Archive for Μαΐου 2011

Η ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΠΡΟΣΦΕΡΕ ΤΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ

26 Μαΐου, 2011

Στις 13 Απριλίου, το ιστολόγιο, προσπαθώντας να βρει στοιχεία για τον δημοσιογράφο Γεώργιο Μπουκουβάλα, έκανε έκκληση για φιλολογική βοήθεια απευθυνόμενο στους δημότες της Ηλεκτρονικής Πολιτείας. Παραθέτω το κείμενο:

Έκκληση στους δημότες της Ηλεκτρονικής Πολιτείας για φιλολογική βοήθεια [αναφορά σε μια συνέντευξη του Σεφέρη]

Στην εφημερίδα της Λευκωσίας Ελευθερία δημοσιεύτηκε, στις 21 Οκτωβρίου 1954, συνέντευξη του Γιώργου Σεφέρη. Τη συνέντευξη πήρε ο δημοσιογράφος Γεώργιος Μπουκουβάλας. Η συνέντευξη αυτή θα αναδημοσιευτεί σχολιασμένη στο περιοδικό Μικροφιλολογικά. Όμως υπάρχει μια έλλειψη. Σε όλα τα δημοσιεύματα που ανασύρουν στην επιφάνεια παλιές συνεντεύξεις πάντα επιβάλλεται να γραφτούν δυο λόγια για τον δημοσιογράφο που πήρε τη συνέντευξη. Δυστυχώς δεν έχουμε οποιοδήποτε στοιχείο για τον Γεώργιο Μπουκουβάλα, -Αθήναιο δημοσιογράφο τον αποκαλεί η εφημερίδα Ελευθερία. Κάναμε πολλές προσπάθειες, με τηλεφωνήματα, επιστολές, αναζητήσεις σε έργα αναφοράς για την ελληνική δημοσιογραφία και τους Έλληνες δημοσιογράφους. Τίποτα. Γνωρίζουμε ακόμη ότι ο εν λόγω δημοσιογράφος πήρε συνέντευξη από τον Νίκο Καζαντζάκη στην οποία αναφέρονται και στον κυπριακό αγώνα που τότε είχε ξεκινήσει. Η συνέντευξη αυτή δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Τα Νέα (Αθήνα, 15 Ιουνίου 1955). Γι’ αυτό παρακαλούμε για βοήθεια. Αν κάποιος γνωρίζει κάτι για τον δημοσιογράφο Γεώργιο Μπουκουβάλα ας μας το αναφέρει. Αν κάποιος γνωρίζει κάποιο έντυπο με στοιχεία για τον δημοσιογράφο Μπουκουβάλα ας μας το κοινοποιήσει για να το κοιτάξουμε. Αυτά έγραψε το ιστολόγιο. Είχαμε άμεση αντίδραση από ανθρώπους που πρόσφεραν τις πρώτες πληροφορίες από τον ηλεκτρονικό ιστό (Σπύρος Κακουριώτης, Δημήτρης Κόκορης) που οδήγησαν στον Πάνο Αϊβαλή, εκδότη του περιοδικού Ύφος καθώς και άλλων εντύπων, ο οποίος έλυσε το πρόβλημα, έτσι το ζητούμενο για να ολοκληρωθεί το δημοσίευμα για τον Σεφέρη απαντήθηκε ικανοποιητικά. Ευχαριστώ τους φίλους Κακουριώτη και Κόκορη, ευχαριστώ ιδιαίτερα τον Πάνο Αϊβαλή. Ύστερα από όλα αυτά ανεβάζουμε, ξανά, χωρίς ελλείψεις, το δημοσίευμα για την παλιά συνέντευξη του Σεφέρη:

ΜΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ ΣΕ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ

ΜΙΑ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΕΣΒΕΥΤΗΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΕΝ ΛΙΒΑΝΩ κ. Γ. ΣΕΦΕΡΕΙΑΔΗΝ

ΟΙ ΑΡΑΒΕΣ ΤΡΕΦΟΥΝ ΤΑ ΦΙΛΙΚΩΤΕΡΑ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΑΣ

Του Αθηναίου δημοσιογράφου κ. ΓΕΩΡΓ. ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ, ειδικώς σταλέν διά την «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ».

ΒΑΘΕΙΑ συγκίνηση με κατέλαβε, όταν επεσκέφθην ένα μουσουλμανικό τέμενος στη Βαγδάτη και είδα το Χότζα να βγαίνη μ’ ανοιχτή την αγκαλιά του και να με φιλάη, ως έμαθεν πως ήμουν Έλληνας. Το πρόσωπο του είχε πάρει μια χαρούμενη έξαψη, καθώς άρχισε να μου μιλάη για παμπάλαιες κοινές Ελληνοαραβικές περιπέτειες και κορυφώθηκε ο ενθουσιασμός του, όταν έφτασε στον Μέγα Αλέξανδρο. Χωρίς να τον διεκδικούν οι Άραβες, νοιώθουν μιαν απέραντη ευγνωμοσύνη στον μεγάλο Έλληνα κι έχουν τη συνείδηση, ότι οφείλουν τα πάντα στην Ελληνική του επίδραση και τον λατρεύουν σαν δικό τους. Έξω απ’αυτήν την βαθύτατη μνήμη, που είναι πόλος ζωής στη Μέση Ανατολή, οι Άραβες τρέφουν τα πιο φιλικά και ειλικρινή αισθήματα προς τους Έλληνας, ξεχωρίζοντάς τους απ’ τους άλλους λαούς. Οι Άραβες πέρα ακόμη κι απ’αυτήν την παλιά Ελληνική εκπολιτιστική παράδοση υπήρξαν οι σοφοί μελετητές και φορείς των κειμένων και γενικά της Ελληνικής σκέψης. Ο Αριστοτέλης κι ο Πλάτωνας βρήκανε στους Άραβες μοναδικούς ερμηνευτές. Εξ άλλου η κοινή ζωή Ελλήνων και Αράβων κάτω απ’ τη σκέπη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έδεσε ακόμα σφιχτότερα τους μεγάλους αυτούς λαούς ξεπερνώντας κατά τον πιο ευτυχή, αδιατάρακτο, σχεδόν αδελφικό, τρόπο την βαθειά θρησκευτική αντίθεση. Η κοινή στάσις ελευθερίας απέναντι στους βίαιους ανέμους της ιστορίας αποτελεί ακόμα τον άθραυστο δεσμό των λαών αυτών, που από αιώνες κατοικούν την Μεσόγειο και γονιμοποιούν ηθικά την πανάρχαια αυτή γη. Η εξαιρετική σημασία τούτης της κοινότητας είναι ότι δεν είναι το τεχνητό αποτέλεσμα κρατικών αποφάσεων, αλλά προέρχεται εκ των κάτω σαν έφεση κι αποδοχή κι ομόλογη θέση τους κάτω απ’ τον ήλιο που τους έταξε και τους ανέδειξε σε αδελφούς. Σ’αυτό το μοναδικό κρίσιμο φυλάκιο χρέους βρίσκεται ο Πρεσβευτής της Ελλάδος κ. Γεώργιος Σεφερειάδης (γνωστός από το ποιητικό του έργο ως Γ. Σεφέρης). The right man in the right place.[1] Αν δεχθούμε ότι μπορεί πρακτικά να επαρκέση στην διπλωματική εκπροσώπηση πέντε πρωτευουσών, τότε δεν θα ήταν ίσως εύκολο να αρνηθή κανείς τα πλεονεκτήματα μιας ενιαίας, και μάλιστα τόσον επιτυχούς, εκπροσωπήσεως. Η Ελληνική Πρεσβεία με τα μέσα, τα οποία διαθέτει, προσπαθεί ν’ ανταποκριθή προς τον τεράστιον αυτόν χώρον χρέους. Πέρα απ’ τις βασικές ευνοϊκές προϋποθέσεις ενός ευφόρου εδάφους και ευκράτου κλίματος υπάρχουν πολυειδείς δυσκολίες, που η εδώ εκπροσώπησις αγωνίζεται να υπερνικήση και συνήθως το κατορθώνει. Αξιοσημείωτη είναι η θετική κατανόηση και συγκινητική συμπαράσταση, την οποίαν παρέχουν οι εδώ Έλληνες. Η Ελληνική παροικία, καθώς και ο νεοσύστατος Ελληνολιβάνιος σύνδεσμος, εργάζονται αξιοθαύμαστα προς τον σκοπόν αυτόν. Η συμμετοχή μας π.χ. για πρώτη φορά στην έκθεση της Δαμασκού με ένα τόσο επιτυχές Ελληνικόν περίπτερον, οφειλόμενον αρχιτεκτονικά στον κ. Μορέτη, υπερέβη τας προβλέψεις μας εις επιτυχίαν. Ο κ. Σεφέρης είχε την καλωσύνη ν’απαντήσει σε μερικά ερωτήματα που του υποβάλαμε. Ερώτησις: Κύριε Σεφέρη, ρώτησα τον Έλληνα Πρεσβευτή, αντιλαμβάνομαι ότι είναι δύσκολο να κρίνη κανείς τους ανθρώπους και να ειπή φερ’ ειπείν αδίστακτα, αυτός είναι προδότης· πώς αντιμετωπίζετε σεις αυτό το ηθικό πρόβλημα; Κάποιος ποιητής ρωτιέται… Αξίζει η σωτηρία της ανθρωπότητος πληρωμένη με το κλάμα ενός μικρού παιδιού;… Απάντησις: Η ερώτησις είναι σκληρή, όμως πρέπει ν’ απαντήσω. Ναι! αξίζει! Η μοιραία αντινομία που υπάρχει ανάμεσα στην ηθική απόφανση και την ευαισθησία και στην πολιτική πράξη θα διχάζη και θα βασανίζη πάντα την ανθρώπινη ψυχή. …Κάποτε ήταν στην Αθήνα ένας γερμανός καθηγητής, γνωστός αντιναζί και εξωρισμένος απ’ τον Χίτλερ. Με ερώτησαν ποια ήταν η γνώμη μου. Όλοι τον γνωρίζαμε ως αντιχιτλερικόν… Αλλά, αν υπήρχε μια, μια μόνη πιθανότης να είναι κατάσκοπος; αν η συναισθηματική μου στάση γινόταν αφορμή να σκοτωθούν πέντε Έλληνες πολίτες, ή ένας αξιωματικός μου; Ποιο θα ήταν το βάρος της συνειδήσεώς μου και της ευθύνης μου; Έπρεπε να θυσιασθή ο Γερμανός. Η ανθρωπιστική αρχή in dubio pro reo[2] δεν μπορούσε να ισχύση. Η ζωή είναι σκληρή. Ερώτησις: Ποία είναι η γνώμη σας για μαχητική διεξαγωγή αγώνων ελευθερίας; Απάντησις: Δεν σας απαντώ. Θα σας ειπώ κάτι άλλο. Το 1939 ήταν μια ομάδα διανοουμένων αυτοαποκαλουμένων «πασιφιστών». Ήρθαν κάποιοι και με ρώτησαν… «Είσαι και συ «πασιφιστής»; Γέλασα. Η ερώτησις μού φάνηκε αφελής και αστεία… Δεν είμαι έξαλλος εθνικιστής. Δεν μου λέει τίποτα αυτό…Όμως πιστεύω στην Ελλάδα. Και πιστεύω πως η Ελλάδα είναι μια ηθική έννοια που πρέπει να σωθή με κάθε τρόπο για να σώση. Εμένα τα βράχια της γης μου δεν μου δείχνουν το δρόμο της σωτηρίας που έδειξε η Ινδία στον μακαρίτη τον Γκάντι… Νιώθω πως πρέπει να πολεμήσω και να ματώσω τούτη τη σκληρή γη… Η συνείδηση κ’ η αγάπη της μου το επιβάλλει κι ο ελεύθερος λόγος μου υπακούει για να τη σώση και την κάνη ομορφιά.

