Archive for the ‘Μικροφιλολογικά’ Category

ΑΣΣΟΣ ΚΟΥΠΑ, ΤΟ ΑΧΤΥΠΗΤΟ ΧΑΡΤΙ

1 Μαρτίου, 2015

ΑΣΣΟΣ ΚΟΥΠΑ, ΤΟ ΑΧΤΥΠΗΤΟ ΧΑΡΤΙ

κινήσανε κοπαδιαστά
να βρουν τον άσο κούπα
της κόρης που ήταν σαν τουλούπα
στου Γάγγη τα νερά
Σεφέρης, Ινδικό παραμύθι, Λονδίνο 1931, Τετράδιο Γυμνασμάτων, Β’, σ. 53
.
Σήκωσ’ το φουστανάκι σου, να δω τον άσσο κούπα,
Σεφέρης, Έξι νύχτες στην Ακρόπολη, σ.
.
Σήκωσ’ το φουστανάκι σου, να δω τον άσσο κούπα,
να κόψω το μαλλάκι του, να κάμω πατατούκα.
Θεοδωρής Κοντάρας, Οι Αποκριές στην Ερυθραία της Μικρασίας και στη Νέα Ερυθραία, εφ. Νέα Ερυθραία, Αποκριές του 2009

Προυστ και Αποκάλυψη τώρα

17 Ιανουαρίου, 2015

ΠΡΟΥΣΤ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΏΡΑ

Είναι γνωστή η σκηνή στο έργο του Κόπολα Αποκάλυψη τώρα [1979], όταν ο Αμερικανός αξιωματικός, πριν την επίθεση στο Βιετναμέζικο χωριό, βάζει στη διαπασών τη μουσική του Βάγκνερ να μεταδίδεται από τα μεγάφωνα του ελικοπτέρου και να ακούγεται από εχθρούς και φίλους, από εχθρικές δυνάμεις για να ενταθεί το δέος τους, από φίλιες δυνάμεις για τόνωση του φρονήματός τους, συμβολική καταδήλωση της εναέριας επίθεσης. Ο Βάγκνερ αφικνείται στο Βιετνάμ και η έφιππη και ιπτάμενη επέλαση των Βαλκυριών γίνεται από ελικόπτερα του αμερικανικού στρατού.
Όμως την εξομοίωση των αεροπορικών επιδρομών με τις Βαλκυρίες του Βάγκνερ πρωτοδιατυπώνει ο Προυστ στον Ξανακερδισμένο χρόνο, 7ος τόμος του έργου του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. Εκεί, (σ. 122) σχολιάζοντας ο ήρωάς του, αναφέρεται στις γερμανικές αεροπορικές επιδρομές εναντίον του Παρισιού κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και τις παρομοιάζει σαν επέλαση των Βαλκυριών. Οι ουράνιες, έφιππες σε φτερωτά άλογα, γυναίκες της σκανδιναβικής μυθολογίας γίνονται οι σύγχρονες ιπτάμενες μηχανές του γερμανικού στρατού. Έτσι ο Βάγκνερ φτάνει στο Παρίσι εν ώρα πολέμου. Είναι χαρακτηριστικό το ακόλουθο απόσπασμα: «Και ύστερα οι σειρήνες θα μπορούσαν να είναι πιο βαγκνερικές; Και τι πιο κατάληλο για χαιρετισμό στην άφιξη των Γερμανών;» […] «Θα αναρωτιόταν πλέον κανείς αν ήταν πράγματι πιλότοι κι όχι οι ιπτάμενες Βαλκυρίες!» Εδειχνε να απολαμβάνει τη σύγκριση των πιλότων με τις Βαλκυρίες, και συνέχισε τις εξηγήσεις καθαρά με μουσικούς όρους: «Έτσι είναι, η μουσική των σειρήνων ήταν ένας ‘‘Καλπασμός των Βαλκυριών’’! Χρειάστηκε τελικά να καταφτάσουν οι Γερμανοί για να μπορέσει να ακούσει κανείς Βαγκνερ στο Παρίσι. Κατά κάποιο τρόπο η παρομοίωση δεν ήταν παραπλανητική. […] Και το ένα σμήνος μετά το άλλο, όπως και κάθε πιλότος, έτσι καθώς πετούσε πάνω από την πόλη, μεταφερμένο πια κι αυτό στον ουρανό, έμοιαζε πράγματι με Βαλκυρία.» (μετ. Π. Ανδρικόπουλος, Δ. Δημουλάς).
Δεν ξέρω αν αυτό αποτελεί, εκ μέρους του Κόπολα, συνειδητή αντιγραφή του Προυστ –μπορεί να αποτελεί κοινό τόπο, κρυπτομνησία, και άλλα. Πάντως ενθυμούμενος το αριστούργημα του ιδιοφυούς Σέρτζιο Λεόνε Κάποτε στην Αμερική, τη σκηνή που ο χοντρός Μο ερωτά τον Ρόμπερτ ντε Νίρο τι έκανε τόσα χρόνια -πάνω από τριάντα- αυτός απαντά ότι αυτά τα χρόνια πλάγιαζε νωρίς, η πρώτη φράση από το έργο του Προυστ Αναζητώντας το χαμένο χρόνο.(1) Και πράγματι στο έργο αυτό ο Ρόμπερτ ντε Νίρο επιστρέφει, σ’ αυτήν την ταινία -ελεγείο για το χαμένο χρόνο-, για να ανακαλύψει ότι τα πράγματα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά και αυτός είχε παίξει και χάσει τη ζωή του με ψεύτικες εντυπώσεις και ιδέες.
Όλοι στην τέχνη ζούνε με τον χαμένο χρόνο του Προυστ και με τον χαμένο χρόνο τον δικό μας.

1) βλ. και το ποίημα του Σεφέρη, Piazza San Nicolo, Ημερολόγιο Καταστρώματος, Α’ [1940]

ΣΚΟΡΠΙΣΘΕΝΤΑΣ ΣΥΝΑΓΑΓΕ (1) Το εσπερινό σκόρπισμα, μικροφιλολογικό εις “Το μυρολόγι της φώκιας”

14 Σεπτεμβρίου, 2014

τὸν μὲν ἄρ᾽ ἐγχέλυές τε καὶ ἰχθύες ἀμφεπένοντο
δημὸν ἐρεπτόμενοι ἐπινεφρίδιον κείροντες·
Ιλιάς, Φ203-204 (2)
καὶ τὴν μὲν [γυναῖκα] φώκῃσι καὶ ἰχθύσι κύρμα γενέσθαι
ἔκβαλον·
Οδύσσεια, ο 481-482 (3)

