Archive for 2010

ΩΡΑΙΟΣ ΣΑΝ ΕΛΛΗΝΑΣ Ή Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ Ανοικτή επιστολή στον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Δημήτρη Χριστόφια

31 Δεκεμβρίου, 2010

Η ποίηση, η καλή ποίηση, συμπυκνώνοντας με ποιότητα την αλήθεια του καιρού της, παραμένει πάντοτε ακμαία, ζωντανή, μας ομιλεί συνεχώς.

Επιβάλλεται να διευκρινίσω ξανά. Η καλή ποίηση, η διαχρονική, που ξέρει να υπερβαίνει τα φράγματα του χώρου και του χρόνου και έτσι είναι πάντα μέσα στην επικαιρότητα κι όχι η διατεταγμένη, της μιας χρήσης, που μας έμαθε το σοβιετικό στρατόπεδο, η γραφή, δηλαδή, ποιημάτων που εξυπηρετούσαν την πολιτική του κόμματος, η ποίηση που κραύγαζε συνθήματα και προ-κατ θέσεις και άμα ξεχνιόταν το γεγονός, για το οποίο γράφτηκε, πετιόταν σαν στυμμένη λεμονόκουπα.

Δυστυχώς, χτες σαρκάσατε ένα στίχο που παραπέμπει και συνδέεται με το υπέροχο ποίημα του Νίκου Εγγονόπουλου Μπολιβάρ.

Ο Μπολιβάρ γράφτηκε μέσα στη νύχτα της γερμανικής κατοχής, τον χειμώνα του 1942-43, κυκλοφόρησε στην αρχή σε χειρόγραφα αντίγραφα και διαβάστηκε σε συγκεντρώσεις αντιστασιακού χαρακτήρα. Μέσα στην πίκρα και την ορφάνια, τη σκλαβιά και την καταπίεση, ο ποιητής με αφορμή τον ήρωα της λατινοαμερικάνικης ανεξαρτησίας Σιμόν Μπολιβάρ προχωρεί σε μια έξαρση περηφάνιας, σε μια έξαρση ελληνικής και παγκόσμιας περηφάνιας: Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας.

Με ποιητική δικαιοσύνη, ο Εγγονόπουλος επενδύει τον Σιμόν Μπολιβάρ και τη Λατινική Αμερική με όλες τις ελληνικές αρετές και ιδιότητες και ταυτόχρονα μετακενώνει όλες τις αρετές των λατινοαμερικάνικων αγώνων και του Μπολιβάρ στον ελληνικό χώρο.

Από το ποίημα του Εγγονόπουλου Μπολιβάρ, είναι πασίγνωστα δυο τμήματα, το πρώτο: Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας, και το δεύτερο: στρατηγέ/ τί ζητούσες στη Λάρισα/ συ/ ένας/ Υδραίος; με το οποίο κλείνει το ποίημα.

Θα μπορούσε κάποιος ορίζοντας τη Λάρισα ως τον χώρο της ποίησης να αναρωτιόταν τι γυρεύετε εσείς και ανακατεύεστε με ποιήματα, καθίστε φρόνιμα.

Αν τους τελευταίους  στίχους του ποιήματος: στρατηγέ/ τί ζητούσες στη Λάρισα/ συ/ ένας/ Υδραίος; τους διατρέχει μια έντονη αντίστιξη ανάμεσα στο πνεύμα το πεδινό, του εμπορίου και της συναλλαγής (Λάρισα), και το πνεύμα το ηρωικό, της θυσίας,  της προσφοράς και της περηφάνιας (Υδραίος), όπως υποστηρίζουν οι μελετητές της ποίησης του Εγγονόπουλου, τότε προσέξτε  κύριε Πρόεδρε, γιατί η Ποίηση έχει τους δικούς της μυστικούς δρόμους για να εκδικηθεί. Κι αφού σαρκάσατε κάτι που σχετίζεται με έναν ποιοτικό της στίχο, η Ποίηση, η καλή, πάντοτε, Ποίηση θα δουλέψει υπόγεια για να εκδικηθεί. Δηλαδή κάποια στιγμή ο Κυπριακός Ελληνισμός, μη αντέχοντας τους ανιστόρητους, τους χωρίς αίσθηση του εθνικώς συνανήκειν, τους εμπόρους του δούναι και λαβείν, τους ανίκανους να συλλάβουν ότι εδώ είναι χώρος της Ιστορίας, της ελληνικής ταυτότητας, του αγώνα, της θυσίας και της περηφάνιας, να πει:

Πολιτευτή, τί ζητούσες στην Ύδρα, συ, ένας Λαρισαίος;

Η ΕΚΠΟΜΠΗ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ

27 Δεκεμβρίου, 2010

Η τηλεοπτική διαδρομή της Ειρήνης Χαραλαμπίδου μού θυμίζει την πορεία χωριατοπούλας η οποία, μετά την άφιξή της, από το αγροτοποιμενικό περιβάλλον της κοινότητάς της, στην πόλη, αισθάνεται (ή της υποδεικνύεται) ότι πρέπει να λουστράρει την εικόνα της και με ολίγην δόσιν κουλτούρας, πρέπει να αναδίδει “πνεύμα και καλλιτεχνίαν” για να είναι in. Εφοδιάζεται λοιπόν με ένα δυο βιβλία ατάλαντων νεοκυπρίων ποιητών (θου Κύριε φυλακή τω στόματί μου)  και νομίζει ότι έτσι απηχεί το σύγχρονο πνεύμα, την καινοτόμο και προοδευτική διάσταση των πραγμάτων, απέκτησε, λοιπόν, κουλτούρα και λούστρο καλλιτεχνίας, μ’ αυτόν τον τρόπο πιστεύει ότι έχει γίνει η θεσπέσια γυναικεία παρουσία της πόλης.

Παρομοίως και η τηλεοπτική διαδρομή της Ειρήνης Χαραλαμπίδου. Μετά το «Ευχάριστο Σαββατόβραδο», φτηνό και λαϊκιστικό, αποφάσισε να μπει και σε σοβαρά, κοινωνικά και πολιτικά θέματα, να γίνει η τηλεοπτική κουλτούρα της Κύπρου, έτσι πήρε την εκπομπή «Το συζητάμε». Όμως η εκπομπή αποδείχτηκε  μια εκπομπή προ-κατ, προκατειλημμένη για να οδηγήσει τα πράγματα διατεταγμένα σε κάποιες κατευθύνσεις και συμπεράσματα, να εμβολιάσει με τα ετοιματζίδικά της τις στάσεις και νοοτροπίες για το Κυπριακό. Οι επιλογές των θεμάτων, ο τρόπος παρουσίασης, η σύνθεση της ομάδας των προσκεκλημένων, οι συνεχείς παρεμβάσεις της τηλεπαρουσιάστριας δεν γίνονται για να εξαχθούν συμπεράσματα και να γονιμοποιηθούν προβληματισμοί από μια ζωντανή και ελεύθερη συζήτηση αλλά για να εδραιωθεί το ήδη αποφασισμένο ή διατεταγμένο, μέσα στο κεφάλι της τηλεπαρουσιάστριας, ως ορθό. Έτσι η εκπομπή της μπάζει από παντού νερά, γενικά τα θαλάσσωσε, “Το συζητάμε” έγινε το ευχάριστο Σαββατόβραδο της κυπριακής ιστοριογραφίας και πολιτικής.

Παρακολουθώντας την εκπομπή της διαπιστώνεις τις βασικές συνισταμένες που τη χαρακτηρίζουν:

Α) Υπονόμευση όλων των ερεισμάτων που δίδουν περηφάνια στον Έλληνα της Κύπρου, έτσι μπορεί να υποκύψει πιο εύκολα στα σχέδια που μεθοδεύονται. Με κάθε τρόπο πρέπει να μειωθεί η αξία κάθε κυπριακού αγώνα, οι συνεκτικοί δεσμοί του κυπριακού ελληνισμού, η ιστορική του περηφάνια, η εθνική και πολιτιστική του ταυτότητα.

Β) Η δημιουργία ενοχών στον Κυπριακό Ελληνισμό. Τα οποιαδήποτε αρνητικά μιας ανώμαλης ιστορικής περιόδου υπερτονίζονται και υπερπροβάλλονται όχι για να βοηθήσουν στην πληρέστερη και ολική κατανόηση μιας εποχής αλλά για να λειτουργούν ως αυτονομημένο και προεξάρχον γεγονός που θα δίνει το τελικό στίγμα και θα χαρακτηρίζει το γενικό. Γιατί πρέπει ο Κυπριακός Ελληνισμός από θύμα να αισθάνεται θύτης, να χάσει την αίσθηση του αδικημένου, πρέπει να εμβολιαστεί με την αίσθηση ότι είναι φταίχτης. Με τον τρόπο αυτό θα δεχτεί τη λύση που του ετοιμάζουν, κι αν ακόμη αισθάνεται ότι  είναι  άδικη  και ετεροβαρής πρέπει να συμφωνήσει γιατί  αυτή του αξίζει ύστερα από τόσα λάθη και ένοχες καταστάσεις που μπλέχτηκε. Ότι έφταιξε άρα πρέπει να πληρώσει.

Η εκπομπή της παράγει πολίτες που μένουν στο έλασσον, το απομονωμένο, στο μικρό, μένουν στην ψηφίδα και αδυνατούν να δουν το ψηφιδωτό, μένουν στο μεμονωμένο και δεν μπορούν να συλλάβουν το γενικό. Σε φέτες αποστειρωμένες το Κυπριακό χωρίς γενική εποπτεία, έτσι λειτουργεί η εκπομπή της.

Οι αναφορές της εκπομπής της λειτουργούν σε κενό χώρου και χρόνου, σε κενό ιστορίας. Μεμονωμένες παραλείψεις, λάθη, εγκληματικές ενέργειες, βλακείες και άλλα πολλά έγιναν, εκ μέρους του Κυπριακού Ελληνισμού, μέσα στη μεθοδευμένη και μόνιμη ναζιστική πολιτική της Τουρκίας να επανακτήσει την Κύπρο σφαγιάζοντας τους Έλληνες κατοίκους του νησιού. Ο τρόπος που παρουσιάζονται τα λάθη και άλλα πολλά είναι χωρίς την ιστορική αλληλουχία, λες και οι Έλληνες της Κύπρου έχουν μέσα στο DΝΑ τους διάφορα αρνητικά χαρακτηριστικά, έχουν στη δομή του κυττάρου τους εγκληματολογικά στίγματα. Ένας αφόρητος, με άλλα λόγια, ρατσισμός εναντίον του Κυπριακού Ελληνισμού.

Γιατί κάθε εκπομπή, μελέτη και συζήτηση για τη στάση και συμπεριφορά του Κυπριακού Ελληνισμού τα τελευταία εξήντα χρόνια, για το μεγαλείο και την εγκαρτέρησή του, τους ηρωισμούς και τα επιτεύγματά του που κυρίως χαρακτηρίζουν αυτή την περίοδο, αλλά και για τα μεμονωμένα λάθη, τις ανοησίες, τα αδιέξοδά του, τις εγκληματικές παραλείψεις και πράξεις του που διεκπεραίωσαν ολιγάριθμοι κύκλοι, πρέπει να είναι σε διαρκή αναφορά και σύνδεση με το γενικό συγκείμενο που αποτελεί η καλά οργανωμένη ναζιστική πολιτική της Τουρκίας για εθνοκάθαρση των Ελλήνων της Κύπρου και κατοχή του νησιού. Όταν δεν γίνεται συνεχής αναφορά και σύνδεση με το πελώριο αυτό θέμα του διαρκούς τουρκικού εγκλήματος, η κάθε προσπάθεια ανάλυσης και ερμηνείας του Κυπριακού δεν αποτελεί παρά προσπάθεια αντιεπιστημονική, ένα τερατούργημα ιδεολογημάτων.

Εύχομαι ένα Ευχάριστο Σαββατόβραδο σε όλους τους αναγνώστες του ιστολογίου, λαϊκιστί μπλογκ.