(εφ. Ελευθερία, Λευκωσία, 21 Οκτωβρίου 1954, σ. 2)

Η συνέντευξη αυτή, στην κυπριακή εφημερίδα Ελευθερία, είναι η τρίτη που έδωσε ο Σεφέρης. Προηγουμένως, όταν βρισκόταν στην Αγγλία, ως μέλος της ελληνικής διπλωματικής αποστολής, έδωσε συνέντευξη στον Μήτσο Λυγίζο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Κρίκος του Λονδίνου το 1951[3] και αργότερα, με την ευκαιρία της πρώτης επίσκεψής του στην Κύπρο, έδωσε συνέντευξη στον Κύπριο λόγιο και ιατρό Κύπρο Χρυσάνθη που δημοσιεύτηκε, το 1954, στο περιοδικό Κυπριακά Γράμματα[4]. Μετά τις τρεις αυτές συνεντεύξεις θα ακολουθήσει μια «νεκρή» περίοδος, όσον αφορά το θέμα αυτό, για δέκα περίπου χρόνια. Οι επόμενες συνεντεύξεις του, ικανοποιητικές σε αριθμό, θα δοθούν μετά την έλξη που προκάλεσε η βράβευσή του με το βραβείο Νόμπελ.[5] Είναι, λοιπόν, αξιοσημείωτο ότι ο ποιητής που θα επιβραβευτεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1963, έδωσε μόνο τρεις συνεντεύξεις πριν από τη βράβευσή του, και οι τρεις μετά τα πενήντα του χρόνια, ένα τεκμήριο που μπορεί να προκαλέσει αρκετές σκέψεις τόσο για την προσωπική επιλογή και στάση του Σεφέρη όσο και για την προβολή των διανοουμένων και λογοτεχνών γενικά. Γιατί και παλαιότερα, εντονότερα σήμερα με την επικράτεια των μέσων μαζικής ενημέρωσης και τον πληθωρισμό των γραπτών και ραδιοτηλεοπτικών λογοτεχνικών συνεντεύξεων, ακόμη και  νεοσσοί της λογοτεχνίας μας βομβαρδίζουν με συνεντεύξεις τους από την πρώτη συλλογή τους. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι και οι τρεις πρώτες συνεντεύξεις του Σεφέρη δόθηκαν σε έντυπα εκτός της ελλαδικής επικράτειας (η πρώτη σε ελληνικό περιοδικό του Λονδίνου και οι άλλες δύο σε έντυπα της Κύπρου). Η συνέντευξη που παρουσιάζεται εδώ είναι καταγραμμένη στις βιβλιογραφίες του Κατσίμπαλη και του Δασκαλόπουλου[6] και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Λευκωσίας Ελευθερία στις 21 Οκτωβρίου 1954, λίγες μέρες μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης επίσκεψης του ποιητή στην Κύπρο (15 Σεπτεμβρίου – 17 Οκτωβρίου 1954). Ο δημοσιογράφος Γεώργιος Μπουκουβάλας[7] που πήρε τη συνέντευξη, γεννήθηκε στην Σίφνο την δεκαετία του ’20 και έφυγε από τη ζωή στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Σπούδασε στην Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά ασχολήθηκε από νέος με τη δημοσιογραφία. Εργάστηκε σε εφημερίδες των Αθηνών και τη δεκαετία του ’70 ίδρυσε, μαζί με άλλους δημοσιογράφους και διανοητές, το «Κέντρο Μείζονος Ελληνισμού» και εξέδωσε τα περιοδικά Ελληνικός Κόσμος και Βαλκανικός και Αραβικός Κόσμος. [8] Ύστερα από την εν γένει φλύαρη εισαγωγή, που περιέχει ποικίλες γλωσσικές διπλοτυπίες και μετεωρίζεται μεταξύ καθαρεύουσας και δημοτικής, ο δημοσιογράφος προχωρεί στην υποβολή δύο ερωτημάτων και καταγράφει τις απαντήσεις του ποιητή. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο Σεφέρης δεν προσχωρεί σε παγιωμένες και αποδεκτές μόδες και στάσεις ζωής που είχαν σαγηνεύσει μεγάλη μερίδα των διανοουμένων τότε (πασιφισμός, μη βία του Γκάντι) και επιμένει στις ιδιαίτερες συνθήκες της πατρίδας του, έχοντας πλήρη συνείδηση της θέσης της Ελλάδας και της γεωγραφικής και ιστορικής της μοίρας. Ακόμη η αναφορά του Σεφέρη « νιώθω πως πρέπει να πολεμήσω και να ματώσω τούτη τη σκληρή γη…», πιστεύω ότι απηχεί και τις προετοιμασίες του κυπριακού αγώνα, που θα ξεκινήσει εκατόν εξήντα, περίπου, μέρες μετά τη δημοσίευση της συνέντευξης. Ο Σεφέρης γνώριζε και από την επαφή του με την Κύπρο και λόγω της θέσης του ότι τα πράγματα στο νησί οδηγούνταν σε δυναμική σύγκρουση που θα μετέφερε το Κυπριακό, από την αποκλειστική παραμονή του στους χώρους των διπλωματικών παρασκηνίων και επισήμων επαφών και συσκέψεων, σε άλλους χώρους πάλης. Η αναφορά του Σεφέρη, στη συνέντευξη αυτή, για τον αντιναζί γερμανό καθηγητή, πιστεύω ότι παραπέμπει στον Helmut von den Steinen, που κατέφυγε στην Ελλάδα μετά την επικράτηση του χιτλερισμού στη Γερμανία και αργότερα πρόσφερε πολλά ως μεταφραστής της ελληνικής λογοτεχνίας στα γερμανικά.[9] Είναι χαρακτηριστική η εγγραφή του Σεφέρη στο Ημερολόγιό του για την επίσκεψη του von den Steinen στο γραφείο του, στις 3 Δεκεμβρίου 1940, και τις φήμες ότι είναι κατάσκοπος. Μετά τον πόλεμο ο Σεφέρης θα προσθέσει στην εγγραφή τα ακόλουθα: «Είχα άδικο· Ο Helmut von den Steinen έμεινε πρώτης τάξεως ως το τέλος».[10]

