μια εκδήλωση για το Κυπριακό. Μου ζήτησε να του υποδείξω χαρακτηριστικά αποσπάσματα από κείμενα, ποιητικά και πεζά, που αναφέρονται σε κατεχόμενες περιοχές του νησιού, ή, ακόμη, ταξιδιωτικά διαφόρων συγγραφέων που επισκέφτηκαν παλαιότερα, πριν από την εισβολή, τη βόρεια Κύπρο, για να διαβαστούν σε επετειακή αντικατοχική εκδήλωση κοντά στην ημερομηνία της 20ης Ιουλίου.

Του υπέδειξα ότι η αντικατοχική πρακτική και η έκφραση των απελευθερωτικών αιτημάτων του κυπριακού ελληνισμού δεν πρέπει να παίρνουν πάντοτε την τυποποιημένη μορφή των γνωστών επετειακών εκδηλώσεων και ότι έπρεπε να επεκταθούν και σε άλλες μορφές, να μετεξελιχτούν για να καλύψουν και να εκφράσουν νέες ευαισθησίες και αντιλήψεις.

Πρότεινα λοιπόν να γίνει ένα συνέδριο εναντίον της Κατοχής που να αναδείκνυε την αντικατοχική πρακτική που εφαρμόζουν διάφορες μεμονωμένες ομάδες και άτομα στο διαδίκτυο. Οι πληροφορίες που καταφθάνουν από διάφορες χώρες του εξωτερικού αναφέρουν ότι το φαινόμενο αυτό πήρε διαστάσεις πέραν από κάθε προσδοκία. Αρκετά πρόσωπα, ή παρέες μερικών ατόμων, στις διάφορες χώρες που σπουδάζουν, έχουν δημιουργήσει ιστοσελίδες στο Ίντερνετ για να προβάλουν το αίτημα της απελευθέρωσης και τα δίκαια του κυπριακού Ελληνισμού, για να απαντήσουν στην τουρκική προπαγάνδα και να δώσουν στοιχεία για την Κύπρο και το Κυπριακό. Ακόμη, οι διάφορες  πληροφορίες αναφέρουν ότι σε αρκετές περιπτώσεις πρόκειται για ευρηματικές ιστοσελίδες καμωμένες με έξυπνο και δημιουργικό τρόπο που είναι καίριες στο περιεχόμενό τους, προβάλλοντας αρχές και απελευθερωτικά αιτήματα και με σοβαρή και μελετημένη επιχειρηματολογία αλλά και με χιούμορ και σπινθηροβόλο πνεύμα.

Αυτοί οι νέοι άνθρωποι που μάχονται στο διαδίκτυο υπέρ της Κύπρου, με δικά τους έξοδα και χωρίς να σκέφτονται τον χρόνο και τον κόπο τους, πρέπει να επιβραβευτούν, να προβληθούν και να ενισχυθούν, του τόνισα. Ένα συνέδριο στην Κύπρο, το ερχόμενο καλοκαίρι, με θέμα τη «μάχη στο διαδίκτυο» θα συγκινήσει όλους τους νέους του νησιού μας, αφού ασχολούνται σχεδόν όλοι με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και το Ίντερνετ, και θα δώσει νέες διαστάσεις στην αντικατοχική πάλη. Ακόμη όλοι αυτοί οι νέοι που έχουν δημιουργήσει αντικατοχικές ιστοσελίδες θα γνωριστούν καλύτερα, θα συνδεθούν και θα ανταλλάξουν εμπειρίες και διευθύνσεις, ακόμη και υλικό για να κάνουν τη δουλειά τους και τις ιστοσελίδες τους καλύτερες. Αλλά και για μας θα είναι σημαντικό γιατί το ηλεκτρονικό διαδίκτυο είναι ένα καινούριο μέσο κι εμείς που δεν είμαστε πια νέοι δεν είμαστε εξοικειωμένοι πολύ μαζί του και δεν γνωρίζουμε όλες τις δυνατότητές του, αυτά τα νέα παιδιά μπορούν λοιπόν να μας διδάξουν πολλά. Ακόμη θα γνωρίσουμε το εύρος αυτής της προσφοράς, πως στήνεται στο εξωτερικό μια ιστοσελίδα για την Κύπρο, το κυριότερο θα γνωρίσουμε την εμβέλεια αυτού του μέσου, τις αντιδράσεις, θετικές ή αρνητικές, που προκαλεί. Μας ενδιαφέρει να μάθουμε πώς ανταποκρίνονται τα διάφορα άτομα που επισκέπτονται τις αντικατοχικές ιστοσελίδες, τα μηνύματα που αφήνουν στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, ακόμη τις αντιδράσεις της τουρκικής πλευράς για το θέμα αυτό και τι απαντά ηλεκτρονικά σε ιστοσελίδες που οργάνωσαν τα τουρκικά συμφέροντα. Το σημαντικότερο, αυτά τα παιδιά που πρωτοβουλιακά δίνουν τη μάχη στο Ίντερνετ, θα ενθαρρυνθούν, θα νιώσουν ότι η προσφορά τους αναγνωρίζεται και επιβραβεύεται και ότι η πατρίδα τους τα περιβάλλει με στοργή και τα αναδεικνύει.