Ένα χρονικό

23 Δεκεμβρίου, 2010


Ο κ. Β.Π.Γ. είναι γνωστός εκδότης και βιβλιοπώλης. Μου τηλεφώνησε πριν ένα περίπου μήνα. Ξέρεις, μια μπουάτ στη Λεμεσό οργανώνει  εκδήλωση για τις εκδόσεις μου, θα γίνουν μια δυο μικρές ομιλίες και θα υπάρχει έκθεση και πώληση των τελευταίων βιβλίων που τύπωσα.

-Αυτό είναι πολύ καλό, είπα.

-Ξέρεις, μου ζήτησαν να είσαι και συ εκεί.

Ο εγωισμός μου πήγε να κορυφωθεί [=ιδού, λοιπόν, που με αναζητούν, να που προσφεύγουν σε μένα], όμως κάτι δεν μου μύριζε καλά, ρώτησα:

-Κι εγώ που κολλώ σ’ αυτό το θέμα;

-Επειδή το πρώτο βιβλίο που τύπωσα παλιά ήταν το δικό σου, γι’ αυτό κλπ. κλπ. Να πεις δυο λόγια κ.λπ. κ.λπ.

Είχα χίλιες δουλειές, όμως είπα κομμάτια να γίνει. Σκέφτηκα, ακόμη, ότι μια και θα πάω θα ξεκινήσω το μεσημέρι, θα κολυμπήσω στη θάλασσα και μετά θα οδεύσω κι εγώ στην εκδήλωση. Θα μείνω τη νύχτα στον Τεύκρο, θα κολυμπήσω και την άλλη μέρα το πρωί και θα έρθω πίσω στη Λευκωσία.

Λίγες μέρες αργότερα, ανέφερα, σε τηλεφώνημά μας για την επίσκεψή στη Λεμεσό, και για τα σχέδιά μου -μπάνιο και διανυκτέρευση. Όχι δεν γίνεται, μου είπε, γιατί θα με πάρεις και μένα. Γι’ αυτό πρέπει να πάμε και να ’ρθούμε την ίδια μέρα. Μούδιασα αλλά είπα: άντε δεν πειράζει.

Την ημέρα της εκδήλωσης νέο τηλέφωνο. Έλα να με πάρεις μια ώρα πιο γρήγορα γιατί θα φορτώσουμε και κάμποσα βιβλία να τα πάρουμε μαζί μας, για την έκθεση. Ξαναμούδιασα αλλά δεν είπα τίποτε. Σκέφτηκα όμως ότι έτσι έγινε και η βασική ανατροπή του Κυπριακού, σιγά σιγά, οπισθοχωρώντας λίγο λίγο, φτάσαμε εδώ.

Πήγα, το πορτ μπαγκάζ γέμισε με τέσσερα κασόνια, πήραμε τις τέσσερις τελευταίες εκδόσεις του, αρκετά αντίτυπα από την καθεμιά -πίστευε ότι θα ξεπουλούσε, ότι θα φεύγαν σαν ζεστές τυρόπιτες- ξεκινήσαμε για Λεμεσό. Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης διαπίστωσα ότι δεν ήταν απαραίτητη η δική μου παρουσία, ήταν καθαρό ότι ο ίδιος με επέβαλε, ακόμη μια αποκαλυπτική σκέψη τριβέλισε το μυαλό μου, ότι ο Β.Π.Γ. αποτελεί τη μοναδική περίπτωση εκδότη, παγκυπρίως και πανελληνίως, που δεν γνωρίζει αυτοκίνητο, έτσι κατάλαβα το συνωμοτικό σχέδιο, όμως έκανα μόκο. Πάντως στην εκδήλωση πήραν μόνο το 10% από τις εκδόσεις του, επιστρέψαμε με το πορτ μπαγκάζ γεμάτο πάλι με βιβλία.

Φτάσαμε στη Λευκωσία, μετά τα μεσάνυχτα, άφησα τον κ. εκδότη στο σπίτι του και πήγα στο δικό μου στις μία και τέταρτο.

Πέρασαν πολλές μέρες, ούτε τηλέφωνο, ούτε φωνή ή ακρόαση εκ μέρους του, οδηγούσα με το πορτ μπαγκάζ γεμάτο από τα βιβλία του. Γιατί, σκεφτόμουνα, το κάνει αυτό; Παρ’ όλον που δεν ξέρει να οδηγεί, η επιχείρησή του έχει ιδιόκτητο αυτοκίνητο που το κυκλοφορεί κάποιος υπάλληλός του για τα διάφορα τρεχάματα, μ’ αυτό βγάζει και τους σκύλους του βόλτα. Δεν μπορούσε να περάσει ο υπάλληλός του από το σπίτι, να πάρει τα βιβλία να ξεμπερδεύουμε;

Το θέμα έγινε πιο δραματικό όταν πήρα από κάποιο περίπτερο μια σακούλα με ξύλα για το τζάκι. Στο πορτ μπαγκάζ δεν μπορούσε να μπεί αφού ήταν γεμάτο με τα κασόνια από τα βιβλία του Β.Π.Γ. Την έριξα  στο πίσω κάθισμα, όμως όταν πήγα να την κατεβάσω στο σπίτι όλο το πίσω μέρος του αυτοκινήτου είχε γεμίσει από τα φλούδια του ξύλου, τη σκόνη και το πριονίδι. Έγινα έξω φρενών, θα σκότωνα άνθρωπο εκείνη την ώρα.

Κι όλο το μυαλό μου να το τριβελίζει η σκέψη, έχει περάσει ένα εικοσαήμερο και περισσότερο,  που κυκλοφορώ με το πορτ μπαγκάζ γεμάτο, γιατί δεν διευθετεί το θέμα, τι του χρωστώ, α να μην τον διαολοστείλω.

Την νύχτα ήταν χειρότερα τα πράγματα, ήταν ο Βελζεβούλης, τερατώδης και ολόμαυρος, που ανάδευε τα καζάνια της κόλασης κρατώντας μια τεράστια τρίαινα,  στην άκρη της λαβής της υπήρχε μια συσκευή που μετέφερε τη φωνή, ήταν του ΒΠΓ που του έδινε αναφορά. Ότι όλα έχουν επιτευχθεί, με πήρε και με έφερε, είπε με σαρκασμό, πήρε και έφερε το φορτίο και για να γίνει η χρησιμοποίησή του τέλεια θα περάσει και από εδώ να κατεβάσει και τα βιβλία, ο Βελζεβούλης κάγχαζε κάθε φορά και στο τέλος είπε θριαμβευτικά “όλα τα καταφέρνουμε εμείς” και με την τρίαινα έδωσε μια δυνατή και έσπρωξε προς το κάτω μέρος του καζανιού κάποιον ταλαίπωρο που είχε βγάλει το κεφάλι του πάνω από την πίσσα ν’ αναπνεύσει. Όμως σαν ξαφνική εστίαση φάνηκε το πρόσωπό του Βελζεβούλη καλύτερα, ήταν το ίδιο με τον εκδότη-βιβλιοπώλη, η μορφή και στις δύο άκρες της επικοινωνιακής γραμμής ήταν η ίδια, κι ακόμα όπως αυτός ο ταλαίπωρος στο καζάνι βγήκε πάλι με ένα δυο άλλους απελπισμένους για να πάρουν ανάσα, μια γλώσσα της φωτιάς βγήκε πιο ψηλά, φώτισε κι ήταν το πρόσωπο μου μέσα στην πίσσα, ξύπνησα κάθιδρος.

Το πρωί πήγα στο βενζινάδικο να μου πλύνουν το αυτοκίνητο.

-Αποθήκη το ’κανες, μου είπε ο πρατηριούχος βλέποντας τη σάρα και τη μάρα στα πίσω καθίσματα.

-Καινούργιο αυτοκίνητο, πρέπει να το προσέχετε, μου είπε κάποιος δίπλα που περίμενε τη σειρά του για να  περιποιηθούν τo δικό του όχημα, σύχναζε κι αυτός στο βενζινάδικο για καύσιμα και πλύσιμο, λέγαμε ένα γεια.

-Άσε, έμπλεξα, του είπα. Πίσω στο πορτ μπαγκάζ είναι γεμάτο βιβλία που μου τα άφησε κάποιος, έχει τώρα εικοσιπέντε μέρες.

Και επειδή τον ένιωσα ότι έτεινε ευήκοον ους, ξέσπασα σαν μικρό παιδί. Tα είπα όλα. Ότι τον πήρα στη Λεμεσό, τον έφερα πίσω, του πήρα και του έφερα τα βιβλία, έχασα έτσι και το μπάνιο και την καλή παρέα στη Λεμεσό τη νύχτα, ότι κυκλοφορώ εδώ και είκοσι πέντε μέρες σαν την άδικη κατάρα με τα βιβλία του, με άχρηστο το πορτ μπαγκάζ. Κι έγινε κι αυτό με τη σακούλα με τα ξύλα και είναι σίγουρο ότι σκέφτεται πως το κορόιδο, εγώ δηλαδή, θα περάσει κάποια στιγμή από τα γραφεία του και θα του κατεβάσει και τα βιβλία, το θέμα δηλαδή θα λυθεί με τον πιο βολικό γι’ αυτόν τρόπο, όπως τα μεθόδευσε και τα προηγούμενα, αλλά δεν με ξέρει καλά εμένα, τα βιβλία δεν του τα παίρνω με τίποτε, είναι πια για μένα μια πεισματάρικη θέση, δεν του τα παίρνω, δεν του τα παίρνω, αν τα θέλει ας στείλει τον υπάλληλό του να τα πάρει, ας έρθει ο ίδιος με ένα ταξί κι ας πληρώσει δέκα ευρώ, να μάθει να κάνει τη δουλειά του καλά.

-Μα τι λέτε τώρα, μου είπε, θα κυκλοφορείτε με γεμάτο το αυτοκίνητο ξένη πραμάτεια; Μου ανοίγετε παρακαλώ το πορτ μπαγκάζ. Κοιτάξτε καλύτερα το θέμα, μου είπε και συστήθηκε, Νεοκλέους το όνομά του, δουλεύει στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων, διδάκτορας, μάλιστα, μηχανολογίας.

Άνοιξα το πορτ μπαγκάζ, σήκωσε τις τέσσερις κάσες μία μία. Είναι 80 κιλά, μου είπε. Ρώτησε τον πρατηριούχο να του θυμίσει την τιμή της βενζίνης, έβγαλε το τηλέφωνό του από τη τσέπη και μπήκε στο πρόγραμμα της αριθμομηχανής και μου ζήτησε ταυτόχρονα πληροφορίες για τον κινητήρα του αυτοκινήτου και ένα δυο άλλα στοιχεία.

Χτύπησε διάφορα νούμερα στο τηλέφωνο και μου ανακοίνωσε το αποτέλεσμα. -Για κάθε χίλια χιλιόμετρα πληρώνετε επί πλέον για το βάρος αυτό των βιβλίων και 45 ευρώ, για να μη συνυπολογίσουμε και τη φθορά του αυτοκινήτου.

Έμεινα έκπληκτος. Άνοιξα αμέσως το συρταράκι του καντράν και βρήκα το δελτίο του γκαράζ, είχα πάρει το αυτοκίνητο για συντήρηση την προηγούμενη της εκδήλωσης στη Λεμεσό. Κοίταξα τον αριθμό των χιλιομέτρων της ημέρας του σέρβις, είδα στο καντράν το δείκτη με την απόσταση που κάλυψε το αυτοκίνητο, είχα κάνει άλλα χίλια διακόσια χιλιόμετρα από τότε.

-Είναι απλό, μου είπε, έχετε ήδη για το φορτίο αυτό πληρώσει επιπλέον 54 ευρώ.

Ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι μου, όμως ξαφνικά κάλμαρα, η εκδίκηση άνθισε στην καρδούλα μου στρύχνος -είπα με σατανικό γέλιο:  Ξέρω τι θα κάνω. Κατάσχω βιβλία 54 ευρώ, θα τα χαρίσω ή θα τα πουλήσω.