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] The right man in the right place: Ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση

[2] in dubio pro reo: εν αμφιβολία υπέρ του κατηγορουμένου

[3] Μήτσος Λυγίζος, Συνομιλία με τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη, περ. Κρίκος, Λονδίνο, Σεπτέμβριος 1951, αρ. 12, σ. 3-8. Βλ. παρουσίαση και αναδημοσίευση της συνέντευξης στο δημοσίευμα του Δημήτρη Δασκαλόπουλου, Συνομιλία με τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη [Μια λανθάνουσα συζήτηση του ποιητή με τον Μήτσο Λυγίζο], περ. Το Δέντρο, Αθήνα, Ιανουάριος-Μάρτιος 2011, αρ. 179-180, σ. 147-154

[4] Κύπρος Χρυσάνθης, Μια συνέντευξη με τον ποιητή Γ. Σεφέρη, περ. Κυπριακά Γράμματα, Λευκωσία, Ιανουάριος 1954, αρ. 223, σ. 37-39. [5] Σάββας Παύλου, Σεφέρης και Κύπρος, Λευκωσία ²2005, σ. 415

[6] Γ. Κ. Κατσίμπαλης, Βιβλιογραφία Γιώργου Σεφέρη, στον τόμο Για τον Σεφέρη Τιμητικό αφιέρωμα στα τριάντα χρόνια της Στροφής, Αθήνα, ανατύπωση Ερμής 1981, σ. 454 και Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Εργογραφία Σεφέρη (1931 -1979). Βιβλιογραφική Δοκιμή, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα 1979, σ. 228.

[7] Το 1955 ο Γεώργιος Μπουκουβάλα πήρε συνέντευξη από τον Νίκο Καζαντζάκη η οποία αναφέρεται και στον κυπριακό αγώνα που είχε τότε ξεκινήσει. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφ. Τα Νέα, Αθήνα, 15 Ιουνίου 1955 (βλ. Κωστής Κοκκινόφτας, Νίκος Καζαντζάκης και Κύπρος, περ. Ακτή, Λευκωσία, άνοιξη 2008, αρ. 74, σ. 208).

[8] Ευχαριστώ θερμά τον δημοσιογράφο και εκδότη Πάνο Αϊβαλή που ερεύνησε και με εφοδίασε με στοιχεία για τη ζωή του Γεωργίου Μπουκουβάλα.

[9] βλ. Παντελής Πρεβελάκης, Helmut von den Steinen, περ. Νέα Εστία, Αθήνα, 1 Φεβρουαρίου 1957, αρ. 710, σ. 230-231.

[10] Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Γ’, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1977, σ. 264.

Τα «πάνω ιδεολογικά σπίτια». Μια εξήγηση στο κείμενο: Ο ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΗΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ κ. ΧΡΙΣΤΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΛΛΑ…..

21 Μαΐου, 2011

Πολύ το διασκεδάζουν όλοι οι εχέφρονες και νουνεχείς αυτού του τόπου, από την έντονη και συνεχή προσπάθεια του προέδρου κυρίου Χριστόφια να δηλώσει και να τονίσει τον προσδιορισμό του: «κομμουνιστής πρόεδρος».

Τα πράγματα μου θυμίζουν τον φερόμενο ως νταή, ως μάγκα και παλικαρά της πλατείας, έναν τύπο που μελέτησε η κομέντια ντελ άρτε και άλλες εκφράσεις του λαϊκού θεάτρου και του θεάτρου σκιών, που δηλώνει ότι δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του, ότι  δεν τον ξέρουν καλά γιατί αυτός, αν τον πειράξει κανείς, είναι έτοιμος να τους δείξει και να τους μπήξει, να σφάξει και να ανασκολοπίσει, όμως οι θαμώνες της πλατείας που τον ξέρουν, πράγματι, καλά, αντιδρούν με κάποια κατά σύμβαση συμπεριφορά που και αυτός μένει ευτυχής με τις δηλώσεις του, μα και αυτοί κάνουν τη δουλειά τους.

-Εγώ δεν τα σηκώνω αυτά, δηλώνει εκείνος με θράσος, και πολυλογάς περιγράφει τι σκληρά θα κάνει.

-Σοβαρά, πω πω! λένε εκείνοι, δήθεν περιδεείς. Και μετά: Α, πάρε αυτό στον μπακάλη.

-Ξέρετε ότι εγώ έκανα κι έφτιαξα… και όλοι με τρέμουν…

-Πω, πω! Λένε γεμάτοι δήθεν θαυμασμό. Και μετά: Πήγαινε να μας φέρεις αυτό και κείνο.

Άλλες φορές περιγράφει με σκληρότητα παλιά κατορθώματα, με κομπορρημοσύνη τονίζει τι θα πάθουν όσοι τολμήσουν να τον μειώσουν.

Οι άνθρωποι της πλατείας δείχνουν ότι είναι έτοιμοι να λιποθυμήσουν από τον φόβο τους, και το θέμα τελειώνει με την εντολή τους:

– Έλα γυάλισε μου τώρα τα παπούτσια.

Παρόμοια έχουμε και εδώ. Όταν ο Κύπριος πρόεδρος πήγε στις Βρυξέλλες, στο  European Policy Centre (27 Οκτωβρίου 1910) αντί να αναπτύξει εμπεριστατωμένα τα του Κυπριακού καθώς και για τα άλλα μείζονα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ευρώπη και ο κόσμος, νόμισε ότι ξάφνιασε όλους δηλώνοντας ότι «Εγώ είμαι πενήντα χρόνια κομμουνιστής. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου υπάρχει ογδόντα πέντε χρόνια και αυτό δεν αλλάζει». Και όταν ο αμερικανός πρεσβευτής τον επισκέφθηκε, για να του επιδώσει το συγχαρητήριο τηλεγράφημα του αμερικανού προέδρου, για την εκλογή του στην προεδρία το 2008, ο Χριστόφιας το διάβασε και αναφώνησε: «Είμαι ευτυχής που ο κ. Μπους δεν φοβάται έναν κομμουνιστή Κύπριο πρόεδρο».

Δηλαδή τι περίμενε;  Ότι με την εκλογή του Χριστόφια ο Μπους έντρομος θα έτρεχε να κρυφτεί σε υπόγειο καταφύγιο; Ότι κάθιδρο το Πεντάγωνο θα συσκεπτόταν; Χλωμοί από φόβο και δέος στρατιωτικοί  θα κήρυσσαν επιστράτευση; Κι ότι από παντού θα ακουγόταν η φωνή του πανικού: Συναγερμός, τρέξτε, βγήκε κομμουνιστής πρόεδρος στην Κύπρο!;

Μη ανησυχείς κύριε Πρόεδρε, κανένας δεν σε φοβάται και κανένα δεν ενοχλείς. Συνέχισε να διακηρύσσεις την άτεγκτη κομμουνιστική σου ιδεολογία και στο μετανεωτερικό κόσμο της σύγχρονης εποχής ακόμη και οι ευρισκόμενοι στα βαθύτατα άντρα της ΣΙΑ και των άλλων μυστικών οργανώσεων θα λένε πλήρως ευτυχισμένοι: «Εν τάξει είμαστε στην Κύπρο, έχουμε και κομμουνιστή πρόεδρο εκεί» και όλοι, γενικά, θα είναι ικανοποιημένοι.

Γιατί συμβαίνει το ίδιο με τους θεατρικούς ήρωες που αναφέραμε στην αρχή. Ο Κύπριος πρόεδρος δηλώνει τις κομμουνιστικές του εμμονές, οι άλλοι θαυμάζουν δήθεν την εμμονή του και το άτεγκτό του, μένουν έκθαμβοι για το ότι παραμένει σκληρός και δεν υποχωρεί, και μετά του ζητούν: Βάλε και καμιά εκ περιτροπής προεδρία, χάρισε και 50 χιλιάδες εποίκους, συμβιβάσου εκεί.

Ο πρόεδρος δηλώνει κομμουνιστής και εκείνοι κάνουν τη δουλειά τους, και όλες οι πλευρές είναι ευχαριστημένες.

Οι εχέφρονες και νουνεχείς αυτού του τόπου, φυσικά, το διασκεδάζουν με αυτά τα καμώματα,  ταυτόχρονα γελά και κάθε πεποικιλμένον αιγίδιον.