Αυτή γενικά ήταν η συζήτηση και η επιχειρηματολογία γύρω από το θέμα αυτό και ο κομματικός εκπρόσωπος που ανέλαβε τα σχετικά για την πραγματοποίηση της αντικατοχικής εκδήλωσης έδειξε ενθουσιασμένος και υποσχέθηκε να το συζητήσει με τους άλλους της Επιτροπής Εκδηλώσεων με σκοπό την υλοποίηση της πρότασης για ένα αντικατοχικό συνέδριο που θα αναφερόταν στη μάχη του Ίντερνετ.

            Σε λίγες μέρες μου τηλεφώνησε για να μου πει ότι δεν φαινόταν, προς το παρόν,  υλοποιήσιμο αυτό το συνέδριο για το διαδίκτυο και επανέφερε την παλιά του πρόταση για τον εντοπισμό αντικατοχικών κειμένων που θα διαβάζονταν στην επετειακή εκδήλωση του Ιουλίου. Με μισή καρδιά και με τη συμπεριφορά ανθρώπου που εκτελεί διατεταγμένο καθήκον, του φωτοτύπησα αρκετά σχετικά κείμενα και του τα παρέδωσα. Δεν πήγα στην εκδήλωση, είδα όμως κάποιες σκηνές από ένα τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Ο αριθμός του κόσμου ήταν ικανοποιητικός μπορώ να πω αλλά ένοιωσα ότι είχαν όλοι τα ίδια συναισθήματα όπως κι εγώ όταν φωτοτυπούσα τα κείμενα που διαβάστηκαν εκεί. Είχαν δηλαδή τα συναισθήματα του «διατεταγμένου», ήταν παρόντες γιατί αυτό επιβαλλόταν να γίνει, έπρεπε να βρίσκονται εκεί γιατί αυτό επιζητούσε το κομματικό καθήκον, για να ενισχυθεί η εκδήλωση του κόμματος. Οι νέοι απουσίαζαν σχεδόν παντελώς, οι ηλικίες των παρόντων κυρίως απ’ τα σαράντα και πάνω.

            Η αντικατοχική πρακτική που θα ενσωματώσει και θα ενσωματωθεί με τα ενδιαφέροντα των νέων και θα συνδεθεί με τις νέες ευαισθησίες και τα μέσα των σύγχρονων καιρών αποτελεί ακόμη το ζητούμενο. Γι’ αυτό και πρέπει να συνεχίσουμε.

Την αγαπήσαμε τόσο την Επανάσταση

13 Φεβρουαρίου, 2011

Γράψαμε σε άλλο σημείωμα για την ιδεολογική προετοιμασία υποδοχής του νέου αμερικανικού αιώνα και της εναρμόνισης με αυτόν. Οι Αμερικανοί πίστευαν αταλάντευτα ότι ο 21ος αιώνας θα ήταν ο αιώνας της απόλυτης αμερικανικής ηγεμονίας και προετοίμαζαν, ανάμεσα σ’ άλλα, και τη θεωρητική υπεράσπιση αυτής της πορείας. Από αμερικανικά κέντρα εξουσίας και άλλα ελεγχόμενα σε διάφορα μέρη του πλανήτη, άρχισαν να εκπορεύονται διάφορες σχετικές θεωρίες. Τα πράγματα έπρεπε να ανασημασιολογηθούν, να φωτιστούν από άλλες πλευρές. Με σεμινάρια, υποτροφίες, συνέδρια, κύκλους μαθημάτων, ένταξη των θεωριών αυτών στα πανεπιστημιακά ιδρύματα, εκδόσεις, εκπομπές και κύκλους διανοουμένων, άρχισαν να επιβάλλουν διάφορες αποδομητικές θεωρίες. Οι κύκλοι των διανοουμένων είτε πίστεψαν σ’ αυτές τις θεωρίες, είτε ωφελήθηκαν απ’ αυτές. Πάντως προσχώρησαν, και οι νέες, αμερικανικής προέλευσης, ιδέες άρχισαν να επικρατούν. Το κυριότερο, τις επέβαλλε η αμερικανική ισχύς που φαινόταν αδιαμφισβήτητη. Η επιβολή μιας νέας θεώρησης των πραγμάτων με την πειθώ αποτελεί δύσκολη υπόθεση. Όμως όταν ενισχύεται από την ένυλη παρουσία της μοναδικής πανίσχυρης χώρας τα πράγματα ευκολύνονται και η θεωρία επιβάλλεται τάχιστα.

Πρώτη και βασική θέση της νέας αμερικανικής τάξης πραγμάτων ήταν η υπονόμευση της έννοιας Επανάσταση που αποτελούσε ιστορική περηφάνια των λαών.  Για τους λαούς και τους πολίτες η Επανάσταση, ως χώρος και χρόνος  θυσίας και έπαρσης αλλά και φόβητρου για κάθε καταπιεστή, ήταν πάντα σεβαστή γι’αυτό έπρεπε να υπονομευθεί και ταπεινωθεί, να χάσει την αίγλη και το κύρος της. Όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο σημείωμα οι κατέχοντες και κυρίαρχοι πάντα φοβούνται την επαναστατική ιδεολογία, εκτός αν θεωρούνται ότι είναι κληρονόμοι της. Έτσι η μοναδική επανάσταση που παρέμενε αδιαμφισβήτητη ήταν η αμερικανική, εξ άλλου μ’ αυτήν ιδρύθηκαν οι Η.Π.Α. προορισμένες από «τη θεία εντολή για να οδηγήσουν τον πλανήτη». Οι άλλες επαναστάσεις έπρεπε να αποδομηθούν, να ευρεθούν και να αναδειχθούν τα αρνητικά τους στοιχεία.

