Archive for Μαρτίου 2011

ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΑΣΚΗΣΕΩΝ

14 Μαρτίου, 2011

 

 

ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΑΣΚΗΣΕΩΝ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Λευκωσία 2013

 

 

 

 

 

 

 

 

Περιεχόμενα

1.      Που να σας εξηγώ

2.      Οκτωβριανό

3.      Κύπρος, 15 Ιανουαρίου 1950

4.      Γρίβα Διγενή και Μετοχίου

5.      Εις τον τάφο του μονόχνοτου και εμμανούς επαρχιώτη Σάββα Παύλου -Τζονή (1951- )

6.      Διαβάζοντας το βιβλίο της Αλεξάνδρας Σαμουήλ,  Ιδαλγός της Ιδέας Η περιπλάνηση του Δον Κιχώτη στην ελληνική λογοτεχνία

7.      Ανακρεόντιο (ανάπλαση)

8.      Άντριου Μόσιον, Αλλαγή καθεστώτος (μετάφραση)

9.      Οδυσσέας Ελύτης

10.  Η κόρη μου η Ρίμα

11.  Μεταπολεμικός Έλλην ποιητής

12.  Γραμματικού τάφος

13.  Κενοτάφιο στην Έφεσο

14.  Θείο ελληνικό καλοκαίρι

15.  Ο πλασιέ

16.  Τα σύννεφα του 1927

17.  Τα μπάζα μακριά

18.  Μορφή και περιεχόμενο

19.  Οκ γαθν πολυϊατρίη

20.  Μελέτη Θανάτου

21.  Η εικών

22.  Το υπόλοιπο

24.  Σελίς 17

25.  Που να σας εξηγώ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πού να σας εξηγώ

 

Ότι το μωρόν του Θεού σοφώτερον των ανθρώπων.

Το μωρόν του Θεού,

το δεύτερο θερμοδυναμικό αξίωμα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Οκτωβριανό

 

Βρέχει. Κι αρχίζω

στο χαρτί σπορά· λέξεις

που με φυτρώνουν

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κύπρος, 15 Ιανουαρίου 1950

 

Μια

φωνή:

Έ – νώ – σίς.

Λαός ίστωρ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                   Γρίβα Διγενή και Μετοχίου

 

Είδα τον Μενέλαο Χριστοδούλου στο δρόμο.

Κοστούμι, γραβάτα, γυαλιά χοντρά, στο χέρι

η βαριά τσάντα καθηγητών και ανωτέρων υπαλλήλων

-εικόνα λόγιου της Κύπρου παρελθόντων ετών.

Από ποια χαραμάδα ξέφευγε υπερκόσμιος;

Ήταν της ψυχής το εσώτερο χάραγμα που φάνηκε

στο μάτι που σπινθηροβόλησε

ήταν οι αιώνες της ελληνικής γλώσσας που κουβαλούσε

κι όμως ανάλαφρος.

Απ’ τη μισάνοιχτη χούφτα άρχιζε η σπορά των λέξεων

για τα πετεινά του ουρανού και τους περήφανους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Εις τον τάφο του μονόχνοτου και εμμανούς επαρχιώτη Σάββα Παύλου -Τζονή (1951)

 

Είδε και διάβασε πολλά. Κρατούσε

μια εικόνα του κάμπου πάντα, την Ιλιάδα

και το «είμεν τε και ουκ είμεν» του Σκοτεινού.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Διαβάζοντας το βιβλίο της Αλεξάνδρας Σαμουήλ,  Ιδαλγός της Ιδέας Η περιπλάνηση του Δον Κιχώτη στην ελληνική λογοτεχνία

 

Ο πατέρας μου, πρώτη και τελευταία έξοδος απ’ την Κύπρο.

Τον πήρα στο Λυκαβηττό, βγήκαμε στην κορφή με το τρενάκι.

Κοίταξε μπροστά ως την άκρη του ματιού: πολυκατοικίες,

το ίδιο δεξιά κι αριστερά, γύρισε πίσω: πολυκατοικίες πάλι ως την άκρη της μνήμης.

«Μα που σπέρνουν αυτοί;» αναρωτήθηκε.

Ή αλλιώς «Ποτέ δεν είδα τόσο θάνατο φυτρωμένο».

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ανακρεόντειο (ανάπλαση)

 

Κάθε τραγούδι και μια πόλη που έπεσε:

η Τροία, η Θήβα, η Σελεύκεια.

Όμως πια τώρα θα σας πω

πως έπεσα εγώ.

Δεν με κουρσέψαν πεζικό ή καράβια

και δεν με χάλασε το ιππικό

αλλά μια άλλη στρατιά

που με τοξεύει με κτυπά

μέσα απ’ τα μάτια σου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Άντριου Μόσιον, Αλλαγή καθεστώτος

 

Κατεβαίνοντας  απ’ το δρόμο  της Νινευϊ

ο Θάνατος σταμάτησε  για λίγο κι είπε: -Προσοχή!

Βλέπεις  τα ονόματα των τόπων εδώ στη γύρω πλάση;

Δικά μου είναι τώρα, τα ’χω ξεκοιλιάσει.

Να, η Εδέμ, στο νότο πέρα. Την αυγή

είπα στο στρατό μου  ρίξτε τα στη γη

τα τείχη και τις πύλες της έτσι που καθείς να δει

το γλυκό της μήλο πάνω στο κλαδί.

Το θέλεις, δεν ειν’ έτσι; Πήγαινε τότε να το φας,

γλείψε τα χείλη σου και κόψε το ίδιο πάλι με μιας.

Να, ο Τίγρης κι ο Ευφράτης, σε λωρίδες έρεαν παλιά

του Ήλιου και της άμμου, χρώματα που ‘δειχναν ανεμελιά

Άλλο πια δεν το μπορούν. Τους γέμισα γοργά

μ’ αμέτρητη λογιών λογιών ανθρωποκοπριά

Να, η Βαβυλώνα,  κι οι κήποι της οι κρεμαστοί,

γλύκαιναν τις βασιλείες σ’ ώρα ειρηνική

βρήκα τώρα άλλο τρόπο να ευωδιάζω τον αέρα:

μια λέξη άλλη πια για την απελπισία που τρυπά ως πέρα

που αφήνει τη Βαγδάτη, μιναρέδες με το άστρο στην κορφή,

αίθουσες κι αυλές μαρμάρου, αντικατοπτρισμοί  σε μέρα θερμή.

Τους τόπους αυτούς και τ’ αρχαία πράγματα που ξέρατε, θέλω να πω

δεν θα τα ξέρετε σε λίγο. Δουλεύω ήδη γι’ αυτόν τον σκοπό.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Οδυσσέας Ελύτης

 

Ένας ελεύθερος διανοούμενος

είναι σαν μια ωραία γυναίκα

μόνος και μόνη αλλά μ’ όλο το σύμπαν μέσα τους

ξεχωριστός και ξεχωριστή μα και ψηφίδα του κόσμου

αναρχικοί στην τάξη του αιώνιου.

Γι’ αυτό μη δίνετε σημασία σ’ αυτόν που με κρίνει

-ο συνήθης ημιμαθής των πανεπιστημίων:

Δεν έχει, λέει, προθέσεις κι επαγγελματικές φιλοδοξίες

το γλαυκό κορίτσι μου.

Αυτοί που μένουν

στο χωριουδάκι των νεοελληνιστών δεν μπορούν

να κρίνουν τους συμπαντικούς

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η κόρη μου η Ρίμα

                      στον Κώστα Βασιλείου

 

 

Μαζί με τον Ριμάκο

και τον Ριμαχό

σκότωσα τον Δράκο

στο έλος το ρηχό.

 

Μαζί με τον Ριμάχο

και τον Ριμακό

τον άγιο μονομάχο

τον κατανικώ.

 

Και να η Ριμαχόνα

που έκανα λεχώνα

έγιν’ Θεέ! το σώσε

κάποια βραδιά,

μού ’πε – της είπα «δώσε»

και πήγαν όλα πρίμα

και να τώρα κοντά:

η κόρη μου η Ρίμα

να σας χαιρετά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μεταπολεμικός Έλλην ποιητής

με τον τρόπο του Μανούσου Φάσση

 

Έγραφε κάποτε για εργάτες και σοβχόζ

-ποιος τη θυμάται πια αυτή τη λέξη;

Πέρασε ύστερα σε ιστορίες ροζ:

«Τα φλογερά Μαρίνας και Αλέξη».

Πληθωρισμός κι εδώ, χρειαζόταν κάτι

να διαφέρει, σαν πι χι «θαύμα του Οζ»

Απόδραση στ’ονειρικό, σε μονοπάτι

ανατροπής, και γράφει: «Μάγοι στο κολχόζ».

Κι εδώ πολλοί ομότεχνοι, θα επιπέσει

σ’Αγία Γραφή και γράφει «Ρουθ – Βοόζ»

σε λίγο άλλη πόρτα θα κτυπά με ζέση

χρήσιμος όμως! Να, στων στίχων τη γλυκόζη

θα δεις ποιες είν’ μέσα στη γλώσσα μας σε –οζ

οι λέξεις. Το ατάλαντό του ας όζει!