Όμως πίσω από αυτή την νοοτροπία το ΑΚΕΛ έχει κέρδος σε τρία πράγματα. Γι’ αυτό και συνεχίζει το κομμουνιστικό τροπάρι. Στη δεύτερη, και τελευταία, συνέχεια θα σχολιάσουμε αυτά τα τρία κέρδη.

Β’

Ο καπιταλισμός, επί προεδρίας του κ. Χριστόφια θα δουλέψει τέλεια στην Κύπρο, ο ιμπεριαλισμός στην αγγλοσαξωνική, κυρίως, μορφή του θα προωθήσει τα σχέδιά του, ο κ. Χριστόφιας θα ονομάζεται κομμουνιστής, διάφοροι διανοούμενοι, προσχωρήσαντες λίγο πριν ή μετά την ανάληψη της εξουσίας από το ΑΚΕΛ, θα κάνουν βαθυστόχαστες μαρξιστικές αναλύσεις και θα αναδεικνύουν, ακόμη, την προωθημένη θεωρητική εμβέλειά τους με αναφορές στη Σχολή της Φραγκφούρτης και όλοι γενικά θα είναι ευχαριστημένοι. Η πλήρης αποθέωση του μετανεωτερικού κόσμου μας που όλα τα ανέχεται και όλα τα χωνεύει, σε μία χύτρα όπου, αλχημικά, πρωτεύοντα και δευτερεύοντα, παλιές αντιθέσεις και διαφορές, ισοπεδώνονται σε έναν πολτό.

Γιατί όμως η επιμονή του Χριστόφια να αυτοχαρακτηρίζεται κομμουνιστής; Μα για τα κέρδη που θα έχει ως κομματικός μηχανισμός και για τα κέρδη που θα έχει η πολιτική που κλήθηκε να εφαρμόσει. Γι αυτό και είναι όλοι ευχαριστημένοι με τον κομμουνιστή πρόεδρο της Κύπρου, ευχαριστημένοι στις ΗΠΑ, την Αγγλία, ευχαριστημένοι οι κεφαλαιοκράτες της ΕΕ, ευχαριστημένο «το ΝΑΤΟ, η ΣΙΑ και η προδοσία» (το τελευταίο είναι από άλλο ανέκδοτο.)

Ας αναφέρουμε, λοιπόν, τρία από τα κέρδη που έχει το ΑΚΕΛ και η πολιτική του με την εμμονή του στον χαρακτηρισμό «κομμουνιστής πρόεδρος» και γιατί το συμφωνηθέν «προϊόν» προωθείται πιο εύκολα από έναν Πρόεδρο που δηλώνει κομμουνιστής.

  1. Μειώνεται η αντίσταση του ΚΚΕ το οποίο στο Κυπριακό δεν αποδέχεται εύκολα τις προτάσεις συμβιβασμού, που εκπορεύονται από το Λονδίνο και την Ουάσιγκτον (είναι χαρακτηριστική η στάση του έναντι του σχεδίου Ανάν, το ΚΚΕ από την αρχή έδειξε την αντίθεσή του και έτριξε τα δόντια του). Αν προχωρήσει το ΑΚΕΛ στην αποδοχή ενός νέου σχεδίου Ανάν η συνεχής εμμονή του στην κομμουνιστική του ιδιότητα προκαλεί σύγχυση στις τάξεις των μελών και στελεχών του ΚΚΕ.
  2. Υπάρχει ένα αυτονομημένο ιδεολογικό εποικοδόμημα, που πήρε σιγά σιγά ποδοσφαιρικές εκφάνσεις: προοδευτικοί-αντιδραστικοί, ριζοσπαστικοί-συντηρητικοί, διεθνιστές-εθνικιστές, αριστερά-δεξιά, κομμουνιστές-αστοί. Το ΑΚΕΛ, αφού έχει εξασφαλίσει, στην πορεία του για το Κυπριακό, τη συναίνεση Αμερικανών, Άγγλων, εκπροσώπων της νέας τάξης, αστικής τάξης Ελλάδας και Κύπρου, θέλει να παρουσιάσει τα πράγματα μέσα από ιστορικές παραστάσεις και εμμονές, να παίξει καλύτερα στο γήπεδο που γνωρίζει. Δεν θέλει οποιαδήποτε κριτική από τα αριστερά για την πορεία του. Το ευρύτερο φάσμα της δεξιάς, από τη φιλελεύθερη μέχρι τη συντηρητική δεξιά, την έχει στο χέρι, έχει την υποστήριξή της. Η επιμονή του στο «κομμουνιστής» αφαιρεί τη νομιμότητα από μια αριστερή κριτική. Ταυτόχρονα η οποιαδήποτε αντίρρηση από τμήματα της δεξιάς οδηγείται στο γνωστό γήπεδο αντιπαράθεσης, όπου το ΑΚΕΛ έχει πείρα και γνωρίζει το καλό παίξιμο:  Δηλαδή από τη μια οι καλοί προοδευτικοί, με πατέντα μάλιστα αφού δηλώνουν ακόμη και κομμουνιστές και από την άλλη οι κακοί εθνικιστές.
  3. Το κυριότερο: Η ψυχολογική σκευή των Ακελικών είναι θρεμμένη με ιδεοληψίες δεκαετιών, που δεν αποσύρονται εύκολα, παρά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, με την οποία ήσαν πλήρως ταυτισμένοι. Έτσι στη συλλογική συνείδηση του Ακελικού υπάρχει πάντα η πίστη ότι εκφράζει μια ανώτερη θεωρία, μια θεωρία που θα τη δικαιώσει η νομοτέλεια της Ιστορίας. Πιστεύει ότι κατοικεί στα «Πάνω Ιδεολογικά Σπίτια», στα ανώτερα και κεκαθαρμένα, ενώ οι αντίπαλοί του κατοικούν στα «Κάτω Ιδεολογικά Σπίτια», στα ιδεολογικά κατώτερα και βρώμικα. Όταν λοιπόν προχωρεί σε πορεία που δεν ταυτίζεται με την ιδεολογία του της ταξικής πάλης, του αντιιμπεριαλισμού, της κοινωνικής δικαιοσύνης κ.λπ.  νιώθει έντονα την ανάγκη, ως αναπλήρωση, να τονίζει συνεχώς την κομμουνιστική του προέλευση.  Από την ιστορία της νεοελληνικής κοινωνίας υπάρχει ένα καίριο παράδειγμα που διευκρινίζει καλύτερα τα πράγματα, και περιγράφεται στα πεζά του Καραγάτση. Στα Εφτάνησα υπήρχαν τα Πάνω Σπίτια, στα οποία κατοικούσαν οι παλιοί αριστοκράτες και τα Κάτω Σπίτια που κατοικούσε ο περιφρονημένος λαός. Εξελίξεις και κοινωνικές αλλαγές, σιγά σιγά τα Πάνω Σπίτια οδηγήθηκαν στην παρακμή, οι παλιοί αριστοκράτες ξέφτισαν ενώ από τα Κάτω Σπίτια βγήκε νευρώδης μια νέα κοινωνική τάξη, η αστική, που πλούτισε με τις νέες οικονομικές πρακτικές του εμπορίου και της βιοτεχνίας. Και πολλές φορές νέοι από τα Κάτω Σπίτια, στιβαροί και ευπρόσωποι, με δύναμη και πλούτο, ζητούσαν σε γάμο κοπέλες από τα Πάνω Σπίτια, αυτές όμως, ψηλομύτες και ακατάδεκτες, αρνούνταν. Θα ήταν εξευτελιστικό για μια  κοπέλα από τα Πάνω Σπίτια να έπαιρνε άντρα από τα περιφρονημένα Κάτω Σπίτια. Όμως η παρακμή και η οικονομική ένδεια της παλιάς αριστοκρατικής τάξης συνεχιζόταν, τα πράγματα έγιναν κρίσιμα  και κοπέλες που έμειναν στα μεγάλα, αλλά πια σχεδόν ερειπωμένα, Πάνω Σπίτια έφτασαν στο σημείο να δέχονται κρυφά ξένους ναυτικούς που έφταναν στο νησί τους και να τους κάνουν τα πάντα για να πάρουν λίγο ρευστό στο χέρι τους. Έγιναν, περιστασιακά, επί χρήμασι εκδιδόμενες γυναίκες θα μπορούσαμε να πούμε. Όμως κάθε φορά που έκαναν αυτές τις εκδουλεύσεις στους ξένους ναυτικούς ένιωθαν πιο έντονα την ανάγκη να τονίσουν ότι είναι από τα Πάνω Σπίτια και ταυτόχρονα να εκδηλώσουν με περισσότερη απέχθεια  την αντίθεσή τους και την περιφρόνησή τους προς τα Κάτω Σπίτια. Αυτό κάνει τώρα και το ΑΚΕΛ συμπορευόμενο με Αμερικανούς, Άγγλους, Νέα Τάξη, αστική τάξη Ελλάδος και Κύπρου. Πέφτοντας εξυπηρετικά στο κρεβάτι μαζί τους και ικανοποιώντας όλες τις επιθυμίες τους, νιώθει έντονα την ανάγκη, ως αναπλήρωση, να τονίζει ότι είναι κομμουνιστής, ότι είναι από τα Πάνω Ιδεολογικά Σπίτια.

