Ο κ. Β.Π.Γ. είναι γνωστός εκδότης και βιβλιοπώλης. Μου τηλεφώνησε πριν ένα περίπου μήνα. Ξέρεις, μια μπουάτ στη Λεμεσό οργανώνει εκδήλωση για τις εκδόσεις μου, θα γίνουν μια δυο μικρές ομιλίες και θα υπάρχει έκθεση και πώληση των τελευταίων βιβλίων που τύπωσα.
-Αυτό είναι πολύ καλό, είπα.
-Ξέρεις, μου ζήτησαν να είσαι και συ εκεί.
Ο εγωισμός μου πήγε να κορυφωθεί [=ιδού, λοιπόν, που με αναζητούν, να που προσφεύγουν σε μένα], όμως κάτι δεν μου μύριζε καλά, ρώτησα:
-Κι εγώ που κολλώ σ’ αυτό το θέμα;
-Επειδή το πρώτο βιβλίο που τύπωσα παλιά ήταν το δικό σου, γι’ αυτό κλπ. κλπ. Να πεις δυο λόγια κ.λπ. κ.λπ.
Είχα χίλιες δουλειές, όμως είπα κομμάτια να γίνει. Σκέφτηκα, ακόμη, ότι μια και θα πάω θα ξεκινήσω το μεσημέρι, θα κολυμπήσω στη θάλασσα και μετά θα οδεύσω κι εγώ στην εκδήλωση. Θα μείνω τη νύχτα στον Τεύκρο, θα κολυμπήσω και την άλλη μέρα το πρωί και θα έρθω πίσω στη Λευκωσία.
Λίγες μέρες αργότερα, ανέφερα, σε τηλεφώνημά μας για την επίσκεψή στη Λεμεσό, και για τα σχέδιά μου -μπάνιο και διανυκτέρευση. Όχι δεν γίνεται, μου είπε, γιατί θα με πάρεις και μένα. Γι’ αυτό πρέπει να πάμε και να ’ρθούμε την ίδια μέρα. Μούδιασα αλλά είπα: άντε δεν πειράζει.
Την ημέρα της εκδήλωσης νέο τηλέφωνο. Έλα να με πάρεις μια ώρα πιο γρήγορα γιατί θα φορτώσουμε και κάμποσα βιβλία να τα πάρουμε μαζί μας, για την έκθεση. Ξαναμούδιασα αλλά δεν είπα τίποτε. Σκέφτηκα όμως ότι έτσι έγινε και η βασική ανατροπή του Κυπριακού, σιγά σιγά, οπισθοχωρώντας λίγο λίγο, φτάσαμε εδώ.
Πήγα, το πορτ μπαγκάζ γέμισε με τέσσερα κασόνια, πήραμε τις τέσσερις τελευταίες εκδόσεις του, αρκετά αντίτυπα από την καθεμιά -πίστευε ότι θα ξεπουλούσε, ότι θα φεύγαν σαν ζεστές τυρόπιτες- ξεκινήσαμε για Λεμεσό. Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης διαπίστωσα ότι δεν ήταν απαραίτητη η δική μου παρουσία, ήταν καθαρό ότι ο ίδιος με επέβαλε, ακόμη μια αποκαλυπτική σκέψη τριβέλισε το μυαλό μου, ότι ο Β.Π.Γ. αποτελεί τη μοναδική περίπτωση εκδότη, παγκυπρίως και πανελληνίως, που δεν γνωρίζει αυτοκίνητο, έτσι κατάλαβα το συνωμοτικό σχέδιο, όμως έκανα μόκο. Πάντως στην εκδήλωση πήραν μόνο το 10% από τις εκδόσεις του, επιστρέψαμε με το πορτ μπαγκάζ γεμάτο πάλι με βιβλία.
Φτάσαμε στη Λευκωσία, μετά τα μεσάνυχτα, άφησα τον κ. εκδότη στο σπίτι του και πήγα στο δικό μου στις μία και τέταρτο.