Είναι η ώρα που ο Αποσπερίτης θα φανεί λαμπερός στον ουρανό για να επιβάλει την τάξη της νύχτας. Όλοι θα μαζευτούν στο σπίτι, με ενισχυμένους τους συνεκτικούς δεσμούς. Μετά τις κουραστικές αγροτοποιμενικές, κυρίως, δουλειές, αλλά και τις εργασίες της θάλασσας, αρχίζει η ξεκούραση ανάμεσα στα οικεία πρόσωπα, ακολουθεί το βραδινό τραπέζι, ύστερα η κατάκλιση, τα όνειρα της νύχτας.
“Έσπερε, αστέρων πάντων ο κάλλιστος”, ψάλλει η Σαπφώ: Έσπερε που συνάγεις όσα εσκέδασε, σκόρπισε η φωτεινή αυγή, “φέρνεις πίσω το πρόβατο• φέρνεις πίσω την αίγα• φέρνεις και το μικρό παιδί στην αγκαλιά της μάνας του.”(4) Όμως αυτή την ώρα της συναγωγής, την ώρα που πάει να εμφανιστεί στον ουρανό ο Έσπερος, μία μικρά κόρη (ήτο η μεγαλυτέρα εγγονή της γραίας Λούκαινας, η Ακριβούλα, εννέα ετών) σκεδάννυσι, σκορπίζει από το σπίτι. Ίσως την είχε στείλει η μάννα της, ή μάλλον είχε ξεκλεφθή από την άγρυπνον επιτήρησίν της, και μαθούσα ότι η μάμμη ευρίσκετο εις το Κοχύλι, πλύνουσα εις τον αιγιαλόν, ήλθε να την εύρη, διά να παίξη ολίγον εις τα κύματα.
Μακριά από το σπίτι και την κοινωνία, μόνη της, αρνούμενη την περισυλλογή που σηματοδοτεί ο Έσπερος, έτσι θα αρχίσει η περιπέτεια με την τραγική κατάληξη. Θα μας προϊδεάσει ο Παπαδιαμάντης. Προοικονομεί με τα μνημούρια και άλλα. Μετά την αναφορά για τα σαπρά ξύλα που προέρχονται από ανακομιδές οστών θα επιμείνει σε: “λείψανα από χρυσές γόβες ή χρυσοκέντητα υποκάμισα νεαρών γυναικών, συνταφέντα ποτέ μαζί των, βόστρυχοι από κόμας ξανθάς, και άλλα του θανάτου λάφυρα”. Επιμένει σε τρία δηλωτικά νεαρών γυναικών το απόσπασμα αυτό του Παπαδιαμάντη και το εκλαμβάνω ως συνέχεια αρχαίων επιτυμβίων επιγραμμάτων που εκφράζουν τον πόνο για νεαρά κορίτσια που πέθαναν πριν γνωρίσουν τον υμέναιο, “προ γάμοιο θανούσαι”.(5) Ο Παπαδιαμάντης εκδηλώνει τη θλίψη του με πιο υπόγειο τρόπο, όμως στο τέλος, στο μυρολόγι της φώκιας, θα εκφράσει ευθέως την πίκρα για την «προ γάμοιο θανούσα» μικρή Ακριβούλα: Φύκια ‘ναι τα στεφάνια της, /κοχύλια τα προικιά της… (5)