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Γραμματικού τάφος

 

Δύστυχο δίστιχο. Δύσστιχο.

Μα πετυχαίνει. Δίστυχο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κενοτάφιο στην Έφεσο 

 

Που πήγε, που χάθηκε αυτός

που ζούσε μ’ όλο το σύμπαν μέσα του;

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Θείο ελληνικό καλοκαίρι

 

 

Καλοκαίρι στην Κίμωλο, ένα παλιό σπιτάκι -ευκαιρία, μέσα στο περιβόλι της κυρά Αγάθης. Είκοσι μέρες πανέμορφες με την Κατερίνα, θάλασσα, φρούτα, ήλιος και ύπνος. Και κάθε απόγευμα καταφτάνει ο Σταχτής, ο γάτος της κυρά Αγάθης και μας φέρνει γεμάτος περηφάνια τα τρόπαιά του: μια ακρίδα, ένα τζιτζίκι, μια σαύρα μικρή. Παίζει μαζί τους ηδονικά, με νύχια και δόντια, σε λίγο τα κομματάκια τους απλώνουν στο πάτωμα. Στην αρχή πήγαμε να τα γλιτώσουμε, μας φάνηκε ωμό να γίνονται τέτοια πράγματα σε τέτοια μέρη ειδυλλιακά, όμως μετά έμαθα να αρπάζω την Κατερίνα, να αλληλοαρπαζόμαστε καλύτερα σε ένα σπαρακτικό αγκάλιασμα, με δόντια και νύχια και με κάθε τρόπο ο ένας μέσα στον άλλο, βογγητά που κρατούσαν όλη την σκληρή ώρα, μέναμε στο τέλος κομματιασμένοι κι άφωνοι, ανίκανοι να κινηθούμε ένα ρούπι.

Ότι κι εμείς ξέρουμε το σπάραγμα από τη συνάντηση της πίκρας της ζωής και της ηδονής του θανάτου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο πλασιέ

 

 

Κοιτάζω τη ολόμαυρη ράχη των Ψαρών. Έρημη γη, διακρίνεις ακόμα μικρές εστίες φωτιάς και κάμποσο καπνό που ανεβαίνει.

Όχι, δεν είμαι η Δόξα που μελετά τα λαμπρά και τα ηρωικά από ψηλά, ένας πλασιέ εμπορικών  προϊόντων είμαι, που βλέπει από το αεροπλάνο τ’ αποκαΐδια των Ψαρών -φωτιές των οικοπεδοφάγων, των πυρομανών, των ηλιθίων. Η δουλειά μου εξαίρετη, με σίγουρη την προαγωγή, η εταιρία μού δίνει μεγάλο ποσοστό κέρδους, γυρίζω σε λιμάνια και αεροδρόμια με την τσάντα γεμάτη διαφημιστικά, για νέο τρόπο και σύγχρονη ζωή, ακόμη δείγματα προϊόντων, συμβόλαια κι επιταγές και βλέπω τακτικά τέτοιες φωτιές σε πολλά μέρη .

Κάποτε σκέφτομαι ότι εγώ  τις βάζω.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τα σύννεφα του 1927

 

Τι να έγιναν τα σύννεφα του 27. Του 1927, ίδια μέρα και ώρα με τη σημερινή, απόγευμα 23 Οκτώβρη. Είχαν παρόμοια σχήματα; να ο γέρος με τα γένια που καπνίζει και αλλάζει σε ένα άγριο θηρίο που σηκώνεται στα δυο του πόδια, δεξιά ένα δέντρο που πάει να γίνει πουλί με μια τεράστια φτερούγα που κουρνιάζει από τη μια κι από την άλλη μοιάζει με σπίτι ανοικτό, ύστερα κάποια που μας νεύει έλα, το ένα σκέλος της μικρότερο απ’ το άλλο, δίπλα ξεκινά ένα ύψωμα σαν οροσειρά. Τόσα σχήματα, τόσοι όγκοι, τόσα μηνύματα. Πώς τα είδαν οι άνθρωποι τότε, ο παππούς μου ήταν 29 χρόνων, η μάνα μου έξι, τα πρόσεξαν όπως εγώ τα σημερινά ή τα αγνόησαν. Τι σκέφτηκαν γι αυτά ο Σεφέρης, ο Καβάφης, ο Σικελιανός;  Τα σύννεφα της 23ης Οκτωβρίου 1927. Ένας κόσμος ολόκληρος, ένα έπος με σχήματα και όγκους που ξύπνησαν μνήμες και όνειρα και χάθηκαν.

Τι να έγιναν οι νέοι του 80, του 1980; Θα αναρωτηθούν κάποιοι ύστερα από εκατό, διακόσια χρόνια; Αγώνες και όνειρα που πήραν σχήματα από προσπάθειες και όγκους από εκφράσεις.  Σαν σύννεφα υψωθήκαμε και χαθήκαμε.

…….

Τι να έγιναν οι μορφές των συννέφων, πριν χίλια ή ένα εκατομμύριο χρόνια; Ακόμη πιο μπροστά, πεντακόσια ή εννιακόσια εκατομμύρια χρόνια προηγουμένως, πριν φανεί ο άνθρωπος να τα θαυμάσει; Νέφη μικρά και τεράστια,  που κάποτε κάθισαν σαν σκουφί σε δέντρα και κορφές, που έπαιξαν  με το φεγγάρι ή με τον ήλιο, που πρόβαλλε πότε πότε μέσα απ’ αυτά. Αμέτρητες μορφές του νέφους που κυνηγήθηκαν με άλλες στ’ αλώνια του ουρανού.  Μελανίτες, σωρείτες, νέφη μαύρα της καταιγίδας ή άσπρα, νέφη σκοτεινά ή χρυσαφένια από το κίτρινο του δειλινού, μισά δροσοσταλίδες του νερού και μισά φως. Αν δεν γίνει Θεός ποιος θα κρατήσει τη μαγεία τόσης εκατομμυρίων χρόνων  ομορφιάς ;

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τα μπάζα μακριά

Σβήνω με μαρκαδόρο μια μια τις λέξεις, διάστικτη η σελίδα από τις μελανιές, μένει μόνο εκεί στη μέση η λέξη: ελευθερία, χωρίς άλλες λέξεις πριν ή μετά να υφαίνουν ιστό. Σβήνω όλη την ιστορία κάθε ανθρώπου, αφαιρώ μέχρι που φτάνω στη στιγμή που είπε: είμαι ξεχωριστός άρα  κι ο θάνατος με διαγράφει. Διαγράφω  τόσα που συνέβησαν ανάμεσά μας, φτάνω στην ώρα που σε είδα έτοιμη και ωραία και είπα: αυτή η γυναίκα είναι η ιστορία μου, ξεκινάμε. Αφαιρώ όλη την ιστορία του κόσμου μας, φτάνω στον μεγάλο βυθό, στο μεγάλο κενό, στο αναπαρθένεμα της Μεγάλης Έκρηξης. Έτσι γράφεται η ποίηση, ξεσκαρτάροντας συνεχώς, αδειάζοντας άχρηστα και μπάζα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μορφή και περιεχόμενο

 

Κάθε φορά που ήταν να μπει στο σπίτι του, άνοιγε μια τρύπα στον τοίχο ή στην οροφή, άνετη τρύπα κι έμπαινε κύριος. Εντάξει, ξεσκόνιζε λίγο τα ρούχα του, κάποιες σκόνες βλέπετε έπεφταν πάνω. Το ίδιο κι όταν έβγαινε. Όλα καλά, μόνο οι οδοκαθαριστές μουρμουρούσαν που είχαν να μαζεύουν τα μπάζα που στοιβάζονταν  κάθε λίγο μπροστά στο πεζοδρόμιο -δυο έξοδοι και δυο είσοδοι την ημέρα βλέπεις. Μπαίνοντας βγαίνοντας, το σπίτι άρχισε να χάνεται σιγά σιγά, στο τέλος δεν έμεινε τίποτα. Καθόταν στο σαλόνι του αδιαφορώντας για τις ματιές των περαστικών κι ένιωθε το σχήμα του σπιτιού του να τον αγκαλιάζει προστατευτικά και την ίδια ώρα να του ανοίγει το άπειρο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Οκ γαθν πολυϊατρίη

ητρσι Χάριτι Σπανο, Σωτηρί Σόρογκ

 

Ένας σύγχρονος άνθρωπος ρωτά και άλλη γνώμη, τόνιζε. Πληρώνεις, αλλά μαθαίνεις καλύτερα.

