Πριν από μερικά χρόνια δημιουργήθηκαν αντιδράσεις στη Γερμανία με αφορμή το είδος του υλικού που θεωρήθηκε αντιπροσωπευτικό της γερμανικής ιστορίας και τοποθετήθηκε σε χώρο, ειδικά κατασκευασμένο, στα βάθη ενός λατομείου, που μπορούσε να το προφυλάξει ακόμη και σε περίπτωση πυρηνικού πολέμου.
Το είδος των ντοκουμέντων που διαλέχτηκε, τονίζουν οι κριτικές, αναφέρεται μόνο σε διακρατικές συμφωνίες, αποφάσεις κομματικών συνεδρίων, συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις, πολεμικά ανακοινωθέντα, κυβερνητικούς λόγους κ.λπ. Όλα αυτά που ευσχήμως ονομάζονται ντοκουμέντα της επίσημης ιστορίας. Έτσι, ένας που θα έλθει σ’ επαφή μ’ αυτά τα ντοκουμέντα, ύστερα από διακόσια ή τριακόσια χρόνια, και δεν θα έχει άλλες μαρτυρίες για την ψυχοσύνθεση και νοοτροπία του γερμανικού λαού, θα σχημάτιζε μια λανθασμένη εικόνα γι’ αυτόν, θα νόμιζε ότι ήταν ένας λαός χωρίς την αίσθηση του χιούμορ, χωρίς σάτιρα και γέλιο, που έχει εξορίσει τον έρωτα και το παιγνίδι, και ασχολείται μόνο με σοβαροφανή και βαρύγδουπα πράγματα, ένας λαός μουντός και αγέλαστος.
Πράγματι, η κυρίαρχη ιδεολογία, με την κατηγορία του ελαφρού και μη σοβαρού, απορρίπτει μια πλούσια κουλτούρα που αναπτύσσεται και διακλαδώνεται μέσα στα λαϊκά στρώματα (σάτιρα, ανέκδοτα, επιθεωρήσεις, γελοιογραφίες, κόμικς, επιστημονική φαντασία, αστυνομική φιλολογία, στιχουργήματα κ.λπ.), γιατί αυτή η κουλτούρα είναι ανευλαβής και αθυρόστομη, τσούζει και μιλά χωρίς υποκρισία και σοβαρότητα, υπερβαίνοντας τους κανόνες του καθωσπρεπισμού. Κτυπά εκεί που δεν το περιμένουν και σημειώνει μικρές και μεγάλες νίκες.
Και στην παρούσα ανθολογία βλέπουμε πόσο καταλυτικό ρόλο μπορεί να παίζει ένα σκίτσο. Εκεί που το μπαλόνι της κομματικής κυπροκαπηλίας φουσκώνει αυτάρεσκα κι επιβλητικά, ένα σκιτσάκι το πλησιάζει και το τρυπά κι αποδεικνύονται όλα αέρας κοπανιστός.
Η περίπτωση Νταβός είναι χαρακτηριστική. Όταν η πλειοψηφία των κομματικών μηχανισμών, στην Ελλάδα και την Κύπρο, με “σοβαρούς”, “επιστημονικούς” και δυναμικούς τόνους ανέλυε και εκθείαζε και τόνιζε τα δήθεν ευεργετικά και θετικά αυτής της πορείας, (ένας βουλευτής, μάλιστα, της Κυπριακής Βουλής είπε το ανεπανάληπτο: το Νταβός είναι αποτέλεσμα των… αγώνων του λαού μας), μερικά σκίτσα διέλυσαν αυτούς τους μύθους, από την αρχή αυτής της εθνικής κατρακύλας.
Τότε, ο Ελληνισμός, χωρίστηκε στα δυο. Στο στρατόπεδο του Νταβός –όπου πλειοψηφούσαν οι πολιτικοί– και στο στρατόπεδο των αντιΝταβός –όπου πλειοψηφούσαν οι γελοιογράφοι. Σήμερα, η πλεκτάνη του Νταβός έχει ξεκαθαρίσει και μπορούμε να πούμε πως οι γελοιογράφοι έσωσαν την τιμή της Ελλάδας, που διέσυρε η πλειοψηφία των πολιτικών μας. Το γεγονός δεν φαίνεται να μας έχει κάνει σοφότερους, όμως η διαπίστωση υπέρ της γελοιογραφίας παραμένει.
Στην παρούσα ανθολογία είναι εμφανής η δυνατότητα των γελοιογράφων να δουν άλλες πλευρές του κυπριακού ζητήματος που αποκρύβουν ο κομματικός βερμπαλισμός και οι επίσημες κυβερνητικές ρητορείες.
Από το 1931, με την εξέγερση των Οκτωβριανών, και κυρίως από τα μεταπολεμικά χρόνια (Δημοψήφισμα, αγώνας 55-59, Τουρκική ανταρσία 1963, εισβολή κ.λπ.) το κυπριακό ζήτημα είναι πάντοτε στο προσκήνιο της ελληνικής πολιτικής ζωής. Κι η ελληνική γελοιογραφία, από κοντά κι αυτή, αποτυπώνει συνεχώς τις διάφορες εξελίξεις του, σαρκάζει κι αποκαλύπτει, ασκεί ανελέητη κριτική, καταρρίπτει ψευδαισθήσεις, ειρωνεύεται στρουθοκαμηλισμούς, υποκρισίες και λεονταρισμούς και με ευσύνοπτο και καίριο τρόπο βλέπει τις άλλες πλευρές του Κυπριακού, που αποφεύγει ο κομματικός καιροσκοπισμός. Η ελληνική γελοιογραφία αποτελεί έτσι πολύτιμο ιστορικό υλικό για την κατανόηση του κυπριακού ζητήματος, των επιδράσεων και αντιδράσεων που προκαλεί.
Φυσικά, οι γελοιογραφίες αυτές αναφέρονται στις κομματικές θέσεις, στις επίσημες διακρατικές σχέσεις και αντεγκλήσεις Ελλάδας-Κύπρου-Τουρκίας, Της διαφεύγει, με άλλα λόγια, ένας σημαντικός παράγοντας: Η κυπριακή κοινωνία που αλλοτριώνεται νεοκυπριακά και παχύνεται δίπλα στην κόψη, όχι την τρομερή του σπαθιού της Ελευθερίας αλλά του Αττίλα.
Η απουσία είναι φυσιολογική όμως, αφού οι Ελλαδίτες γελοιογράφοι δεν έχουν άμεση εμπειρία της κυπριακής κοινωνίας. Η ευθύνη ανήκει στους Έλληνες γελοιογράφους της Κύπρου που άρχισαν να μπαίνουν στο παιγνίδι εδώ και λίγα χρόνια (Μαθ, Πιν, Αιπολίδης, Μιτίδης) και η παρουσία και η προσφορά τους αρχίζει να γίνεται πιο εμφανής και ουσιαστική.[1]
[1]) Πρόλογος σε μια Ανθολογία ελληνικής γελοιογραφίας για το Κυπριακό, που θα ακολουθούσε την έκδοση Έλληνες γελοιογράφοι και προστασία του περιβάλλοντος (εκδ. Το μώλυ, Λεμεσός 1992). Εν τέλει, δεν έγινε κατορθωτή η κυκλοφορία της.
Σχολιάστε