-Υπάρχει και άλλη λύση, μου είπε. Συνυπολογίζετε και τα έξοδα από το πλύσιμο του αυτοκινήτου, κυρίως το ψυχικό κόστος από αυτή τη δοκιμασία και παίρνετε όλα τα βιβλία, τα κατεβάζετε στο  σπίτι σας και τα πουλάτε ή τα χαρίζετε.

-Όχι κύριε διδάκτορα, εγώ είμαι ένας άνθρωπος της δεοντολογίας, αν κάνω όπως με συμβουλεύεις θα φανεί καιροσκοπισμός, για το πλύσιμο μπορεί κάποιος να σου πει ότι έτσι κι αλλιώς θα το έπαιρνες στο βενζινάδικο, για τη ψυχική οδύνη ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι θέλει, το θέμα της ψυχικής αποζημίωσης παραμένει θολό και ασαφές, εγώ θα διεκδικήσω αυτό που λέει η δεοντολογία: τόσα χιλιόμετρα άρα δικαιούμαι τόσα ευρώ. Ξεκάθαρα πράγματα, με γερά επιχειρήματα που τα τεκμηριώνουν τα μαθηματικά. Μπήκα στο αυτοκίνητο και έφυγα.

Δεν πήγα σπίτι, έτρεξα προς Δάλι, Τσέρι, ήμουν χαρούμενος, τραγουδούσα το “Πότε θα κάνει ξαστεριά”, το “Ένωση κι ας γινεί το αίμα μας αυλάκι”, είχα βρει τον εαυτό μου γιατί βρήκα  ανταπόδοση δικαίου. Αυτό λοιπόν, θα κάνω. Από δω και να πάει για κάθε χίλια χιλιόμετρα θα κατάσχω και βιβλία 45 ευρώ.

Όταν συμπληρώθηκαν δυο χιλιάδες χιλιόμετρα χάρισα στον Κωστή  και στον Τεύκρο βιβλία 90 ευρώ. Στα επόμενα χίλια χιλιόμετρα, είπα, θα πουλήσω τα βιβλία, άντε με μια μεγάλη έκπτωση. Σκεφτόμουν τον κύριο εκδότη όταν θα έβαζε την ουρά στα σκέλια -που να πάει, το γαϊδουρινό μου πείσμα θα τον λύγιζε-, και θα ερχόταν να πάρει τα βιβλία.

-Παρακαλώ, κύριε εκδότα. λείπουν βιβλία αξίας τόσων ευρώ, είναι η σπατάλη από την επιπλέον βενζίνη. Κι αν θες επιβεβαίωση υπάρχει και διδάκτορας μηχανολογίας, εγκεκριμένος και επικυρωμένος.

Σκεφτόμουν τα μούτρα που θα έκανε και λιποθυμούσα από ευτυχία.

Ύστερα από δεκαπέντε μέρες, περνώντας από το βενζινάδικο έπεσα πάνω στο μηχανολόγο, τον διδάκτορα. Του είπα γεμάτος χαρά τι έκανα, για τα πρώτα 90 ευρώ, και ότι περίμενα να συμπληρωθούν άλλα χίλια χιλιόμετρα για να πάρω κι άλλα βιβλία 45 ευρώ. Κι ότι ο κύριος εκδότης ας μη επικοινωνούσε και ας μη ανταποκρινόταν, το πρόβλημα θα λυνόταν από μόνο του, κάποια στιγμή θα άδειαζε το πορτ μπαγκάζ, κάποια στιγμή δεν θα υπήρχαν βιβλία. Ότι η δικαιοσύνη αποκαταστάθηκε κι είμαι ευτυχής.

Με κοίταξε με παράξενο ύφος.

-Παραβιάζετε τη δεοντολογία, μου είπε.

Έφριξα.

-Τί είπατε;

Μου εξήγησε: Ότι όσο μειώνεται το βάρος από τα βιβλία που χαρίζω ή πουλώ, τόσο πέφτει και η σπατάλη της βενζίνης, άρα κάθε φορά πρέπει να παίρνω και λιγότερα.

-Μου ανοίγετε παρακαλώ το πορτ μπαγκάζ;

Πήρε μερικά μικρά βιβλία από την «Ανθολογία νεοκυπριακής σήψης» και τα ζύγισε  με το χέρι του. Δέκα βιβλία ήταν μισό κιλό. Να, πέστε ότι ύστερα από καιρό, ύστερα από πολύ καιρό, σας μένουν μόνο αυτά τα δέκα. Στα χίλια χιλιόμετρα θα επιβαρυνθείτε με ένα τέταρτο του ευρώ. Κοίταξε την τιμή του βιβλίου, πέντε ευρώ, πρέπει να κάνετε είκοσι χιλιάδες χιλιόμετρα για να το πουλήσετε αυτό, κι όταν θα μείνουν εννιά βιβλία θα κάνετε κάτι χιλιόμετρα  παραπάνω. Κι ακόμα παραπάνω, με συνεχή αυξητική τάση μέχρι να φτάσετε στο τελευταίο. Και για να τελειώνετε μ αυτό….

-Δηλαδή πόσος καιρός θα πάει για να ξεμπερδέψω μ’ όλα, πότε θα αδειάσει το πορτ μπαγκάζ; Να μη μείνει ένα.

Υπολόγισε ξανά το βάρος των τεσσάρων κασονιών, με ρώτησε διάφορα, όπως οι τιμές των βιβλίων, ο μέσος όρος των χιλιομέτρων που διανύω κάθε μήνα, χτύπησε στην αριθμομηχανή διάφορα νούμερα και μου είπε κοφτά.

-Για να ξεμπερδέψετε μ’ αυτό το θέμα χρειάζεστε 83 χρόνια, 8 μήνες και 13 μέρες. Και με κοίταξε σαν τελεσίδικη απόφαση της Ιστορίας.

Με την ουρά στα σκέλια, πήγα αμέσως στα γραφεία του εκδότη κ. ΒΠΓ και κατέβασα τα κασόνια με τα βιβλία.

-Δεν υπάρχει σωτηρία, είπα.

Η Ιστορία που λυγίζει μπροστά στις τουρκικές αντιδράσεις

20 Δεκεμβρίου, 2010

Ανοιχτή επιστολή προς την κυρία Χριστίνα Κουλούρη, καθηγήτρια Πανεπιστημίου

Διάβασα τα βιβλία που επιμεληθήκατε στη σειρά του «Κέντρου για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη» και έμεινα άναυδος από τις παραπλανήσεις, αποσιωπήσεις και διαστρεβλώσεις που περιέχουν, θυμήθηκα «γέροντες δασκάλους που μας άφησαν ορφανούς», δημοδιδασκάλους σε δημοτικά σχολεία, που όμως ήξεραν ιστορία και όχι την ιδεολογικοποιημένη αφήγησή της, που είχαν έντιμη στάση και σωστά προτάγματα στην κριτική της ιστορίας, ίσως γιατί είχαν διαβάσει πολλά και αρκετά, από τον Θουκυδίδη μέχρι, ακόμη, και το συμπυκνωμένο κείμενο του Μπρεχτ «Πέντε  δυσκολίες για να γράψει κανείς την αλήθεια».  Πρέπει, λοιπόν, να αναφέρω που σκοντάψατε εσείς.

Γιατί δεν είναι δυνατόν στην Ιστορία του Πρώτου παγκοσμίου πολέμου να μην δημοσιεύσετε ένα ντοκουμέντο, μια μαρτυρία, για την ποντιακή και αρμενική γενοκτονία; Ενώ για την εβραϊκή γενοκτονία του Δευτέρου παγκοσμίου πολέμου δημοσιεύετε ειδικό κεφάλαιο με δεκαπέντε μαρτυρίες και τεκμήρια.[1] Υπάρχουν, λοιπόν, γενοκτονίες καλές και κακές; Μήπως η αρμενική και ποντιακή γενοκτονία δεν έγιναν; Ή έγιναν αλλά επειδή θα αντιδράσει η Τουρκία προτιμήσατε την απόκρυψη; Όπως προτιμήσατε και την απόκρυψη της τουρκικής εισβολής και κατοχής στην Κύπρο. Καμία αναφορά για την εισβολή του ‘74, καμία αναφορά για τη συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή με 43 χιλιάδες κατοχικά στρατεύματα σε επιθετική διάταξη.  Κι όμως δημοσιεύονται δυο ντοκουμέντα, ενός ελληνοκυπρίου και ενός τουρκοκυπρίου, (ισότητα βλέπεις, η Ιστορία γράφετε με πλαφόν δεδομένων και πηγών, με ποσόστωση τεκμηρίων). Σ’ αυτά και οι δύο περιγράφουν τη χαρά τους, το 2004, για το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, που φαίνεται έπεσαν από τον ουρανό και δεν είναι αποτέλεσμα της εισβολής και των μεθοδεύσεων της Τουρκίας για επέκτασή της στην Κύπρο. Στο επεξηγηματικό, μάλιστα,  σχόλιο αναφέρεται: «Δυο απόψεις σχετικά με το άνοιγμα της Πράσινης Γραμμής ανάμεσα στο ελληνικό και το τουρκικό τμήμα της Κύπρου».[2] «Τουρκικό τμήμα» λοιπόν, κι όχι κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου. Η τουρκική κατοχή έχει εξαφανιστεί, η νομιμοποίησή της έχει επιτευχθεί μέσα από τα βιβλία που εποπτεύσατε.

Και για το 1963 δημοσιεύεται μια φωτογραφία της «Πράσινης γραμμής» χωρίς οποιοδήποτε σχόλιο (σελ. 137). Για τα γεγονότα του 1963 – 1964, το σημαντικότερο δεδομένο που δείχνει όλες τις προεκτάσεις του Κυπριακού καθώς και το συσχετισμό δυνάμεων, αυτό που όλοι οι εχέφρονες και νουνεχείς ιστορικοί γνωρίζουν ότι είναι ο κύριος παραγωγός του ιστορικού φαινομένου, είναι οι βομβαρδισμοί της Τυλληρίας. Τότε η τουρκική αεροπορία ισοπέδωσε με βόμβες ναπάλμ, σκότωσε και ακρωτηρίασε μαζικά, προκαλώντας τον τρόμο και τον πανικό. Φαίνεται όμως ότι η ισότητα εχθρότητας και κακίας που επιζητείτε, η ισορροπημένη παράθεση ιστορικών πηγών, δεν μπορούσε να λειτουργήσει εδώ γιατί οι καημένοι οι Κύπριοι δεν έχουν αεροπορία. Έτσι δεν μπορεί να δημοσιεύεται τεκμήριο από τους τουρκικούς βομβαρδισμούς γιατί θα φαίνεται μονομερής και μη ισορροπημένη παράθεση.