Σ’ όλο τον πλανήτη άρχισε η αποδόμηση της επαναστατικής θεωρίας, των ιστορικών επαναστατικών παραδόσεων, της συγκίνησης με την οποία οι πολίτες και οι λαοί αντιμετώπιζαν το θέμα Επανάσταση. Οι Επαναστάσεις οδηγούν στον ολοκληρωτισμό, επανατόνιζε νεοφανής φιλόσοφος, αποτελούν ιδεολογήματα συλλογικότητας. Η μπάλα πήρε τα πάντα. Ταξικές εξεγέρσεις, πολιτικές επαναστάσεις, Εθνική Αντίσταση, Εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα του τρίτου κόσμου. Όλα έπρεπε να μηδενιστούν, να κατεδαφιστούν.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στον ελληνικό χώρο ξεκίνησαν με την υπονόμευση της επανάστασης του 1821 και του αγώνα στην Κύπρο εναντίον της αποικιοκρατίας, το 1955 -1959. Και οι δύο υπονομεύσεις συμβάδιζαν με τις γενικότερες κατευθύνσεις αλλά και με την ειδικότερη αμερικανική πολιτική της μείωσης των αντιστάσεων του ελληνικού λαού και της επιβολής ενός διακανονισμού των ελληνοτουρκικών διαφορών  σύμφωνα με τα αμερικανικά συμφέροντα, στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ελληνικός λαός θα εκαλείτο να πληρώσει τον λογαριασμό. Η βάση της υπονόμευσης στηρίχτηκε σε μια ομάδα ευλύγιστων διανοουμένων που καλούνται «προοδευτικοί και εκσυγχρονιστές», εναρμονισμένοι με τους σύγχρονους καιρούς της παγκοσμιοποίησης. Γι’ αυτό άφησαν προς το τέλος την υπονόμευση του έπους της εθνικής αντίστασης εναντίον της Κατοχής, το 1941 – 1944. Τα πράγματα είναι νωπά ακόμη, ο συναισθηματικός κραδασμός από το ηρωικό αυτό έπος δεν έχει καταλαγιάσει, η κατεδάφιση θα προκαλούσε αντιδράσεις, ακόμη πολλοί διανοούμενοι των νέων θεωριών προέρχονταν από τον πολιτικό χώρο της αριστεράς, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αντιστασιακή αντικατοχική πάλη, και δεν θα προσχωρούσαν εύκολα και στην κατεδάφιση αυτή. Περιορίστηκαν, λοιπόν, στην Επανάσταση του 1821 και στον κυπριακό αγώνα, περιμένοντας τη δημιουργία πιο ευνοϊκών συνθηκών. Φυσικά πιο νωπός είναι ο αγώνας της ΕΟΚΑ όμως για τη περιθωριακή και απομονωμένη Κύπρο όλα μπορούν να συμβούν και το κουρέλιασμα της ιστορικής της έπαρσης λόγω του αγώνα του 55 – 59 είναι κάτι εύκολο για τους Αθηναίους διανοούμενους. Πάντως τώρα ξεκίνησαν σιγά και την αποδόμηση της Αντίστασης εναντίον της γερμανικής κατοχής.

Ο νέος αμερικανικός αιώνας δεν ήθελε τη μυθολογία των επαναστάσεων, την έπαρση που δημιουργούσαν ως ιστορική παρακαταθήκη στους λαούς, το παράδειγμα, το θάρρος και το κουράγιο που δίνουν. Η έννοια της Αντίστασης και της Επανάστασης έπρεπε να πάρει απαξιωτικό χαρακτήρα. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να έχουν συλλογικά οράματα για τα οποία είναι έτοιμοι να αγωνιστούν, να θυσιαστούν. Πρέπει να μετατραπούν απλώς σε ένα άχρωμο και άοσμο πολτό καταναλωτών. Τώρα πια υπήρχε η αμερικανική ηγεμονία και προστασία που αγκάλιαζε όλο τον πλανήτη. Οι λαοί  απλώς έπρεπε να συντονίζονταν με την αμερικανική υπερδύναμη, θα υπάκουαν και θα ακολουθούσαν και όλα θα βελτιώνονταν αφού είναι γνωστή η μεγαλοψυχία των Η.Π.Α. προς όλους όσοι την ακολουθούν ευπειθώς.


 

Η υπόγειες διαδρομές των ιστορικών θεωριών Β’

Γράψαμε στα προηγούμενα σημειώματα για τους τρόπους που δρομολόγησε η Αμερική, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, για έναν «Αμερικανικό αιώνα». Αδιαμφισβήτητη υπερδύναμη πια, με απόλυτη κυριαρχία επί του πλανήτη, προγραμμάτιζε ο 21ος αιώνας να ήταν ο αιώνας της αμερικανικής κυριαρχίας. Βασικές και θεμελιώδεις συνισταμένες  των αμερικανικών θεωριών, που άρχισαν να επικρατούν, ήταν η υπονόμευση της έννοιας του έθνους, η ανάδυση ποικίλων αντιθέσεων εντός των εθνών,  μειονοτικών και άλλων, και σε πρακτικό πολιτικό επίπεδο η δημιουργία ανίσχυρων κρατών-προτεκτοράτων, που για να επιβιώσουν έπρεπε να συνταυτίζονταν πάντα με τις αμερικανικές επιλογές.