Έτσι, μόλις του τύχαινε κάτι, πήγαινε και σε δεύτερο και τρίτο γιατρό. Κάποτε, τον σύγχυζαν οι διαγνώσεις τους, οι θεραπευτικές τους συμβουλές· αυτό το χάπι προκαλεί παρενέργειες ο ένας· το φάρμακο εκείνο μακροχρόνια κάνει ζημιά στα νεφρά, ο άλλος. Μη ο ένας, ναι ο άλλος, όχι και ίσως ο τρίτος.

Όπως τον περασμένο μήνα, με το στομάχι του και τις δύσπνοιές του, ένιωθε να πνιγόταν και να αναποδογυρίζονταν τα σωθικά του. Πέρασε από τρεις γιατρούς, κοντά στον τρίτο ήταν το σπίτι της γιαγιάς του, πέρασε κι από ’κεί κρατώντας συνταγές και φάρμακα που πολεμούσαν μεταξύ τους.

Η γιαγιά μόλις είχε βάλει φύλλα της ελιάς και λιβάνι στο καπνιστήρι και κάπνιζε το σπίτι. Μόλις μπήκε, τον θυμιάτισε κι αυτόν σταυρωτά, τρεις φορές.

-Έλα, παιδί μου, ένα τσάι με χαμομήλι θα σου κάνει καλό, του είπε μόλις άκουσε τα νέα του. Έφερε το μπουκάλι με το οινόπνευμα, -μετά το τσάι, λίγες εντριβές ωφελούν, του είπε.

Έβγαλε το πουκάμισό του και ξάπλωσε στον καναπέ μπρούμυτα, οι εντριβές με το οινόπνευμα ήταν η δεξιότητα της γιαγιάς, κι ο πατέρας του κι ο θείος Βασίλης έλεγαν τακτικά: θα πάμε από τη μάνα για τρίψιμο με σπίρτο, να φτιάξει η μέρα μας. Ξαπλωμένος, είδε που μετακίνησε πιο δεξιά το ερμάρι της με τα ωραία πιατικά, έτσι καλύφθηκε η ρωγμή του τοίχου, που ’γινε από τον σεισμό, πριν από τέσσερα χρόνια.

-Τώρα του είπε, νερό και λουκούμι από τη Θεσσαλονίκη, μου τα ’φερε ο θείος σου ο Βασίλης, που ήρθε προχτές. Κούμπωνε το πουκάμισό του, κι όπως του άφηνε λουκούμι και ποτήρι, την κοίταξε, του έκανε εντύπωση ότι και οι ρυτίδες της ήσαν ήρεμες.

Η γιαγιά, ήταν με χτήματα και μεγάλη περιουσία στο Λευκόνοικο, με την εισβολή έφυγε με τον άντρα της άρον άρον, με τέσσερα παιδιά, έχασε και τον άντρα της πριν από είκοσι χρόνια κι ένα γιο της, τον Ευαγόρα –την ίδια εποχή από καρκίνο. Ύστερα από πέντε χρόνια και το άλλο το παιδί της, τον Νικόλα, από ατύχημα με τ’ αυτοκίνητο. Πάντα, όταν μιλούσε για τον Νικόλα, θυμόταν που εκείνη τη μέρα αυτός είχε πολλές δουλειές κι έτρεχε συνεχώς, δεν μπορούσε καν να βρει μια στιγμή να περάσει απ’ το σπίτι του για φαϊ, «έλα από ’δώ» του είπε, όταν κάποια στιγμή της τηλεφώνησε, «είμαι κοντά στις δουλειές σου, κι έχω μαγειρέψει κάτι που σ’ αρέσει», όμως έγινε το κακό «κι έφυγε νηστικός», τόνιζε γεμάτη πίκρα, κι αυτός πονούσε παραπάνω τον χαμένο θείο του, γιατί τον θυμόταν πιο πολύ, αφού πέθανε όταν ήταν δεκατριών χρονών, μα κυρίως γιατί τον ένιωθε για δεκαπέντα χρόνια να παραμένει πάντοτε νηστικός, αφού δεν πρόλαβε το φαϊ της γιαγιάς.

Έζησε στερημένα η γιαγιά, πριν από εφτά χρόνια δεν είχε λεφτά να φτιάξει τα δόντια της, αυτή που ήταν στο Λευκόνοικο αρχοντοπούλα. Ο πατέρας με τον θείο του έκαναν ένα δάνειο από τη Συνεργατική για να πληρώσουν τους οδοντίατρους, δεν της το είπαν –είναι μια επιχορήγηση των ιατρικών υπηρεσιών, την παραπλάνησαν, για να μη λυπηθεί ότι τους έβαζε σε κόπους και έξοδα.

Ήπιε το νερό, σιγά σιγά ένιωσε περδίκι.

-Γιαγιά, πώς τ’ άντεξες όλ’ αυτά; Τη ρώτησε ξαφνικά.

-Ο καιρός όλα τα θεραπεύει, παιδί μου, είπε κι έμεινε σκεφτική, κι ύστερα: – όλα, ακόμη και την αρρώστια της ζωής.

-Την αρρώστια της ζωής;

-Σε ταλαιπωρεί το κρύο και η ζέστη σε φοβίζουν βροντές και σεισμοί, τρέμεις για τους δικούς σου. Κι ύστερα σε βασανίζει το κορμί σου, σε πληγώνουν οι γύρω σου. Πρέπει κάποτε να ησυχάσεις και απ’ αυτήν.

Σε τριάντα μέρες ήταν στην εκκλησία για την κηδεία της. Πέθανε από ανακοπή στον ύπνο της. Ο πατέρας και ο θείος του σφαγμένοι στον πόνο, αυτός την έβλεπε στο φέρετρο –γαλήνια η μορφή της, την ένιωθε να ανυπομονεί πότε να τελειώσουν οι ψαλμωδίες και ν’ αρχίσει το φτυάρι να τη ραίνει ωραία ωραία με χώμα κι αγκάθια, θεραπευμένη πλήρως ν’ αρχίσει το κορμί της να λικνίζεται στα κύματα μιας θάλασσας του ανόργανου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μελέτη Θανάτου

 

Το είχε σκεφτεί τόσες φορές, το μεθόδευε μελετημένα. Την ώρα Εκείνη θα έκλεινε όλο το σύμπαν μέσα του. Στη συγχρονική διάσταση του κόσμου όλα τα ανθρώπινα της γης κι όλα τα ουράνια σώματα, νεφελώματα και μαύρες τρύπες, σε ακτίνα  γύρω του δισεκατομμύρια έτη φωτός. Και την ίδια ώρα τα προηγούμενα ως τη μύτη του κώνου, όταν πρωτοξεκίνησαν όλα, πριν 14 δισεκατομμύρια χρόνια. Όλα θα τα ζούσε, ακτίνες γάμμα, άτομα και μόρια, δημιουργίες ήλιων και πλανητών, η Γη και τα πρωτοκύτταρα, η εξέλιξη των ειδών, των εργαλείων και της γλώσσας, το ξεκίνημα της τέχνης ίσαμε σήμερα, οντογένεση και φυλογένεση. Η Ιστορία. Όλα θα τ’ αγκάλιαζε το βλέμμα του μυαλού του, περιέχοντας γερά το σύμπαν όλο μέσα του, έτοιμος θα παραδιδόταν στο σύμπαν που τον περιέχει.

Όμως την ώρα Εκείνη ήλθε ένας ψίθυρος «φεύγω τώρα», το άρωμά της φτερούγισε, μια φευγαλέα σκιά, τότε που κατάλαβε πως τον άφηνε.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η εικών

 

Πολλά τα θαυμαστά της Μονής, σιγίλλια, λάβαρα, ευαγγέλια σε περγαμηνές, όμως για όλους, πάνω απ’ όλα, είναι η θαυματουργός εικών της Παναγίας, έργο του ευαγγελιστή Λουκά, δόθηκε εδώ το 890 μ.Χ., ο θεοσεβής Λέων ο Έκτος ήτανε τότε αυτοκράτορας στην Πόλη.

Μας ξεναγούσε ο μοναχός, όμως ο φίλος μου, αποτελεσματικός όπως πάντοτε, έσκυψε στ’ αυτί μου.

-Με τη μέθοδο «άνθρακας 14» αυτά όλα λύνονται, μου ψιθύρισε. Λοιπόν, θα ’ναι της ίδιας εποχής που βρέθηκε, άντε εκατό χρόνια πιο παλιά.

Σκέφτηκα αυτά τα χρόνια, 400 χιλιάδες μέρες, τον όρθρο και τον εσπερινό, πρωί κι απόγευμα μπροστά της, τις λειτουργίες, τις παρακλήσεις, τα μνημόσυνα, πάνω από δυο εκατομμύρια τελετές με ψαλμωδίες και θυμιάματα, τ’ αμέτρητα κεριά των πιστών που άναψαν προσκυνώντας την εικόνα με μια ευχή, το κλάμα του ενόχου κι αυτού που παρακαλούσε για κάποιον που αγαπούσε, κι ο χώρος φωτίστηκε με ένα άλλο φως.

-Είναι πιο παλιά, του είπα, η εικόνα.