Όσον αφορά την αρμενική γενοκτονία. Η διεκδίκηση της αναγνώρισης, από το επίσημο τουρκικό κράτος, της γενοκτονίας εναντίον του αρμενικού έθνους αποτελεί τη λυδία λίθο της υπεράσπισης της δημοκρατικής πορείας της τουρκικής κοινωνίας. Το γερμανικό έθνος αναγνώρισε το εβραϊκό ολοκαύτωμα, ζήτησε συγγνώμη από τα θύματά του, ανέλαβε τις ιστορικές ευθύνες του. Κι αυτό  βοήθησε την γερμανική κοινωνία να αποκαθαρθεί από το άγος και να χαράξει νέα πορεία. Η τουρκική κοινωνία θα βοηθηθεί στην κάθαρσή της, στον εκδημοκρατισμό της και στη χάραξη νέας πορείας, αν αναγνωριστεί η αρμενική γενοκτονία. Η εμμονή του βαθέος κράτους και των φανατικών εθνικιστικών κύκλων της Τουρκίας οδηγεί στην στασιμότητα και τη διαιώνιση της καταπίεσης. Ο Κάρολος (ο Μαρξ) το επανέλαβε  ευκρινώς: Λαός που καταπιέζει άλλο λαό δεν μπορεί να είναι ο ίδιος ελεύθερος γιατί η καταπίεση του άλλου  λαού εξυπακούεται ότι δημιουργεί  μηχανισμούς ελέγχου και καταπίεσης που στο τέλος εγκλωβίζουν και την ίδια την κοινωνία  της καταπιεστικής χώρας. Η εμμονή της Τουρκίας για μη αναγνώριση της αρμενικής γενοκτονίας επιφέρει καταπιεστικές συνθήκες και κατασταλτικούς νόμους, μηχανισμούς ελέγχου, παρεμπόδιση της επιστημονικής και κριτικής σκέψης, κυνηγητό, τιμωρίες, ποινές και περιθωριοποίηση κάθε αντιφρονούντος. Πως λοιπόν να μη συνεχίσει η Τουρκική ιθύνουσα τάξη, και οι μυστικοί και φανεροί μηχανισμοί εξουσίας της, όταν διαπιστώνουν ότι η φανατισμένη εμμονή τους, για άρνηση της γενοκτονίας των Αρμενίων, αποφέρει καρπούς αφού επιστήμονες, με τόσες ακαδημαϊκές περγαμηνές όπως εσείς, που δρουν μάλιστα σε ξένη, εκτός της Τουρκίας, χώρα, αποδέχονται να αποσβέσουν από την ιστορική μνήμη ολόκληρη γενοκτονία για να αποφύγουν τις τουρκικές αντιδράσεις; Γιατί λοιπόν, αφού το κόλπο πετυχαίνει, να μην συνεχίσουν; Όταν, λοιπόν, κυρία Κουλούρη, την επόμενη φορά κοιταχτείτε στον καθρέφτη, σκεφτείτε ποια είναι και η δική σας συνεισφορά στην συνέχιση της καταπιεστικής κατάστασης στην τουρκική κοινωνία, σκεφτείτε όσους διώκονται γιατί ζητούν την ιστορική αλήθεια για την αρμενική γενοκτονία, σκεφτείτε τον δολοφονημένο δημοσιογράφο Χραντ Ντινκ. Η αλληλοεπίδραση και διαπλοκή στάσεων και συμπεριφορών, οι φανερές και κρυφές αλληλουχίες τους,  έχουν υποδειχτεί από τον καιρό του Ηρακλείτου.

Σάββας Παύλου,

απόφοιτος Δημοτικού Σχολείου Κοκκινοτριμιθιάς


[1]) Ο Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, Κέντρο για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη Νοτιανατολική Ευρώπη, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 107 – 115. Στον ίδιο τόμο υπάρχουν, σποράδην,  και άλλες αναφορές, έμμεσα ή άμεσα συνδεδεμένες με το θέμα του εβραϊκού ολοκαυτώματος.

[2] ) Έθνη και κράτη στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, Κέντρο για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη Νοτιανατολική Ευρώπη, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 139.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΚΥΠΡΙΑΚΟ

16 Δεκεμβρίου, 2010


Πριν από μερικά χρόνια δημιουργήθηκαν αντιδράσεις στη Γερμανία με αφορμή το είδος του υλικού που θεωρήθηκε αντιπροσωπευτικό της γερμανικής ιστορίας και τοποθετήθηκε σε χώρο, ειδικά κατασκευασμένο, στα βάθη ενός λατομείου, που μπορούσε να το προφυλάξει ακόμη και σε περίπτωση πυρηνικού πολέμου.

Το είδος των ντοκουμέντων που διαλέχτηκε, τονίζουν οι κριτικές, αναφέρεται μόνο σε διακρατικές συμφωνίες, αποφάσεις κομματικών συνεδρίων, συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις, πολεμικά ανακοινωθέντα, κυβερνητικούς λόγους κ.λπ. Όλα αυτά που ευσχήμως ονομάζονται ντοκουμέντα της επίσημης ιστορίας. Έτσι, ένας που θα έλθει σ’ επαφή μ’ αυτά τα ντοκουμέντα, ύστερα από διακόσια ή τριακόσια χρόνια, και δεν θα έχει άλλες μαρτυρίες για την ψυχοσύνθεση και νοοτροπία του γερμανικού λαού, θα σχημάτιζε μια λανθασμένη εικόνα γι’ αυτόν, θα νόμιζε ότι ήταν ένας λαός χωρίς την αίσθηση του χιούμορ, χωρίς σάτιρα και γέλιο, που έχει εξορίσει τον έρωτα και το παιγνίδι, και ασχολείται μόνο με σοβαροφανή και βαρύγδουπα πράγματα, ένας λαός μουντός και αγέλαστος.

Πράγματι, η κυρίαρχη ιδεολογία, με την κατηγορία του ελαφρού και μη σοβαρού, απορρίπτει μια πλούσια κουλτούρα που αναπτύσσεται και διακλαδώνεται μέσα στα λαϊκά στρώματα (σάτιρα, ανέκδοτα, επιθεωρήσεις, γελοιογραφίες, κόμικς, επιστημονική φαντασία, αστυνομική φιλολογία, στιχουργήματα κ.λπ.), γιατί αυτή η κουλτούρα είναι ανευλαβής και αθυρόστομη, τσούζει και μιλά χωρίς υποκρισία και σοβαρότητα, υπερβαίνοντας τους κανόνες του καθωσπρεπισμού. Κτυπά εκεί που δεν το περιμένουν και σημειώνει μικρές και μεγάλες νίκες.

Και στην παρούσα ανθολογία βλέπουμε πόσο καταλυτικό ρόλο μπορεί να παίζει ένα σκίτσο. Εκεί που το μπαλόνι της κομματικής κυπροκαπηλίας φουσκώνει αυτάρεσκα κι επιβλητικά, ένα σκιτσάκι το πλησιάζει και το τρυπά κι αποδεικνύονται όλα αέρας κοπανιστός.

Η περίπτωση Νταβός είναι χαρακτηριστική. Όταν η πλειοψηφία των κομματικών μηχανισμών, στην Ελλάδα και την Κύπρο, με “σοβαρούς”, “επιστημονικούς” και δυναμικούς τόνους ανέλυε και εκθείαζε και τόνιζε τα δήθεν ευεργετικά και θετικά αυτής της πορείας, (ένας βουλευτής, μάλιστα, της Κυπριακής Βουλής είπε το ανεπανάληπτο: το Νταβός είναι αποτέλεσμα των… αγώνων του λαού μας), μερικά σκίτσα διέλυσαν αυτούς τους μύθους, από την αρχή αυτής της εθνικής κατρακύλας.

Τότε, ο Ελληνισμός, χωρίστηκε στα δυο. Στο στρατόπεδο του Νταβός –όπου πλειοψηφούσαν οι πολιτικοί– και στο στρατόπεδο των αντιΝταβός –όπου πλειοψηφούσαν οι γελοιογράφοι. Σήμερα, η πλεκτάνη του Νταβός έχει ξεκαθαρίσει και μπορούμε να πούμε πως οι γελοιογράφοι έσωσαν την τιμή της Ελλάδας, που διέσυρε η πλειοψηφία των πολιτικών μας. Το γεγονός δεν φαίνεται να μας έχει κάνει σοφότερους, όμως η διαπίστωση υπέρ της γελοιογραφίας παραμένει.

Στην παρούσα ανθολογία είναι εμφανής η δυνατότητα των γελοιογράφων να δουν άλλες πλευρές του κυπριακού ζητήματος που αποκρύβουν ο κομματικός βερμπαλισμός και οι επίσημες κυβερνητικές ρητορείες.

Από το 1931, με την εξέγερση των Οκτωβριανών, και κυρίως από τα μεταπολεμικά χρόνια (Δημοψήφισμα, αγώνας 55-59, Τουρκική ανταρσία 1963, εισβολή κ.λπ.) το κυπριακό ζήτημα είναι πάντοτε στο προσκήνιο της ελληνικής πολιτικής ζωής. Κι η ελληνική γελοιογραφία, από κοντά κι αυτή, αποτυπώνει συνεχώς τις διάφορες εξελίξεις του, σαρκάζει κι αποκαλύπτει, ασκεί ανελέητη κριτική, καταρρίπτει ψευδαισθήσεις, ειρωνεύεται στρουθοκαμηλισμούς, υποκρισίες και λεονταρισμούς και με ευσύνοπτο και καίριο τρόπο βλέπει τις άλλες πλευρές του Κυπριακού, που αποφεύγει ο κομματικός καιροσκοπισμός. Η ελληνική γελοιογραφία αποτελεί έτσι πολύτιμο ιστορικό υλικό για την κατανόηση του κυπριακού ζητήματος, των επιδράσεων και αντιδράσεων που προκαλεί.

Φυσικά, οι γελοιογραφίες αυτές αναφέρονται στις κομματικές θέσεις, στις επίσημες διακρατικές σχέσεις και αντεγκλήσεις Ελλάδας-Κύπρου-Τουρκίας, Της διαφεύγει, με άλλα λόγια, ένας σημαντικός παράγοντας: Η κυπριακή κοινωνία που αλλοτριώνεται νεοκυπριακά και παχύνεται δίπλα στην κόψη, όχι την τρομερή του σπαθιού της Ελευθερίας αλλά του Αττίλα.

Η απουσία είναι φυσιολογική όμως, αφού οι Ελλαδίτες γελοιογράφοι δεν έχουν άμεση εμπειρία της κυπριακής κοινωνίας. Η ευθύνη ανήκει στους Έλληνες γελοιογράφους της Κύπρου που άρχισαν να μπαίνουν στο παιγνίδι εδώ και λίγα χρόνια (Μαθ, Πιν, Αιπολίδης, Μιτίδης) και η παρουσία και η προσφορά τους αρχίζει να γίνεται πιο εμφανής και ουσιαστική.[1]

 


[1]) Πρόλογος σε μια Ανθολογία ελληνικής γελοιογραφίας για το Κυπριακό, που θα ακολουθούσε την έκδοση Έλληνες γελοιογράφοι και  προστασία του περιβάλλοντος (εκδ. Το μώλυ, Λεμεσός 1992). Εν τέλει, δεν έγινε κατορθωτή η κυκλοφορία της.

 

ΤΑ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΥΠΟΚΟΡΙΣΤΙΚΑ

13 Δεκεμβρίου, 2010

-Ένα σαντουιτσάκι, τυροπιτίτσα;

-Μια τυρόπιττα.

-Αναψυκτικάκι, ένα χυμούλη;

-Αναψυκτικό.

-Κοκακολίτσα;

-Κοκα κόλα.

Με ενοχλεί και με προβληματίζει ο υποκορισμός των πάντων στη σύγχρονη ελληνική έκφραση. Ο προηγούμενος διάλογος είναι καταγραμμένος όπως ακριβώς ειπώθηκε. Είχα μπει κουρασμένος και διψασμένος σ’ ένα τοστάδικο της Αθήνας και η κορασίδα με υπεδέχθη εύχαρις και προσηνής.

Ακούγοντας τα υποκοριστικά της σκέφτηκα ότι και σε μια άλλη περίοδο της ελληνικής γλώσσας είχαμε επέλαση της σμίκρυνσης, κάποτε κυριολεκτώντας, κάποτε «προς θωπείαν ή χλεύην»: τυρός > τυρίον >τυρί, όφις >οφίδιον > φίδι,  ρύαξ >ρυάκιον >ρυάκι. Σήμερα δεν τα αισθανόμαστε έτσι, τα θεωρούμε κανονικά ουσιαστικά, αγνοούμε την προηγούμενη υποκοριστικοποίηση και όταν θέλουμε να εκφράσουμε τη σμίκρυνση των πραγμάτων, λόγω τρυφερότητας, αλλά και κάποτε υποτιμητικά,  φτιάχνουμε καινούργια επί των παλιών υποκοριστικών: φρύδι – φρυδάκι, φίδι – φιδάκι. Κάποτε σκέφτομαι ότι αυτός ο υποκορισμός έγινε και μέσα στα πλαίσια απλοποίησης της γλώσσας που συνέβηκε στους αλεξανδρινούς χρόνους. Έτσι το όφις (του όφεως) της τρίτης κλίσεως έγινε δευτερόκλιτο: οφίδιον, οφιδίου. Το ίδιο και διάφορα άλλα περιττοσύλλαβα: η οφρύς (της οφρύος), έγινε το οφρύδιον (του οφρυδίου), το όμμα (του όμματος) έγινε το ομμάτιον (του ομματίου) ο όρχις (του όρχεος,  οι όρχεις) έγιναν το ορχίδιον, του ορχιδίου, τα ορχίδια. Έτσι έγινε και η ένταξή τους στην ομάδα των ονομάτων της γραμματικής που έχουν πιο ομαλή κλίση.