Σε θεωρητικό επίπεδο είχαμε ακόμη την μείωση και υπονόμευση της έννοιας «Επανάσταση» και την παρουσίαση και διαχείριση των αντιθέσεων και αντιπαλοτήτων του πλανήτη, που είχαν ιστορικό βάθος, ως ψυχολογικών αντιθέσεων, τις οποίες οι λαοί έπρεπε να υπερβούν. Βασική συνοδευτική αυτών των ανιστόρητων τοποθετήσεων ήταν η πρακτική για την επίλυση των συγκρούσεων, που μετέτρεπε την υφήλιο σε ένα νηπιαγωγείο χαζοχαρούμενων παιδιών, πλην κακομαθημένων με ιδιοτροπίες, πείσματα και εμμονές. Είναι προφανές ότι το αμέσως αναμενόμενο ήταν η επιθυμία να παρέμβει και να δώσει λύσεις ο διευθυντής του νηπιαγωγείου, δηλαδή η Αμερική, για να θεραπεύσει πάσα νόσο και πάσα μαλακία. Που για να επιβάλει το ειρηνικό περιβάλλον θα έπρεπε να θύμωνε με τα κακομαθημένα παιδιά, θα επέβαλλε κάποιες τιμωρίες, μα θα επιτύγχανε το ποθούμενο.

Όμως οι αντιθέσεις που κινούν τις εξελίξεις στον πλανήτη δεν είναι ψυχολογικές και δεν αποτελούν ιδιοτροπίες και πείσματα, είναι φορτισμένες ιστορικά και επενδυμένες με μύριες άλλες συνισταμένες. Οι αντιτιθέμενοι εκφράζουν και ενσαρκώνουν εθνικές και ιστορικές καταπιέσεις, ταξική εκμετάλλευση και πολιτιστική υπονόμευση, κυρίως οι μετέχοντες σε μια σύγκρουση ομαδοποιούνται στους αντιτιθέμενους χώρους των εκμεταλλευτών και των εκμεταλλευομένων.  Το σημαντικότερο λοιπόν ήταν οι προτάσεις για το πολιτικό συγκείμενο διαβίωσης των αντιτιθέμενων και όχι οι παιδιάστικες αμερικανικές νουθεσίες που παρουσίαζαν κάθε σύγκρουση ως παρωχημένη ψυχολογική εμμονή.

Μελέτησα μερικά κείμενα που μοίραζαν οι αμερικανοί στα σεμινάρια για την επίλυση των συγκρούσεων και έμεινα άναυδος από τη σκόπιμη αφέλεια και την ισοπέδωση που προωθούσαν. Χαρακτηριστικά, για το Κυπριακό μιλούσαν για τον ψυχολογικό παράγοντα και τον αγώνα για υπέρβασή του, μάλιστα μια πρακτική που εφάρμοσαν ήταν να οργανώνουν διάφορες συναντήσεις, κυρίως στα κατεχόμενα,  στις οποίες μετέβαιναν Ελληνοκύπριοι διανοούμενοι και εκεί ένα μέρος της τελετής ήταν να έδιναν  τα χέρια με τους Τουρκοκυπρίους, σε μια αλυσίδα δεμένων χεριών για αρκετή ώρα. Εκεί έμπλεοι από θεία φώτιση οι μετέχοντες Ελληνοκύπριοι δήλωναν ότι αισθάνθηκαν ότι οι Τουρκοκύπριοι είναι και εκείνοι άνθρωποι.

Ω τάλαν Κύπριε διανοούμενε, τώρα το κατάλαβες; Λοιπόν, εμείς που πάντοτε θεωρούσαμε ότι οι Τουρκοκύπριοι είναι άνθρωποι, πάντοτε τονίζαμε και ότι το πρόβλημα δεν βρίσκεται εδώ. Η πολιτική ταμπακέρα, για την οποία οι Αμερικανοί δεν λένε κουβέντα, είναι το πρόβλημα. Λοιπόν οι άνθρωποι-Τουρκοκύπριοι δικαιούνται να μένουν σε κλεμμένα σπίτια; Θα υπάρχουν ρατσιστικοί περιορισμοί στην Κύπρο; Και άλλα πολλά. Δηλαδή εκείνο που έπρεπε να απαντηθεί ήταν το πολιτικό συγκείμενο συμβίωσης των Ελληνοκυπρίων και Τούρκοκυπρίων στην ευρωπαϊκή Κύπρο, βάσει ποιων θεμελιωδών αξιών θα δινόταν η λύση.

Ποιο κάτω από την τραγωδία υπάρχει ακόμα ένα σκαλί, η γελοιοποίηση. Και οι Κύπριοι δέχτηκαν να γελοιοποιηθούν από τους αμερικανικούς φωστήρες και να βλέπουν το Κυπριακό όχι ως πρόβλημα εισβολής και κατοχής, πρόβλημα καταπίεσης των  στοιχειωδών δικαιωμάτων αλλά ως ψυχολογικό πρόβλημα, που για να λυθεί έπρεπε να αποβάλουμε τα ψυχολογικά μας σύνδρομα. Η αμερικανική πολιτική ενίσχυσε τις εξελίξεις για να φτάσουμε το 1974 στο σκαλί της τραγωδίας. Προχώρησε και άλλο και συνέβαλε για να κατέβουν αρκετοί Κύπριοι διανοούμενοι και στο πιο κάτω σκαλί, να γελοιοποιηθούν.