Πέρασαν πολλές μέρες, ούτε τηλέφωνο, ούτε φωνή ή ακρόαση εκ μέρους του, οδηγούσα με το πορτ μπαγκάζ γεμάτο από τα βιβλία του. Γιατί, σκεφτόμουνα, το κάνει αυτό; Παρ’ όλον που δεν ξέρει να οδηγεί, η επιχείρησή του έχει ιδιόκτητο αυτοκίνητο που το κυκλοφορεί κάποιος υπάλληλός του για τα διάφορα τρεχάματα, μ’ αυτό βγάζει και τους σκύλους του βόλτα. Δεν μπορούσε να περάσει ο υπάλληλός του από το σπίτι, να πάρει τα βιβλία να ξεμπερδεύουμε;
Το θέμα έγινε πιο δραματικό όταν πήρα από κάποιο περίπτερο μια σακούλα με ξύλα για το τζάκι. Στο πορτ μπαγκάζ δεν μπορούσε να μπεί αφού ήταν γεμάτο με τα κασόνια από τα βιβλία του Β.Π.Γ. Την έριξα στο πίσω κάθισμα, όμως όταν πήγα να την κατεβάσω στο σπίτι όλο το πίσω μέρος του αυτοκινήτου είχε γεμίσει από τα φλούδια του ξύλου, τη σκόνη και το πριονίδι. Έγινα έξω φρενών, θα σκότωνα άνθρωπο εκείνη την ώρα.
Κι όλο το μυαλό μου να το τριβελίζει η σκέψη, έχει περάσει ένα εικοσαήμερο και περισσότερο, που κυκλοφορώ με το πορτ μπαγκάζ γεμάτο, γιατί δεν διευθετεί το θέμα, τι του χρωστώ, α να μην τον διαολοστείλω.
Την νύχτα ήταν χειρότερα τα πράγματα, ήταν ο Βελζεβούλης, τερατώδης και ολόμαυρος, που ανάδευε τα καζάνια της κόλασης κρατώντας μια τεράστια τρίαινα, στην άκρη της λαβής της υπήρχε μια συσκευή που μετέφερε τη φωνή, ήταν του ΒΠΓ που του έδινε αναφορά. Ότι όλα έχουν επιτευχθεί, με πήρε και με έφερε, είπε με σαρκασμό, πήρε και έφερε το φορτίο και για να γίνει η χρησιμοποίησή του τέλεια θα περάσει και από εδώ να κατεβάσει και τα βιβλία, ο Βελζεβούλης κάγχαζε κάθε φορά και στο τέλος είπε θριαμβευτικά “όλα τα καταφέρνουμε εμείς” και με την τρίαινα έδωσε μια δυνατή και έσπρωξε προς το κάτω μέρος του καζανιού κάποιον ταλαίπωρο που είχε βγάλει το κεφάλι του πάνω από την πίσσα ν’ αναπνεύσει. Όμως σαν ξαφνική εστίαση φάνηκε το πρόσωπό του Βελζεβούλη καλύτερα, ήταν το ίδιο με τον εκδότη-βιβλιοπώλη, η μορφή και στις δύο άκρες της επικοινωνιακής γραμμής ήταν η ίδια, κι ακόμα όπως αυτός ο ταλαίπωρος στο καζάνι βγήκε πάλι με ένα δυο άλλους απελπισμένους για να πάρουν ανάσα, μια γλώσσα της φωτιάς βγήκε πιο ψηλά, φώτισε κι ήταν το πρόσωπο μου μέσα στην πίσσα, ξύπνησα κάθιδρος.
Το πρωί πήγα στο βενζινάδικο να μου πλύνουν το αυτοκίνητο.
-Αποθήκη το ’κανες, μου είπε ο πρατηριούχος βλέποντας τη σάρα και τη μάρα στα πίσω καθίσματα.
-Καινούργιο αυτοκίνητο, πρέπει να το προσέχετε, μου είπε κάποιος δίπλα που περίμενε τη σειρά του για να περιποιηθούν τo δικό του όχημα, σύχναζε κι αυτός στο βενζινάδικο για καύσιμα και πλύσιμο, λέγαμε ένα γεια.
-Άσε, έμπλεξα, του είπα. Πίσω στο πορτ μπαγκάζ είναι γεμάτο βιβλία που μου τα άφησε κάποιος, έχει τώρα εικοσιπέντε μέρες.
Και επειδή τον ένιωσα ότι έτεινε ευήκοον ους, ξέσπασα σαν μικρό παιδί. Tα είπα όλα. Ότι τον πήρα στη Λεμεσό, τον έφερα πίσω, του πήρα και του έφερα τα βιβλία, έχασα έτσι και το μπάνιο και την καλή παρέα στη Λεμεσό τη νύχτα, ότι κυκλοφορώ εδώ και είκοσι πέντε μέρες σαν την άδικη κατάρα με τα βιβλία του, με άχρηστο το πορτ μπαγκάζ. Κι έγινε κι αυτό με τη σακούλα με τα ξύλα και είναι σίγουρο ότι σκέφτεται πως το κορόιδο, εγώ δηλαδή, θα περάσει κάποια στιγμή από τα γραφεία του και θα του κατεβάσει και τα βιβλία, το θέμα δηλαδή θα λυθεί με τον πιο βολικό γι’ αυτόν τρόπο, όπως τα μεθόδευσε και τα προηγούμενα, αλλά δεν με ξέρει καλά εμένα, τα βιβλία δεν του τα παίρνω με τίποτε, είναι πια για μένα μια πεισματάρικη θέση, δεν του τα παίρνω, δεν του τα παίρνω, αν τα θέλει ας στείλει τον υπάλληλό του να τα πάρει, ας έρθει ο ίδιος με ένα ταξί κι ας πληρώσει δέκα ευρώ, να μάθει να κάνει τη δουλειά του καλά.