Ο Παπαδιαμάντης δεν γράφει διηγήματα κατηχητικού ή κοινωνικού ή οποιουδήποτε άλλου διδακτισμού, και δεν επιτρέπει στη μονομέρεια να επιβληθεί. Εύχυμος και πλούσιος δείχνει το πολυσύνθετο και πολύπλευρο της ζωής, τις ρέουσες, αντιφατικές και ανταγωνιστικές της εκφάνσεις, όμως ξέρει, μέσα σ’ αυτό το πολυσύνθετο πλέγμα, να αναδεικνύει εμμέσως αυτό που θέλει να υποβάλει, ως πρόταγμα βίου και φύσης, ως τάξη του Θεού και του κόσμου, αλλά και ως επιλογή ελεύθερης βούλησης. Έτσι, την Ακριβούλα ίσως να την είχε στείλει η μάνα της ή μάλλον είχε ξεκλεφθή από την άγρυπνον επιτήρησίν της [αυτό το: μάλλον, καθώς και το: άγρυπνον επιτήρησίν της, κλίνει την πλάστιγγα] και αυτή να είχε απόλυτη ευθύνη για την απόφασή της να εκφύγει από την τάξη που επιβάλλει ο Αποσπερίτης και η έλευση της νύχτας.
Και η ίδια καθυστερεί γιατί σταματά και καμαρώνει τον μικρό βοσκό και ακούει τον αυλό του (μετωνυμία και του ανδρικού οργάνου), μέσα από την παιδική χλωροφύλλη αναδύεται η μέλλουσα γυναίκα, ο προσδιορισμός του φύλου της.
Ο Παπαδιαμάντης δεν μεταβάλλει εκκωφαντικά και κραυγαλέα, αλλά με μικρές ατυχείς συμπτώσεις, που επισωρεύονται και επικυρώνουν την τραγωδία.(6)
Η Ακριβούλα αγνοεί από πού αρχίζει το μονοπάτι που θα τη φέρει στη γιαγιά της, επιπλέον, τυχαία, βρίσκει τον μικρό βοσκό και καθυστερεί ακούοντας τη μουσική και καμαρώνοντάς τον, έτσι δεν υπάρχει το φως της μέρας που θα τη βοηθήσει στον δρόμο της, παίρνει λάθος μονοπάτι, προσπαθεί να επιστρέψει μα δεν βρίσκει τον δρόμο από όπου είχε κατέλθει γιατί ο ουρανός εσκοτείνιαζε, σύννεφα έκρυπταν τα άστρα, ακόμη και το φεγγάρι ήταν στη χάσιν του, έτσι γυρνά πάλιν προς τα κάτω, γλιστρά και πέφτει στο κύμα. Ο ήχος της φλογέρας έκανε να μη ακουσθή η κραυγή της, ο μικρός βοσκός άκουσε έναν πλαταγισμόν όμως μέσα στο βαθύ κοίλωμα όπου βρισκόταν δεν μπορούσε να δει και να αντιληφθεί τι έγινε, ακούει και η γριά Λούκαινα το πλατάγισμα από τη πτώση της Ακριβούλας όμως το εκλαμβάνει ως ήχο από τις πέτρες που ρίχνει στο γιαλό για να χαζεύει ο “σημαδιακός κι αταίριαστος” μικρός βοσκός. Χωρίς, λοιπόν, κορώνες, διεκπεραιώνεται η τραγωδία, όμως εκείνο το απλό «μπλουμ!» της πτώσης ηχεί στ’ αυτιά μας για καιρό.
Ο Παπαδιαμάντης τοποθετεί εν χώρω και εν χρόνω. Ένυλος, ακουμπά στο γη και στο φως, εμμένει στα πρόσωπα και τις καταστάσεις που περιγράφει, χρησιμοποιεί τις αισθήσεις και όχι τις λογοκρατικές συνταγές. Στην πορεία των ανθρώπων αναφέρονται τα τοπωνύμια, μια μικρή έκταση περιγράφει, μα την προσδιορίζει συγκεκριμένα με πέντε τοπωνύμια. Όλη η γη κεντημένη με λέξεις- τοπωνύμια. (7) Η πορεία του αφηγήματος καθορίζεται από την πορεία του φωτός. Όπως προσδιορίζει τον χώρο με τοπωνύμια προσδιορίζει και τη χρονική ανέλιξη με το φως, σ’ αυτή τη μεταιχμιακή ώρα μεταξύ ημέρας και νύχτας. Η γριά Λούκαινα έφερε “την παλάμην εις το μέτωπόν της, διά να σκεπάση τα όμματα από το θάμβος του ηλίου” που εβασίλευεν εις το βουνόν αντικρύ, μετά αναφέρεται στα μνήματα λάμποντα εις τας τελευταίας του ακτίνας, πιο κάτω θα προσδιορίσει: είχε δύσει εν τω μεταξύ ο ήλιος, μετά θα αναφέρει την «αμφιλύκην του νυκτώματος», το «είχε νυκτώσει ήδη» και πιο ύστερα «η γριά Λούκαινα εκοίταξεν εις το σκότος».
Στο Μυρολόγι της φώκιας ο Παπαδιαμάντης πετυχαίνει μια θαυμάσια μείξη. Επιμένει στον υλικό κόσμο, με μια γραφή απτική, της όρασης και της ακοής, και φτάνει σε μέθεξη -ούλος ορά, ούλος ακούει, μα και ούλος δε τε νοεί, φτάνει στην αποτύπωση του ήθους, του έθους και της συνήθειας ενός κόσμου, φτάνει σε κόσμους ιδεών και σε φιλοσοφική ενατένιση.
Το διήγημα από ρεαλιστικό εξελίσσεται μετά σε υπερπραγματικό, η φώκια που θέλγεται και πλησιάζει και συμμετέχει, αποτυπώνει κάτι το ειδωλολατρικό και πανθεϊστικό. Το πρώτο μέρος το ρεαλιστικό είναι ποιητικό, το δεύτερο, το ποιητικό με τα μυρολόγια της φώκιας και τους εντριβείς εις την «άφωνο γλώσσα» των φωκών είναι ρεαλιστικό, αφού μας αναδεικνύει τη σκληρή πραγματικότητα της φύσης, που το κατασπαράσσειν και βιβρώσκειν είναι μέρος της καθημερινότητάς της. Μια σπάνια μείξη όταν το πρώτο ρεαλιστικό-ηθογραφικό μέρος έχει μια ποιητικότητα στην περιγραφή του κόσμου και το δεύτερο το ποιητικό και υπερπραγματικό αναδεικνύει ρεαλιστικά τη σκληρότητα του κόσμου και την αναλγησία της φύσης ή μάλλον την α-ηθικότητα της φύσης που έχει τη δική της πορεία, που καταξιώνει την επιβίωση και το ένστικτο.
Αισθησιακή και ηδονική η θέαση της φύσης και της ζωής, που είναι μέγα καλό και πρώτο, όμως με απαραίτητο συνοδό τον θάνατο που τονίζεται με την υλική παρουσία που έχουν τα νεκρικά μνήματα και με τη μνήμη των δικών της νεκρών που κουβαλά επώδυνα η γριά Λούκαινα. Μέθεξη της ζωής, και στην πορεία της μικρής Ακριβούλας (να παίξει στα κύματα, η παρακολούθηση του μικρού βοσκού, η ομορφιά του κόσμου) ως το τέλος, πριν γίνει άθυρμα και τροφή και μυρολόγι της φώκιας, όπως συνειδητοποιεί την αξία και χαρά της ζωής και ο νέος άγγλος στρατιώτης πριν κατασπαραχθεί από τον καρχαρία, στον Πόρφυρα του Σολωμού.(8) Γιατί, πριν επισυμβεί το τραγικό, ο απορρώξ βράχος του γλιστρήματος και της πτώσης της Ακριβούλας, το μαύρο του χάσμα, «γελούσε κι αυτός στα λούλουδα». Και εξακολουθεί και μετά.
Ο Παπαδιαμάντης με τις αισθήσεις σε παγανιστική μέθεξη, ζητά τον κόσμο της ζωής και ας είναι χωρίς ηθική, ανειρήνευτος, της ωμότητας, όμως με ένα φως που κάνει το χώρο των πεθαμένων περιβόλι του Χάρου και κήπο της φθοράς.
Κατά το: Όμηρον εξ Ομήρου και Παπαδιαμάντην εκ Παπαδιαμάντη σαφηνίζειν. Όμως αυτή η αρχή μπορεί να εφαρμοστεί σε ένα μεγάλο έργο κάποιου ποιητή, έστω σε μερικά έργα του μιας περιόδου. Το διήγημα είναι ένα αύταρκες είδος και πρέπει να το βλέπουμε αυτόνομα, τι ορίζει το συγκεκριμένο λογοτέχνημα από την πρώτη λέξη του τίτλου μέχρι την τελευταία του κειμένου. Ειδικά όταν ο συγγραφέας γράφει για ένα μεγάλο διάστημα και γράφει κάποτε από διαφορετικές σκοπιές, ενσωματώνει νέες απόψεις και δίνει άλλες προεκτάσεις. Αν θέλουμε όμως να δούμε τις ρήξεις που επιτελεί και τις συνέχειες που αναπαράγει μέσα στο συνολικό έργο του Παπαδιαμάντη το Μυρολόγι της φώκιας, θα έλεγα ότι το έργο αυτό είναι ένα από τα πιο ειδωλολατρικά πεζά του μεγάλου Σκιαθίτη. Υπάρχει η εγκόσμια χαρά, ο αισθησιασμός της ζωής, η μέθεξη του υλικού κόσμου, έκσταση μπροστά στην ομορφιά της φύσης, υπάρχει η λατρεία του φωτός. Η ζωή είναι ωραία ο θάνατος είναι μαύρος και άραχλος. Δεν αισθάνεσαι ότι η αθώα εννιάχρονη Ακριβούλα με τον θάνατό της «απέπτη εις την άνω καλιάν των αγγέλων». Ο Παπαδιαμάντης διοχετεύει τη βαθύτατη πίκρα του γιατί η Ακριβούλα έχασε το πιο ακριβό, το δώρο της ζωής, γιατί ο χάρος ο αχόρταστος πέτυχε ακόμη μια νίκη. Στην Νέκυια της Οδύσσειας, ο Οδυσσέας προσπαθεί να παρηγορήσει τον Αχιλλέα να μην πικραίνεται για τον θάνατό του, γιατί όταν ζούσε οι Έλληνες τον τιμούσαν σαν θεό και τώρα στον κάτω κόσμο είναι μεγάλη η δύναμή του. Όμως ο Αχιλλέας απαντά καταπελτικά: Προτιμώ να ζούσα πάνω στη γη και να υπηρετούσα έναν φτωχό παρά να είμαι αρχηγός στον κάτω κόσμο, να βασιλεύω στους νεκρούς [ἢ πᾶσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ἀνάσσειν]. Ο Παπαδιαμάντης διαμέσου και του δημοτικού τραγουδιού που εκφράζει παρόμοια στάση και δεν βλέπει τίποτα το σωτηριολογικό στον θάνατο, συνδέεται με τον παγανιστικό κόσμο των αρχαίων ειδωλολατρών. Στο έργο αυτό ο Παπαδιαμάντης επιτελεί αυτή τη ρήξη.(9)
Όμως υπάρχει και μια πιο υπόγεια σύνδεση με ένα χαρακτηριστικό που διατύπωσε και σε άλλα πεζά του. Ο Παπαδιαμάντης είναι ειδωλολάτρης της ζωής και της φύσης, αλλά τη χαρά για τα δύο αυτά υπέρτατα αγαθά καθώς και την πίκρα του θανάτου επιζητεί ο άνθρωπος να τα βιώσει μέσα στα πλαίσια της κοινωνίας και της εκκλησίας. Δεν θέλει τους ανθρώπους του αποσυνάγωγους, μακριά από την κοινωνία, αλειτούργητους, ακοινώνητους, αλιβάνιστους («δεν είμαι αλιβάνιστος», θα πει με ανακούφιση και χαρά ο γέρων ερημίτης, ο μπάρμπα Κόλιας, που μετέχει ύστερα από χρόνια, μαζί με τους άλλους, στη λειτουργία της Αναστάσεως [Ο αλιβάνιστος]) και ο γέρος Φραγκούλας λόγω της τρικυμίας και του ναυαγίου θα πάει «άψαλτος, ασαβάνωτος, αμοιρολόγητος»[Άψαλτος]. Μα όλοι αυτοί έχουν την κατανόησή του και την αγάπη του και ας είναι πλάσματα παραπλανημένα και πεπτωκότα και αποσυνάγωγα, είναι χαρακτηριστική η στάση του στις «Μάγισσες», που κρυφά, γυμνές μέσα στο σεληνόφως, επιτελούν τις μυστικές τελετές τους. Ο Παπαδιαμάντης νιώθει τις λογικές των γυναικών/μαγισσών, μετεωρίζεται μαζί τους, συμβαδίζει με τις παρακλήσεις τους, εν τέλει συμπροσεύχεται. Συγκρατείται την τελευταία στιγμή με το ερώτημα για την καλή απολογία: Ιλεως, ίλεως γενού αυταίς, καλή Εκάτη! ίλεως την νύκτα ταύτην, αλλ’ εν τη ημέρα της Κρίσεως;
Μέσα στην ομορφιά του κόσμου πάει και η Ακριβούλα άψαλτη, ασαβάνωτη και αμοιρολόγητη από τους ανθρώπους, και το μόνο μοιρολόι είναι αυτό της φώκιας που μέσα στη σκληρή τάξη του φυσικού κόσμου το λέει πριν από το δείπνο της με το κορμί της.
Το στοίχημα στον Παπαδιαμάντη ήταν να καταφέρει τη διάκριση, να δώσει από τη μια την κοινή μοίρα του θανάτου και από την άλλη την πίκρα για το χαμό μιας συγκεκριμένης ύπαρξης, πάντοτε μοναδικής και ανεπανάληπτης, εδώ της αθώας Ακριβούλας. Και το καταφέρνει απόλυτα με μερικές αδρές πεζογραφικές πινελιές.
.
.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. πλανηθέντας τῇ φθορᾷ, ἐπίστρεψον ἡμᾶς, σκορπισθέντας ὡς ποιμήν, συνάγαγε ἡμᾶς (Τριώδιον, Θεοτοκίον αυτόμελον, Πέμπτη της Δ’ εβδομάδος)
2. χέλια και ψάρια τον κυκλόφερναν ολούθε, και παλεύαν/το ξίγκι στα νεφρά του ολόγυρα δαγκώνοντας να φάνε (μετ. Ν. Καζαντζάκη – Ι.Θ. Κακριδή)
και χέλια τον τριγύρισαν και ψάρια στριμωγμένα/κι έκοφταν κι άρπαζαν γοργά της νεφραμιάς το πάχος (μετ. Ιάκωβος Πολυλάς)
3. [Την πέταξαν τότε στη θάλασσα, λεία στις φώκιες και στα ψάρια (μετ. Δ. Μαρωνίτης)
4. μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη (Σαπφώ Ελύτης, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2004, σ. 30)
5. Από τον αρχαίο ορφικό ύμνο που αναφέρεται στην αδικία του Θανάτου όταν παύει του βίου τις νεανικές ακμές [=εν ταχυτήτι βίου παύων νεοήλικας ακμάς] ως την Αντιγόνη που θρηνεί στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλέους για την τύχη της: “ ἀνυμέναιον, οὔτε του γάμου μέρος λαχοῦσαν οὔτε παιδείου τροφῆς” που χάνεται χωρίς νε έχει ακούσει το τραγούδι του γάμου, ανύπαντρη χωρίς να αξιωθεί παιδί στην αγκαλιά της, ως τον Σολωμό: Γάμου εβλέπανε στεφάνι/ Κι άλλο εφόρεσες εσύ [=Στο θάνατο της μικρής ανεψιάς]• Ωραία κόρη, κι αυτό το κορμί,/ Οπού τούπρεπε φόρεμα γάμου,/ Πικρό σάβανο τώρα φορεί [=Η φαρμακωμένη], η πίκρα για τον θάνατο νέων ατόμων και ειδικά νέων γυναικών πριν από τον υμέναιο, επανέρχεται συνεχώς
6. Πβλ και το χάι κου του Ζήσιμου Λορεντζάτου, (Αλφαβητάρι, 1969):
Αχ η Ακριβούλα
κοχύλια τα προικιά της
Παπαδιαμάντη
6. Και στο διήγημα «Ο έρωτας στα χιόνια», επισυμβαίνουν μικρές ατυχείς συμπτώσεις πριν ο μπάρμπα Γιαννιός χαθεί μέσα στη φρικώδη ζέστη του χιονιού που εξελίσσεται σε σάβανο που τον σκεπάζει: Τη νύχτα αυτή, ο πρωταγωνιστής είναι μεθυσμένος πλειότερον παράποτε, αγγίζει το ρόπτρον της γειτόνισσας κατά λάθος, το παράθυρο ανοίγει και ακούγεται η φωνή “ποιος είναι” όμως δεν μπορούν να τον δουν από ψηλά καθώς ήταν κάτω από τον εξώστη, πέφτει στο χιόνι του δρόμου όμως το παράθυρο είχε κλείσει. «Κι αν μίαν μόνον στιγμήν» να αργοπορούσε θα τον είχε δει ο σύζυγος της Πολυλογούς, δεν τυχαίνει να τον δει λοιπόν ούτε αυτός ούτε όμως και κάποιος άλλος, ο μπάρμπα Γιαννιός δοκίμασε να σηκωθεί όμως ναρκώθηκε κι έμεινε κάτω, «και η χιών έγινε σινδών, σάβανον».
7. βλ. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Αποσπινθηρίζοντας Σπουδάματα στον Παπαδιαμάντη, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2008 (σ. 219-221: Η δόξα των τοπωνυμίων)
8. Θ. Μπεχλιβάνης, Το «Μοιρολόγι της φώκιας» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και ο Πόρφυρας του Δ. Σολωμού. Παράλληλη ανάγνωση, περ. Φιλόλογος, Θεσσαλονίκη, 1990, αρ. 60, σ. 172-189.
9. Χρήστος Μαλεβίτσης, Ο αρχέγονος Παπαδιαμάντης. Σχόλιο στο «Μυρολόγι της φώκιας», στον τόμο Φώτα Ολόφωτα, εκδ. Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα 1981, σ. 391- 398. Είναι χαρακτηριστικό το μοιρολόι όταν ξεπροβοδούν τον νεκρό και τον καλούν να μη θυμίσει την ομορφιά της ζωής στους ενοίκους του Κάτω Κόσμου που θα συναντήσει, για να μην τους πικράνει να παρουσιάσει μια άλλη εικόνα:
Μην πης πως έρχεται Λαμπρή, πως έρχονται γιορτάδες.
Πες του Χριστού πως χιόνιζε και τη Λαμπρή θα βρέχη,
και την ημέρα τ’ άη Θωμά θα σέρνουν τα ποτάμια.
Πως δε θα βγούνε τα παιδιά με ταις γλυκειάϊς μαννάδες,
ούτε θα βγουν τ’ άδρόγενα να πολυαγαπημένα.