Ο φασισμός του εικοστού πρώτου αιώνα δεν θα ονομάζεται φασισμός

9 Μαΐου, 2011


Ο φασισμός του εικοστού πρώτου αιώνα δεν θα ονομάζεται φασισμός. Μπορεί να ονομάζεται ακόμη και “προοδευτική απεικόνιση των πραγμάτων” ή ρηξικέλευθος τομή” ή οτιδήποτε άλλο θα σοφιστεί η σύγχρονη αναπηρία. Κανένας δεν θα δώσει, στη φασιστική πραμάτεια που προωθεί, το πραγματικό της φασιστικό όνομα, γιατί στη συνείδηση των λαών η φασιστική έκφραση έχει χρεοκοπήσει και απορρίπτεται, θα πρέπει, λοιπόν, να βρει ένα λουσάτο και εύπεπτο όνομα που συντείνει στην καλύτερη διακίνηση του “προϊόντος”. Ο φασισμός του εικοστού πρώτου αιώνα μπορεί να ονομάζεται ο Ιός της Κυριακής, σχέδιο Ανάν και άλλα πολλά, όμως όλοι θα τα παρουσιάζουν με εύηχα επίθετα και χαρακτηρισμούς. Γι’ αυτό και εγκαινάζεται στο ιστολόγιο αυτή η κατηγορία με τίτλο: Ο φασισμός του εικοστού πρώτου αιώνα δεν θα ονομάζεται φασισμός” που θα παρουσιάσει την πραγματική φασιστική έκφανση πολλών πραγμάτων, παρά τα εύηχα που τα συνοδεύουν. Ως πρώτο αυτοτελές κείμενο της κατηγορίας αυτής εντάσσεται το κείμενο “Σύγχρονες εκφράσεις εκφασισμού” που δημοσιεύτηκε και προηγουμένως, γιατί αποτελεί χαρακτηριστικό υπόδειγμα για όσα μιλάμε.

Στα σημερινά τώρα και στα εντελώς πρόσφατα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ανίερη και ανεπίτρεπτη “δολοφονία χαρακτήρα” που επιχειρήθηκε εναντίον του Θεοδωράκη επειδή τόλμησε να ασκήσει κριτική στο Ισραήλ και στο εβραϊκό λόμπι των ΗΠΑ. Ακυρώθηκε και αποκλείστηκε το έργο του Μαουτχάουζεν σε εκδήλωση στην Αυστρία.  Μια φασιστική πράξη εναντίον του Έλληνα μουσικοσυνθέτη.

Θυμάστε τους Έλληνες προοδευτικούς διανοουμένους που κάθε λίγο και λιγάκι γέμιζαν τις στήλες των εφημερίδων με υπογραφές για μύρια θέματα. Πολλές φορές για ήσσονος σημασίας. Σε όλα έβρισκαν την επέλαση του σκοταδισμού και των συντηρητικών δυνάμεων και συστρατεύονταν στον αγώνα τον καλόν. Τι θα κάνουν τώρα με την υπόθεση Θεοδωράκη και την ανεπίτρεπτη “δολοφονία χαρακτήρα” που υπέστη. Ο προοδευτικοί διανοούμενοι θα μιλήσουν ή θα λουφάξουν. 

Ο φασισμός του εικοστού πρώτου. ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΕΚΦΑΣΙΣΜΟΥ

9 Μαΐου, 2011


Ο φασισμός του 21ου αιώνα δεν θα ονομάζεται φασισμός. Θα ονομάζεται με οποιοδήποτε άλλο όνομα, από «προοδευτισμός» ή «ανακαινισμός» μέχρι ακόμη «σύγχρονη ματιά» ή «ρηξικέλευθος τομή» των γεγονότων. Οι εραστές της φασιστικής ιδεολογίας δεν θα προωθούν την πραμάτεια τους με το πραγματικό της όνομα, αφού ιστορικά η ιδεολογία αυτή έχει χρεοκοπήσει, οι λαοί και οι πολίτες έχουν αρνητικά συναισθήματα στο λεξιλόγιο του φασισμού. Γι’ αυτό και επιβάλλεται η απόκρυψη με εύηχα ονόματα ή με ονόματα παραλλαγής. Η πραμάτεια θα παραμένει όμως η ίδια.

Αναφέρω χαρακτηριστικά το σημείωμα της στήλης «Ιός της Κυριακής» σε αθηναϊκή εφημερίδα (Ελευθεροτυπία, 18 Φεβρουαρίου 2007, σ. 53 – 55)  με αφορμή την κριτική για το περιώνυμο ιστορικό βιβλίο της κυρίας Ρεπούση, για την ΣΤ’ Δημοτικού. Αντί λοιπόν να απαντήσει στα επιχειρήματα που ακούστηκαν εναντίον του βιβλίου, αντί να μπει σε ένα διάλογο κατάρριψής τους και κατεδάφισής τους το σημείωμα κάνει κάτι πολύ βολικό και εύπεπτο που παραπέμπει στα συναισθηματικά αντανακλαστικά των αναγνωστών του. Κρατά το χαρακτηριστικό «προοδευτικός» για τη συγγραφέα του βιβλίου και για τους υποστηρικτές της και αποδίδει τον τίτλο του «αντιδραστικού» σε όσους τόλμησαν να κάνουν κριτική. Χωρίς διάλογο και επιχειρηματολογία, οι υπεύθυνοι της στήλης κολλούν  απλώς βολικές ετικέτες. Έτσι αντιδράσεις εναντίον του βιβλίου της κ. Ρεπούση, αντιδράσεις που προέρχονται από τη δεξιά μέχρι την αριστερά, μπαίνουν όλες κάτω από τον «βολικό» τίτλο «Η μεζούρα της Εθνικοφροσύνης».

Αναφερόμενο σε υπογραφές κριτικής για το βιβλίο, τονίζει απαξιωτικά  ότι στις 4000 χιλιάδες περίπου υπογραφές (3, 736 για την ακρίβεια) υπάρχουν και 7 ιερείς. Ο εκφασισμός της σκέψης που προάγουν οι υπεύθυνοι της στήλης είναι εμφανής. Οι ιερείς δεν είναι κι αυτοί πολίτες, δεν ζουν στον ελληνικό χώρο, δεν δικαιούνται να έχουν άποψη και να την εκφράζουν; Ή όταν εκφραστούν υπέρ οποιασδήποτε γνώμης αυτή καθίσταται αμέσως αντιδραστική. ( Εν τω μεταξύ οι χιλιάδες άλλοι ιερείς που δεν υπέγραψαν θεωρούνται προοδευτικοί; Αγνοώ).

Ακόμη: Τονίζει ότι 275 που υπογράφουν αναφέρουν ως τόπο διαμονής τους την Κύπρο και άλλοι την Αυστραλία, τον Καναδά και τις ΗΠΑ και γράφει απαξιωτικά: «Απαιτούν δηλαδή αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα μιας άλλης χώρας στην οποία ζουν και εργάζονται». Με μια σπαθιά ο «Ιός της Κυριακής» διαγράφει  τη συμμετοχή στην πολιτιστική και θεωρητική ζύμωση που υπερβαίνει τα σύνορα και τις χώρες εργασίας, -όταν μας συμφέρει υπάρχει η παγκοσμιοποίηση, οι νόμιμες  ζυμώσεις και υποδείξεις από το παγκόσμιο χωριό κ.λ.π., κι όταν δεν μας συμφέρει ανασύρουμε τον εθνοκεντρισμό, μόνον οι κάτοικοι του ελληνικού κράτους δικαιούνται να έχουν άποψη. Τα μεγάλα πνεύματα του «Ιού της Κυριακής» θεωρούν λοιπόν ότι παιδαγωγικές, ιστορικές και άλλες θεωρητικές απόψεις, ζυμώσεις, κινήματα και προβληματισμοί θα κρίνονται μόνο από τους πολίτες της χώρας στην οποία παράγονται. Οι ανοιχτοί ορίζοντες τους οποίους καμώνονται οι του «Ιού» ότι ευαγγελίζονται δεν υπάρχουν πια. Μόνο οι εντός συνόρων.