-Τι λες; Την πας ως την εποχή του ευαγγελιστή Λουκά; Μα τώρα όλα χρονολογούνται σωστά, η μέθοδος με τον «άνθρακα 14» θα σε διαψεύσει.

-Πολύ πιο παλιά, απάντησα, από τότε που ό άνθρωπος δοκίμασε από το Δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού, και στο ζύγι βαραίνει πάντα η πλευρά με τον πόνο και την πίκρα, κι ο θάνατος τραβά τη ζυγαριά όλη ως κάτω στη γη. Πρέπει ν’ αντέξουμε, λοιπόν, σ’ ένα κομμάτι ξύλο απ’ αυτό το Δέντρο τη ζωγράφισαν, κράτημα και ίσο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το υπόλοιπο

 

Όταν γνωρίστηκαν και τον επισκέφτηκε για πρώτη φορά στο ατελιέ του, είδε το τεράστιο κομμάτι του μαρμάρου και σκέφτηκε ότι σ’ αυτόν τον ακατέργαστο όγκο κρύβονταν όλες οι μορφές του κόσμου. Ο Ωγκύστ μπορούσε να σου εμφανίσει έναν γέροντα σοφό, μια πανέμορφη γυμνή νεράιδα, άλογο ή κένταυρο, Σπαρτιάτη πολεμιστή με ασπίδα ή  σύγχρονο τυφεκιοφόρο.

Ο Ωγκύστ οιστρηλατημένος, χτυπούσε με το σφυρί τη σμίλη και κομματάκια από μάρμαρο έπεφταν κάτω στο δάπεδο, η σκόνη τού είχε ασπρίσει την ποδιά, τα χέρια και το πρόσωπο.

-Φιλίπ, του είπε, έχει καιρό να ρθεις από δω, είναι Το Φιλί, που σου έλεγα, σε λίγες μέρες το τελειώνω, και του ‘δωσε με θέρμη το χέρι.

Του έσφιξε κι εκείνος το χέρι δυνατά μα κοιτούσε αποσβολωμένος το έργο, ήταν κάτι θεσπέσιο.

Μίλησαν ακόμη λίγο, η ματιά του θαμπωμένη συνεχώς στο σύμπλεγμα, φεύγω τώρα του είπε, έχεις να δουλέψεις, μη σε διακόπτω.

Στο δρόμο κοίταξε στα χέρια του τη σκόνη του μαρμάρου από τη χειραψία με τον Ωγκύστ. Πήγε να ξεσκονιστεί όμως συγκρατήθηκε. Υπάρχει αυτό το έργο και το άλλο το πέραν αυτού, σκέφτηκε, εγώ έχω στα χέρια μου τον υπόλοιπο κόσμο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σελίς 17

 

Σελίς υπ’ αριθμόν δεκαεπτά. Εσύ αναγιγνώσκεις.

Ο ρόλος σου ξεκάθαρος, υπάρχει η σελίδα με το κείμενο, κι η ματιά σου από πάνω που σαρώνει λέξεις και γραμμές, είσαι ο αναγνώστης.

Το βιβλίο όμως είναι δικό μου, είσαι λοιπόν ο αναγνώστης μου.

Γιατί επιμένεις να πας παρακάτω; Τι του βρίσκεις αυτού του βιβλίου; Παράτα το!

Δεν το παράτησες λοιπόν, αφού διαβάζεις κι αυτή τη γραμμή.

Έχουμε μια άλλη σχέση πια, δεν είσαι ο αναγνώστης που μπορεί να συνεχίζει ράθυμα κάτι, μια και το άρχισε.

Άλλη σχέση, αφού ο συγγραφέας σε καλεί για διακοπή και συ συνεχίζεις.

Είσαι λοιπόν ο αναγνώστης μου που επιμένει. Θεέ μου, που επιμένει για μένα!

Ξέρεις πόσα βιβλία κυκλοφορούν κάθε χρόνο; Δύο εκατομμύρια.

Ξέρεις πόσα βιβλία θα κυκλοφορήσουν τα επόμενα διακόσια χρόνια.

Όχι δεν είναι διακόσια επί δύο ίσον τετρακόσια εκατομμύρια.

Τα υπολογίζω σε ένα δισεκατομμύριο εκδόσεις, είναι οι αυξητικές τάσεις, οι ευκολίες πια της έκδοσης. Με τα σχετικά ηλεκτρονικά προγράμματα, ακόμη και μια ρέουσα εκπομπή στην τηλεόραση ή το ραδιόφωνο, με μια εντολή αυτή θα καταγράφεται και θα κυκλοφορεί σε βιβλίο. Συνεντεύξεις και συζητήσεις στις καφετέριες θα γίνονται βιβλία, όπως και οι ευχές σε γάμους ή τα λόγια σε εκθέσεις. Εντυπώσεις και κριτικές κριτικών και κοινού στην έκθεση του Νικόδημου Παυλίδη, Θεσσαλονίκη 13 -28 Ιουνίου 2039. Μνήμες, αλληλογραφία, μαρτυρίες, τεκμήρια. «Αρχαιολογικές ειδήσεις στην εφημερίδα Ακρόπολις, 1900-2000». Και μετά για φιλολογικές ειδήσεις, για τους Βασιλικούς, τους Φιλελεύθερους, τους έτσι και αλλιώς, που βρίσκονται στα εκατόν χρόνια της εφημερίδας. Χίλιοι τόμοι. Σχόλια στο Ιντερνέτ που πλαισίωσαν την ανάρτηση ενός άρθρου. «300 σχόλια για το άρθρο του Δ. Χιψίδη, Πολιτισμός και ωμοφαγία». Κι αυτά βιβλίο.

Λοιπόν παράτα το. Διαβάζεις ένα από τα ένα δισεκατομμύριο βιβλία που θα κυκλοφορήσουν μέχρι το 2210. Για να τα διαβάσεις όλα, αν διαβάζεις δέκα περίπου την ημέρα, θέλεις 600 χιλιάδες χρόνια. Θέλεις αυτή την αγγαρεία; Μάλλον θα ζήσεις τόσο; Και που θα τα βάλουμε αυτά τα βιβλία, στρώσανε τη γη με ασφαλτόδρομους, χώρους στάθμευσης, πεζοδρόμια, και τώρα χρειάζονται εκατομμύρια στεγασμένα  τετραγωνικά για να φυλάμε τα βιβλία. Εκατομμύρια στεγασμένα τετραγωνικά σε κάθε χώρα, σε κάθε πόλη.  Ναι, χωρούν σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, μα εμείς θέλουμε  την έντυπη μορφή τους, δεν μπορούμε να τα κάψουμε, θα αρχίσουν πολλοί τα προοδευτιλίκια, ότι, να: όπου καίνε βιβλία καίνε και ανθρώπους.

Εγώ το διακηρύσσω: Να τα κάψουν, να ανασάνει ο χώρος. Εσύ, το ξέρω, αντιδράς. Μα αν κάτι έχουν να πουν, μια λεπτομέρεια έστω, μια παρατήρηση, κάτι θα έχουν να προσθέσουν;

Να τα κάψουν, άμα κρατήσεις τα βασικά και τα κεφαλαιώδη, κάποιος εύκολα μπορεί να ξαναβρεί το νήμα. Δεν χρειάζεται αυτός ο πληθωρισμός.

Να καεί και το βιβλίο που κρατάς. Το δικό μου. Παράτα το. Γιατί αυτό ανάμεσα στα τόσα άλλα; Μ’ αυτό θα βγάλεις τα μάτια σου;

Έχεις διαβάσει Ντοστογιέφσκι, τον Δον Κιχώτη, τον Βασιλιά Ληρ, έχεις διαβάσει Ευριπίδη, Αισχύλο, Σοφοκλή; Τι το θέλεις αυτό αν δεν διάβασες τους μεγάλους; Μου θυμίζεις διάφορους προοδευτικούς καθηγητές, που έφερναν συνεχώς, από διάφορα έντυπα, χρονογραφήματα κι επιφυλλίδες συγχρόνων,  για να εμπεδώσουν στους μαθητές το πνεύμα  (δήθεν και πάλιν δήθεν)  της εποχής, και δυσφορούσαν όταν έπρεπε να διδάξουν Όμηρο, Τραγικούς, Δάντη και Σαίξπηρ.

Έχεις διαβάσεις αυτούς, για να καταπιάνεσαι σήμερα μ’ αυτό το βιβλίο; Σε παρακαλώ να το παρατήσεις. Υπάρχουν σημαντικότερα πράγματα.

Θα πεις τώρα «γούστο μου, καπέλο μου, ό,τι θέλω διαβάζω, διαβάζω και το πιο φτηνιάρικο.» Το πιο φτηνιάρικο των άλλων, δεν θέλω κάποιος να διαβάζει τη δική μου πτώση

Ακόμη με διαβάζεις; Είσαι ανυπόφορος.

