Το ρουσφέτι και το κόστος του ή περί αντιδόσεως
Στο συμπυκνωμένο κείμενο του Καρλ Μαρξ που επιγράφεται «Εγκώμιο του εγκλήματος», αποκαλύπτονται πολλές από τις αλυσιδωτές επιδράσεις και εξελίξεις που προκαλεί το έγκλημα, πολλές απ’ αυτές θετικές. Ο εγκληματίας δεν παράγει μόνο εγκλήματα, αλλά και το ποινικό δίκαιο και τον καθηγητή που το διδάσκει, καθώς και το σύγγραμμα του καθηγητή, παράγει δικαστές, δήμιους, ενόρκους, συντελεί στη βελτίωση της κλειδαριάς για να αποφευχθεί η κλοπή, στην τελειοποίηση της νομισματοκοπίας για να αντιμετωπιστεί η παραχάραξη. Ακόμη ο εγκληματίας παράγει και τέχνη, ωραία λογοτεχνία, μυθιστορήματα ακόμη και τραγωδίες. Το κείμενο αυτό του Μαρξ είναι πράγματι σπινθηροβόλο και φωτίζει το θέμα από απρόσμενες πλευρές. Και το ρουσφέτι είναι έγκλημα, συντελεί σε διάφορες αλυσιδωτές αντιδράσεις, συνήθως αρνητικές, ποτέ όμως δεν έχει καταξιωθεί στη λογοτεχνία και όπου αναφέρεται είναι πάντα με απαξιωτικό τρόπο. Στα άλλα εγκλήματα ο λογοτέχνης μπορεί να βρει στοιχεία εξανάστασης και παλικαριάς, ατίθασα πνεύματα και βία που κάποτε ξεσπά δικαιολογημένα, όμως το ρουσφέτι είναι έγκλημα της μιζέριας και της κακομοιριάς, ποιος μπορεί να εμπνευστεί από αυτό;
Στο προηγούμενο άρθρο τοποθετήθηκε το θέμα του ρουσφετιού και πόσο στοιχίζει αυτό στην κοινωνία μας. Αναφέρθηκαν οι διαλυτικές τάσεις που αναπτύσσει και καλλιεργεί, τα αισθήματα παραίτησης και ωχαδελφισμού, ακόμη τονίστηκε το οικονομικό κόστος του ρουσφετιού. Δυστυχώς η κοινωνία των πολιτών δεν έχει κάνει παντιέρα της την εξαφάνιση του ρουσφετιού, και όμως ο Κύπριος φορολογούμενος καλείται να πληρώσει τον λογαριασμό, καλείται να καλύψει τη ζημιά. Γιατί αν σε μια θέση εποπτείας και διεύθυνσης, π.χ. στο Υπουργείο Εσωτερικών, αναλάβει κάποιος ατάλαντος και μη προσοντούχος επειδή έχει δόντι κομματικό, επειδή η ρουσφετολογία τον ανάδειξε και τον επέλεξε και θα διανύσει τα επόμενα δέκα ή δεκαπέντε χρόνια της υπόλοιπης επαγγελματικής του σταδιοδρομίας από το πόστο αυτό, σημαίνει ένα κόστος για την κοινωνία που μπορεί να υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο λίρες. Γιατί θα σημειωθούν χαμηλής ποιότητας εργασία, λάθη, έλλειψη συντονισμού και παραλείψεις που στοιχίζουν, χαμηλή παραγωγικότητα των υπαλλήλων που εποπτεύει γιατί δεν μπορεί να εμπνεύσει τους υφισταμένους του, δεν τον υπολογίζουν, γιατί ξέρουν πως βρέθηκε εκεί, ακόμη γιατί πήραν ένα μήνυμα ότι η εργατικότητα, τα προσόντα και η υπευθυνότητα στη δουλειά δεν επιβραβεύονται, άρα: γιατί αυτοί να δουλεύουν; Όλα αυτά μπορούν να υπολογιστούν με συγκεκριμένα στοιχεία και η σημερινή οικονομική επιστήμη γνωρίζει πως να τα εξετάσει και να τεκμηριώσει το κόστος.