Το σημαντικότερο. Τα παιδιά της Κύπρου θα διδάσκονταν από το ίδιο βιβλίο, όπως διδάσκονται και από πολλά άλλα βιβλία που εκδίδει ο Ο.Ε.Δ.Β. {Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων] της Ελλάδας. Οι Κύπριοι, λοιπόν, δεν δικαιούνται να κρίνουν τα βιβλία από τα οποία θα διδάσκονται τα παιδιά τους;

Υπάρχει και κάτι άλλο που αποδεικνύει ότι ο αθηναϊκός καιροσκοπισμός δεν έχει όρια, εφαρμόζει με ασυδοσία τα δυο μέτρα και σταθμά. Γιατί, για το σχέδιο Ανάν, η στήλη ο «Ιός της Κυριακής» εκφράστηκε με θέρμη και πρόβαλλε τις απόψεις των Ελλαδιτών διανοουμένων που το  υποστήριζαν. Οι Αθηναίοι διανοούμενοι είχαν λοιπόν άποψη για ένα σχέδιο που θα ζούσαν στο πετσί τους οι Κύπριοι, θα καθόριζε τον τρόπο ζωής τους και το μέλλον της Κύπρου ενώ οι Κύπριοι δεν πρέπει να έχουν άποψη για ένα βιβλίο του ΟΕΔΒ το οποίο θα διδάσκεται και στα κυπριακά σχολεία.

Ο φασισμός του εικοστού πρώτου αιώνα δεν θα ονομάζεται φασισμός.

ΟΝΟΜΑΤΟΔΟΣΙΕΣ ΕΝΤΥΠΩΝ ΚΑΙ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ. Το περιοδικό ΝΕΟΣ ΕΡΜΗΣ Ο ΛΟΓΙΟΣ

3 Μαΐου, 2011

Ιδού, λοιπόν, που αναδύεται και η νεοελληνική μυθολογία. Γιατί, μέχρι σήμερα, η συνηθισμένη τακτική για την ονοματοδοσία εντύπων ήταν η επιλογή ονομάτων που χρησιμοποιούνται στη σύγχρονη ζωή [=π.χ. Ευθύνη, Ελευθεροτυπία, Καθημερινή, Διαβάζω] ή η προσφυγή στην αρχαιότητα [= Πλάτων, Ζήνων κ.λπ.] και στο Βυζάντιο [π.χ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, Βυζαντινός Δόμος]. Τα αρχαιοελληνικά ονόματα κυρίως, καθώς και τα βυζαντινά, μέσα στην αχλή του ιστορικού χρόνου, έδιναν εκείνη τη μυθολογική διάσταση της υπέρβασης και του συμβολισμού, έτσι κρατώντας ένα εύρος συμπαραδηλώσεων που τους έδινε η παλιά χρήση, επανέρχονταν  στη σημερινή προοπτική δίδοντας άλλες διαστάσεις, κάτι που τα έκανε νεόκοπο νόμισμα.

  Δεν μπορούσε να επισυμβεί αυτό με τα ονόματα της νεοελληνικής διαδρομής γιατί ήταν πρόσφατα, χωρίς τον μύθο του χρόνου. Ειδικά οι τίτλοι εντύπων, εφημερίδων και περιοδικών, που χρησιμοποιήθηκαν παλαιότερα εθεωρούνταν “εξαντλημένοι”, σχεδόν όλοι απέφευγαν να δώσουν σε νέο έντυπο ένα όνομα που χρησιμοποιήθηκε πριν μερικές δεκαετίες από κάποια άλλη εκδοτική προσπάθεια που κατέπεσε θνησιγενής ή έκλεισε, έστω, ύστερα από καιρό . Για να αποφευχθούν εύκολες ταυτίσεις, για να μην εκλειφθεί ως οικειοποίηση, από σεβασμό σε μια προσπάθεια που πρόσφατα έκλεισε τον ιστορικό της ρόλο και την παρουσία της. Και κάποτε, όταν δινόταν ονομασία που χρησιμοποιήθηκε δεν υπήρχε η έννοια της απότισης φόρου τιμής / οφειλής προς το παλαιότερο έντυπο ή σύνδεσης μαζί του, αποτελούσαν ξεχωριστές εκδοτικές διαδρομές που είχαν απλώς το ίδιο, ευρείας χρήσης, όνομα.

Όμως τα χρόνια περνούν και ονόματα που αναφέρονταν σε διάφορες προσπάθειες νεοελληνικού καθορισμού και νεοελληνικής αυτοσυνειδησίας, έχουν πια την πατίνα του χρόνου.

Με αφορμή αφιέρωμα στην Κύπρο σε ένα από τα πρωτα τεύχη του Άρδην, το 1996, έγραψα σχετικό σημείωμα στην εφημερίδα Σημερινή της Λευκωσίας[1] για την ανάδυση της νεοελληνικής μυθολογίας στην ονοματοδοσία των νέων εντύπων, ενώ μέχρι τότε από τα παλιά ονόματα κυριαρχούσαν τα αρχαιοελληνικά. Όμως, ανέφερε το σημείωμα, από την έκδοση του πρώτου Άρδην στην Αθήνα το 1885, του ρηξικέλευθου και ριζοσπαστικού περιοδικού του τέλους του 19ου αιώνα, πέρασαν 111 χρόνια. Μπορούσε λοιπόν να επανεμφανιστεί σε μια νέα προσπάθεια συνδεδεμένη με την ιστορική φόρτιση που έδινε ο κοινός τίτλος μα και αυτόνομη για τα θέματα των νέων καιρών.

Φέτος ξεκίνησε την εκδοτική διαδρομή του ο Ερμής ο Λόγιος, ο νέος Ερμής ο Λόγιος,  περιοδική έκδοση της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικού Πολιτισμού, που κυκλοφόρησε το πρώτο του τεύχος τον Ιανουάριο του 2011. Ακολουθώντας τα χνάρια του δεκαπενθήμερου φιλολογικού περιοδικού   Ερμής ο Λόγιος, που εκδόθηκε το 1811 στην ελληνική παροικία της Βιέννης, και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανασυγκρότηση των πνευματικών δυνάμεων του προεπαναστατικού Ελληνισμού. Πέρασαν από τότε  διακόσια χρόνια ακριβώς. Η σημερινή κριτική και ριζοσπαστική σκέψη της Ελλάδας, που αρνείται τα εισαγόμενα ιδεολογήματα της νέας τάξης, ανασύρει από το νεοελληνικό κίνημα ιδεών ονόματα εντύπων και ξαναπαίρνει το κομμένο νήμα. Ίσως γιατί υπάρχει  κοινότητα προβλημάτων και η παλιά και νέα πάλη εναντίον ιδεολογημάτων έχουν ομοιότητες. Έτσι ανασύρει την ψηφίδα του παρελθόντος για να την εντάξει σε ένα νέο περιβάλλον, να προσδώσει στους συμβολισμούς του το ιστορικό συγκείμενο και τις συμπαραδηλώσεις που φέρει η παλαιά ονομασία μα και να εκφέρει τις νέες προοπτικές, απόψεις και κρίσεις για τον σημερινό κόσμο και τον σύγχρονο Ελληνισμό.

Καλή διαδρομή στο περιοδικό Νέος Ερμής ο Λόγιος.


[1] ) “Άρδην” Άφιέρωμα στην Κύπρο, εφ. Η Σημερινή, Λευκωσία, 6 Οκτωβρίου 1996, ένθετο: Πολιτισμός, σ. 5

Γα να μαθαίνουν οι νεότεροι

2 Μαΐου, 2011

 

 

 

Η στήλη αναφέρθηκε σε άρθρο του περιοδικού Εξ υπαρχής, το οποίο αναρωτιόταν για το αν πρέπει να επιτρέπεται ή όχι η αναμετάδοση της ΕΡΤ στην Κύπρο, Κι αυτά  εν έτει 2002, την εποχή του διαδικτύου και του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, των δορυφορικών τηλεοπτικών μεταδόσεων, των οπτικών ινών και των κινητών τηλεφώνων, τη ελεύθερης ροής πληροφοριών και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η στήλη απέδειξε, πιστεύω επαρκώς, ότι η λογική αυτής της άρνησης και της επιφύλαξης είναι  συντηρητική και οπισθοδρομική.

