Σε εκδήλωση στην Πνευματική Στέγη Λευκωσίας, πριν από τριάντα και περισσότερα χρόνια, ζήτησε κάποιος να απαγορευτούν τα ελλαδικά βιβλία στην Κύπρο. Το επιχείρημά του ήταν ακαταμάχητο: Όταν έχουμε υπερπαραγωγή ενός προϊόντος, όπως μπανάνες ή πατάτες, απαγορεύουμε την εισαγωγή τους. Και στο θέμα των βιβλίων έχουμε αρκετούς Κύπριους συγγραφείς, δεν χρειάζεται να έρχονται βιβλία από την Ελλάδα!!! Την ίδια εποχή άλλοι ζήτησαν την απαγόρευση ελλαδικών θιάσων στην Κύπρο, για να μην τρώνε το ψωμί των ντόπιων. Όπως γράφτηκε χαρακτηριστικά στον κυπριακό τύπο για θίασο από την Ελλάδα που έφτασε κοντά στα Χριστούγεννα: «ήρθε για να φάει τη γαλοπούλα του Κύπριου ηθοποιού.» Οι Κύπριοι, λοιπόν, έπρεπε να μείνουν χωρίς προτάσεις και καταθέσεις θεατρικής παιδείας εκ μέρους των ελλαδικών θιάσων, για να ευωχούνται με γαλοπούλα μεγαλύτερου μεγέθους οι θιασάρχες και οι ηθοποιοί του νησιού.
Αργότερα είχαμε και διαδηλώσεις έξω από συναυλία μουσικού σχήματος από την Ελλάδα. Αίτημα των διαδηλωτών ήταν να σταματήσει η άφιξη Ελλαδιτών καλλιτεχνών για να δουλεύουν καλύτερα οι Κύπριοι καλλιτέχνες και μουσικοί. Έγραψα, τότε, το 1986, άρθρο στο περιοδικό Αυτοδιάθεση. Οξύτατο άρθρο, ότι οι διαδηλωτές αυτοί θέλουν την Κύπρο να παραμείνει θλιβερή επαρχία για να εναρμονίζεται με το δικό τους θλιβερό επίπεδο και ότι εμείς οι υπόλοιποι δεν δεχόμαστε την αποβλακωτική λογική τους και τον επαρχιώτικο απομονωτισμό, που ήθελαν να επιβάλουν, και ζητάμε τη συνεχή πολιτιστική επικοινωνία Κύπρου – Ελλάδας.
Αργότερα, ένας από τους σημαντικούς παράγοντες της κυπριακής πολιτικής ζωής, ζήτησε στο υπό ίδρυση Πανεπιστήμιο να διορίζονται/ προτιμώνται Κύπριοι. Έγραψα απάντηση σε εφημερίδα της Κύπρου ότι κριτήριο της πρόσληψης κάποιου στο Πανεπιστήμιο είναι κάτι πολύ απλό και ουσιαστικό: προσλαμβάνεται ο καλύτερος στο γνωστικό αντικείμενο που θα διδαχθεί, μακάρι λοιπόν να υποβάλουν αίτηση πολλοί από την Ελλάδα και το εξωτερικό, αν γνώριζαν την ελληνική που θα ήταν η γλώσσα διδασκαλίας των μαθημάτων, και ότι η αποκλειστική πρόσληψη, ή απλώς η προτίμηση Κυπρίων, σήμαινε διολίσθηση του κυπριακού πανεπιστημίου προς την οπισθοδρόμηση και τον επαρχιωτισμό.
Αργότερα, με θέμα τη μετάδοση των εκπομπών της Ελληνικής Τηλεόρασης στην Κύπρο, πολλοί κινητοποιήθηκαν εναντίον, γράφτηκαν άρθρα επί άρθρων και σε διακήρυξη, με αρκετές υπογραφές διανοουμένων της Κύπρου, ζήτησαν να μη πραγματοποιηθεί η κάλυψη της Κύπρου από την Ε.Τ., ανάμεσα σε άλλα γιατί αυτό …υπονομεύει την ανεξαρτησία της Κύπρου!!!. Έγραψα τότε για τους ευρύτερους εθνικούς και πολιτιστικούς λόγους της σύνδεσης με την Ε.Τ., ακόμη ότι στην εποχή της ελεύθερης ροής των πληροφοριών, της δορυφορικής και του διαδικτύου, αυτά είναι ανόητα, της χειρίστης επαρχιακής αναδίπλωσης.
Τελευταία, με αφορμή κριτική των κυπριακών πραγμάτων από Ελλαδίτη καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Κύπρου ακούστηκε και τούτο: Ότι ως «φιλοξενούμενος» επί σειρά ετών στην Κύπρο δεν έπρεπε να ασκήσει κριτική στην υπηρεσία και το κράτος που τη στηρίζει και του δίνει τροφή, τόσο στην κυριολεξία όσο και μεταφορικά. Απίστευτο, όμως γράφτηκε.
Το δικαίωμα κριτικής είναι αδιαπραγμάτευτο για όλους, ιθαγενείς, πάροικους και ξένους. Θεωρώ αστείο, εν έτει 2006, να συζητήσουμε το θέμα αυτό. Ακόμη η κυπριακή κοινωνία έπρεπε να ευνοούσε και να ενθάρρυνε την κριτική των Ελλαδιτών που εργάζονται στο νησί. Γνωρίζουν και μελετούν τα κυπριακά πράγματα και ταυτόχρονα έχουν εκείνη την πρέπουσα αποστασιοποίηση που τους επιτρέπει να δουν τα δεδομένα της Κύπρου καλύτερα, από διάφορες οπτικές γωνίες, όταν εμείς έχουμε κολλήσει στον πολτό του φαινομένου, υπακούοντας πολλές φορές στις συμβάσεις της μικρής κοινωνίας στην οποία είμαστε ασφυκτικά ενταγμένοι. Οι κριτικές λοιπόν των Ελλαδιτών είναι ευπρόσδεκτες ακόμη και όταν μας πικραίνουν, ακόμη και αν είναι λανθασμένες. Οι κρίνοντες απλώς θα κριθούν.
Σκέφτηκα να απαντούσα εκτεταμένα στη λογική αυτή που θέλει να αποτρέψει την εμπλοκή των Ελλαδιτών στην κριτική της κυπριακής κοινωνίας, των θεσμών και των δρωμένων της. Αυτή η λογική της περιχαράκωσης, δυστυχώς, αποτελεί πια δομικό στοιχείο στη σκέψη ορισμένων κύκλων και εμφανίζεται κάθε λίγο με διάφορες μορφές και τρόπους, από την άλλη όμως είναι γενικά παρωχημένη, για να μην πω θνησιγενής. Ποιος ασχολείται σήμερα ή παίρνει στα σοβαρά τα επιχειρήματα εναντίον της σύνδεσης της Ελληνικής Τηλεόρασης με την Κύπρο ή εναντίον της άφιξης ελλαδικών θιάσων; Ακόμη λυπήθηκα και τον εαυτό μου που συνεχώς απασχολείται με τέτοια ζητήματα αντί να στρωθεί να γράψει κάποια φιλολογική μελέτη.
Έτσι κλείνω ευσύνοπτα και απλά. Στον καθηγητή Δημήτριο Τριανταφυλλόπουλο [που έκρινε και γι’ αυτό υπέστη τη νεοκυπριακή επίθεση] εύχομαι συνεχή καρποφορία στις κυπρολογικές του ενασχολήσεις, καταθέσεις και κριτικές.