Θα πεις εσύ:  Και που ξέρεις ρε έξυπνε ότι σε διαβάζω, μπορεί να το παράτησα το βιβλίο κι εσύ μιλάς στο κενό. Μ’ αρέσει η αντίστασή σου, σε ξέρω όμως καλά, για να το λες αυτό θα πει ότι συνεχίζεις. Παράτα το, λοιπόν.

Σκέφτεσαι τώρα: αυτός  το παίζει μοντέρνος συγγραφέας, που δεν κολακεύει τον αναγνώστη του, δεν είναι όπως στα σουπερμάρκετ που ο πελάτης έχει πάντα δίκαιο. Του φέρεται σκληρά, τον βρίζει τον αναγνώστη του, όμως κι αυτό μέσα στο κόλπο, κάθε λίγο και λιγάκι νέα μόδα, ήρθε κι αυτή.

Ναι αιχμηρός με τον αναγνώστη μου, όμως το θέμα είναι άλλο. Γιατί με διαβάζεις; Παράτα με. Ξέρεις τι λυτρωτικό είναι να μην έχεις έναν αναγνώστη; Γιατί, όταν ξεκινήσει ένας, αρχίζει να σ’ αρέσει και μπαίνεις στο παιγνίδι, γίνεσαι δέσμιος των όρων του. Λοιπόν να ξεμπερδεύουμε, σταμάτα. Ούτε ένας αναγνώστης.

 

Λουαλάνξ, λανξ λενξ μπιλέτ παμέφαλ, λόκτε ντουαλέξτερναλ 18GFB27LGPTW444ESD. Μπάντεν μπάντεν φαστροχόρτι, μπουάξ.

 

 

 

Κύριε ελέησον, είσαι μαζοχιστής εντελώς. Ό,τι μαλακία γράψω την ακολουθείς με τα μάτια σου. Κλείσ’ το βιβλίο, τουλάχιστον κλείσ’ τα μάτια σου, να ονειροπολήσεις.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Είδες το κενό της σελίδας αλλά σκέφτηκες ότι αποκλείεται να τέλειωσε το κείμενο εδώ, θα έχει και άλλο και γύρισες σελίδα. Και να που με ξαναβρίσκεις, βρίσκεις το κείμενο μου, που δεν μπορείς να το αφήσεις, έχεις πάθει εξάρτηση.

Ωραία, θα σου πω μια ιστορία, το κείμενο να πάρει μια πιο ανθρώπινη χροιά, να έχει ενδιαφέρον. Ήμουν στο Παρίσι, δεν ήξερα λέξη γαλλικά εκτός από το μερσί, όμως τα αγγλικά ξεκλειδώνουν και το Παρίσι, άμα έχεις αρκετά λεφτά. Ωραία πόλη, ωραίες γυναίκες, μου έλαχε και μένα μια. Γνωριστήκαμε στο μπιστρό του Σαιν Ετουάν, ήταν χάρμα, έξω καταχείμωνο. Το φλερτ μου ήταν επίμονο κι όλα έδειχναν ότι μια επιτυχία, μια παριζιάνικη επιτυχία, θα κοσμούσε το στέμμα μου. Όμως, αλλοίμονο, συνέβηκε κάτι την άλλη μέρα, που θα περνούσε από το δωμάτιο του ξενοδοχείου μου. Αυτό συμφωνήσαμε. Το πρωί μου έδωσαν στη ρεσεψιόν ένα γράμμα, δεν κατάλαβα ποιος μου το είχε στείλει, το άνοιξα ήταν στα γαλλικά, έτσι το έβαλα στην τσέπη να μου το εξηγήσει η Φρανσουάζ όταν θα έφτανε. Ήρθε και ξεκινήσαμε τα ωραία μας, τότε θυμήθηκα το γράμμα και τη ρώτησα τι έγραφε. Διάβασε την πρώτη γραμμή και γουρλώσανε τα μάτια της από τον τρόμο, προχώρησε στη δεύτερη κι έπαθε πανικό, άρχισε να ουρλιάζει, να έχει σπασμούς. Οι φωνές της έφεραν τη διεύθυνση του ξενοδοχείου στο δωμάτιο, αυτή δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη, έδειχνε έντρομη το γράμμα που πέταξε στο πάτωμα. Ο διευθυντής διάβασε την πρώτη γραμμή και γούρλωσε τα μάτια του, στη δεύτερη έπεσε λιπόθυμος, σε λίγο με πέταξαν έξω από το ξενοδοχείο, μου πέταξαν τη βαλίτσα, μου πέταξαν το γράμμα στα μούτρα.

Ανάθεμά τα, τι διάβολο γινόταν; Μπήκα σε ένα ταξί, να βρω άλλο ξενοδοχείο, ο οδηγός γνώριζε τα αγγλικά καλά, του λέω έχω ένα γράμμα περίεργο, μπορείς να μου εξηγήσεις τι λέει; Το πήρε, όταν σταμάτησε στο κόκκινο άρχισε να το διαβάζει, στην πρώτη γραμμή κοκκίνισε ολόκληρος, ο τρόμος στο πρόσωπο του ήταν ολοφάνερος, βγήκε από το αυτοκίνητο και με τράβηξε έξω, έπεσα στο δρόμο, μου πέταξε τη βαλίτσα στη ράχη και το γράμμα, επειδή άναψε το πράσινο τα άλλα αυτοκίνητα έπαιζαν τα κλάξον με αδημονία, πανδαιμόνιο, κι αυτός μπήκε μέσα και ξεκίνησε με μεγάλη ταχύτητα, με τους τροχούς να στριγγλίζουν στην επαφή με την άσφαλτο. Πήρα τη βαλίτσα, πήρα το γράμμα και πήρα άλλο ταξί. Πανάθεμά τα, αυτή η πόλη δεν είναι για μένα, είπα, και έδωσα κατεύθυνση: Αεροδρόμιο Ορλύ, θα άλλαζα πτήση και θα έφευγα αμέσως για Ελλάδα, φτάνει πια με τους τρελούς της Γαλλίας. Τα κατάφερα και σε μισή ώρα βρισκόμουν σε αεροπλάνο για την Αθήνα, με την Ολυμπιακή. Συνεπιβάτης μου ο Βέλτσος, στο διπλανό κάθισμα, γαλλοθρεμμένος και καθηγητής, ένας σοβαρός άνθρωπος, αυτός θα μου έλυνε όλα τα ζητήματα. Του έδωσα το γράμμα, του είπα ότι έχει προκαλέσει πολλές παρεξηγήσεις, πρέπει να μου λύσει το μυστήριο.

Ευχαρίστως, είπε, ξέρεις οι Γάλλοι είναι ιδιότυποι σε μερικές εκπτυχώσεις του γίγνεσθαι, όταν υπάρχει διατομή του χωροχρονικού συνεχούς με την υπαρξιακή ασυνέχεια. Θα δούμε.

Το άνοιξε, στη πρώτη γραμμή άρχισε νε γίνεται κάθιδρος και με τα μάτια γουρλωμένα, στην επόμενη άρχισε να ουρλιάζει, σε λίγο με πέταξαν έξω από το αεροπλάνο, μου πέταξαν το γράμμα στα μούτρα και τη βαλίτσα μου. Άκουσα τις σειρήνες των περιπολικών που πλησίαζαν το αεροδρόμιο, έτρεξα με τα πόδια, σε ένα ταξί είπα: στον σιδηροδρομικό σταθμό, μετά εισιτήριο για Μασσαλία, βρήκα ένα ελληνικό καράβι, βρήκα θέση, έμεινα συνεχώς στην καμπίνα μου, ούτε για φαΐ δεν έβγαινα. Σκεφτόμουνα: Αυτό το γράμμα δεν θα το δείξω σε κανένα, θα πάω στην Αθήνα και θα ξεκινήσω τα γαλλικά, εντατικά μαθήματα, και σε λίγους μήνες θα το άνοιγα και θα μάθαινα τι διάολο έγραφε. Αυτή η σκέψη με λύτρωσε, βγήκα για πρώτη φορά στο κατάστρωμα.

Με πλησίασε ο καπετάνιος, μεγάλης ηλικίας. Φαίνεστε σύννους και κατηφής, τι συμβαίνει, με ρώτησε. Και δεν σας είδα άλλη φορά, δυο μέρες που ταξιδεύουμε. Το ενδιαφέρον του με συγκίνησε έβαλα τα κλάματα σαν μικρό παιδί. Του είπα τι μου συνέβηκε, κι ότι πάω Αθήνα μόνο και μόνο για να μάθω γαλλικά, να λύσω το μυστήριο.

-Δώσε μου το να σου το εξηγήσω, και θα ησυχάσεις.

Αρνήθηκα, -έχω πάθει τόσα από αυτό το γράμμα, δεν το δίνω, θα το εξηγήσω μόνος μου.