Σ’αυτές τις αμερικανικές ανοησίες οι λαοί που έχουν ιστορική παιδεία και ιστορική πείρα πρέπει να παραμείνουν νηφάλιοι ως πολιτικά όντα που αναδεικνύουν την πολιτική διάσταση των πραγμάτων και δεν μετατρέπονται σε χαζοχαρούμενο νηπιαγωγείο που αναμασά αμερικανικά τραγουδάκια, εύκολα και ρυθμικά για πάσα χρήση.

TAKTAKALA DANGER ZONE

5 Φεβρουαρίου, 2011

Νήπιοι ἀγροιῶται, ἐφημέρια φρονέοντες  

= Χωριάτες που απ’ τη μύτη σας δεν πάει πιο πέρα ο νους σας

 Ομήρου, Οδύσσεια φ85 [μετ. Ζ. Σίδερης]

Δυο πράγματα είναι άπειρα, το σύμπαν και η ανθρώπινη βλακεία.

Όμως για το πρώτο δεν είμαι εντελώς σίγουρος.

Α. Αϊνστάϊν

Με τη γερμανική κατάληψη της Γαλλίας, τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Γερμανός αξιωματούχος του κατοχικού στρατού προχώρησε και για την επιβολή πλήρους ελέγχου και στην κακόφημη συνοικία του Παρισιού. Οι άνθρωποι του παρισινού υποκόσμου πληροφορήθηκαν με θυμηδία τα σχέδια του γερμανικού στρατού.

 Έλα τώρα, έλεγαν, εδώ είναι η Αυλή των θαυμάτων, εδώ βρίσκεται ο ανθός του υποκόσμου αυτής της πόλης. Εδώ είναι οι σκληροί άνδρες, πέρασαν από φυλακές και καταδιώξεις και άντεξαν. Εδώ και αιώνες αυτές οι γειτονιές είναι δικές μας. Η αστυνομία δεν τολμά να μπει στον χώρο αυτό. Με το πείσμα μας και τη μαγκιά μας επιβάλαμε άλλη τάξη εδώ. Και συνέχισαν αδιάφοροι τις συνηθισμένες ασχολίες τους.

Όταν την άλλη μέρα είδαν τις κινήσεις του γερμανικού στρατού για περικύκλωση της πλατείας παρακολουθούσαν με κοροϊδευτικό χαμόγελο. Εν τω μεταξύ οι στρατιώτες του στρατού κατοχής πήραν θέσεις και άρχισαν να τοποθετούν τα πολυβόλα.

Μα τι λένε τώρα αυτοί, εδώ μας σεβάστηκαν όλα τα καθεστώτα, εδώ κινείται η μαγκιά και οι τολμηροί της πόλης, ήμασταν πάντοτε εδώ και δεν διανοήθηκαν να μας αγγίξουν βασιλικές κυβερνήσεις ή δημοκρατικές, επαναστατικές ή συντηρητικές. Και συνέχισαν να χαμογελούν με θυμηδία ή και με περιφρόνηση.

Οι Γερμανοί στρατιώτες ολοκλήρωσαν τις εργασίες τους.

Μα τι λες τώρα, εδώ είναι άλλο καθεστώς, δεν είμαστε σαν τις άλλες γειτονιές της πόλης, εδώ όλοι παραδέχονται πως επικρατούν άλλες συνήθειες και άλλοι νόμοι. Και συνέχισαν να κοιτούν ειρωνικά.

Ο Γερμανός αξιωματικός έδωσε τις εντολές και από το μεγάφωνο των κατοχικών στρατευμάτων ακούστηκε: Να εκκενωθεί η πλατεία. Τα πολυβόλα θα αρχίσουν να βάλλουν σε ένα λεπτό. Οι στρατιώτες όπλισαν και ο αξιωματικός κοίταξε το ρολόι του. Τότε όλοι κατάλαβαν ότι το εννοούσε και έντρομοι συνειδητοποίησαν ότι η προθεσμία που τους έδωσε πάει να εξαντληθεί. Και έγινε τότε το σώσε. Πανικόβλητοι οι μάγκες και οι νταήδες έτρεχαν να προλάβουν, πατείς με πατώ σε απομακρύνονταν οι παλληκαράδες, κάθιδροι και με την ψυχή στο στόμα έφευγαν όλοι αυτοί που δεν σήκωναν μύγα στο σπαθί τους. Σε ένα λεπτό η συνοικία βρισκόταν υπό των πλήρη έλεγχο των γερμανικών δυνάμεων και οι μάγκες δεν υπήρχαν πια εκεί. Τους πάτησε ο οδοστρωτήρας των κατοχικών στρατευμάτων.