-Μα τι λέτε τώρα, μου είπε, θα κυκλοφορείτε με γεμάτο το αυτοκίνητο ξένη πραμάτεια; Μου ανοίγετε παρακαλώ το πορτ μπαγκάζ. Κοιτάξτε καλύτερα το θέμα, μου είπε και συστήθηκε, Νεοκλέους το όνομά του, δουλεύει στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων, διδάκτορας, μάλιστα, μηχανολογίας.
Άνοιξα το πορτ μπαγκάζ, σήκωσε τις τέσσερις κάσες μία μία. Είναι 80 κιλά, μου είπε. Ρώτησε τον πρατηριούχο να του θυμίσει την τιμή της βενζίνης, έβγαλε το τηλέφωνό του από τη τσέπη και μπήκε στο πρόγραμμα της αριθμομηχανής και μου ζήτησε ταυτόχρονα πληροφορίες για τον κινητήρα του αυτοκινήτου και ένα δυο άλλα στοιχεία.
Χτύπησε διάφορα νούμερα στο τηλέφωνο και μου ανακοίνωσε το αποτέλεσμα. -Για κάθε χίλια χιλιόμετρα πληρώνετε επί πλέον για το βάρος αυτό των βιβλίων και 45 ευρώ, για να μη συνυπολογίσουμε και τη φθορά του αυτοκινήτου.
Έμεινα έκπληκτος. Άνοιξα αμέσως το συρταράκι του καντράν και βρήκα το δελτίο του γκαράζ, είχα πάρει το αυτοκίνητο για συντήρηση την προηγούμενη της εκδήλωσης στη Λεμεσό. Κοίταξα τον αριθμό των χιλιομέτρων της ημέρας του σέρβις, είδα στο καντράν το δείκτη με την απόσταση που κάλυψε το αυτοκίνητο, είχα κάνει άλλα χίλια διακόσια χιλιόμετρα από τότε.
-Είναι απλό, μου είπε, έχετε ήδη για το φορτίο αυτό πληρώσει επιπλέον 54 ευρώ.
Ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι μου, όμως ξαφνικά κάλμαρα, η εκδίκηση άνθισε στην καρδούλα μου στρύχνος -είπα με σατανικό γέλιο: Ξέρω τι θα κάνω. Κατάσχω βιβλία 54 ευρώ, θα τα χαρίσω ή θα τα πουλήσω.
-Υπάρχει και άλλη λύση, μου είπε. Συνυπολογίζετε και τα έξοδα από το πλύσιμο του αυτοκινήτου, κυρίως το ψυχικό κόστος από αυτή τη δοκιμασία και παίρνετε όλα τα βιβλία, τα κατεβάζετε στο σπίτι σας και τα πουλάτε ή τα χαρίζετε.
-Όχι κύριε διδάκτορα, εγώ είμαι ένας άνθρωπος της δεοντολογίας, αν κάνω όπως με συμβουλεύεις θα φανεί καιροσκοπισμός, για το πλύσιμο μπορεί κάποιος να σου πει ότι έτσι κι αλλιώς θα το έπαιρνες στο βενζινάδικο, για τη ψυχική οδύνη ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι θέλει, το θέμα της ψυχικής αποζημίωσης παραμένει θολό και ασαφές, εγώ θα διεκδικήσω αυτό που λέει η δεοντολογία: τόσα χιλιόμετρα άρα δικαιούμαι τόσα ευρώ. Ξεκάθαρα πράγματα, με γερά επιχειρήματα που τα τεκμηριώνουν τα μαθηματικά. Μπήκα στο αυτοκίνητο και έφυγα.
Δεν πήγα σπίτι, έτρεξα προς Δάλι, Τσέρι, ήμουν χαρούμενος, τραγουδούσα το “Πότε θα κάνει ξαστεριά”, το “Ένωση κι ας γινεί το αίμα μας αυλάκι”, είχα βρει τον εαυτό μου γιατί βρήκα ανταπόδοση δικαίου. Αυτό λοιπόν, θα κάνω. Από δω και να πάει για κάθε χίλια χιλιόμετρα θα κατάσχω και βιβλία 45 ευρώ.