Αυτές οι επαρχιακές και απομονωτιστικές θέσεις εκτοξεύονται τακτικά αλλά χωρίς εμβέλεια πια. Πρέπει όμως να αναφερθεί ότι παλαιότερα ήταν η επικρατούσα ιδεολογία και η κυρίαρχη λογική σε αρκετούς κύκλους διανοουμένων. Οι θέσεις αυτές υπέστησαν ένα ανελέητο σφυροκόπημα από αρκετούς που κατάλαβαν πόσο οπισθοδρομική, αλλοτριωτική και επικίνδυνη για την υπόθεση της Κύπρου ήταν αυτή η προπαγάνδα που προωθούσε την απομόνωση από την πολιτιστική δημιουργία της Ελλάδας και του ευρύτερου ελληνισμού. Μια σκληρή ιδεολογική σύγκρουση έγινε τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια που επέφερε την αναδίπλωση και υποχώρηση των νεοκυπριακών ιδεολογημάτων. Διάφοροι εξακολουθούν να τα εκτοξεύουν πότε πότε, όμως πια με λεπτεπίλεπτη έκφραση κι όχι όπως παλαιότερα με τον χοντροκομμένο και φανατικό τρόπο. Οι νέοι μας πρέπει να μάθουν γι’ αυτή τη σκοτεινή πλευρά που χαρακτήριζε την πρόσφατη κυπριακή ιστορία. Θεωρούμε πολύ χαρακτηριστικό ένα σημείωμα του περιοδικού Αυτοδιάθεση που δημοσιεύτηκε πριν από δεκαέξι χρόνια γιατί αποτυπώνει την έσχατη πτώση της νεοκυπριακής πρακτικής αλλά και την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε εναντίον της. Τότε, το 1986, με αφορμή την κάθοδο ελλαδικού συγκροτήματος για συναυλίες στο ΓΣΠ, Κύπριοι «καλλιτέχνες» έκαναν διαδήλωση έξω από το χώρο της εκδήλωσης, με πλακάτ και συνθήματα, απειλώντας να βάλουν μεγάφωνα για να κάνουν αντισυναυλία και να τα διαλύσουν και ζητώντας ταυτόχρονα να σταματήσουν να έρχονται μουσικά συγκροτήματα από την Ελλάδα. Είναι απίστευτα όμως αληθινά και ο καχύποπτος αναγνώστης ας ψάξει στις εφημερίδες του Μαϊου 1986.

Στους οργανωτές αυτής της εκδήλωσης απάντησε το περιοδικό «Αυτοδιάθεση» που τόνισε ότι αν προεκτείνουμε τη συλλογιστική των «Κυπρίων καλλιτεχνών» για να αποδειχθεί, μπρεχτικώ τω τρόπω, η συνέπεια των θέσεών τους πρέπει μην έρχονται βιβλία Σεφέρη, Καβάφη, Αναγνωστάκη κ.λπ. της ευρύτερης ελληνικής ποίησης για να διαβάζουν οι Κύπριοι μόνον Κύπριους και να μην έρχονται θίασοι από την Ελλάδα, για να πουλούν εισιτήρια οι κυπριακοί θίασοι, να μην εκθέτουν ο Τσαρούχης και ο Ακριθάκης για να πουλούν οι ναϊβ. Ακόμη το περιοδικό τόνιζε και τα εξής: «Να μην ακούμε Τσιτσάνη, Θεοδωράκη και Χατζιδάκι και να ακούμε μουζικάντηδες με γνήσιο νεοκυπριακό αίμα (με επικυρωμένα πιστοποιητικά δεκατεσσάρων γενεών).

Ας αφήσουμε όμως τις προεκτάσεις και ας μιλήσουμε ίσια.

Η ενέργεια αυτή των «Κυπρίων Καλλιτεχνών» δείχνει την κακομοιριά της νεοκυπριακής κοινωνίας, φανερώνει τον αισχρό καιροσκοπισμό της, την περιχαράκωσή της στα προνόμια του κυπριακού κρατιδίου. Οι ατάλαντοι και ημιμαθείς επαρχιώτες, για τα συμφεροντάκια τους και μόνο, θέλουν να απομονώσουν την Κύπρο από την πολιτιστική ζύμωση και διακίνηση ιδεών που συντελείται στον ευρύτερο ελληνικό χώρο, για να λάμψουν οι μετριότητές τους (που φοβούνται πάντα τη σύγκριση) και να πωλήσουν καλύτερα την πραμάτεια τους. Μόνο τους επιχείρημα: Έχουμε δικό μας κράτος κι εδώ θα προβαλλόμαστε και θα κερδίζουμε μόνο εμείς. [..]

Παρ’ όλον ότι όλοι εδώ έχουν χάσει κάθε  μέτρο σύγκρισης και διακηρύσσουν ότι είναι φοβεροί και τρομεροί, κατά βάθος ξέρουν πως αυτά είναι πύργοι από τραπουλόχαρτα. Καταλαβαίνουν πως αν δεν περιχαρακωθούν θα λάμψει η κατωτερότητά τους. Ζητούν λοιπόν η Κύπρος να καταντήσει (ή να παραμείνει)  μια θλιβερή επαρχία για να εναρμονίζεται με του δικό τους θλιβερό επίπεδο […]

Ένα λέμε μόνο στους «Κύπριους καλλιτέχνες». Δεν είναι μόνοι τους στην Κύπρο για να επιβάλουν την αποβλακωτική τους λογική. Υπάρχουμε κι εμείς που θέλουμε να έρχεται εδώ η Γλυκερία, ο Σαββόπουλος, ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης ελεύθερα κι όσες φορές θέλουν, όπως πάνε ελεύθερα κι όσες φορές θέλουν στην Κρήτη ή τη Θεσσαλονίκη. Κι όχι μόνο αυτούς που εμείς προτιμούμε. Αλλά και όσοι καλλιτέχνες από την Ελλάδα θέλουν, με νταούλια και ντέφια, του βλαχοντίσκο και των τσιφτετελιών, βραχνοί, κακόφωνοι και παράφωνοι, ακόμη και τραγουδιστές μουγκοί. Η κυπριακή κοινωνία ας τους κρίνει η ίδια και με τη στάση της ας τους κόψει τα πόδια.

Ω μικρόνοες νεοκύπριοι. Την πρώτη φορά μας καταλάβατε εξ απροόπτου. Όμως υπάρχουμε κι εμείς. Κι αν ξαναπροσπαθήσετε να προωθήσετε τον επαρχιώτικο απομονωτισμό εμείς θα ‘ρθούμε στην εκδήλωσή σας να σας βρούμε με λεμονόκουπες και ψόφιες γάτες».

Αυτά έγραφε το περιοδικό Αυτοδιάθεση πριν από είκοσι πέντε χρόνια. Σήμερα μας φαίνεται απίστευτη αυτή η λογική και η στάση των «Κυπρίων Καλλιτεχνών». Το επαναφέρουμε σήμερα στην επιφάνεια για να κατανοήσουν καλύτερα οι νέοι το θολό τοπίο που ζήσαμε εμείς οι παλαιότεροι, τις συνθήκες πνευματικής εξαθλίωσης που υπέστημεν, το νεοκυπριακό φανατισμό, τη μιζέρια και κακομοιριά που αντιμετωπίσαμε. Κι όταν μας κρίνουν, και καλώς μας κρίνουν, για ατέλειες και ελλείψεις μας,  ας έχουν κατά νουν ότι ουδείς εξέρχεται αλώβητος απ’ αυτό το εξαθλιωτικό κλίμα ακόμη κι αν διαφωνεί εντελώς μαζί του.

Περί μεταρρυθμισιολογίας ή οι Εκπαιδευτικές και πολιτιστικές σχέσεις Κύπρου – Ελλάδας

1 Μαΐου, 2011

 

Οι εκπρόσωποι και εισηγητές κάθε είδους μεταρρύθμισης εκκινούν νομίζοντας ότι όλα προϋποθέτουν την αποδοχή των προτάσεών τους, όλα συνηγορούν για την πανηγυρική και με επευφημίες υιοθέτηση των εισηγήσεών τους. Με τρόπους που αγγίζουν τα όρια του συναισθηματικού και ιδεολογικού εκβιασμού, απευθύνονται στους ακροατές τους και σε όσους υποψιάζονται ότι μπορούν να διατυπώσουν αντιρρήσεις ή, ακόμη, να ψελλίσουν κάποιες επιφυλάξεις, με το ακαταμάχητο επιχείρημα: Μα είσαστε εναντίον της μεταρρύθμισης;

Ακαταμάχητο επιχείρημα γιατί κάθε μεταρρύθμιση θεωρείται ότι εισηγείται την αλήθεια που επιβάλλουν οι καιροί. Ότι επιτέλους ήγγικε η ώρα για το νέο μεταρρυθμιστικό άλμα και ότι όσοι δεν προσέρχονται ως πιστοί της νέας αλήθειας, όσοι δεν στοιχίζονται με ενθουσιασμό και δεν δηλώνουν με επευφημίες σταυροφόροι της νέας εισήγησης, αποτελούν ανορθογραφία των καιρών.

Όπως λοιπόν με την επιστημολογία, που μελέτησε και διατύπωσε τους όρους παραγωγής και ανάπτυξης μιας επιστήμης, επιβάλλεται και η συγκρότηση μιας θεωρίας για την μεταρρυθμισιολογία, για τους όρους παραγωγής και ανάπτυξης, καθώς και τις βασικές κατευθύνσεις, μιας μεταρρύθμισης. Μπροστά στην επέλαση των διαπρύσιων κηρύκων και των προπαγανδιστών που ρητορεύουν για το αυτονόητο της μεταρρυθμιστικής τους αλήθειας οι μεταρρυθμισιολόγοι παραμένουν νηφάλιοι και προσεγγίζουν κάθε μεταρρυμιστικό «παράδειγμα» με κριτικό και διαλεκτικό πνεύμα, με άλλα λόγια δεν μασούν εύκολα.