Μήπως όμως πρέπει να δούμε και άλλες παραμέτρους; Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν μιλάμε στα παιδιά χρησιμοποιούμε συνεχώς τον υποκορισμό: η τσαντούλα, η μαμάκα, το μολυβάκι σου. Έτσι  τα υποκοριζόμενα, στη συνομιλία με τα παιδιά, λειτουργούν ως απόσβεση του αιχμηρού, του τραγικού και του δύσκολου της ζωής. Με άλλα λόγια δημιουργούν έναν κόσμο γεμάτο παιγνίδια και ακίνδυνα πράγματα. Γιατί λοιπόν τα υποκοριστικά απλώνουν και καταλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος όταν απευθυνόμαστε και σε θέματα πέραν της παιδικής ηλικίας, όταν αναφερόμαστε σε όλες τις ηλικίες και σε όλα τα κοινωνικά θέματα; Μήπως λοιπόν και η επέλαση της σμίκρυνσης στην Αλεξανδρινή περίοδο ήταν μια έκφραση νέων δυνατοτήτων της κοινωνίας (περισσότερη ηρεμία και ασφάλεια, περισσότερη ευημερία) που επιζητούσε μια άλλη μορφή επικοινωνίας, λιγότερο αιχμηρή και σκληρή; Κι αυτό γιατί ανακαθορίστηκαν οι σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους και με τον περιβάλλοντα κόσμο; Ο Όμηρος δεν αγαπούσε τα υποκοριστικά, μιλούσε συνεχώς για τα ηρωικά και τα επηρμένα, οι Αλεξανδρινοί μπορούσαν να σου γράψουν στο πι και φι ποίημα ακόμα και για την οδοντογλυφίδα.

Ακόμα, η νέα επέλαση των υποκοριστικών μήπως σημαίνει ότι άλλαξε η ελλαδική κοινωνία;  Δηλαδή, αφήνοντας παλαιά πάθη και εθνικές περιπλοκές και τραγικές οριακές καταστάσεις, έφτασε σε νέο στάδιο ηρεμίας και καλοπέρασης, που ανασύρει συνεχώς στην επιφάνεια το φαινόμενο του υποκορισμού για μια νέα μορφή καθορισμού της πραγματικότητας και των κοινωνικών σχέσεων. Ή, μήπως, συμβαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό, τα υποκοριστικά λειτουργούν ως αναπλήρωση του άξενου και αποστασιοποιημένου που χαρακτηρίζουν τις σημερινές ανθρώπινες σχέσεις· ότι  χρησιμοποιώντας τα υποδυόμαστε μια τρυφερότητα και ένα πλησίασμα μεταξύ μας, που δεν υπάρχει;  Οι Κύπριοι έχουν δεχτεί όλες τις  εκφραστικές κατευθύνσεις της πανελλήνιας δημοτικής, αρνούνται μόνο τον υποκορισμό που τελευταία τη χαρακτηρίζει τόσο έντονα. Μήπως αυτό εξηγείται από το ότι η ψυχή της Κύπρου είναι βαριά, γιατί οι κάτοικοί της αισθάνονται ότι ζουν και θα ζήσουν σε σκληρές και αιχμηρές εποχές και τα υποκοριστικά δεν τους πάνε;

Το πράγμα έχει και άλλες οδυνηρές συνέπειες, απρόσμενες. Φίλος από την Κύπρο μου είπε για την πτώση και την αστυσία του όταν, ως γόνος αγροτοποιμένων που θεωρούσαν την ερωτική πράξη εκ μέρους του άρρενος ως πράξη δυναμισμού και επέλασης (την ξεπάτωσα, την ξέσκισα), ανέβηκε στο διαμέρισμα ωραίας Αθηναίας για τα περαιτέρω, ύστερα από επίμονο φλερτ την προτεραία. Τον είχε καλέσει στο διαμέρισμά της και με έπαρση κτύπησε το κουδούνι της αναλογιζόμενος ότι σε λίγη ώρα ακόμη μια επιτυχία θα κοσμούσε το στέμμα του. Στο κρεβάτι ξεκίνησαν τα ωραία, η Αθηναία καλλίπυγος και τανύσφυρος και εκείνος λάβρος και ορμητικός ροπαλοφόρος, οπόταν εκείνη  τον ρωτά. Θες γαμησάκι αμέσως ή να ξεκινήσουμε με μια πιπούλα;

Του ’πεσε αμέσως. Γιατί όλα ξαφνικά γίναν παιδικό δωμάτιο με παιγνιδάκια και μπιμπελό, έτσι αυτός κατέστη ανίκανος εις το ποιείν τα της Αφροδίτης.

-Με φάγαν τα υποκοριστικά, μου ειπε.

ΤΑ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΥΠΟΚΟΡΙΣΤΙΚΑ (Β’ εκδοχή)

ΤΑ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΥΠΟΚΟΡΙΣΤΙΚΑ

-Ένα σαντουιτσάκι, τυροπιτίτσα;

-Μια τυρόπιττα.

-Αναψυκτικάκι, ένα χυμούλη;

-Αναψυκτικό.

-Κοκακολίτσα;

-Κοκα κόλα.

Με ενοχλεί και με προβληματίζει ο υποκορισμός των πάντων στη σύγχρονη ελληνική έκφραση. Ο προηγούμενος διάλογος είναι καταγραμμένος όπως ακριβώς ειπώθηκε. Είχα μπει κουρασμένος και διψασμένος σ’ ένα τοστάδικο της Αθήνας και η κορασίδα με υπεδέχθη εύχαρις και προσηνής.

Ακούγοντας τα υποκοριστικά της θυμήθηκα μια που της έμοιαζε, που πριν λίγες μέρες είχε ξεσαλώσει όλους τους μεσήλικες άνδρες στην καφετέρια όπου συχνάζω. Πώς βρέθηκε σ’ αυτό τον τόπο  δεν μπορούσα να καταλάβω, η ηλικία της έχει τα δικά της στέκια, όμως αυτή εκεί με τις ώρες να πίνει τους φραπέδες της και να τηλεφωνεί, αποκάλυπτε ωραίες γάμπες, χαμογελούσε, κοιτούσε τους άνδρες κι έπαιρνε μοιραία ύφη, ξεφυσούσε καπνό κι άνοιγε τα σκέλια δήθεν να πάρει πιο άνετη στάση, όλοι κοιτούσαν και σκέφτονταν το μερίδιό τους που χάθηκε, ο φίλος μου που στην αρχή την χαρακτήρισε με θαυμασμό «-την αφιλότιμη», στην εξέλιξη, όταν το παράκανε με τα τσαλίμια της, «-είδες το αιδοιίδιον» είπε, και όταν εγώ τον κοίταξα ξαφνιασμένος για τη λέξη, πρόσθεσε με έπαρση για τη γλωσσοπλαστική του ικανότητα, «-να ειναι υπερυποκοριστικό, υποκοριστικάρα μάλλον».

Ακούγοντας λοιπόν τα λόγια της καπηλίδος σκέφτηκα ακόμη ότι και σε μια άλλη περίοδο της ελληνικής γλώσσας είχαμε επέλαση της σμίκρυνσης, κάποτε κυριολεκτώντας, κάποτε «προς θωπείαν ή χλεύην»: τυρός > τυρίον >τυρί, όφις >οφίδιον > φίδι,  ρύαξ >ρυάκιον >ρυάκι. Σήμερα δεν τα αισθανόμαστε έτσι, τα θεωρούμε κανονικά ουσιαστικά, αγνοούμε την προηγούμενη υποκοριστικοποίηση και όταν θέλουμε να εκφράσουμε τη σμίκρυνση των πραγμάτων, λόγω τρυφερότητας, αλλά και κάποτε υποτιμητικά,  φτιάχνουμε καινούργια επί των παλιών υποκοριστικών: φρύδι – φρυδάκι, φίδι – φιδάκι. Κάποτε σκέφτομαι ότι αυτός ο υποκορισμός έγινε και μέσα στα πλαίσια απλοποίησης της γλώσσας που συνέβηκε στους αλεξανδρινούς χρόνους. Έτσι το όφις (του όφεως) της τρίτης κλίσεως έγινε δευτερόκλιτο: οφίδιον, οφιδίου. Το ίδιο και διάφορα άλλα περιττοσύλλαβα: η οφρύς (της οφρύος), έγινε το οφρύδιον (του οφρυδίου), το όμμα (του όμματος) έγινε το ομμάτιον (του ομματίου) ο όρχις (του όρχεος,  οι όρχεις) έγιναν το ορχίδιον, του ορχιδίου, τα ορχίδια. Έτσι έγινε και η ένταξή τους στην ομάδα των ονομάτων της γραμματικής που έχουν πιο ομαλή κλίση.

Μήπως όμως πρέπει να δούμε και άλλες παραμέτρους; Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν μιλάμε στα παιδιά χρησιμοποιούμε συνεχώς τον υποκορισμό: η τσαντούλα, η μαμάκα, το μολυβάκι σου. Έτσι  τα υποκοριζόμενα, στη συνομιλία με τα παιδιά, λειτουργούν ως απόσβεση του αιχμηρού, του τραγικού και του δύσκολου της ζωής. Με άλλα λόγια δημιουργούν έναν κόσμο γεμάτο παιγνίδια και ακίνδυνα πράγματα. Γιατί λοιπόν τα υποκοριστικά απλώνονυν και καταλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος όταν απευθυνόμαστε και σε θέματα πέραν της παιδικής ηλικίας, όταν αναφερόμαστε σε όλες τις ηλικίες και σε όλα τα κοινωνικά θέματα; Μήπως λοιπόν και η επέλαση της σμίκρυνσης στην Αλεξανδρινή περίοδο ήταν μια έκφραση νέων δυνατοτήτων της κοινωνίας (περισσότερη ηρεμία και ασφάλεια, περισσότερη ευημερία) που επιζητούσε μια άλλη μορφή επικοινωνίας, λιγότερο αιχμηρή και σκληρή; Κι αυτό γιατί ανακαθορίστηκαν οι σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους και με τον περιβάλλοντα κόσμο; Ο Όμηρος δεν αγαπούσε τα υποκοριστικά, μιλούσε συνεχώς για τα ηρωικά και τα επηρμένα, οι Αλεξανδρινοί μπορούσαν να σου γράψουν στο πι και φι  ένα ποίημα ακόμη και για την οδοντογλυφίδα.