Παιδί μου, μου είπε, είμαι 62 ετών, αυτό είναι το τελευταίο μου ταξίδι, στον Πειραιά παραδίδω το πλοίο και βγαίνω στη σύνταξη, αν σου διηγηθώ τι πέρασα στη ζωή μου δεν θα πιστεύεις, και θα ταραχτώ από ένα γράμμα;

Εν τέλει δέχτηκα, ίσως γιατί βρήκα ανυπόφορη την αγγαρεία να στρωθώ για να μάθω γαλλικά. Πήρε το γράμμα και το έβαλε στο τραπέζι και πήγε να βγάλει τα γυαλιά μυωπίας, ένα αεράκι φύσηξε και πήρα το γράμμα στη θάλασσα, χάθηκε στο βυθό της.

Θες να με σκοτώσεις ε;. Ο αναγνώστης δολοφονεί τον συγγραφέα. Ωραίο, έχει ξαναγίνει. Κάποτε και οι συγγραφείς δολοφονούν αναγνώστες. Νέοι που διάβασαν τον Φαίδωνα του Πλάτωνα αυτοκτόνησαν για να πάνε στους ουράνιους λειμώνες που περιγράφει.

Λοιπόν ο θείος είχε 45 τόμους του Λένιν, τον έγραψε συνδρομητή στη σειρά το κόμμα, τα έβαλε στο βάθος του ερμαριού, φυλλομετρούσε πότε πότε κάποιον τόμο. Απόφοιτος δημοτικού. Η μάνα του διάβαζε συναξάρια, ο πατέρας του αστυνομικά και ιστορικά, η κόρη του γέμισε το σπίτι της με ψυχολογία, Πως να αποκτάς φίλους, Ο στόχος της ευτυχίας,  ο εγγονός του τώρα κινηματογραφικά και εξωγήινους κι ο άλλος μυστηριώδη φαινόμενα, σίριαλ κίλλερ και εγκλήματα, δεν ξέρεις αν είναι με τους δολοφόνους ή με τους κυνηγούς τους.

Μόδες και τάσεις, φεύγουν κι έρχονται. Σενάρια, χιλιάδες βιβλία. Μερικά τα ήθελες δίπλα σου, μια ταινία που είδες στη μικρή πόλη που έμενες το 1950, και πέρασες μια ωραία μέρα στο σινεμά της, μπορεί να μη σου τύχαινε να την ξαναδείς στην υπόλοιπη ζωή σου. Είχες το βιβλίο με το σενάριο και διάφορες φωτογραφίες, το φυλλομετρούσες και την αναπολούσες. Τώρα έχεις την ταινία ανά πάσα ώρα και στιγμή, στην οθόνη σου. Τι να το κάνεις το βιβλίο με το σενάριο.

Τι μένει. 20 βιβλία μόνο, τα πιο καλά, που μπορείς να επιστρέψεις. Εν τάξει, άντε εκατόν, 40 λογοτεχνικά, 30 θεωρητικά, 30 επιστημονικά. Γιατί όμως τα επιστημονικά, σ’ αρέσει η σπηλαιολογία, η αστρονομίας. Αμέσως ζητάς από το κινητό σου και σου προβάλλει την ταινία στην οθόνη του αέρα για τα σπήλαια, σταλακτίτες, σταλαγμίτες, φουσκωτά σκάφη σε υπόγειους ποταμούς. Ούτε εκατόν βιβλία δεν θα σου τα λέγανε αυτά και τόσο ωραία. Ακυρώνονται τα επιστημονικά. Τα θεωρητικά τώρα, θα είναι μέσα στο κομπιούτερ, ή ακόμη σε μια κούκλα που θα κάθεται στο σαλόνι σου και θα ρωτάς:

-Πες μου ρε Κάρολε πως το βλέπεις εσύ αυτό το ζήτημα;

-Στη Γερμανική ιδεολογία το πρωτοθέσαμε με τον Ένγκελς, το συζήτησα και στα επόμενα βιβλία μου, τα παραγωγικά μέσα, η αλλοτρίωση από το προϊόν της εργασίας, στα Γκρουντρίσε  έτσι, όμως μετά την επιστημολογική μου τομή το είδα και αλλιώς όπως στο Κεφάλαιο, στον δεύτερο τόμο, θα συνεχίζει μέχρι να πεις αμήν και αμάν. Όμως μπορείς  να έχεις πρόγραμμα πολλαπλών συμπυκνώσεων, θα σου τα αραδιάζει εν περιλήψει όπως το θέλεις, αυτή η ερώτηση απάντηση τεσσάρων λεπτών κι αυτή δέκα. Γιατί λοιπόν θεωρητικά βιβλία. Μένει μόνο η η λογοτεχνία. Όταν θέλεις να κρατάς το βιβλίο στο χέρι σου να το ψαύεις, να το αγγίζεις.

Είναι αυτό που διαβάζεις μέσα στα σαράντα καλύτερα που αξίζει να έχεις κοντά σου; Λοιπόν, πέταξε το.

 

Ο αγαπημένος σου συγγραφέας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πού να σας εξηγώ

 

Ότι το μωρόν του Θεού σοφώτερον των ανθρώπων.

Το μωρόν του Θεού,

το δεύτερο θερμοδυναμικό αξίωμα.


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΣΜΟΥ

7 Μαρτίου, 2011

 

            Με έπαρση και περηφάνια ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα της τελευταίας δημοσκόπησης, με κύριο ερώτημα αν οι Κύπριοι θα ψήφιζαν γυναίκα για να αναλάβει το ανώτατο αξίωμα της κυπριακής δημοκρατίας. Η πλειοψηφία απάντησε ότι δέχεται και ότι θα ψήφιζε γυναίκα στο αξίωμα του προέδρου. Το αποτέλεσμα της δημοσκόπησης χαιρετίστηκε από όλους. Ιδού λοιπόν που οι Κύπριοι αφήνουν τον παλιό τους εαυτό, τον συντηρητικό και παρωχημένο, της υποτίμησης και περιφρόνησης της γυναίκας, και οδεύουν προς τις λεωφόρους των νέων καιρών και των νέων αντιλήψεων, γίνονται σύγχρονοι και λαμπεροί προοδευτικοί. Η εποχή της φαλλοκρατίας δύει και αναδύεται η εποχή της ισότητας και των μοντέρνων στάσεων και συμπεριφορών.

            «Ίνα τον παλαιόν αποθέμενοι άνθρωπον, τον νέον ενδυσώμεθα» αναφέρει η ακολουθία της Μεγάλης Εβδομάδας. Οι Κύπριοι λοιπόν, συνεπαρμένοι από τους νέους καιρούς, αφήνουν τον παλιό και συντηρητικό εαυτό τους και ενδύονται το νέο άνθρωπο. Είναι όμως έτσι ή μήπως και αυτό είναι ένα ακόμη χρωματιστό μπαλόνι που ταλαντώνεται φανταχτερό στους κυπριακούς αιθέρες και το οποίο μια μικρή αμυχή θα το ξεφουσκώσει γρήγορα και θα το μετατρέψει σε ένα κουρελιασμένο πλαστικό;

 Γιατί ενώ οι Κύπριοι διακηρύσσουν το σύγχρονο τρόπο σκέψης τους,  με αφορμή την πιθανή ψήφιση γυναίκας στην προεδρία, την ίδια ώρα κάνουν εκπτώσεις στα μείζονα θέματα του κυπριακού και δημιουργούν δεδομένα συντηρητικά και παρελθοντολογικά, ακόμη παλαιολιθικά και εντελώς παρωχημένα.

Οι αυτοπαρουσιαζόμενοι ως μοντέρνοι και ρηξικέλευθοι Κύπριοι δέχονται λοιπόν την εκ περιτροπής προεδρία, εναλλάξ Ελληνοκύπριος και Τουρκοκύπριος στο ανώτατο αξίωμα της κυπριακής πολιτείας, ένα δεδομένο που αν γίνει δεκτό θα κατακουρελιάσει κάθε έννοια αξιοκρατίας. Πρόεδρος της Κύπρου δεν θα επιζητείται να εκλεγεί ο καλύτερος, ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος και θρησκεύματος, αλλά κάποιος που θα επιλέγεται με ρατσιστικούς διαχωρισμούς και επιλογές. Ακόμη οι Κύπριοι, που σπάζουν το φράγμα του διαχωρισμού των φύλων και μέσα από την ενιαία κοινωνία ανδρών και γυναικών αποδέχονται ασμένως την ανάληψη της προεδρίας από γυναίκα, στο δρομολογημένο σχέδιο λύσης του κυπριακού δέχονται να μην  υπάρχει το ενιαίο εκλογικό σώμα αλλά ο διαχωρισμός σε δύο εντελώς ξεχωριστά εκλογικά σώματα (ένα ελληνοκυπριακό και ένα τουρκοκυπριακό) που δεν θα συναντώνται ποτέ και δεν θα συναποφασίζουν ποτέ, κάτι που παραπέμπει στα μιλλέτια της τουρκοκρατίας. Ο προοδευτισμός των Κυπρίων στα θέματα αυτά έχει αποδράσει και επιστρέφουν προϊστορικά και αταβιστικά σχήματα. Όσο δε για τις άλλες πτυχές της λύσης του κυπριακού υπάρχουν και άλλα δυσώνυμα και απαράδεκτα που διαγράφουν και ακυρώνουν απαράγραπτα ανθρώπινα δικαιώματα.