(Τελικό κείμενο για δημοσίευση στο περ. Νέα Ευθύνη)

ΣΚΟΡΠΙΣΘΕΝΤΑΣ ΣΥΝΑΓΑΓΕ Το εσπερινό σκόρπισμα, μικροφιλολογικό εις «Το μυρολόγι της φώκιας

22 Αυγούστου, 2014

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΥ
1. Το κείμενο είναι υπό επεξεργασία. Κάποιες πινελιές θα προστεθούν αφού διαβαστούν ξανά 4-5 κείμενα: Μηλιώνης, Παγανός, Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Νεοελληνικά διδακτικά δοκίμια, Γ. Μανουσάκης (Ευθύνη, 1979, αρ. 90) Μπεχλιβάνης (Φιλόλογος, 1990, αρ. 61)
2. Στην πρώτη αποστολή του σχεδιάσματος αυτού ο κριτικός αναγνώστης με συμβούλεψε φιλικά να αφαιρέσω το τελευταίο μέρος. Αυτό που εδώ ακολουθεί μετά τα συνεχόμενα χχχχχχχχχ. Δεν χρειάζεται με συμβούλεψε, το κείμενο πρέπει να τελειώνει εκεί που αναφέρει: το δείπνο της με το κορμί της.
3. Παρακαλώ και περιμένω και τη δική σας συμβουλή, πριν πάει για δημοσίευση.

ΣΚΟΡΠΙΣΘΕΝΤΑΣ ΣΥΝΑΓΑΓΕ1
Το εσπερινό σκόρπισμα, μικροφιλολογικό εις «Το μυρολόγι της φώκιας»

τὸν μὲν ἄρ᾽ ἐγχέλυές τε καὶ ἰχθύες ἀμφεπένοντο
δημὸν ἐρεπτόμενοι ἐπινεφρίδιον κείροντες·

Ιλιάς, Φ203-204 2

καὶ τὴν μὲν [γυναῖκα] φώκῃσι καὶ ἰχθύσι κύρμα γενέσθαι
ἔκβαλον·

Οδύσσεια, ο 481-4823

       Είναι η ώρα που ο Αποσπερίτης θα φανεί λαμπερός στον ουρανό για να επιβάλει την τάξη της νύχτας. Όλοι θα μαζευτούν στο σπίτι, με ενισχυμένους τους συνεκτικούς δεσμούς. Μετά τις κουραστικές αγροτοποιμενικές, κυρίως, δουλειές, αλλά και τις εργασίες της θάλασσας, αρχίζει η ξεκούραση ανάμεσα στα οικεία πρόσωπα, ακολουθεί το βραδινό τραπέζι, ύστερα η κατάκλιση, τα όνειρα της νύχτας.

