Ηλίας Πετρόπουλος
Αναφέρομαι στο βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου, Η ονοματοθεσία οδών και πλατειών, μελέτη προς υποβοήθησιν του έργου των αγραμμάτων δημοτικών συμβούλων, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 1995. Ένα βιβλίο που έχασες 4 χιλιάρικα για να το αγοράσεις, μερικές ώρες για να το διαβάσεις και τελειώνοντάς το έχεις γίνεις ηλιθιότερος. Αυτός, λοιπόν, είναι ο ύστερος Πετρόπουλος, μια βιομηχανία εύκολων μελετών, που γράφονται κυριολεκτικά στο πόδι. Όμως οι εκδοτικοί οίκοι τον παρακαλούν, τον προτρέπουν να γράψει κι άλλα, γιατί, για τους εκδότες έχει γίνει η χρυσοτόκος όρνις. Έχει πια ένα κοινό φανατικό, με τη νοοτροπία του πιστού και του οπαδού, είναι ο ευκατάστατος συγγραφέας που κάθε βιβλίο του είναι ευπώλητο κ.λπ.
Ο Πετρόπουλος εισήλασε στην εκδοτική σκηνή με τον τρόπο των προκλητικών χαρακτηρισμών: λιγδιάρης Παπαδιαμάντης, η γαμημένη ορθοδοξία, οι εκφωνήτριες της τηλεόρασης που μιλούν λες κι έχουν ένα πέος στο στόμα τους. Αν κάποιος του αντιμιλούσε, του απαντούσε -ήταν εύκολη η ρετσινιά: σκοταδιστής, οπισθοδρομικός, συντηρητικός, εθνικιστής, φασίστας, αγράμματος. Την ευνοούσε και το γενικότερο πολιτικό κλίμα της μεταπολίτευσης.
Λοιπόν, ο λιγδιάρης Παπαδιαμάντης, αναφωνεί ο Πετρόπουλος, κάπου, απαξιωτικά –ο Νιρβάνας, καίριος και ευσύνοπτος, που ξέρει να δει την ενότητα ανθρώπινης παρουσίας και ποιότητας τέχνης τον ονομάζει «αριστοκράτην ρακένδυτον» -που να καταλάβει από τέτοια ο ξεμωραμένος φωταδιστής Ηλίας Πετρόπουλος.
Τώρα το βιβλίο Ονοματοθεσία οδών και πλατειών. Γεμάτο λάθη, εύκολες και καιροσκοπικές ομαδοποιήσεις των οδών, χαρακτηριστικά στους στατιστικούς πίνακες, που δημιουργεί, μιλά για ρεβανσιστικά/ μιλιταριστικά/ ιμπεριαλιστικά/εθνικορατσιστικά οδωνύμια. Ένα απ’ αυτά το οδός Κρήτης. Αν είναι δυνατό! Ο Ηλίας Πετρόπουλος δημιουργεί μια μαύρη τρύπα στην ιστορική μνήμη της Ελλάδας!!! Ακόμη και την οδό Κρήτης διασύρει. Είναι ενδεικτικό ότι μιλά στους απογόνους των προσφύγων και, ως κατηχητόπουλο του προοδευτισμού, τους συμβουλεύει ότι «πρέπει να καταλάβουν ότι ορισμένες ονομασίες δρόμων λειτουργούν ανασχετικά ως προς τις σχέσεις μας με τις γειτονικές χώρες.» Δηλαδή δεν πρέπει να δίνουμε ονόματα δρόμων «οδός Σμύρνης», για να μη δυσαρεστηθεί η Τουρκία; Άφεριμ Ηλία Πετρόπουλε!
Διαβάζοντας το βιβλίο του Πετρόπουλου αισθάνεσαι ότι διεξάγεται μια αέναη πάλη του καλού και του κακού, του προοδευτικού και του συντηρητικού στο δημοτικό συμβούλιο της Αθήνας, παράγοντας μια απλουστευτική επισκόπηση στο θέμα της ονοματοθεσίας. Διαβάζοντας το βιβλίο του Πετρόπουλου νομίζεις ότι το δημοτικό συμβούλιο της πόλης έκατσε σε μια ενιαία συνεδρία και οι ίδιοι άνθρωποι έδωσαν ονόματα των δρόμων με ενιαία στάση και κοινά κριτήρια και κρίνονται γι’ αυτό. Όμως η ονοματοθεσία των οδών αποτελεί έργο προσχώσεων που συσσώρευσαν από διαφορετικές δεκαετίες [και αιώνες, κάποτε] διαφορετικά μέλη, διαφορετικών Συμβουλίων, κάτω από διαφορετικές συγκυρίες και επιλογές.