Όλα αυτά αποδεικνύουν περίτρανα τα στενά όρια καθώς και τα αδιέξοδα του κυπριακού προοδευτισμού. Που δεν αγωνίζεται για τα μείζονα θέματα, ακόμη στρέφει την πλάτη σ’ αυτά και καμώνεται πως δεν υπάρχουν ή, το χειρότερο, συναινεί σε μια λύση που κατακουρελιάζει κάθε προοδευτική αρχή. Η στήλη δεν υποστηρίζει την καθήλωση της κυπριακής κοινωνίας σε παλιές αντιλήψεις, αντιθέτως χαιρετίζει κάθε προοδευτική κατάκτηση στο θέμα της ισότητας των φύλων ή σε άλλα κοινωνικά και πολιτικά θέματα. Την υποκρισία χτυπά που δεν συνενώνει αυτές τις προοδευτικές κοινωνικές κατακτήσεις με τις μεγάλες προοδευτικές απαιτήσεις για το κυπριακό. Θα περίμενες μια κοινωνία που δεν θα έμενε εκεί, μόνο στον προοδευτισμό των κοινωνικών και πολιτικών συνιστωσών, αλλά  που να διακηρύσσει ταυτόχρονα και την πίστη της στην κοινωνία των πολιτών, στο ενιαίο εκλογικό σώμα, στη θεμελιώδη αρχή κάθε άνθρωπος και μία ψήφος, στην κατίσχυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και στα ευρωπαϊκά προτάγματα. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα με το θέμα της ευρωπαϊκής ένταξης όπου σημειώνεται το σημαντικότερο ποσοστό υποστήριξης την ίδια ώρα που οι Κύπριοι δέχονται εκπτώσεις και έτσι βασικές συνιστώσες της λύσης αποτελούν μνημεία αντιευρωπαϊκής λογικής,  υπονομεύουν θεμελιώδη ευρωπαϊκά προτάγματα. Φανατικοί Ευρωπαίοι όσον αφορά την ένταξη με την πιο αντιευρωπαϊκή στάση όσον αφορά τη λύση του Κυπριακού.

Για να γίνει πιο προκλητικό το άρθρο για τους κύκλους των Κυπρίων προοδευτικών θα έλεγα ότι ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος [Α΄] ήταν πάντα πιο μπροστά από αυτούς στο μείζον θέμα της ελευθερίας,  των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ευρωπαϊκών προταγμάτων. Ήταν πιο προοδευτικός και πιο ευρωπαϊστής από αυτούς. Ο προκαθήμενος της κυπριακής Εκκλησίας μπορεί να εξέφραζε σε πολλά κοινωνικά θέματα τον αναμενόμενο εκκλησιαστικό συντηρητισμό όμως σε θέματα αρχής και ελευθερίας, σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων ήταν ο πιο ρηξικέλευθος και ο πιο ριζοσπαστικός. Χρησιμοποιώ, δυστυχώς, παρελθοντικό χρόνο για τον Αρχιεπίσκοπο γιατί, τύχη κακή, σ’ αυτές τις δύσκολες και μεταιχμιακές ώρες για την Κύπρο η κατάσταση της υγείας του δεν του επιτρέπει τις πρέπουσες  παρεμβάσεις. Στις ώρες τις κρίσιμες η κυπριακή Εκκλησία είναι απούσα. Επιβάλλεται λοιπόν η λύση στο θέμα της διαδοχής και ανάληψη εκ μέρους της Εκκλησίας της ευθύνης που της αναλογεί. Θα είναι ένα σημαντικό προοδευτικό βήμα την ώρα που οι φερώνυμοι Κύπριοι προοδευτικοί κάνουν εκπτώσεις και υποχωρήσεις στα θεμελιώδη θέματα της ελευθερίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

[Ένα άρθρο γραμμένο πριν εννέα χρόνια, που σε όλη αυτή τη θολούρα των προοδευτικώνυμων της Κύπρου θέτει για συζήτηση τι είναι προοδευτικό, απελευθερωτικό και ριζοσπαστικό στην Κύπρο]

Ο διαφημιστικός βιασμός των ουρανών. Ένα νέο καθήκον της οικολογίας

5 Μαρτίου, 2011

 «Εμπορικές διαφημίσεις τώρα και στο…φεγγάρι», είναι ο τίτλος της εφημερίδας Ελευθεροτυπία (29 Νοεμβρίου 2002). Σε πεδίο ανοιχτό για επιχειρηματική δράση εξελίσσεται το φεγγάρι με πρωτοπόρο εταιρεία της Καλιφόρνιας που, σε συνεργασία με διαστημική εταιρεία Κοσμοτράς της Μόσχας, προγραμματίζει αποστολή στη σελήνη γεμάτη με διαφημιστικό και άλλο υλικό. Όλα αυτά κάνουν επίκαιρο το ακόλουθο σημείωμα που γράφτηκε πριν από είκοσι έξι χρόνια:

«Μέχρι τώρα, διάφορα εξαμβλώματα της ανθρώπινης διάνοιας και δημιουργίας (διαφημίσεις, αγάλματα, μνημεία) σου άφηναν μια διέξοδο. Οι διαφημίσεις στους δρόμους, τα ηρώα στα χωριά, τα κακόγουστα αγάλματα, είναι μικρής εμβέλειας. Έχουμε χώρο να αναπνεύσουμε αν δεν μας αρέσουν, μπορούμε να τους γυρίσουμε την πλάτη, να αποστρέψουμε το βλέμμα. Μπορούμε ακόμη να επέμβουμε, δραστικά να δείξουμε την αντίθεσή μας ξεσχίζοντάς τα ή ρίχνοντάς τους μπογιά, σπάζοντας ή ανατινάζοντάς τα.

Τώρα τα πράγματα αλλάζουν. Οι εξουσίες επινοούν πράγματα τα οποία θα υφιστάμεθα χωρίς δυνατότητες αποφυγής ή επέμβασης. Πρωτοπόρος σ’ αυτό το θέμα η Γαλλία. Το 1989, με την ευκαιρία των εκατόν χρόνων του πύργου του Άιφελ, θα εκτοξεύσει το «πρώτο ανθρώπινο έργο τέχνης στο διάστημα». Το «φωτεινό δακτυλίδι», όπως ονομάζεται το γαλλικό δημιούργημα θα εκτοξευτεί με πύραυλο τύπου «Αριάδνη» σε ύψος 800 χιλιομέτρων, θα έχει διάμετρο 7 περίπου χιλιομέτρων και για τρία χρόνια θα είναι ορατό απ’ όλο τον πλανήτη μας αφού το μέγεθός του, όπως θα φαίνεται από τη γη, θα είναι ίσο με το μέγεθος της σελήνης.

            Αυτά λοιπόν το 1989. Μέχρι τότε, όπως γράφει και το περιοδικό News Week (8 Δεκεμβρίου 1986, αρ. 49, σ. 31) και άλλοι ίσως θα έχουν τη φιλοδοξία για αποστολή στο διάστημα των δικών τους έργων. Έτσι τη νύχτα θα γεμίζει ο ουρανός σφυροδρέπανα, άστρα του Ισραήλ, αμερικανικές σημαίες, σήματα της Κόκα Κόλα και των «φαστ φουντ», ίσως σε πολλαπλάσιο μέγεθος από το μέγεθος της σελήνης. Οι ουρανοί δεν θα ’ναι πια οι ίδιοι. Η σύγχρονη σχιζοφρένεια θα απλωθεί και άλλο. Ανυπεράσπιστοι θα παραμένουμε βλέποντας τις νέες αλλαγές. Εκεί που το ανθρώπινο μάτι, για δεκάδες χιλιάδες χρόνια, συνήθισε να βλέπει την οικεία εικόνα, θ’ αρχίσει τώρα να σφυροκοπείται από τα φωτεινά σήματα που για λόγους προπαγάνδας και διαφήμισης θ’ αρχίσουν να μας επιβάλλουν τα διάφορα κέντρα εξουσίας.[…] Πώς θα νιώθει λοιπόν ο άνθρωπος του πλανήτη μας σ’ αυτή τη μόλυνση των ουρανών, σ’ αυτό το νέο βιασμό που θα ’ναι υπέρογκος και διαστημικός; Που θα σε συνοδεύει παντού ασφυκτικά. Γιατί δεν θα μπορείς να πας κάπου χωρίς την παρουσία του «μηνύματος». Στο δάσος, το ακρογιάλι, την εξοχή, τον κάμπο, τη θάλασσα, εκεί όπου μόνος, ή με πολύ δικά σου πρόσωπα, είχες μια άλλη αίσθηση του χώρου, βίωνες διαφορετικά τη σχέση σου με το περιβάλλον, θα σε βομβαρδίζουν παντού τα σημαινόμενα εμπορικών και εξουσιαστικών κέντρων.