       “Έσπερε, αστέρων πάντων ο κάλλιστος”, ψάλλει η Σαπφώ: Έσπερε που συνάγεις όσα εσκέδασε, σκόρπισε η φωτεινή αυγή, “φέρνεις πίσω το πρόβατο• φέρνεις πίσω την αίγα• φέρνεις και το μικρό παιδί στην αγκαλιά της μάνας του.4 Όμως αυτή την ώρα της συναγωγής, την ώρα που πάει να εμφανιστεί στον ουρανό ο Έσπερος, μία μικρά κόρη (ήτο η μεγαλυτέρα εγγονή της γραίας Λούκαινας, η Ακριβούλα, εννέα ετών) σκεδάννυσι, σκορπίζει από το σπίτι. Ίσως την είχε στείλει η μάννα της, ή μάλλον είχε ξεκλεφθή από την άγρυπνον επιτήρησίν της, και μαθούσα ότι η μάμμη ευρίσκετο εις το Κοχύλι, πλύνουσα εις τον αιγιαλόν, ήλθε να την εύρη, διά να παίξη ολίγον εις τα κύματα.
       Μακριά από το σπίτι και την κοινωνία, μόνη της, αρνούμενη την περισυλλογή που σηματοδοτεί ο Έσπερος, έτσι θα αρχίσει η περιπέτεια με την τραγική κατάληξη. Θα μας προϊδεάσει ο Παπαδιαμάντης. Προοικονομεί με τα μνημούρια και άλλα. Μετά την αναφορά για τα σαπρά ξύλα που προέρχονται από ανακομιδές οστών θα επιμείνει σε: “λείψανα από χρυσές γόβες ή χρυσοκέντητα υποκάμισα νεαρών γυναικών, συνταφέντα ποτέ μαζί των, βόστρυχοι από κόμας ξανθάς, και άλλα του θανάτου λάφυρα”. Επιμένει σε τρία δηλωτικά νεαρών γυναικών το απόσπασμα αυτό του Παπαδιαμάντη και το εκλαμβάνω ως συνέχεια αρχαίων επιτυμβίων επιγραμμάτων που εκφράζουν τον πόνο για νεαρά κορίτσια που πέθαναν πριν γνωρίσουν τον υμέναιο, “προ γάμοιο θανούσαι”. 5 Ο Παπαδιαμάντης εκδηλώνει τη θλίψη του με πιο υπόγειο τρόπο, όμως στο τέλος, στο μυρολόγι της φώκιας, θα εκφράσει ευθέως την πίκρα για την «προ γάμοιο θανούσα» μικρή Ακριβούλα: Φύκια ‘ναι τα στεφάνια της, /κοχύλια τα προικιά της…6
       Ο Παπαδιαμάντης δεν γράφει διηγήματα κατηχητικού ή κοινωνικού ή οποιουδήποτε άλλου διδακτισμού, και δεν επιτρέπει στη μονομέρεια να επιβληθεί. Εύχυμος και πλούσιος δείχνει το πολυσύνθετο και πολύπλευρο της ζωής, τις ρέουσες, αντιφατικές και ανταγωνιστικές της εκφάνσεις, όμως ξέρει, μέσα σ’ αυτό το πολυσύνθετο πλέγμα, να αναδεικνύει εμμέσως αυτό που θέλει να υποβάλει, ως πρόταγμα βίου και φύσης, ως τάξη του Θεού και του κόσμου, αλλά και ως επιλογή ελεύθερης βούλησης. Έτσι, την Ακριβούλα ίσως να την είχε στείλει η μάνα της ή μάλλον είχε ξεκλεφθή από την άγρυπνον επιτήρησίν της [αυτό το: μάλλον, καθώς και το: άγρυπνον επιτήρησίν της, κλίνει την πλάστιγγα] και αυτή να είχε απόλυτη ευθύνη για την απόφασή της να εκφύγει από την τάξη που επιβάλλει ο Αποσπερίτης και η έλευση της νύχτας.
       Και η ίδια καθυστερεί γιατί σταματά και καμαρώνει τον μικρό βοσκό και ακούει τον αυλό του (μετωνυμία και του ανδρικού οργάνου), μέσα από την παιδική χλωροφύλλη αναδύεται η μέλλουσα γυναίκα, ο προσδιορισμός του φύλου της.
       Ο Παπαδιαμάντης δεν μεταβάλλει εκκωφαντικά και κραυγαλέα, αλλά με μικρές ατυχείς συμπτώσεις, που επισωρεύονται και επικυρώνουν την τραγωδία.7
       Η Ακριβούλα αγνοεί από πού αρχίζει το μονοπάτι που θα τη φέρει στη γιαγιά της, επιπλέον, τυχαία, βρίσκει τον μικρό βοσκό και καθυστερεί ακούοντας τη μουσική και καμαρώνοντάς τον, έτσι δεν υπάρχει το φως της μέρας που θα τη βοηθήσει στον δρόμο της, παίρνει λάθος μονοπάτι, προσπαθεί να επιστρέψει μα δεν βρίσκει τον δρόμο από όπου είχε κατέλθει γιατί ο ουρανός εσκοτείνιαζε, σύννεφα έκρυπταν τα άστρα, ακόμη και το φεγγάρι ήταν στη χάσιν του, έτσι γυρνά πάλιν προς τα κάτω, γλιστρά και πέφτει στο κύμα. Ο ήχος της φλογέρας έκανε να μη ακουσθή η κραυγή της, ο μικρός βοσκός άκουσε έναν πλαταγισμόν όμως μέσα στο βαθύ κοίλωμα όπου βρισκόταν δεν μπορούσε να δει και να αντιληφθεί τι έγινε, ακούει και η γριά Λούκαινα το πλατάγισμα από τη πτώση της Ακριβούλας όμως το εκλαμβάνει ως ήχο από τις πέτρες που ρίχνει στο γιαλό για να χαζεύει ο “σημαδιακός κι αταίριαστος” μικρός βοσκός. Χωρίς, λοιπόν, κορώνες, διεκπεραιώνεται η τραγωδία, όμως εκείνο το απλό «μπλουμ!» της πτώσης ηχεί στ’ αυτιά μας για καιρό.
       Ο Παπαδιαμάντης τοποθετεί εν χώρω και εν χρόνω. Ένυλος, ακουμπά στο γη και στο φως, εμμένει στα πρόσωπα και τις καταστάσεις που περιγράφει, χρησιμοποιεί τις αισθήσεις και όχι τις λογοκρατικές συνταγές. Στην πορεία των ανθρώπων αναφέρονται τα τοπωνύμια, μια μικρή έκταση περιγράφει, μα την προσδιορίζει συγκεκριμένα με πέντε τοπωνύμια. Όλη η γη κεντημένη με λέξεις- τοπωνύμια.8 Η πορεία του αφηγήματος καθορίζεται από την πορεία του φωτός. Όπως προσδιορίζει τον χώρο με τοπωνύμια προσδιορίζει και τη χρονική ανέλιξη με το φως, σ’ αυτή τη μεταιχμιακή ώρα μεταξύ ημέρας και νύχτας. Η γριά Λούκαινα έφερε “την παλάμην εις το μέτωπόν της, διά να σκεπάση τα όμματα από το θάμβος του ηλίου” που εβασίλευεν εις το βουνόν αντικρύ, μετά αναφέρεται στα μνήματα λάμποντα εις τας τελευταίας του ακτίνας, πιο κάτω θα προσδιορίσει: είχε δύσει εν τω μεταξύ ο ήλιος, μετά θα αναφέρει την «αμφιλύκην του νυκτώματος», το «είχε νυκτώσει ήδη» και πιο ύστερα «η γριά Λούκαινα εκοίταξεν εις το σκότος».
       Στο Μυρολόγι της φώκιας ο Παπαδιαμάντης πετυχαίνει μια θαυμάσια μείξη. Επιμένει στον υλικό κόσμο, με μια γραφή απτική, της όρασης και της ακοής, και φτάνει σε μέθεξη -ούλος ορά, ούλος ακούει, μα και ούλος δε τε νοεί, φτάνει στην αποτύπωση του ήθους, του έθους και της συνήθειας ενός κόσμου, φτάνει σε κόσμους ιδεών και σε φιλοσοφική ενατένιση.
       Το διήγημα από ρεαλιστικό εξελίσσεται μετά σε υπερπραγματικό, η φώκια που θέλγεται και πλησιάζει και συμμετέχει, αποτυπώνει κάτι το ειδωλολατρικό και πανθεϊστικό. Το πρώτο μέρος το ρεαλιστικό είναι ποιητικό, το δεύτερο, το ποιητικό με τα μυρολόγια της φώκιας και τους εντριβείς εις την «άφωνο γλώσσα» των φωκών είναι ρεαλιστικό, αφού μας αναδεικνύει τη σκληρή πραγματικότητα της φύσης, που το κατασπαράσσειν και βιβρώσκειν είναι μέρος της καθημερινότητάς της. Μια σπάνια μείξη όταν το πρώτο ρεαλιστικό-ηθογραφικό μέρος έχει μια ποιητικότητα στην περιγραφή του κόσμου και το δεύτερο το ποιητικό και υπερπραγματικό αναδεικνύει ρεαλιστικά τη σκληρότητα του κόσμου και την αναλγησία της φύσης ή μάλλον την α-ηθικότητα της φύσης που έχει τη δική της πορεία, που καταξιώνει την επιβίωση και το ένστικτο.
       Αισθησιακή και ηδονική η θέαση της φύσης και της ζωής, που είναι μέγα καλό και πρώτο, όμως με απαραίτητο συνοδό τον θάνατο που τονίζεται με την υλική παρουσία που έχουν τα νεκρικά μνήματα και με τη μνήμη των δικών της νεκρών που κουβαλά επώδυνα η γριά Λούκαινα. Μέθεξη της ζωής, και στην πορεία της μικρής Ακριβούλας (να παίξει στα κύματα, η παρακολούθηση του μικρού βοσκού, η ομορφιά του κόσμου) ως το τέλος, πριν γίνει άθυρμα και τροφή και μυρολόγι της φώκιας, όπως συνειδητοποιεί την αξία και χαρά της ζωής και ο νέος άγγλος στρατιώτης πριν κατασπαραχθεί από τον καρχαρία, στον Πόρφυρα του Σολωμού. Γιατί, πριν επισυμβεί το τραγικό, ο απορρώξ βράχος του γλιστρήματος και της πτώσης της Ακριβούλας, το μαύρο του χάσμα, «γελούσε κι αυτός στα λούλουδα». Και εξακολουθεί και μετά.