Λοιπόν, η νέα επέλαση των υποκοριστικών μήπως σημαίνει ότι άλλαξε η ελλαδική κοινωνία;  Αφήνοντας παλαιά πάθη και εθνικές περιπλοκές και τραγικές οριακές καταστάσεις, έφτασε σε νέο στάδιο ηρεμίας και καλοπέρασης, που ανασύρει συνεχώς στην επιφάνεια το φαινόμενο του υποκορισμού για μια νέα μορφή καθορισμού της πραγματικότητας και των κοινωνικών σχέσεων. Ή συμβαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό, τα υποκοριστικά λειτουργούν ως αναπλήρωση του άξενου και αποστασιοποιημένου που χαρακτηρίζουν τις σημερινές ανθρώπινες σχέσεις· ότι  χρησιμοποιώντας τα υποδυόμαστε μια τρυφερότητα και ένα πλησίασμα μεταξύ μας, που δεν υπάρχει;  Οι Κύπριοι έχουν δεχτεί όλες τις  εκφραστικές κατευθύνσεις της πανελλήνιας δημοτικής, αρνούνται μόνο τον υποκορισμό που τελευταία τη χαρακτηρίζει τόσο έντονα. Μήπως αυτό εξηγείται από το ότι η ψυχή της Κύπρου είναι βαριά, γιατί οι κάτοικοί της αισθάνονται ότι ζουν και θα ζήσουν σε σκληρές και αιχμηρές εποχές και τα υποκοριστικά δεν τους πάνε;

Το πράγμα έχει και άλλες οδυνηρές συνέπειες, απρόσμενες. Φίλος από την Κύπρο μου είπε για την πτώση και την αστυσία του όταν, ως γόνος αγροτοποιμένων που θεωρούσαν την ερωτική πράξη εκ μέρους του άρρενος ως πράξη δυναμισμού και επέλασης (την ξεπάτωσα, την ξέσκισα), ανέβηκε στο διαμέρισμα ωραίας Αθηναίας για τα περαιτέρω, ύστερα από επίμονο φλερτ την προτεραία. Τον είχε καλέσει στο διαμέρισμά της και με έπαρση κτύπησε το κουδούνι της αναλογιζόμενος ότι σε λίγη ώρα ακόμη μια επιτυχία θα κοσμούσε το στέμμα του. Στο κρεβάτι ξεκίνησαν τα ωραία, η Αθηναία καλλίπυγος και τανύσφυρος και εκείνος λάβρος και ορμητικός ροπαλοφόρος, οπόταν εκείνη  τον ρωτά. Θες γαμησάκι αμέσως ή να ξεκινήσουμε με μια πιπούλα;

Του ’πεσε αμέσως. Γιατί όλα ξαφνικά γίναν παιδικό δωμάτιο με παιγνιδάκια και μπιμπελό, έτσι αυτός κατέστη ανίκανος εις το ποιείν τα της Αφροδίτης.

Με φάγαν αυτά τα υποκοριστικoύλια, μου έξήγησε.

Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΣΑΙΞΠΗΡ

7 Δεκεμβρίου, 2010


Ο πρωθυπουργός της εισβολής Μπουλέντ Ετζεβίτ επικαλείται και τον Σαίξπηρ, για να ενισχύσει την τουρκική επιχειρηματολογία για το Κυπριακό. «Τον 16ο αιώνα, ο Σαίξπηρ στο έργο του «Οθέλλος» υπογράμμιζε τη σημασία της Κύπρου για τους Τούρκους», αναφέρει ο Τούρκος πρωθυπουργός ενώ, συνεχίζει, «δυστυχώς, σήμερα οι Άγγλοι αξιωματούχοι δεν μπορούν να επιδείξουν την ίδια αντίληψη» και «όσο συνεχίζονται οι πιέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πολύ δύσκολο να υπάρξει συμφωνία».

Πράγματι, στο έργο του Σαίξπηρ, ο Α’ Συγκλητικός της Βενετίας το τονίζει αυτό εμφατικά. Καλεί τους άλλους να συνειδητοποιήσουν τα τεχνάσματα των Τούρκων και τους πραγματικούς τους στόχους, που δεν είναι η κατάληψη της Ρόδου αλλά η κατάληψη της Κύπρου, λόγω της σημασίας «που ’χει η Κύπρος για τον Τούρκο» (μετάφραση Βασίλη Ρώτα).

Ο πρωθυπουργός της εισβολής διαβάζει τον Σαίξπηρ και τσιμπολογά, απομονωμένα και αποσπασματικά, αυτό που τον συμφέρει, διαστρεβλώνοντάς το μάλιστα και παραχαράσσοντάς το, για να ενισχύσει τις τουρκικές θέσεις, εις βάρος της γενικότερης εικόνας και στάσης που αναπαράγει το έργο. Γιατί, στον σαιξπηρικό Οθέλλο, το κυρίαρχο που αποτυπώνεται έντονα είναι η προσπάθεια να απομακρυνθεί ο Τούρκος από την Κύπρο και να μην ευοδωθούν τα σχέδιά του για την κατάληψη του νησιού και την παρουσία του στο κυπριακό έδαφος.

Για να αποκρουστούν τα  τουρκικά σχέδια, η σύγκλητος της Βενετίας θα καλέσει τον Οθέλλο, τον πιο γενναίο άντρα που έχει κερδίσει την εκτίμησή και τα αξιώματά του λόγω της αντρείας του, για να αναλάβει τη διεύθυνση του νησιού. Θα στείλει, μάλιστα, τρεις περιπόλους για να τον αναζητήσουν επειγόντως, όταν οι πληροφορίες για τα σχέδια των Τούρκων άρχισαν να καταφθάνουν στη Βενετία. Κι όταν παρουσιάζεται ο Οθέλλος, ο ίδιος ο Δόγης θα του τονίσει: «Γενναίε Οθέλλο, ανάγκη να σε μεταχειριστούμε ευθύς ενάντια στον κοινό εχθρό τον Τούρκο». Ο ήρωας θα αποδεχτεί αμέσως την προσφορά: «Ομολογώ το φυσικό μου πάει με όρεξη γυρεύοντας τις κακουχίες κι έτσι αναλαβαίνω αμέσως τούτον τον πόλεμο με τους Οθωμανούς».

Στο έργο αυτό του Σαίξπηρ φαίνεται τόσο αποτρόπαιη η παρουσία των Τούρκων στο νησί που ο Όθελλος, αναφερόμενος σε έναν  καβγά, που έγινε μετά την άφιξή του στην Κύπρο, και στους τραυματισμούς που προκάλεσε, θα τονίσει καταδικαστικά: «Τι, πώς, τι έτρεξε, ε! από τι προήλθε αυτό;/ Γίναμε Τούρκοι και στους εαυτούς μας κάνουμε/ κείνο που εμπόδισε ο Θεός να κάνουν οι άπιστοι;/ Ντροπή σας, Χριστιανοί, όχι βάρβαρα τσακώματα.»

Η κατάληψη της Κύπρου θεωρήθηκε από όλη την Ευρώπη σαν οδυνηρή ήττα όλου του ευρωπαϊκού και χριστιανικού  κόσμου και προκάλεσε πίκρα και αισθήματα διάψευσης και ματαίωσης. Ο Σαίξπηρ, που γεννήθηκε το 1564, εφτά περίπου χρόνια πριν από την κατάληψη του νησιού από τους Τούρκους (1571), έγινε κοινωνός αυτών των αισθημάτων ματαίωσης και ήττας και είδε την τουρκική κυριαρχία στο νησί ως ευρωπαϊκή υποχώρηση.

Μα και ο άλλος γίγαντας της παγκόσμιας λογοτεχνίας αυτής της εποχής, ο Μιχαήλ Θερβάντες, είχε τα ίδια συναισθήματα και απόψεις και συνέβαλε, μάλιστα, έμπρακτα στον αγώνα των ενωμένων ευρωπαϊκών δυνάμεων, για να αποτραπεί η κατάληψη του νησιού από τους Τούρκους. Ο συγγραφέας του Δον Κιχώτη ήταν τότε εικοσιπέντε περίπου χρόνων, όταν μπήκε στα καράβια, που θα απέπλεαν για την υπεράσπιση της Κύπρου, όμως οι διάφορες καθυστερήσεις στη συγκρότηση και πορεία του στόλου επέτρεψαν στους Τούρκους να πετύχουν τους στόχους τους και να καταλάβουν  το νησί το 1571. Η ναυμαχία της Ναυπάκτου με τη λαμπρή νίκη εναντίον των Τούρκων, δυο  μήνες περίπου μετά την κατάληψη του νησιού μας, θεωρήθηκε ως η τιμωρία του Τούρκου κατακτητή για την απώλεια της Κύπρου. Ο Θερβάντες, παρ’ όλον που ήταν άρρωστος, εν τούτοις ζήτησε να πολεμήσει στην πιο επικίνδυνη θέση, και κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας πληγώθηκε σοβαρά και το αριστερό του χέρι αχρηστεύτηκε. Σ’ όλη του τη ζωή έδειχνε τα σημάδια από τις πληγές και το σακατεμένο του χέρι με υπερηφάνεια, γιατί έλαβε μέρος στη δοξασμένη ναυμαχία εναντίον των Τούρκων.

Ιδού, λοιπόν, που ο Σαίξπηρ επιστρέφει σήμερα στην επιχειρηματολογία για το Κυπριακό. Τον επαναφέρει ο πρωθυπουργός της εισβολής, διαστρεβλώνοντας και παραχαράσσοντας τη σημασία και τις θέσεις του «Οθέλλου». Και ενώ ο Άρης Αμπατζής, ο ανταποκριτής της αθηναϊκής Ελευθεροτυπίας στην Άγκυρα, μεταδίδοντας την είδηση («Και Σαίξπηρ επιστρατεύει ο Ετζεβιτ για Κυπριακό!», 30 Νοεμβρίου, σ. 6) αναζητά και παραθέτει το σχετικό απόσπασμα από τον Οθέλλο, αναδεικνύοντας έτσι την εικόνα του δημοσιογράφου που δεν αναμεταδίδει απλώς αλλά ερευνά και εμπλουτίζει την είδηση που θα εκπέμψει, ο σχολιογράφος της Σημερινής («Οι Τούρκοι και η κουλτούρα», 2 Δεκεμβρίου, σ. 3) μεταφέρει και σχολιάζει, αβασάνιστα και λανθασμένα, ότι στον Οθέλλο αναφέρεται το «αναπόφευκτο» για την κατοχή της Κύπρου από τους Τούρκους!!!

Το χειρότερο: Όταν ρωτήθηκε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος[1] για το θέμα αυτό, έχασε την ευκαιρία να πει κάτι σπινθηροβόλο και καίριο. Να χρησιμοποιήσει τα λόγια και τις θέσεις του ίδιου του Σαίξπηρ στην υπεράσπιση της Κύπρου. Είπε απλώς κάποια άχρωμα, άοσμα και άγευστα, ότι δηλαδή ο Ετζεβίτ αναφέρεται στον 16ο αιώνα, ενώ έχει σημασία να δούμε την πολιτική του  21ου αιώνα. Σαν να δεχόταν τη σαιξπηρική ανάγνωση του Τούρκου πρωθυπουργού, όμως θεωρούσε τις απόψεις του μεγάλου Άγγλου δραματουργού ως παλιομοδίτικες, παρελθόντων ετών. Ο Σαίξπηρ, όμως, δεν είναι καθόλου ξεπερασμένος και παρωχημένος, είναι τόσο καίριος που συμβαδίζει και με τον 21ο αιώνα. Και οι θέσεις του, που αποκαθιστούσαν τη διαστρέβλωση που προκαλούσε η  ταχυδακτυλουργική πλεκτάνη του Τούρκου πρωθυπουργού, έπρεπε να ειπωθούν «στεντορεία τη φωνή»: Ότι ο Σαίξπηρ διακήρυσσε υπέρ μίας Κύπρου χωρίς την παρουσία της Τουρκίας.

Αν διάβαζε Σαίξπηρ και ο κυβερνητικός μας εκπρόσωπος και, μάλιστα, αν τον διάβαζε σωστά, θα ήταν, νομίζω, πιο καλά.


[1] Κυβερνητικός εκπρόσωπος ήταν τότε ο κ. Μιχάλης Παπαπέτρου

 

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

6 Δεκεμβρίου, 2010


Γράψαμε σε προηγούμενο σημείωμα[1] για τη σειρά φωτογραφικών λευκωμάτων The Hulton Getty Picture Collection, που περιλαμβάνει φωτογραφίες από διάφορες πλευρές μιας δεκαετίας. Αναφερθήκαμε στο φωτογραφικό λεύκωμα της δεκαετίας του ’70 και στο εξώφυλλό του,  όπου υπάρχει η φωτογραφία Αμερικανού στρατιώτη που κρατά στην  αγκαλιά του μια αδύνατη γριούλα του Βιετνάμ, λιπόσαρκη, σαν φύλλο, για να τη μεταφέρει πάρα κάτω. Τι κυρίως μένει, λοιπόν, στους αναγνώστες αυτού του βιβλίου, τόνιζε το προηγούμενο σχόλιο, από τον βρόμικο πόλεμο του Βιετνάμ, από τα συμφέροντα που οδήγησαν σε ένα μεγάλο μακελειό, από τις βόμβες ναπάλμ και τα βιοχημικά αποφλοίωσης των δέντρων, που προκάλεσαν μια από τις μεγαλύτερες οικολογικές ρυπάνσεις, από τον πανικό και την καταστροφή; Ότι, λίγο ή πολύ, η αμερικανική εμπλοκή στο Βιετνάμ ήταν ένα είδος προσκοπικής εκδρομής στην οποία οι στρατιώτες των Η.Π.Α. έκαναν μια καλή πράξη την ημέρα, καλή ώρα σαν αυτή του Αμερικανού στρατιώτη στο εξώφυλλο που περνάει τη γριούλα απέναντι.