Όταν συμπληρώθηκαν δυο χιλιάδες χιλιόμετρα χάρισα στον Κωστή και στον Τεύκρο βιβλία 90 ευρώ. Στα επόμενα χίλια χιλιόμετρα, είπα, θα πουλήσω τα βιβλία, άντε με μια μεγάλη έκπτωση. Σκεφτόμουν τον κύριο εκδότη όταν θα έβαζε την ουρά στα σκέλια -που να πάει, το γαϊδουρινό μου πείσμα θα τον λύγιζε-, και θα ερχόταν να πάρει τα βιβλία.
-Παρακαλώ, κύριε εκδότα. λείπουν βιβλία αξίας τόσων ευρώ, είναι η σπατάλη από την επιπλέον βενζίνη. Κι αν θες επιβεβαίωση υπάρχει και διδάκτορας μηχανολογίας, εγκεκριμένος και επικυρωμένος.
Σκεφτόμουν τα μούτρα που θα έκανε και λιποθυμούσα από ευτυχία.
Ύστερα από δεκαπέντε μέρες, περνώντας από το βενζινάδικο έπεσα πάνω στο μηχανολόγο, τον διδάκτορα. Του είπα γεμάτος χαρά τι έκανα, για τα πρώτα 90 ευρώ, και ότι περίμενα να συμπληρωθούν άλλα χίλια χιλιόμετρα για να πάρω κι άλλα βιβλία 45 ευρώ. Κι ότι ο κύριος εκδότης ας μη επικοινωνούσε και ας μη ανταποκρινόταν, το πρόβλημα θα λυνόταν από μόνο του, κάποια στιγμή θα άδειαζε το πορτ μπαγκάζ, κάποια στιγμή δεν θα υπήρχαν βιβλία. Ότι η δικαιοσύνη αποκαταστάθηκε κι είμαι ευτυχής.
Με κοίταξε με παράξενο ύφος.
-Παραβιάζετε τη δεοντολογία, μου είπε.
Έφριξα.
-Τί είπατε;
Μου εξήγησε: Ότι όσο μειώνεται το βάρος από τα βιβλία που χαρίζω ή πουλώ, τόσο πέφτει και η σπατάλη της βενζίνης, άρα κάθε φορά πρέπει να παίρνω και λιγότερα.
-Μου ανοίγετε παρακαλώ το πορτ μπαγκάζ;
Πήρε μερικά μικρά βιβλία από την «Ανθολογία νεοκυπριακής σήψης» και τα ζύγισε με το χέρι του. Δέκα βιβλία ήταν μισό κιλό. Να, πέστε ότι ύστερα από καιρό, ύστερα από πολύ καιρό, σας μένουν μόνο αυτά τα δέκα. Στα χίλια χιλιόμετρα θα επιβαρυνθείτε με ένα τέταρτο του ευρώ. Κοίταξε την τιμή του βιβλίου, πέντε ευρώ, πρέπει να κάνετε είκοσι χιλιάδες χιλιόμετρα για να το πουλήσετε αυτό, κι όταν θα μείνουν εννιά βιβλία θα κάνετε κάτι χιλιόμετρα παραπάνω. Κι ακόμα παραπάνω, με συνεχή αυξητική τάση μέχρι να φτάσετε στο τελευταίο. Και για να τελειώνετε μ αυτό….
-Δηλαδή πόσος καιρός θα πάει για να ξεμπερδέψω μ’ όλα, πότε θα αδειάσει το πορτ μπαγκάζ; Να μη μείνει ένα.
Υπολόγισε ξανά το βάρος των τεσσάρων κασονιών, με ρώτησε διάφορα, όπως οι τιμές των βιβλίων, ο μέσος όρος των χιλιομέτρων που διανύω κάθε μήνα, χτύπησε στην αριθμομηχανή διάφορα νούμερα και μου είπε κοφτά.
-Για να ξεμπερδέψετε μ’ αυτό το θέμα χρειάζεστε 83 χρόνια, 8 μήνες και 13 μέρες. Και με κοίταξε σαν τελεσίδικη απόφαση της Ιστορίας.
Με την ουρά στα σκέλια, πήγα αμέσως στα γραφεία του εκδότη κ. ΒΠΓ και κατέβασα τα κασόνια με τα βιβλία.
-Δεν υπάρχει σωτηρία, είπα.