Τα σκέφτομαι όλα αυτά ενώ σεργιανώ στην περιοχή του Τακτακαλά και καταγράφω τα συνθήματα στους τοίχους που γράφουν διάφοροι αντιεξουσιαστές, επαναστάτες και επαναστατημένοι, αμφισβητίες και ανατρεπτικοί. Η υποβάθμιση της περιοχής και η ερήμωσή της λόγω της γειτνίασής της με τη γραμμή αντιπαράταξης οδήγησε σε παρακμή, εγκαταλειμμένα σπίτια, χαμηλά ενοίκια. Έτσι έγινε πόλος έλξης για στέκια της νεολαίας. Όλοι οι μελετητές τόνισαν πολλές φορές ότι πρέπει οι νέοι μας να έρχονται σε επαφή με την περιοχή της Πράσινης Γραμμής, για τη συνειδητοποίηση της σκληρής πραγματικότητας που επέφερε η κατοχή. Ιδού λοιπόν που όλα μπορούν να αλλοιωθούν, να φτάσουν στη φαρσική εκδοχή τους, να που η αλλοτρίωση και η ιδεοληψία μπορούν να δημιουργήσουν άλλες συμπεριφορές εντελώς διαφορετικές από αυτές που  η ίδια η πραγματικότητα περιμένεις να δημιουργήσει. Γιατί η λογική που επικρατεί εδώ, 100 μέτρα από τις λόγχες του τουρκικού στρατού κατοχής,  είναι σαν να ζεις σε ένα προάστιο του Μιλάνου, της Μασσαλίας ή της Χάγης. Γιατί ο επαρχιωτισμός των Κυπρίων νέων και η με ευλάβεια αντιγραφή στάσεων και νοοτροπιών από άλλες χώρες είναι τέτοια που η πραγματικότητα της κατοχής δεν αναφέρεται καθόλου, ή χάνεται μέσα στην άμμο του ευσεβοποθισμού και του στρουθοκαμηλισμού. Αφού στο Λονδίνο και στη Λυών γράφουν τέτοια συνθήματα αυτά επιβάλλεται να γράφουμε και μείς. Ένας επαρχιωτισμός της σκέψης αβάστακτος.

Αντιγράφω από τους τοίχους:

ΚΡΑΤΟΣ Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΗΣ

ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΓΗ

ΚΑΤΩ Ο ΣΤΡΑΤΟΣ

ΟΥΤΕ ΘΕΟΣ ΟΥΤΕ ΑΦΕΝΤΗΣ

Ακόμη ένα άλλο αγγλιστί:

NO BORDERS

Για τον εκβρεφισμό της σκέψης στην Κύπρο πολλοί εργάστηκαν και τα κατάφεραν. Όμως όλοι οι μεγάλοι αντιεξουσιαστές στοχαστές τόνιζαν την αναγκαιότητα να αντιμετωπίζεται  πάντα η μεγάλη εξουσία, εκεί να ρίχνονται όλες οι δυνάμεις, πρώτα και κύρια. Και αν η μεγάλη εξουσία είναι η αποικιοκρατία, ο ιμπεριαλισμός, η εθνική κατοχή, εκεί πρέπει να δίνεται η κύρια μάχη. Στην Κύπρο η Μεγάλη Εξουσία, ο μεγαλύτερος τρομοκράτης,  είναι ο τουρκικός στρατός κατοχής, με 43 χιλιάδες στρατιώτες σε επιθετική διάταξη, με φοβερή υπεροπλία, με δυνατότητα εντός λεπτών να ενισχύεται από την Τουρκία. Αυτός δομεί και δημιουργεί τις καταστάσεις στην Κύπρο, επιβάλλει λογικές και πολιτικές. Κάθε αμφισβήτηση και αντιεξουσιαστική στάση έχει πρώτον καθήκον να τοποθετηθεί εναντίον της πρώτης μεγάλης εξουσίας και τις αντιθέσεις με τις υπόλοιπες εξουσίες πρέπει να τις στοιχίσει και να τις δει σε εξάρτηση και σε σχέση με την πρώτη.

Όμως τα πράγματα στην Κύπρο έφτασαν σε κατάσταση οπερέτας, οι φοβεροί αντιεξουσιαστές μας καμώνονται πως δεν το βλέπουν αυτό ή, το χειρότερο, θεωρούν ότι αν εκδηλώσεις την αντίθεσή σου στον κατοχικό στρατό εκφράζεις απαράδεκτες εθνικιστικές θεωρίες. Μιλάμε για κιτσαριό της σκέψης.

Όμως υπάρχει και ένα άλλο σύνθημα χαρακτηριστικό, γραμμένο στον τοίχο:

TAKTAKALA DANGER ZONE

Είναι έκδηλο ότι θέλουν να επιβάλουν εδώ τη σφραγίδα τους, ότι εδώ είναι πια μια περιοχή δική τους, που δεν ανέχονται και δεν δέχονται τις λογικές των άλλων περιοχών της πόλης, γιατί εδώ άρχισαν να συρρέουν άνθρωποι μάγκες και αμφισβητίες, που δεν σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους, γι’ αυτό και το κυπριακό κατεστημένο, εννοείται των ελεύθερων περιοχών, πρέπει να τους τρέμει. Εδώ είναι η αυτόνομη περιοχή της αμφισβήτησης, είναι Taktakala Danger Zone, δεν είναι παίξε γέλασε.

Σκέφτομαι αυτά τα παιδιά σε ώρες κρίσης, όταν μουγκρίσουν τα τουρκικά τανκς, και με πιάνει θλίψη. Σκέφτομαι τις μάνες αυτών των παιδιών,  πόσα πρέπει να κάνουν όταν αυτά από το Taktakala Danger Zone τρέξουν έντρομα σπίτι τους. Θα πρέπει να τα φροντίσουν, να τα πλύνουν, να τα αλλάξουν.  

savvaspavlou.wordpress.com

ΚΛΕΦΤΕΣ ΚΑΙ ΚΛΕΦΤΟΠΟΥΛΑ

4 Φεβρουαρίου, 2011


«Πάψε, Γιάννη μ’, τον πόλεμο, και πάψε το ντουφέκι,

να κατακάτσ’ ο κουρνιαχτός, να μετρηθή τ’ ασκέρι.»

Μετριούντ’ οι Τούρκοι τρεις φορές και λείπουν πεντακόσιοι·

μετριούνται τα κλεφτόπουλα και λείπουν τρεις λεβέντες.