Η σειρά των φωτογραφικών λευκωμάτων The Hulton Getty Picture Collection, αγγλογερμανικής εμπνεύσεως και προελεύσεως, έχει μεγάλη κυκλοφοριακή επιτυχία και παίζει σημαντικό ρόλο στον τρόπο που αντιμετωπίζει κάποιος τα παρελθόντα γεγονότα. Αναπαράγει ιδεολογία και συντείνει στην επικράτηση διαφόρων απόψεων για τα θέματα που απεικονίζει. Είναι, λοιπόν, σημαντικό να εξετάσουμε την εικόνα της Κύπρου που προάγεται και προωθείται μέσα από τις φωτογραφίες και τα σχόλια της σειράς αυτής, καθώς και  την ερμηνεία που προτείνει, με έμμεσο και υπόγειο τρόπο, για τις κυπριακές εξελίξεις.

Στους δύο τόμους, για τη δεκαετία του ’60 και του ’70, δημοσιεύονται έξι φωτογραφίες από τις εξελίξεις και περιπλοκές του Κυπριακού, τέσσερις στον πρώτο τόμο και δύο στον δεύτερο. Ήταν δύο κρίσιμες δεκαετίες για την Κύπρο με αρκετά και σημαντικά γεγονότα και δραματικές εξελίξεις, με βομβαρδισμούς και ταραχές, αιματοκύλισμα και ξεριζωμό. Στη δεκαετία που καλύπτει ο δεύτερος τόμος συνέβη μάλιστα το σημαντικότερο γεγονός της νεότερης κυπριακής ιστορίας: Η τουρκική εισβολή. Οι δύο φωτογραφίες παρουσιάζουν ένοπλους Ελληνοκύπριους, και οι άλλες τέσσερις αναφέρονται στους νεκρούς των συγκρούσεων. Η μία αναφέρεται σε νεκρό Τουρκοκύπριο στη Λεμεσό που τον σκεπάζουν οι δικοί του με τουρκική σημαία, η άλλη είναι η γνωστή φωτογραφία με τον νεκρό τουρίστα, λόγω των τουρκικών βομβαρδισμών, που κρέμεται από την οροφή ξενοδοχείου της Αμμοχώστου (δεν δηλώνεται, όμως, η ταυτότητά του) και οι άλλες δύο σε γυναίκες που κλαίνε τους δικούς τους που σκοτώθηκαν (ούτε κι αυτών δηλώνεται η ταυτότητά τους).

Βλέποντας, λοιπόν, συνολικά αυτές τις έξι φωτογραφίες διαπιστώνουμε τα εξής: Ο μόνος νεκρός, του οποίου αναφέρεται η εθνική ταυτότητά του,  είναι Τουρκοκύπριος που σκεπάζεται μάλιστα από τη σημαία της Τουρκίας. Στις τρεις άλλες περιπτώσεις, που οι φωτογραφίες αναφέρονται αμέσως ή εμμέσως σε  νεκρούς, δεν διευκρινίζεται η ταυτότητά τους. Δεν υπάρχει οποιοσδήποτε Τούρκος ή Τουρκοκύπριος οπλισμένος. Οι μόνοι που κρατούν όπλα στις δύο φωτογραφίες είναι Έλληνες του νησιού. Στη μία, η ηλικία των ενόπλων και τα ρούχα που φορούν παραπέμπει ευθέως σε παραστρατιωτική ομάδα,  κάτι το κακόφημο δηλαδή, πράγμα που επιπλέον υποδηλώνει στον ξένο μελετητή του βιβλίου ότι στις συγκρούσεις είναι μπλεγμένοι όλοι οι Έλληνες ανεξαρτήτως ηλικίας και όχι μόνον ο τακτικός στρατός. Στην άλλη φωτογραφία εμφανίζονται ένστολοι στρατιώτες της εθνικής φρουράς δίπλα από πολυβόλο. Ευλόγως, λοιπόν, αφού μόνον οι Έλληνες εμφανίζονται ένοπλοι και μόνον κάποιος Τούρκος είναι νεκρός, δημιουργείται στο μυαλό του αναγνώστη η εντύπωση ότι στο νησί υπάρχει ελληνική υπεροπλία, που την πληρώνουν κάποιοι ταλαίπωροι Τουρκοκύπριοι. Το περίφημο «poor Turks» της αγγλοαμερικανικής προπαγάνδας, στη δεκαετία του ’60, επιστρέφει πανηγυρικά.

Από την Κύπρο της δεκαετίας του ’60 και του ’70 λήφθηκαν χιλιάδες φωτογραφίες. Η ώρα της επιλογής φωτογραφιών, ποιες από αυτές θα δημοσιευτούν και ποιες όχι, είναι και η ώρα της πολιτικής επιλογής, των κατευθύνσεων και των υποδείξεων που θέλει να δώσει η εκδοτική ομάδα. Μια φωτογραφία από το μείζον γεγονός της τουρκικής απόβασης και εισβολής θα παρέπεμπε σε άλλη αξιολόγηση του Κυπριακού και θα αναδείκνυε άλλα πράγματα. Μια φωτογραφία από τους βομβαρδισμούς της Τηλλυρίας, το 1964, θα καταδήλωνε τους πραγματικούς συσχετισμούς δυνάμεων. Μια άλλη  από τους προσφυγικούς συνοικισμούς του ’74 θα αποτύπωνε τον ανθρώπινο πόνο, αλλά ταυτόχρονα θα εμφάνιζε το κυπριακό δράμα ως άλυτο και ανοικτό και θα έφερνε αυθόρμητα την ερώτηση: τι έχουν απογίνει αυτοί οι άνθρωποι, επέστρεψαν στα σπίτια τους, έχει λυθεί το πρόβλημά τους; Έτσι, λοιπόν, τα πιο σημαντικά από τα γεγονότα των δεκαετιών του ’60 και του ΄70, που συνέβησαν στην Κύπρο, παρακάμπτονται και αποσιωπώνται και αναδεικνύονται τα δευτερότερα, με παραπλανητικό μάλιστα τρόπο.

Οι «κυπριακές» φωτογραφίες της σειράς The Hulton Getty Picture Collection είναι απαράδεκτες. Αποκρύπτουν την πραγματικότητα, τη διαστρεβλώνουν και την παρουσιάζουν σύμφωνα με τις πολιτικές επιλογές και την ιδεολογία των εκδοτών τους. Η μάχη της διαφώτισης για το Κυπριακό έχει να αντιμετωπίσει αδίστακτους αντιπάλους, πολυποίκιλα τεχνάσματα και παντοδύναμους μηχανισμούς.

 

 

 

 


[1]) Η φωτογραφική προπαγάνδα, εφ. Πολίτης, Λευκωσία, 26 Νοεμβρίου 2001, σ. 9

 

ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ

2 Δεκεμβρίου, 2010

Σημείωση: Το κείμενο αυτό είναι καλό να διαβαστεί ως υστερόγραφο αρ. 6 στο άρθρο: ΚΙΣΑ ή ο κρυπτοφασιστικός λόγος του κυπριακού προοδευτισμού.

Επειδή πολλοί και διάφοροι κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την ανάπτυξη ρατσιστικών και άλλων αποτρόπαιων νοοτροπιών στην Κύπρο, ως συμβολή στη συζήτηση και στην προσπάθεια αντίστασης και αποτροπής τέτοιων απαράδεκτων καταστάσεων, υποβάλλω τις πιο κάτω σκέψεις, οι οποίες  συσχετίζουν το θέμα που εξετάζουμε με την κυπριακή ιδιαιτερότητα.

Δυστυχώς, διάφοροι κήρυκες του ρατσιστικών κινδύνων διαθέτουν απλοϊκή και απλουστευτική μόρφωση από μπροσούρες, πρόκειται για άτομα που στελεχώνουν διάφορες μη κυβερνητικές οργανώσεις, ημιμαθείς πανεπιστημιακούς, ακτιβιστές και άλλους, που δεν έχουν την τόλμη να δουν τις ιδιαιτερότητες της δικής τους πατρίδας και μεταφέρουν, ακρίτως και επιπολαίως, θεωρίες που αναπτύχθηκαν αλλού, κυρίως στη δυτική Ευρώπη, όπου εκεί  αυτές οι θεωρίες μπορεί να είναι ορθές και λειτουργικές αλλά μεταφερόμενες στην Κύπρο με το σύστημα «αντιγραφή – επικόλληση» (copy – paste) μόνο θόλωμα των νερών μπορούν να επιφέρουν

Όντως υπάρχει προοπτική για την ανάπτυξη ρατσιστικών φαινομένων στην Κύπρο. Ναι, υπάρχουν κίνδυνοι. Μια κοινωνία που αποδέχεται ρατσιστικούς διαχωρισμούς, μια κοινωνία που θα εισπράξει τη λύση όπως μεθοδεύεται και φαίνεται στον ορίζοντα ως ήττα για την πλευρά της και ως επιβράβευση των ρατσιστικών απαιτήσεων της Τουρκίας από την άλλη, αυτή η κοινωνία, ως σύστημα, και είναι αυτό νόμος της κυβερνητικής, θα αναπτύξει ανάλογες ρατσιστικές προεκτάσεις, θα μετακυλίσει στους πιο αδύνατους την ήττα και την πίεση. Η κυβερνητική, η θεωρία των πολύπλοκων και δυναμικών συστημάτων στα ζώα, τις μηχανές και τους ανθρώπους, μεταφερόμενη και στο κοινωνικό σχηματισμό είναι και τώρα αποκαλυπτική. Όταν εκθειάζεις ένα ρατσιστικό κοινωνικοπολιτικό κατασκεύασμα που θα διέπει, με τη λύση, το πολιτικό συγκείμενο της Κύπρου, τότε, είτε το επιδιώκεις είτε όχι, αυτή η κατασκευή θα «επιστρέψει»  στις εκδηλώσεις του καθημέραν βίου και θα καλλιεργεί και θα ενισχύσει ρατσιστικές λογικές και στις εσωτερικές σχέσεις των μελών της κοινότητας. Είναι νόμος της κοινωνιοκυβερνητικής με ισχύ φυσικού φαινομένου.

Ο επαρχιωτισμός και η όζουσα πεθαμενίλα των λεγομένων προοδευτικών κύκλων της Κύπρου που απλώς αναπαράγουν και κάνουν διανομή, λαϊκίστί «ντελίβερυ», στα κυπριακά σπίτια τα διάφορα φληναφήματα για προοδευτική λύση του Κυπριακού και άλλα ηχηρά παρόμοια του διεθνούς κατεστημένου, περιμένουν από την κυπριακή κοινωνία να δεχτεί τον ρατσισμό της λύσης που μεθοδεύεται και θα ζει καταπιεστικά στο πετσί της και ταυτόχρονα περιμένουν σε άλλα θέματα να μην έχει ρατσιστική στάση λες και τα δύο αυτά θέματα (ρατσιστική λύση στο Κυπριακό και μη ρατσιστική στάση στις άλλες σχέσεις) είναι πράγματα αεροστεγή και υδατοστεγή, που δεν αλληλοεπιδρούν.

Υπάρχει μία και μοναδική πρακτική που συντείνει στην καλλιέργεια αντιρατσιστικών νοοτροπιών στην Κύπρο. Και αυτή είναι ο αντικατοχικός αγώνας για την κατίσχυση των αξιών και των προταγμάτων της δημοκρατίας και  για την άρση της αδικίας. Ο αγώνας αυτός εξανθρωπίζει την κυπριακή κοινωνία, στον αγώνα αυτό πλησιάζει και τον Άλλον.