Ας συνειδητοποιήσει λοιπόν η κοινωνία μας ότι κάθε φορά που κάποιο κόμμα επιτυγχάνει ένα ρουσφετολογικό στόχο, οι φορολογούμενοι πολίτες αυτού του τόπου θα καταβάλουν αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες λίρες από τη δική τους τσέπη για να καλυφθεί η ζημιά που θα προκαλέσει ο ατάλαντος πλην «εκλεκτός» του κόμματος.
Στην αρχαία Αθήνα υπήρχε το θέμα των χορηγών. Η πολιτεία επέλεγε κάποιους πλούσιους για να καλύψουν, με δικά τους έξοδα, εκδηλώσεις και τελετές. Αυτοί είχαν το δικαίωμα να αρνηθούν προτείνοντας άλλους, πιο εύπορους, ότι αυτοί έπρεπε να επιβαρυνθούν με την καταβολή της χορηγίας. Έμπαινε ακόμη και θέμα ανταλλαγής περιουσιών: Αφού θεωρείς ότι είμαι πλουσιότερός σου, έλα πάρε την περιουσία μου και δώσε μου τη δική σου.
Και τα μέλη της Ε.Δ.Υ., που αποφασίζει για τις προαγωγές και τοποθετήσεις, πρέπει λοιπόν να έχουν κάποιο κόστος για τις επιλογές τους. Κατ’ αναλογία με το θέμα των χορηγών της αρχαίας Αθήνας θα πρότεινα μια πολύ απλή λύση. Όταν υπάρχει έντονη αμφισβήτηση για την τοποθέτηση κάποιου σε καίριο πόστο, όταν υπάρχουν υποψίες ρουσφετολογίας, να αναλαμβάνουν την εργοδότηση και μισθοδότησή του αμφισβητούμενου προσώπου τα μέλη της ΕΔΥ που τον επιβράβευσαν, τοποθετώντας τον σε δικές τους επιχειρήσεις και γραφεία. Τουλάχιστον για τρία χρόνια. Αν είναι πράγματι τόσο καλός θα κερδίσουν αρκετά, σ’ αυτά τα τρία χρόνια, από τα προσόντα του και τις ικανότητές του. Και θα δικαιωθούν. Αν δεν είναι καλός, θα ζημιωθούν και θα καταλάβουν το λάθος τους. Επειδή πριν μερικά χρόνια παρακολούθησα εκ του σύνεγγυς την τοποθέτηση κάποιου σε διευθυντικό πόστο, ενώ δεν είχε τα προσόντα, πολύ θα χαιρόμουν να αναλάμβαναν τα μέλη της ΕΔΥ και την επί τριετία μισθοδοσία του. Γιατί όχι, για να δικαιολογήσουν την επιλογή τους τον παρουσίαζαν σαν γίγαντα ικανοτήτων, σαν πρωτοφανές φαινόμενο γνώσεων, προσόντων και δεξιοτήτων. Άρα, λοιπόν, με ευχαρίστηση θα δέχονταν και να τον εργοδοτούσαν. Πάντως εγώ θα περνούσα τρία από τα πιο ευτυχισμένα χρόνια της ζωής μου όταν θα σκεφτόμουν ότι κάθε μήνα ο κ. Μάρκος Σπανός ή ο κ. Παύλος Παπαγεωργίου άνοιγαν το πορτοφόλι τους για να πληρώσουν με δικά τους λεφτά τον μισθό αυτού του προσώπου. Αν θα άντεχαν αυτό το μαρτύριο τρία χρόνια…
Όμως δεν πληρώνει κανένας, εκτός από τον Κύπριο φορολογούμενο.
Παίξαμε εν παικτοίς. Στο επόμενο, και τελευταίο, θα γίνουμε πιο σοβαροί και θα αναλύσουμε τις συνέπειες του ρουσφετιού στο κύριο θέμα που μας απασχολεί, που είναι οι δυνάμεις αντίστασης του κυπριακού ελληνισμού στον αγώνα της επιβίωσής του.