Του Μπουκουβάλα

 

Θα μιλήσω εν παραβολαίς, με παράδειγμα από άλλο έθνος: Στην περιοχή Ντιαρμπακίρ, το 1930 μ.Χ.,  ένας κοντόχοντρος και πανάσχημος Κούρδος, εν ώρα μέθης, ή για άλλους ιδιοτελείς λόγους, σκοτώνει έναν Κούρδο, προσοχή: όχι Τούρκο ή μέλος των σωμάτων ασφαλείας και του στρατού, έναν άλλο Κούρδο. Το θύμα, μάλιστα, είχε το δίκαιο με το μέρος του. Ο δράστης, για να αποφύγει την τιμωρία του τουρκικού κράτους, που για να γίνει σεβαστό πρέπει να επιβάλλει τον νόμο σε όλη την επικράτειά του και επί όλων των υπηκόων του, καταφεύγει στα βουνά.

Εκεί ζει νηστικός, βρόμικος και ρακένδυτος. Οι τουρκικές δυνάμεις  τον κυνηγούν συνεχώς, αλλά αποδεικνύεται πολυμήχανος και αποτελεσματικός, δίνει μάχες ηρωικές και πάντα ξεφεύγει,  αφήνοντας κάθε φορά αρκετούς διώκτες του νεκρούς. Ύστερα από δέκα χρόνια στα απόκρημνα βουνά του Κουρδιστάν, πεθαίνει από μια συνηθισμένη ίωση. Όμως, στα κουρδικά τραγούδια και στις λαϊκές αφηγήσεις, που δημιουργούνται κατά την περίοδο της δράσης του ή, ακόμη, μετά  τον θάνατό του, η εικόνα του είναι εκείνη ενός πανέμορφου αρχάγγελου εκδικητή, που πάντα ήταν εκφραστής του δικαίου και της αρετής, που για χρόνια χτυπά ανίκητος τους Τούρκους, ήρωας που πεθαίνει μάλιστα σε μάχη με υπέρτερους εχθρούς.

Λοιπόν, θα ήταν πολύ μίζερη η εικόνα ενός απομυθοποιητή ιστορικού, που μόνο θα επέμενε και θα τόνιζε ότι ο περί ου ο λόγος ήταν κοντός, χοντρός και άσχημος, ότι πέθανε από αρρώστια, ότι προηγουμένως συνεργαζόταν με τις τουρκικές αρχές, ότι βγήκε στα βουνά για να γλιτώσει την εκτέλεση, ότι ο πρώτος άνθρωπος που σκότωσε ήταν Κούρδος ή ότι, ακόμη, προτού βγει στα βουνά, έπαιρνε δανεικά κι αγύριστα από τους συμπατριώτες του κ.λπ. κ.λπ. Θα ήταν, πράγματι, μίζερος αυτός ο ιστορικός, αν δεν κατανοούσε και δεν περιέγραφε το πιο σημαντικό: ότι ο μύθος που φτιάχτηκε γύρω από το άτομο του αντάρτη αυτού ήταν γιατί εξέφραζε τα βαθύτερα αισθήματα του λαού του, γιατί, ανεξάρτητα από τις προθέσεις του, τα προηγούμενα και τις εξελίξεις, εν τέλει με τη στάση του  αποτελούσε την ένσαρκη αμφισβήτηση και αντίσταση σε ένα καθεστώς, που καταπίεζε και εξευτέλιζε τον λαό του.

Στα δικά μας, τώρα: Η απομυθοποιητική επέλαση επί της ελληνικής ιστορίας συνεχίζεται. Με πολλούς πολιορκητικούς κριούς, διάφοροι ιστορικοί επελαύνουν για να ανοίξουν πύλες κλειστές, ν’ ανοίξουν νέους δρόμους στη σκέψη, εν τέλει να μας ανοίξουν τα μάτια, αποκαλύπτοντας δεδομένα νέα που λειτουργούν απομυθοποιητικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: Ιστορικός μάς τονίζει ότι οι Κλέφτες δεν ήταν σύμφωνα με την ωραιοποιημένη εικόνα που διαιωνίζεται από τους παρωχημένους και μυθομανείς· είχαν λερωμένες φουστανέλες, ήταν άξεστοι,  αγράμματοι και προληπτικοί, μας αποκαλύπτει άλλος μείζων απομυθοποιητής, και είχαν αρπακτικές διαθέσεις, κτυπούσαν και έκλεβαν Έλληνες και Τούρκους, έρχονταν σε επαφή και πραγματοποιούσαν συναλλαγές με τους Οθωμανούς. Και μας κοιτάζουν αφ’ υψηλού ως ανεπίδεκτους μαθήσεως, που δεν μπορούμε να μεταλάβουμε την αλήθεια που προσφέρουν και, έτσι, διαιωνίζουμε ιστορικούς μύθους.