Όλες, σχεδόν, οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις ξεκινούν με διατυπώσεις οι οποίες είναι από όλους αποδεκτές και θεμιτές. Η κάθε νέα μεταρρύθμιση προτείνεται για την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης, γιατί μ’ αυτή προωθείται η αυτενέργεια των μαθητών, για ένα ελεύθερο και ανεξάρτητο σχολείο, στο οποίο θα υπάρχει η χαρά της γνώσης και το ερευνητικό πνεύμα, για μια παιδεία μαθητοκεντρική και όχι δασκαλοκεντρική, που οι μαθητές θα ενθαρρύνονται να αναζητούν, να ερευνούν και να έχουν την αίσθηση ότι η αποκτημένη γνώση εγκαθιδρύθηκε μέσα από διαδικασία με συμμετοχή των ιδίων και ότι δεν είναι δοσμένη από την αυθεντία του διδάσκοντα. Όλες οι μεταρρυθμίσεις τα τελευταία διακόσια χρόνια αυτά λένε περίπου, όμως όλοι οι εισηγητές τους έχουν ύφος και στάση ρητορείας λες και πρόκειται για πρωτοφανέρωτες αλήθειες που παραβιάζουν πύλες κλειστές, ότι αποτελούν ρηξικέλευθα πράγματα που διατυπώνονται για πρώτη φορά και ανοίγουν λεωφόρους στη σκέψη. Οι κύκλοι των ειδημόνων και μεταρρυθμισιολόγων φυσικά χαμογελούν: όλα αυτά τους θυμίζουν την εκ νέου ανακάλυψη του τυροπλακουντίου.

Λοιπόν και η νέα μεταρρυθμιστική πρόταση έχει αρκετά σημεία που συμφωνείς εύκολα μαζί τους, επαυξάνεις μάλιστα όσον αφορά το θέμα της υποστήριξης και συμπόρευσης. Όμως, ανάμεσα σ’ αυτά, τα ωραία και θετικά, υπάρχουν και οι πονηρές και οι ανεπίτρεπτες εισηγήσεις που όταν κάποιος πάει να τους αντισταθεί έρχεται η απάντηση ως καταπέλτης: Μα δεν θέλετε ένα σύγχρονο σχολείο, με τη χαρά της γνώσης, μοντέρνο και δημοκρατικό; Το θέλουμε πολύ, τα ανεπίτρεπτα των μεταρρυθμιστικών εισηγήσεων αρνούμαστε, αυτά τα σημεία που θα συντείνουν στην πλήρη χρεοκοπία της συγκεκριμένης μεταρρύθμισης.

Στέκομαι σε ένα μόνο σημείο που προτείνει η υποβαλλόμενη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση: Σταδιακή απεξάρτηση από την Ελλάδα. Μάλιστα, αυτό προτείνεται εν έτει 2007, που μας θυμίζει τις αλήστου μνήμης εποχές του νεοκυπριακισμού.

Κάθε εκπαιδευτική ή πνευματική μεταρρύθμιση στην Κύπρο και κάθε προσπάθεια και κίνημα πνευματικής αναγέννησης και ανέλιξης σημαίνει ότι εμβαθύνει στις σχέσεις Κύπρου και Ελλάδας, δημιουργεί έναν ενιαίο εκπαιδευτικό και πνευματικό ιστό, αναπτύσσει τρόπους συνεργασίας και συμπόρευσης, μετακενώνει τους προβληματισμούς και τις αναζητήσεις του ευρύτερου ελληνικού χώρου στην Κύπρο και αντίστροφα προσπαθεί για την αναγνώριση και συμπόρευση της ποιοτικότερης πνευματικής δημιουργίας και των προβληματισμών του νησιού στα πανελλήνια πλαίσια. Κάθε άλλη λογική απλώς συντείνει στην περιχαράκωση, στον περιορισμό στα καθ’ ημάς, στην επανάπαυση του επαρχιωτισμού και την καθυστέρηση.

Ενώ, λοιπόν, όλοι οι εχέφρονες και νουνεχείς αυτού του τόπου περίμεναν να δουν προτάσεις και εισηγήσεις για τη βελτίωση της συνεργασίας Κύπρου και Ελλάδας στον εκπαιδευτικό τομέα, ακόμη και για συγκεκριμένους θεσμούς συνεργασίας των Υπουργείων Παιδείας της Κύπρου και της Ελλάδας (κοινή π.χ. Επιτροπή που θα συνεδριάζει κάθε μήνα) η φοβερά εκπαιδευτική μεταρρύθμιση αποστρέφει το βλέμμα, γυρίζει την πλάτη και με μια «προοδευτική σπαθιά» ξεμπερδεύει με το ζήτημα, μιλώντας για απεξάρτηση από την Ελλάδα.

Εν τω μεταξύ η Ευρώπη ενοποιείται, θεωρείται ότι όλες οι χώρες θα συνεργάζονται, θα βρίσκονται σε συνεχή επικοινωνία και θα ανταλλάζουν εμπειρίες επ’ αγαθώ των λαών τους και οι παμπόνηροι Κύπριοι θα αναγείρουν φράγματα μεταξύ της ευρωπαϊκής Κύπρου και της ευρωπαϊκής Ελλάδας. Η στάση αυτή, εκτός από εθνικά ανεπίτρεπτη, είναι και ολότελα αντιευρωπαϊκή, ίνα μη τι χείρον είπω.

Κλείνοντας, λοιπόν, ευσύνοπτα και επιγραμματικά, θα έλεγα ότι μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στην Κύπρο, που δεν προάγει, δεν βελτιώνει και δεν συντονίζει τη συνεργασία Κύπρου και Ελλάδας στα εκπαιδευτικά θέματα, δεν είναι εκπαιδευτική και δεν είναι μεταρρύθμιση.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ : ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ

Μα τι επαναφέρεις τέτοια θέματα σήμερα, μου υπέδειξε κάποιος. Η εικόνα της Ελλάδας έχει καταβαραθρωθεί στα μάτια του Κύπριου, η οικτρή οικονομική κατάστασή της και η πολιτική παρακμή της κάνουν τον Κύπριο να προσβλέπει αλλού. Κι εσύ επιμένεις στα ίδια και τα ίδια.

Επιμένω στα ίδια και τα ίδια. Γνωρίζοντας ότι αυτό που έσωσε την Κύπρο ήταν η επιμονή της, το πείσμα της για βασικές αρχές και για τα στοιχειώδη. Κι άλλες φορές η Ελλάδα πέρασε δύσκολες περιόδους όπως η χρεωκοπία του τέλους του 19ου αιώνα [=Κύριοι, δυστυχώς επτωχεύσαμεν], η Μικρασιατική καταστροφή στην εξέλιξη, μετά η κατοχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.  Ουδείς Κύπριος άλλαξε τις απόψεις και το πιστεύω του εξ αιτίας αυτών των οικτρών καταστάσεων, επέμενε, μάλιστα, ακόμη περισσότερο, στην πίστη του, στην εθνική του ταυτότητα, στα αιτήματα απελευθέρωσής του, προσδοκώντας καλύτερες μέρες. Το 1941-44 η Ελλάδα ήταν υπό την Κατοχή της Γερμανίας, Ιταλίας και Βουλγαρίας, πέθαινε ο κόσμος από πείνα στους δρόμους και ο Κύπριος τόνιζε πιο έντονα την ελληνική του συνείδηση, τους ενωτικούς του προσανατολισμούς και την πίστη του.

Σήμερα φτάσαμε σε ένα νέο είδος Κύπριου που περιμένει να τοποθετηθεί στο θέμα της εθνικής του ταυτότητας ανάλογα με το δείκτη του χρηματιστηρίου. Και ανάλογα, πότε το ένα πότε το άλλο, επιλέγει Κύπριος, Ελληνοκύπριος, Έλληνας της Κύπρου, Κύπριος των Αδεσμεύτων χωρών, Ελληνοτουρκοκύπριος, Αγγλοκύπριος της Κοινοπολιτείας, Κυπροφιλοσοβιετικός, Ευρωπαίος  κ.λπ. κλπ. Είπαμε, ανάλογα με το δείκτη του Χρηματιστηρίου ακόμη και τα μυχιαίτατα βάθη της ύπαρξης αλλάζουν, αλλάζει  η εθνική συνείδηση, η ταυτότητα και το αίσθημα του συνανήκειν.

Πράγματα που δεν τα συγχωρεί ο Θεός. Ούτε και οι Τούρκοι.