Υπάρχει μια και μόνο πρακτική για την όξυνση των ρατσιστικών φαινομένων στην Κύπρο κι αυτό είναι η υποταγή και ο συμβιβασμός στις ρατσιστικές απαιτήσεις της Άγκυρας, στη θεσμοθέτηση της σταθμισμένης ψήφου, στην εκ περιτροπής προεδρία, στο ρατσισμό της διζωνικής ομοσπονδίας και τόσων άλλων απαράδεκτων καταστάσεων που η διεθνής ελίτ του παγκοσμιοποιημένου κατεστημένου βυσσοδομεί για να επιβάλει.

Μόνο ο αγώνας για εκδίωξη των κατοχικών τουρκικών στρατευμάτων από την Κύπρο, ο αγώνας για επιστροφή όλων στα σπίτια και τις περιουσίες τους και ο αγώνας για δημιουργία μιας πολιτείας χωρίς οποιαδήποτε ρατσιστική διάκριση θα επιφέρει και ανάλογη στάση απέναντι στους ξένους, τους οικονομικούς μετανάστες κ.λπ.  Όταν ο ελληνισμός συνειδητοποιεί τη ρατσιστική καταπίεση στην οποία τον σύρουν αγγλοαμερικανικά συμφέροντα και τουρκικές επιδιώξεις καθώς και ημέτερες δυνάμεις που έχουν ενσωματώσει και αναπαράγουν τις λογικές αυτές, όταν αρνείται να είναι υποκείμενος σε μια ρατσιστική καταπίεση, τότε, στον αγώνα του εκδηλώνει και τον αντιρατσισμό του και στις άλλες σχέσεις του.

Ένας λαός αδικημένος, που παλεύει για τα δικαιώματά του, αποκτά μιαν αρχοντιά, ένα υψηλό επίπεδο αξιοπρέπειας που δεν του επιτρέπει την πίεση και αδικία εναντίον άλλων αδύναμων ομάδων. Στην πάλη του για το δίκαιο βλέπει και το δίκαιο των άλλων. Στον αγώνα του και στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει πλησιάζει και τον Άλλο, τον Ξένο, τον εκτός ομάδας. Ένας λαός που οδεύει σε συμβιβασμό ή αποδέχεται έναν συμβιβασμό που του αποστερεί βασικά δικαιώματα αξιοπρέπειας και του επιβάλλει ρατσιστικές και άλλες διακρίσεις είναι ένας λαός που φθείρεται, παρακμάζει, μένει χωρίς πίστη σε αρχές και έτσι την καταπίεση που δέχεται θα την μετακενώσει σε άλλες αδύνατες ομάδες, εντός του κοινωνικού σώματος, θα την μετακυλίσει για εκτόνωση στους αδύνατους κρίκους, τους μετανάστες, τους ξένους γενικά. Είναι νόμος της κοινωνιολογίας παραδεκτός από όλους όσοι εντρυφούν και μελετούν τα κοινωνικά φαινόμενα. Πρέπει, λοιπόν, όσοι παλεύουν γνήσια εναντίον των ρατσιστικών διακρίσεων να είναι έτοιμοι για να αντιμετωπίσουν τα νέα οξυμένα φαινόμενα διακρίσεων και καταπιέσεων που φτάνουν με την επιβολή μιας απαράδεκτης και ρατσιστικής λύσης. Προηγουμένως, όμως, πριν φτάσουμε εκεί, είναι καλόν να αγωνιστούν εναντίον της συσσώρευσης της νεοκυπριακής ανοησίας.

Το μουσουλμανικό τέμενος στην Αθήνα

28 Νοεμβρίου, 2010

Σε εκπομπή αθηναϊκού ραδιοσταθμού με κάλεσαν, πριν τρία, περίπου, χρόνια, να τοποθετηθώ πάνω στο θέμα της οικοδόμησης τζαμιού στην Αθήνα -τότε μια επιτροπή πίεσης, με προεξάρχουσα τη Σαουδική Αραβία, ενεργοποιήθηκε και είχε συνέχεια επαφές με την ελληνική κυβέρνηση.

Απάντησα ότι είμαι θερμός και διαπρύσιος κήρυκας της ίδρυσης τεμένους, ότι πρέπει και οι Μουσουλμάνοι της Αθήνας να έχουν έναν τόπο για την εκτέλεση των θρησκευτικών τους καθηκόντων, να έχουν έναν τόπο για την έκφραση των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Ως Έλληνας της Κύπρου, πρόσθεσα, ζητώ όμως και κάτι απλό. Να δοθεί στην Επιτροπή αυτή μια διακήρυξη και για την καταστροφή και σύληση των εκκλησιών της Κύπρου και να ζητηθεί η υπογραφή της. Η διακήρυξη αυτή θα τόνιζε ότι στην κατεχόμενη Κύπρο εκατοντάδες εκκλησίες έχουν λεηλατηθεί, έχουν μετατραπεί σε αποθήκες, μπαρ και τζαμιά και ότι η Επιτροπή που πρωτοστατούσε για την οικοδόμηση τζαμιού στην Αθήνα καλούσε τις τουρκικές κατοχικές αρχές να επιστρέψουν τους χριστιανικούς ναούς στην Εκκλησία της Κύπρου. Αυτό μόνο. Έτσι η Επιτροπή, τόνισα, θα αποδείξει ότι πρωτοστατώντας για την έκφραση της θρησκευτικής πίστης των μουσουλμάνων στην Αθήνα διεύρυνε το πεδίο της ευαισθησίας της και κάλυπτε και άλλο τομέα, αυτόν της λεηλασίας και αρπαγής των θρησκευτικών ιδρυμάτων και των Άλλων. Τόνισα ακόμη: Ότι είμαι θερμός και διαπρύσιος κήρυκας της ίδρυσης μουσουλμανικού τεμένους στην Αθήνα ακόμη και αν η Επιτροπή αρνιόταν να υπογράψει το κείμενο για την απόδοση των χριστιανικών ναών στην Εκκλησία της Κύπρου. Απλώς θα έμενε ένα τεκμήριο στάσης, νοοτροπίας και συμπεριφοράς, που θα μας αποδείκνυε πολλά και διάφορα.

Τα ξανασκέφτηκα αυτά όταν πρόσφατα έγινε η δημόσια προσευχή των μουσουλμάνων στις πλατείες της Αθήνας. Ουδείς από τους δημοσιογράφους διανοήθηκε να ρωτήσει, τους απλούς πιστούς και, κυρίως,  τους πρωτεργάτες αυτής της εκδήλωσης, πώς στέκονται απέναντι στο θέμα της λεηλασίας και αρπαγής των εκκλησιών της Κύπρου, αν αισθάνονται ότι καταπατούνται τα θρησκευτικά αισθήματα άλλων ανθρώπων, αν έχουν κάτι να σχολιάσουν και να δηλώσουν. Ουδείς σκέφτηκε να οργανώσει μια έκθεση, μια τηλεοπτική εκπομπή και να τους καλέσει να εκφράσουν άποψη και κρίση, για τις λεηλατημένες εκκλησίες των κατεχομένων.

Είναι γνωστός ο επαρχιωτισμός των Αθηναίων διανοουμένων που καταναλώνουν μπροσούρες και συνθήματα από την Δυτική Ευρώπη. Μια βασική συνισταμένη  του συλλογικού βίου της Δυτικής Ευρώπης είναι η ενοχή για την αποικιοκρατία, γιατί πράγματι τα δυτικοευρωπαϊκά έθνη, για εκατοντάδες χρόνια, καταπίεσαν και εκμεταλλεύτηκαν με φρικτές και απάνθρωπες μεθόδους τις αποικίες τους, και αυτό τους έκανε να αντιμετωπίζουν τους προερχόμενους από τις πρώην αποικίες τους, ειδικά πριν οξυνθεί το θέμα της λαθρομετανάστευσης, με άλλο πνεύμα. Η Ελλάδα δεν είχε οποιαδήποτε αποικία, δεν κατέλαβε και δεν οικοδόμησε μηχανισμούς ελέγχου, εκμετάλλευσης, καταπίεσης και καταστολής σε χώρες της Αφροασίας ή της Λατινικής Αμερικής. Όμως τα διανοούμενα χωριατόπουλα της Αθήνας μιλούν και εκφράζονται λες και στο συλλογικό βίο της Ελλάδας υπάρχει η αποικιοκρατία και η καταπίεση των αποικιών. Πρόκειται για ενδεικτική στάση μιμητισμού, αποβλάκωσης και αλλοτρίωσης: να αισθάνεσαι με αισθήματα που δεν αντιστοιχούν με τις πραγματικές συνθήκες ύπαρξης του συλλογικού βίου. Οι Έλληνες, που μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα η πλειοψηφία τους ζούσε κάτω από το βάρβαρο καθεστώς της Τουρκοκρατίας, που υφίστατο καταπίεση, εκμετάλλευση, γενοκτονίες και εθνοκάθαρση, αισθάνονται λες και  είχαν υπό την αποικιοκρατική τους εξουσία το Κογκό ή την Αγκόλα ή τη Ροδεσία. Πρόκειται για ακραίο φαινόμενο χωριάτικης πνευματικής δουλοφροσύνης, για ακραίο φαινόμενο αλλοτρίωσης.

Θα συνεχίσουμε σ’ αυτό το θέμα. Όμως προς το παρόν αισθάνομαι έντονα την ανάγκη να δηλώσω ότι είμαι πλήρως αντίθετος όταν η οποιαδήποτε διαφωνία και στάση απέναντι στα αρνητικά της λαθρομετανάστευσης στρέφεται εναντίον των λαθρομεταναστών. Οι λαθρομετανάστες είναι οι πνιγμένοι και ο πνιγμένος από τα μαλλιά πιάνεται. Και όπου βρουν τρόπο να εισδύσουν και να δουλέψουν θα το κάνουν. Και η έκφραση αντίθεσης προς αυτούς αποτελεί και ένα είδος βολικής μαγκιάς, ή ακόμη, απλώς, εκτόνωσης αισθημάτων απέναντι στα αρνητικά της λαθρομετανάστευσης που δεν προάγει την πρέπουσα πολιτική πρακτική. Κάθε κριτική φωνή, κάθε έκφραση διαφωνίας, κάθε αντίθεση οικοδομεί πολιτική πρακτική και πολιτική νοοτροπία αν κατευθύνεται προς την κυβέρνηση και τις εντεταλμένες υπηρεσίες της. Αυτοί ψηφίζουν, αυτοί εφαρμόζουν (η δεν εφαρμόζουν) μέτρα, αυτοί είναι υπεύθυνοι, είτε γιατί δεν καταλαβαίνουν, είτε γιατί καταλαβαίνουν αλλά έχουν άλλα στο βάθος του μυαλού τους. Αυτοί πρέπει να πάρουν μέτρα ελέγχου, να αποτρέψουν την είσοδο, να εφαρμόσουν λογικές ένταξης των λαθρομεταναστών, να οικοδομήσουν θεσμούς εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας καθώς και γνώσης της κυπριακής ιστορίας, για να αισθανθούν οι μετανάστες το πελώριο έγκλημα εις βάρος της Κύπρου με την εισβολή της Τουρκίας το 1974. Εκεί, λοιπόν, στους κρατικούς φορείς και τα κόμματα εξουσίας θα πρέπει να κατευθύνονται τα βέλη και οι φωνές. Με άλλα λόγια δεν κατανοώ γιατί ο Φορέας εναντίον της λαθρομετανάστευσης ζήτησε από τους φίλους και τους οπαδούς του να πορευτούν στις γειτονιές των λαθρομεταναστών της Λάρνακας. Θα μπορούσε να τους ζητήσει να πορευτούν στο ΑΚΕΛ Λάρνακας (ή και στο ΔΗΚΟ). Αυτοί είναι εξουσία, αυτοί αποφασίζουν, αυτοί είναι υπεύθυνοι. Ζητώντας να οδεύσουν προς το ΑΚΕΛ Λάρνακας (ή και το ΔΗΚΟ) δημιουργούσαν τις προοπτικές για ορθή πολιτική πρακτική.