Με τα διαστημικά αυτά έργα ο χώρος παντού γίνεται δομημένος, φτιαχτός, κατασκευασμένος. Η φυσική αταξία της εξοχής, της ζούγκλας, της έρημης βουνοπλαγιάς, γίνεται λεπτομέρεια όπως τα λίγα χόρτα που φυτρώνουν στην άκρη των δρόμων της πόλης. Η διπλάσια της σελήνης διαφήμιση π.χ. της κόκα κόλα στο διάστημα, διαχέει παντού το κατασκευασμένο, συρρικνώνει το φυσικό περιβάλλον, υπονομεύει το νόημα εννοιών όπως μοναξιά, φύση, ρομαντισμός, εξοχή, περισυλλογή, ονειροπόληση, ηρεμία.

Κι ακόμα μας κλέβουν τη νύχτα μας. Πανταχού παρόντες μας τονίζουν την παρουσία τους, υπονομεύουν ώρες που ήταν πιο δικές μας, έξω από τα πλαίσια της συναλλαγής και της καθημερινής δοσοληψίας, όταν οι ευαισθησίες μας δυνάμωνα και οι ονειροπολήσεις μας ξεκινούσαν τη διαδρομή τους.

Οι εξουσίες που τόσες φορές τους αποδόθηκε ο χαρακτηρισμός του σκοταδιστή, φωτίζουν τώρα έντονα, οικειοποιούνται εύηχα επίθετα και αντιστρέφουν παλιές κατηγορίες. Ανάβουν λοιπόν τους προβολείς τους, φωτίζουν συνέχεια με τεχνήματα και μηχανές, μ’ ένα τρόπο που αποκρύβει τους μηχανισμούς του εγκλωβισμού μας.

Ας γίνουμε λοιπόν σκοταδιστές.»

Πριν είκοσι έξι, λοιπόν, χρόνια το πιο πάνω κείμενο. Όσα αναφέρθηκαν σ’ αυτό δεν πραγματοποιήθηκαν. Ούτε και η αναγγελία βιασμού της Σελήνης πριν από δέκα, περίπου, χρόνια. Όχι από αδυναμίες της τεχνογνωσίας, ούτε από την παρέμβαση που θα μπορούσε να προκαλέσει η ανθρώπινη ευαισθησία. Κύριο ρόλο έπαιξαν τα υπέρογκα έξοδα και η ανυπαρξία μεγάλου κέρδους. Φαίνεται όμως ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει και η πραγματοποίηση αυτών των αποτρόπαιων, που αναφέρονται στο σημείωμα, θα γίνει υπόθεση ρουτίνας. Και πολύ σύντομα μάλιστα. Αναζητείται η αντίδραση όλων μας, αναζητείται η αντίδραση του οικολογικού κινήματος που θα εντάξει στις προτεραιότητές του και το θέμα αυτό. Πριν η ρύπανση σφραγίσει και τον ουράνιο χώρο.

ΒΩΒΟΣ ΚΑΙ ΟΜΙΛΩΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΑ ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΜΟΤΙΒΑ

1 Μαρτίου, 2011

Πολύ το διασκεδάζει ο σημερινός θεατής με την ιδεολογία των παλιών κινηματογραφικών έργων όταν αναφέρονται στη συνάντηση και αντίθεση ανθρώπων από διαφορετικές πολιτιστικές και εθνικές ομάδες, που αντιπροσωπεύουν δύο μεγάλα σύνολα: «αναπτυγμένος» ευρωπαϊκός χώρος και «υπανάπτυχτος» τρίτος κόσμος. Στις ταινίες αυτές πάντα υπάρχει μια πολιτιστική αντίθεση, αντίθεση ήθους, έθους και συνήθειας, που πρέπει να λυθεί. Ο εκπρόσωπος του τρίτου κόσμου πείθεται αλλά δεν πείθεται ως άνθρωπος της πολιτιστικής του ομάδας, που μέσα από μια διαδικασία προβληματισμού και συνειδητοποίησης συμφωνεί σε μια νέα αντίληψη των πραγμάτων αλλά γιατί έχει και βιολογική – αιματολογική σχέση με την Ευρώπη.  Γιατί είναι παιδί ευρωπαίων που οι γονείς του σκοτώθηκαν όταν ήταν μικρός  και τον ανέλαβαν οι ιθαγενείς

Αυτό γίνεται και στο έργο Ο Σεΐχης (1921) με πρωταγωνιστή τον Ροδόλφο Βαλεντίνο. Σ’ αυτό  υποδύεται ένα νεαρό σεΐχη της ερήμου που απαγάγει την ευειδή Ευρωπαία, σύμφωνα με την παγιωμένη αντίληψη του Άραβα  ότι όταν του αρέσει μια γυναίκα την κλέβει/αρπάζει. Δεν είναι όμως γνήσιος Άραβας, ο πατέρας του είναι Άγγλος και η μητέρα του Ισπανίδα που πέθαναν στην έρημο και  αυτόν, μικρό παιδί, τον υιοθέτησε ο σεΐχης. Όταν πεθαίνει ο θετός πατέρας του ο Ροδόλφο Βαλεντίνο αναλαμβάνει την αρχηγία της αραβικής φυλής. Η αποκάλυψη του ευρωπαϊκού του DΝΑ μας επεξηγεί και γιατί αρνείται πια την αρπαγή της γυναίκας και προσχωρεί στην αποδοχή της κατάφασης λόγω έρωτα, μα και η απαχθείσα Ευρωπαία έχει επαναπαυμένη την ψυχή γιατί ο άνδρας που ερωτεύεται δεν είναι ιθαγενής αλλά Eυρωπαίος, που οι διάφορες συγκυρίες τον ενέταξαν μέσα σ’ αυτό το αλλόφυλο σύνολο.

Το ίδιο γίνεται με την χορεύτρια του ναού στα δύο έργα του Φριτς Λανγκ που εξελίσσονται στην Ινδία: Ο τίγρης του Εσναπούρ (1959)  και Ο τάφος του Ινδού (1959). Αυτή είναι αφοσιωμένη στα θρησκευτικά της καθήκοντα, είναι χορεύτρια του ναού, ο Ευρωπαίος, ερωτευμένος μαζί της, προσπαθεί να την πείσει να τα εγκαταλείψει  όμως αυτή αρνείται. Σιγά σιγά έρχεται η ανάμνηση της ευρωπαϊκής καταγωγής της μέσα από τη θύμηση ενός παλιού ιρλανδέζικου τραγουδιού που άκουγε από τους γονείς της. Το βιολογικό κύτταρο κερδίζει πόντους. Η γνώση ότι η νεαρά και καλλίπυγος χορεύτρια δεν είναι Ινδή αλλά γόνος Ευρωπαίων που σκοτώθηκαν όταν ήταν μικρή και οι Ινδοί την ενέταξαν στην τάξη των χορευτριών του ναού, επιταχύνει τις εξελίξεις μαζί με την κινητήριο δύναμη του έρωτα.

Δεν βρίσκονται στο ίδιο ύψος ποιότητας τα δύο έργα του Λανγκ με τα έργα της πρώτης του γερμανικής περιόδου και της αμερικανικής που ακολούθησε. Ο άνθρωπος με τα εκπληκτικά έργα Μητρόπολις (1927), Μ (1931) Έχω δικαίωμα να ζήσω [=You only live once] (1937) και άλλα,  ύστερα από πολλά χρόνια στην Αμερική επέστρεψε στη Γερμανία στας δυσμάς του βίου του και γύρισε δυο ταινίες-παραμύθι. Ο δημιουργός έχει  το δικαίωμα όταν μεγαλώνει να πει και ένα παραμύθι, να επιστρέψει στα αφηγηματικά μοντέλα της παιδικής ηλικίας, απλώς ο Φριτς Λανγκ δεν τα κατάφερε πολύ. Πάντως από το έργο αυτό διαπιστώνουμε ότι οι νότες από το παλιό ιρλανδέζικο τραγούδι που ακούγεται στο φιλμ παραπέμπουν στο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη  «Το τραίνο φεύγει στις οκτώ».

Σημείωση: Αν ο υπεύθυνος του παρόντος μπλογκ είχε τις πρέπουσες γνώσεις θα είχε εντάξει εδώ μια φωτογραφία από το έργο Ο Σεϊχης με τον υπέροχο Ροδόλφο Βαλεντίνο και ένα βίντεο, διαρκείας 20 δευτερολέπτων, από το έργο του Φριτς Λανγκ με τη χορεύτρια να τραγουδά το παλιό ιρλανδέζικο τραγούδι που θυμίζει το τραγούδι «Το τραίνο φεύγει στις οκτώ» του Θεοδωράκη. Ίσως, αργότερα, επιτευχθεί κι αυτό.