Κλέφτες ήταν οι άνθρωποι και οι κλέφτες κλέβουν από όπου μπορούν, και από Έλληνες και Τούρκους. Και, φυσικά, στα όρη και στα φαράγγια δεν μπορούσαν να έχουν ολοκάθαρη και σιδερωμένη φουστανέλα σαν τους τσολιάδες στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη. Ούτε και οίκοι μόδας υπήρχαν τότε, για να δώσουν έναν αέρα εκσυγχρονισμού στο κλέφτικο λουκ, πώς θα έραβαν τις φουστανέλες τους, πώς θα τακτοποιούσαν τα φέσια και τα τσαπράζια τους. Όσον αφορά το άξεστο και την πίστη των Κλεφτών σε προλήψεις: μπορεί μερικοί ιστορικοί να υποβάλλουν ότι οι δικοί τους πρόγονοι, την ίδια εποχή,  το 1750 μ. Χ. παραδείγματος χάριν, ήταν εκλεπτυσμένοι με κλειδοκύμβαλο στο σαλόνι τους, και οι προγιαγιάδες τους μυλαίδες με έξωμες τουαλέτες  και οι προπάπποι τους με μεταπτυχιακά στο  London School of Economics. Όμως δεν μας το έχουν αποδείξει ακόμη, και οι ιστορικές μελέτες τεκμηριώνουν ότι η κοινωνία, από την οποία προέρχονταν οι Κλέφτες, στο ίδιο περίπου επίπεδο προλήψεων και αναλφαβητισμού βρισκόταν.

Οι Κλέφτες, ταλαιπωρημένοι και βρόμικοι, με ξεσχισμένα ρούχα, έδιναν τον αγώνα της επιβίωσης, κυνηγημένοι, ενίοτε νηστικοί, άλλοτε σε λημέρια και άλλοτε εν διαρκεί κινήσει, για να αποφύγουν τον θάνατο που κουβαλούσαν οι διώκτες τους. Το πιο σημαντικό όμως με τους Κλέφτες, ο ιστορικός δεν  το αναδεικνύει: Όποιους και να χτυπούσαν, η ύπαρξή τους αποτελούσε, πρωτίστως, την ένσαρκη αμφισβήτηση της οθωμανικής εξουσίας και δεσποτείας. Ακόμη, όσον αφορά τις κυμάνσεις της κλέφτικης συνείδησης και τις σχέσεις της με τον πέραν του χώρου της ευρύτερο ιδεολογικό αγώνα, που συσσωμάτωνε ποικίλα δεδομένα, (από τις ανατρεπτικές  ιδέες που κυκλοφορούσαν στον ευρωπαϊκό χώρο μέχρι την άνοδο νέων στρωμάτων και τις οικονομικές και πολιτιστικές αλλαγές στην ελληνική κοινωνία της οθωμανικής επικράτειας): όταν οι συγκυρίες το επέτρεψαν για να εκδηλωθεί η επανάσταση του 1821, αυτοί υπήρξαν ένα από τα βασικά ένοπλα σώματά της.

Με όρους της Κυβερνητικής: το μικροσύστημα των Κλεφτών, που κυρίως έβλεπε (και προσαρμοζόταν με) τα δεδομένα της τοπικής μικροκοινωνίας την οποία γνώριζαν και στην οποία ζούσαν, (κλοπές, διαφυγή, ανταγωνισμοί και αντιπαλότητες με τοπικές οθωμανικές αρχές, παράγοντες της περιοχής τους, αρματωλούς  και άλλους Κλέφτες) εντάχθηκε αβίαστα στο μεγασύστημα της Επανάστασης, που ανέτρεπε μείζονα και εισήγαγε μείζονα. Την ώρα την πρέπουσα οι Κλέφτες έπαιξαν τον επαναστατικό τους ρόλο εναντίον της οθωμανικής αυθαιρεσίας και καταπίεσης, έδωσαν τον αγώνα τον καλόν.  Ένας, λοιπόν, ιστορικός που σέβεται τον εαυτό του, δεν πρέπει μόνο να αποκαλύπτει  διάφορα επί μέρους  της ιστορικής αλήθειας και να απομυθοποιεί, (και στο σημείο αυτό θα λέγαμε απλά: πολύ καλά κάνει), αλλά και να επεξηγήσει το πρωταρχικό: γιατί δημιουργείται ο μύθος και γιατί διαιωνίζεται. Η ερμηνεία του μύθου μπορεί να αποτελέσει το σημαντικότερο στοιχείο  της ιστορικής αυτογνωσίας μας.

Με βάση όλα αυτά για τα κύρια σημεία του θέματος (συνεχής αμφισβήτηση του νόμου και της τάξης της υπέρτατης οθωμανικής εξουσίας, καίρια συμβολή στην επανάσταση του 1821), δεν με εκπλήττει που ωραιοποιείται η εμφάνιση των Κλεφτών στα δημοτικά τραγούδια και την επώνυμη λογοτεχνία που ακολουθεί. Ούτε γιατί, στο λαϊκό αίσθημα και τη λαϊκή αντίληψη,  διαιωνίζεται η εικόνα που μερικοί προσπαθούν να καταρρίψουν. Ούτε γιατί ολοι οι μεγάλοι ποιητές μας επιμένουν στην αγγελική ιδιοσυστασία των Κλεφτών, την αναδεικνύουν συνεχώς, διασκεδάζοντας ταυτόχρονα με τις επελάσεις των απομυθοποιητών.

Ναι, σαν αρχαγγέλους, πανέμορφους και με φωτοστέφανο, πρέπει να εικονοποιούμε τους Κλέφτες. Γιατί και με τη δική τους συμβολή δημιουργήθηκε η νεότερη Ελλάδα, που η κοινωνία της δίνει το βάθρο, ακόμη και σε  διάφορους ιστορικίσκους, για να κάνουν θεαματικές απομυθοποιητικές πιρουέτες και, ενώ  αγνοούν το δάσος, να γράφουν συνεχώς για το ένα και μοναδικό δέντρο που τους «δένει» τα μάτια.