Έτσι, όταν υπάρχει μερίδα των συμβούλων που προέρχονται από χωριά και κωμοπόλεις της επαρχίας μπορεί τα ονόματα των κοινοτήτων καταγωγής τους να ανεβαστούν ως οδωνύμια της Αθήνας. Το ίδιο μπορεί να γίνει με τα ονόματα λογίων που έχουν σχέση με το σόι των Συμβούλων. Για να κατανοήσουμε την πράξη της οδωνυμίας θέλουμε τη βοήθεια της εργονομίας, κυβερνητικής, θεωρίας των παιγνίων κ.λπ. Δεν αρκεί δηλαδή το απλουστευτικό φιλοσοφικό λεξικό Ρόζενταλ-Γιουντίν που έθρεψε δυο γενιές προοδευτικώνυμων στην Ελλάδα. Έτσι από μια ρέουσα, αντιθετική, πολύπλοκη, ασυντόνιστη –και όπου συντονίζεται αυτό γίνεται από πολλά κέντρα-, πολυεπίπεδη πραγματικότητα το θέμα δίνεται απλουστευτικά και με ιδεολογήματα. Αλήθεια αντιλαμβανόταν ο Πετρόπουλος γιατί ο λαός εξακολουθούσε να λέει Σταδίου, Ακαδημίας, Πανεπιστημίου παρά τα ηχηρά ονόματα (Βενιζέλου κ.λπ) με τα οποία προσπάθησαν να τα αντικαταστήσουν; Τέλειωσα το βιβλίο του Πετρόπουλου δύσθυμος και αγανακτισμένος. Πληροφορίες εύκολες και γεμάτο πανεύκολα «αγανακτισμένα» σχόλια, που δεν λένε τίποτα, μάλλον συσκοτίζουν τα πράγματα και δεν ερευνούν σοβαρά το σοβαρό θέμα της οδωνυμίας. Π.χ. αναφερόμενος στις τέσσερις οδούς: Αποστόλου Παύλου, στη Θεσσαλονίκη, θέλοντας να μειώσει την πράξη αυτή της οδωνυμίας, γράφει: «καθ’ότι περαστικός από τη Θεσσαλονίκη». Όμως ο Απόστολος Παύλος δεν ήταν απλώς περαστικός από τη Θεσσαλονίκη, έγραψε τις δύο επιστολές Προς Θεσσαλονικείς (Α’ και Β’) που ακούονται στις εκκλησίες από εκατομμύρια Χριστιανούς και μελετούνται από όλους τους θεολόγους και εκκλησιαστικούς παράγοντες. Δεν μπορεί η Θεσσαλονίκη να τιμήσει τον Απόστολο Παύλο, που έγραψε για χάρη των Θεσσαλονικιών δύο βιβλία, τα οποία αποτελούν, από χρονολογική άποψη, τα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης;
Για να μην ισοπεδώνω. Αναγνωρίζω τη συμβολή του Πετρόπουλου στο ρεμπέτικο τραγούδι και τη συμβολή του στη στροφή για την μελέτη της εν άστει λαογραφίας. ‘Όμως κάποια στιγμή ξεσάλωσε και άρχισε, με το αζημίωτο, να ξεφουρνίζει τα βιβλία περί παντός επιστητού. Αποτυχημένα βιβλία. Με εύκολη ιδεολογική γραμμή, με απλουστεύσεις, και με τη φωνή υψωμένη για όποιον τολμούσε να αντιδράσει. Βρίζοντας, μειώνοντας, βρίσκοντάς του ιδεολογικά κουσούρια κ.λπ.
Μελετώντας τον Πετρόπουλο μπορεί να απαντηθεί το ερώτημα γιατί στην μεταπολιτευτική Ελλάδα είχαμε τη μεγαλύτερη συσσώρευση αντιεξουσιαστών, ανατρεπτικών, αντικατεστημένων κ.λπ. κ.λπ. και όμως όλοι αυτοί δεν έφτιαξαν παρά το μεταπολιτευτικό έλος, για να μην πω ότι οδήγησαν στην τραγική κατάληξη. Φωνές, μουρμούρα, μείωση της ιστορικής περηφάνιας, μη εις βάθος μελέτη του κάθε ζητήματος και άλλα εύκολα και ευκολοχώνευτα, που καλυπτόταν από τις φωνές των ιδεολογημάτων.(1)
(1). Χαρακτηριστικό παράδειγμα. Στο βιβλίο του Δημήτρη Λιθοξόου, Μειονοτικά ζητήματα και εθνική συνείδηση στην Ελλάδα, εκδόσεις Μπατάβια, Θεσσαλονίκη 2006 (πρώτη έκδοση 1991), στη σ. 127 αναφέρει ότι η Ελλάδα, με διαδοχικές νίκες περιέλαβε εντός των συνόρων της και εδάφη που δεν είχαν έντονη ελληνική παρουσία. Ούτε ένα δάκρυ όμως για περιοχές με έντονη ελληνική πλειοψηφία που δεν συμπεριλήφθηκαν στα ελληνικά όρια (Κύπρος, Ίμβρος, Τένεδος, Β. Ηπειρος κ.λπ.) Η κατηγορία ότι η Ελλάδα είχε εδάφη χωρίς ελληνική πλειοψηφία σήμαινε μαγκιά και έπαρση, η απόκρυψη των περιοχών με ελληνική πλειοψηφία που δεν εντάχθηκαν στην Ελλάδα σήμαινε πάλι μαγκιά -έκρυβαν εθνικιστικές οξύνσεις. Η «προοδευτική» διανόηση της Ελλάδας πέρασε καλά με χρηματοδοτήσεις, αργομισθίες, ΜΚΟ κλπ. γιατί γράμματα κέρδιζε κορώνα έχαναν οι αντιπάλοί της.
[1996 – 2015]