       Ο Παπαδιαμάντης με τις αισθήσεις σε παγανιστική μέθεξη, ζητά τον κόσμο της ζωής και ας είναι χωρίς ηθική, ανειρήνευτος, της ωμότητας, όμως με ένα φως που κάνει το χώρο των πεθαμένων περιβόλι του Χάρου και κήπο της φθοράς.
       Κατά το: Όμηρον εξ Ομήρου και Παπαδιαμάντην εκ Παπαδιαμάντη σαφηνίζειν. Όμως αυτή η αρχή μπορεί να εφαρμοστεί σε ένα μεγάλο έργο κάποιου ποιητή, έστω σε μερικά έργα του μιας περιόδου. Το διήγημα είναι ένα αύταρκες είδος και πρέπει να το βλέπουμε αυτόνομα, τι ορίζει το συγκεκριμένο λογοτέχνημα από την πρώτη λέξη του τίτλου μέχρι την τελευταία του κειμένου. Ειδικά όταν ο συγγραφέας γράφει για ένα μεγάλο διάστημα και γράφει κάποτε από διαφορετικές σκοπιές, ενσωματώνει νέες απόψεις και δίνει άλλες προεκτάσεις. Αν θέλουμε όμως να δούμε τις ρήξεις που επιτελεί και τις συνέχειες που αναπαράγει μέσα στο συνολικό έργο του Παπαδιαμάντη το Μυρολόγι της φώκιας, θα έλεγα ότι το έργο αυτό είναι ένα από τα πιο ειδωλολατρικά πεζά του μεγάλου Σκιαθίτη. Υπάρχει η εγκόσμια χαρά, ο αισθησιασμός της ζωής, η μέθεξη του υλικού κόσμου, έκσταση μπροστά στην ομορφιά της φύσης, υπάρχει η λατρεία του φωτός. Η ζωή είναι ωραία ο θάνατος είναι μαύρος και άραχλος. Δεν αισθάνεσαι ότι η αθώα εννιάχρονη Ακριβούλα με τον θάνατό της «απέπτη εις την άνω καλιάν των αγγέλων». Ο Παπαδιαμάντης διοχετεύει τη βαθύτατη πίκρα του γιατί η Ακριβούλα έχασε το πιο ακριβό, το δώρο της ζωής, γιατί ο χάρος ο αχόρταστος πέτυχε ακόμη μια νίκη. Στην Νέκυια της Οδύσσειας, ο Οδυσσέας προσπαθεί να παρηγορήσει τον Αχιλλέα να μην πικραίνεται για τον θάνατό του, γιατί όταν ζούσε οι Έλληνες τον τιμούσαν σαν θεό και τώρα στον κάτω κόσμο είναι μεγάλη η δύναμή του. Όμως ο Αχιλλέας απαντά καταπελτικά: Προτιμώ να ζούσα πάνω στη γη και να υπηρετούσα έναν φτωχό παρά να είμαι αρχηγός στον κάτω κόσμο, να βασιλεύω στους νεκρούς [ἢ πᾶσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ἀνάσσειν]. Ο Παπαδιαμάντης διαμέσου και του δημοτικού τραγουδιού που εκφράζει παρόμοια στάση και δεν βλέπει τίποτα το σωτηριολογικό στον θάνατο, συνδέεται με τον παγανιστικό κόσμο των αρχαίων ειδωλολατρών. Στο έργο αυτό ο Παπαδιαμάντης επιτελεί αυτή τη ρήξη.9
       Όμως υπάρχει και μια πιο υπόγεια σύνδεση με ένα χαρακτηριστικό που διατύπωσε και σε άλλα πεζά του. Ο Παπαδιαμάντης είναι ειδωλολάτρης της ζωής και της φύσης, αλλά τη χαρά για τα δύο αυτά υπέρτατα αγαθά καθώς και την πίκρα του θανάτου επιζητεί ο άνθρωπος να τα βιώσει μέσα στα πλαίσια της κοινωνίας και της εκκλησίας. Δεν θέλει τους ανθρώπους του αποσυνάγωγους, μακριά από την κοινωνία, αλειτούργητους, ακοινώνητους, αλιβάνιστους («δεν είμαι αλιβάνιστος», θα πει με ανακούφιση και χαρά ο γέρων ερημίτης, ο μπάρμπα Κόλιας, που μετέχει ύστερα από χρόνια, μαζί με τους άλλους, στη λειτουργία της Αναστάσεως [Ο αλιβάνιστος]) και ο γέρος Φραγκούλας λόγω της τρικυμίας και του ναυαγίου θα πάει «άψαλτος, ασαβάνωτος, αμοιρολόγητος»[Άψαλτος]. Μα όλοι αυτοί έχουν την κατανόησή του και την αγάπη του και ας είναι πλάσματα παραπλανημένα και πεπτωκότα και αποσυνάγωγα, είναι χαρακτηριστική η στάση του στις «Μάγισσες», που κρυφά, γυμνές μέσα στο σεληνόφως, επιτελούν τις μυστικές τελετές τους. Ο Παπαδιαμάντης νιώθει τις λογικές των γυναικών/μαγισσών, μετεωρίζεται μαζί τους, συμβαδίζει με τις παρακλήσεις τους, εν τέλει συμπροσεύχεται. Συγκρατείται την τελευταία στιγμή με το ερώτημα για την καλή απολογία: Ιλεως, ίλεως γενού αυταίς, καλή Εκάτη! ίλεως την νύκτα ταύτην, αλλ’ εν τη ημέρα της Κρίσεως;
       Μέσα στην ομορφιά του κόσμου πάει και η Ακριβούλα άψαλτη, ασαβάνωτη και αμοιρολόγητη από τους ανθρώπους, και το μόνο μοιρολόι είναι αυτό της φώκιας που μέσα στη σκληρή τάξη του φυσικού κόσμου το λέει πριν από το δείπνο της με το κορμί της.

χχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχχ
       Αξίζει, λοιπόν, ως αντίστιξη, να αναφέρουμε την πρώιμη και αφελή αισιοδοξία του μαρξιστικού κινήματος που εν είδει θρησκευτικού μεσσιανισμού, προπαγάνδιζε ότι με την επανάσταση θα γινόταν το ποιοτικό άλμα για να φτάσουμε στην τέλεια κοινωνία, στην επί γης απόλυτη ευτυχία, στον επίγειο παράδεισο της αταξικής κοινωνίας, που θα δημιουργούσαν η ηγεσία και τα μέλη του κομμουνιστικού κόμματος. Όταν έμπαιναν διάφορα ερωτήματα, για υπαρξιακές αναζητήσεις, προσωπικές τραγωδίες, απώλειες αγαπημένων προσώπων κ.λπ., αντιμετωπίζονταν περιφρονητικά ως αντιδραστικά εφευρήματα, που παραπλανούσαν από την ορθή πορεία. Ο Άρθουρ Καίσλερ (1905-1983), που σε ηλικία 26 ετών έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας -αποχώρησε το 1938-, μας παραδίδει ότι σε συνέδριο των συγγραφέων στη Μόσχα, τη δεκαετία του ’30, κάποιος σύνεδρος είχε την «ατυχή» έμπνευση να ερωτήσει: «Και τι γίνεται, σύντροφοι, με τον άνθρωπο που τον πατάει ένα τραμ;». Ήλθε, όμως, καταπέλτης η απάντηση από την κομματική καθοδήγηση: “Στην τέλεια σοσιαλιστική κοινωνία, το συγκοινωνιακό σύστημα θα λειτουργεί τόσο άρτια, ώστε δεν θα γίνονται δυστυχήματα”.
       Δεν έχουν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου, ούτε και τα πάθια και τα βάσανα της ισοπεδωτικής απλούστευσης και της ιδεοληψίας.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. πλανηθέντας τῇ φθορᾷ, ἐπίστρεψον ἡμᾶς, σκορπισθέντας ὡς ποιμήν, συνάγαγε ἡμᾶς (Τριώδιον, Θεοτοκίον αυτόμελον, Πέμπτη της Δ’ εβδομάδος)
2. χέλια και ψάρια τον κυκλόφερναν ολούθε, και παλεύαν/το ξίγκι στα νεφρά του ολόγυρα δαγκώνοντας να φάνε (μετ. Ν. Καζαντζάκη – Ι.Θ. Κακριδή)
και χέλια τον τριγύρισαν και ψάρια στριμωγμένα/κι έκοφταν κι άρπαζαν γοργά της νεφραμιάς το πάχος (μετ. Ιάκωβος Πολυλάς)

3. [Την πέταξαν τότε στη θάλασσα, λεία στις φώκιες και στα ψάρια (μετ. Δ. Μαρωνίτης)]
4. μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη (Σαπφώ Ελύτης, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2004, σ. 30)
5. Από τον αρχαίο ορφικό ύμνο που αναφέρεται στην αδικία του Θανάτου όταν παύει του βίου τις νεανικές ακμές [=εν ταχυτήτι βίου παύων νεοήλικας ακμάς] ως την Αντιγόνη που θρηνεί στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλέους για την τύχη της: “ ἀνυμέναιον, οὔτε του γάμου μέρος λαχοῦσαν οὔτε παιδείου τροφῆς” που χάνεται χωρίς νε έχει ακούσει το τραγούδι του γάμου, ανύπαντρη χωρίς να αξιωθεί παιδί στην αγκαλιά της, ως τον Σολωμό: Γάμου εβλέπανε στεφάνι/ Κι άλλο εφόρεσες εσύ [=Στο θάνατο της μικρής ανεψιάς]• Ωραία κόρη, κι αυτό το κορμί,/ Οπού τούπρεπε φόρεμα γάμου,/ Πικρό σάβανο τώρα φορεί [=Η φαρμακωμένη], η πίκρα για τον θάνατο νέων ατόμων και ειδικά νέων γυναικών πριν από τον υμέναιο, επανέρχεται συνεχώς.
6. Πβλ και το χάι κου του Ζήσιμου Λορεντζάτου, (Αλφαβητάρι, 1969):
Αχ η Ακριβούλα
κοχύλια τα προικιά της
Παπαδιαμάντ
η

7. Και στο διήγημα «Ο έρωτας στα χιόνια», επισυμβαίνουν μικρές ατυχείς συμπτώσεις πριν ο μπάρμπα Γιαννιός χαθεί μέσα στη φρικώδη ζέστη του χιονιού που εξελίσσεται σε σάβανο που τον σκεπάζει: Τη νύχτα αυτή, ο πρωταγωνιστής είναι μεθυσμένος πλειότερον παράποτε, αγγίζει το ρόπτρον της γειτόνισσας κατά λάθος, το παράθυρο ανοίγει και ακούγεται η φωνή “ποιος είναι” όμως δεν μπορούν να τον δουν από ψηλά καθώς ήταν κάτω από τον εξώστη, πέφτει στο χιόνι του δρόμου όμως το παράθυρο είχε κλείσει. «Κι αν μίαν μόνον στιγμήν» να αργοπορούσε θα τον είχε δει ο σύζυγος της Πολυλογούς, δεν τυχαίνει να τον δει λοιπόν ούτε αυτός ούτε όμως και κάποιος άλλος, ο μπάρμπα Γιαννιός δοκίμασε να σηκωθεί όμως ναρκώθηκε κι έμεινε κάτω, «και η χιών έγινε σινδών, σάβανον».
8. βλ. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Αποσπινθηρίζοντας Σπουδάματα στον Παπαδιαμάντη, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2008 (σ. 219-221: Η δόξα των τοπωνυμίων)
9. Χρήστος Μαλεβίτσης, Ο αρχέγονος Παπαδιαμάντης. Σχόλιο στο «Μυρολόγι της φώκιας», στον τόμο Φώτα Ολόφωτα, εκδ. Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα 1981, σ. 391- 398. Είναι χαρακτηριστικό το μοιρολόι όταν ξεπροβοδούν τον νεκρό και τον καλούν να μη θυμίσει την ομορφιά της ζωής στους ενοίκους του Κάτω Κόσμου που θα συναντήσει, για να μην τους πικράνει να παρουσιάσει μια άλλη εικόνα:
Μην πης πως έρχεται Λαμπρή, πως έρχονται γιορτάδες.
Πες του Χριστού πως χιόνιζε και τη Λαμπρή θα βρέχη,
και την ημέρα τ’ άη Θωμά θα σέρνουν τα ποτάμια.
Πως δε θα βγούνε τα παιδιά με ταις γλυκειάϊς μαννάδες,
ούτε θα βγουν τ’ άδρόγενα να πολυαγαπημένα.
.

ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ Ή ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΡΕΝΟΣ

8 Μαΐου, 2014

 

Η εκτίμηση του Δημήτρη Δασκαλόπουλου για το έργο και την προσφορά του Γιώργου Κατσίμπαλη είναι δεδομένη και διακηρυγμένη. Γι’ αυτό και στο έργο του Γ. Κ. Κατσίμπαλης Βιβλιογραφία και 12 κριτικά κείμενα (Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα 1980) ο Δασκαλόπουλος τονίζει τη μεγάλη δυσεξόφλητη οφειλή μας προς τον Κατσίμπαλη, τον πατριάρχη της βιβλιογραφίας για τη νεώτερη λογοτεχνία μας. Και σε άλλο κείμενό του, τονίζει ότι ο Γιώργος Κατσίμπαλης «περνάει πια στην Ιστορία σαν το τελευταίο μυθικό πρόσωπο των γραμμάτων μας, σ’ αυτόν τον ανάπηρο αιώνα».
Στη βιβλιογραφική του εργασία, ο Δασκαλόπουλος παραθέτει όλα τα λήμματα για τον Κατσίμπαλη, όπως επιβάλλει η δεοντολογία της Βιβλιογραφίας. Την πληθώρα των εγκωμιαστικών και θετικών σχολίων αλλά και τα αρνητικά και τα απορριπτικά, και τα ειρωνικά και φιλοκατήγορα. Η αγάπη και η εκτίμησή του για τον Κατσίμπαλη δεν τον κάνει να κοσκινίζει τα λήμματά του, για να παραδώσει τον βιβλιογραφούμενο άσπιλο, άχραντο και αμόλυντο. (Βλ. στο κεφάλαιο ΙΓ: Κρίσεις, σχόλια, πληροφορίες, λήμματα που επικρίνουν ή μεταφέρουν αρνητικές πληροφορίες και χαρακτηρισμούς για τον Γ. Κατσίμπαλη =21, 42, 48-55 και 57-59 [κυρίως για απόλυση Κοσμά Πολίτη από το Βρετανικό Συμβούλιο], 62, 64-77, 98 [κυρίως για «κλίκες»], 215-216 [στάση Κατσίμπαλη απέναντι στη στρατιωτική κυβέρνηση], 105, 109, 115, 133, 250 [με διάφορα σαρκαστικά και υπονομευτικά σχόλια]).
Αυτή την άψογη στάση του Δημήτρη Δασκαλόπουλου δεν ακολούθησε, δυστυχώς, ο Μιχάλης Πιερής στο βιβλίο του Ο χώρος και τα χρόνια του Τάκη Σινόπουλου 1917- 1981 Σχεδίασμα βιο-εργογραφίας (εκδ. Ερμής, Αθήνα 1988) που ακολουθεί την πορεία του ποιητή Τάκη Σινόπουλου, χρονολογικά, εργογραφικά και βιβλιογραφικά.
Με τις λογικές του politically correct και του κοσκινίσματος, συσσωρεύονται στο βιβλίο του ανούσιες και άχρηστες πληροφορίες, λεπτομέρειες και ανθυπολεπτομέρειες τριτεύουσας σημασίας, αναφορές σε κριτικά σημειώματά του καθώς και σε γνωριμίες με αρκετούς ανθρώπους – συμβατικές γνωριμίες που παρουσιάζονται λες και αποτέλεσαν τομή στην πορεία του ποιητή, τον επηρέασαν και του έδωσαν νέες κατευθύνσεις, -πολλούς απ’ αυτούς αμφιβάλλω αν θα τους θυμόταν άμα τους έβλεπε ένα μήνα μετά-, αποσπάσματα από κριτικές για τα βιβλία του, από επιστολές και ενθυμήσεις, από συνεντεύξεις του (και εκτενές απόσπασμα από συνέντευξή του στον Ρένο Αποστολίδη για την εφημερίδα Ελευθερία (σ. 55-56) και λογοκρίνονται διάφορα θέματα, παραδείγματος χάριν δεν αναφέρονται σημαντικά δημοσιεύματα για τον Σινόπουλο που ήσαν όμως επικριτικά. Οι πληροφορίες στο βιβλίο του Μ. Πιερή είναι ελεγμένες και κοσκινισμένες, για να δοθεί η εικόνα ενός άσπιλου και άχραντου Σινόπουλου, που γι’ αυτόν, όλοι, εκφράζονταν θετικά. Παραβιάζοντας έτσι απλές αρχές βιβλιογραφίας και βιογραφίας.(1)
Αναφέρω χαρακτηριστικά τα δημοσιεύματα του περιοδικού Τα Νέα Ελληνικά (Ηρακλή και Ρένου Αποστολίδη):
α) Μαυροπίνακες (Αύγουστος 1966, αρ. 8, σ. 623-625) στο οποίο αναφέρεται ότι ο Σινόπουλος αλληλογραφούσε με το περιοδικό Νεολαία του μεταξικού καθεστώτος.
β) Κι άλλοι στο μαυροπίνακα! (Σεπτέμβριος 1966, αρ. 9, σ.702-706) στο οποίο, με σαρκαστικά σχόλια, αναφέρεται ότι ο Σινόπουλος απείλησε με μήνυση το περιοδικό για το προηγούμενο δημοσίευμα.
γ) ΠιΣινοπουλιάς (Νοέμβριος 1966, αρ. 11, σ. 814-817). Οξύτατο και σαρκαστικό εκτενές σημείωμα με πολλές βιογραφικές πληροφορίες για τον Σινόπουλο.
δ) Στο ίδιο τεύχος (σ. 869-871) κείμενο του Άρη Μπερλή με τίτλο: Ποιος θα μ’ ακολουθήσει στο Σινοπουλικό φως;, στο οποίο κατηγορεί τον Σινόπουλο για λογοκλοπές.
ε) Πισινοπουλιάδος η συνέχεια (Δεκέμβριος 1966, αρ. 12, σ. 884-887). Εκτενέστατο κείμενο με βιογραφικές πληροφορίες και οξύτατες κριτικές για Σινόπουλο και απάντηση του Ρένου στον Πταισματοδίκη Αθηνών για αγωγή Σινόπουλου.
στ) Και άλλα κλεψιμέικα Θέμελη και Πι Σινόπουλου (Ιανουάριος 1967, αρ. 13, σ. 998-1001.
ζ) ΗΝΑ, Και στον πταισματοδίκη (στο ίδιο τεύχος, σ. 1001). Βλ. και τεύχος αρ. 16 (Απρίλιος 1967, σ.1265) για αναβολή της δίκης λόγω μη προσέλευσης των μαρτύρων του Σινόπουλου.
Ενώ προηγουμένως αναφέρεται επιτροχάδην η “επίθεση Νίκου Παππά εναντίον του Βύρωνα Λεοντάρη και του Τάκη Σινόπουλου από το περ. Έρευνα” (σ. 81-82) αποκρύβονται τα πιο πάνω κείμενα. Ίσως γιατί οι επιθέσεις Νίκου Παππά ήσαν ανυπόληπτες στους φιλολογικούς κύκλους ενώ ο Ρένος και ο Άρης Μπερλής χαρακτηρίζονταν από τις υπέρβαρες φιλολογικές τους αποσκευές.
Έτσι χάνει η βιβλιογραφία, η βιογραφία και η φιλολογία.
Ενδεικτικό και το ακόλουθο: Στη σελίδα 89 ο Μ. Πιερής αναφέρει: “Μάιος [1967]: Μήνυση κατά Ρένου Αποστολίδη για συκοφαντική δυσφήμιση. Ο Σ.[ινόπουλος] παραιτείται ύστερα από την αναγνώριση από τον Ρ. Αποστολίδη του σφάλματός του.” Άθελά του, ίσως, ο Μ. Πιερής παρουσιάζει μια αρνητική εικόνα του Σινόπουλου. Ότι τον Μάιο, δηλαδή λίγες μέρες μετά το πραξικόπημα της χούντας, με το όργιο των συλλήψεων και μέσα σε συνθήκες ανελευθερίας και λογοκρισίας, ο Σινόπουλος δρομολογούσε μηνύσεις για προδικτατορικά κείμενα, που θεωρούσε ότι τον μείωναν. Τα πράγματα δεν ήταν έτσι. Η διαδικασία αγωγής του Σινόπουλου εναντίον του Ρένου Αποστολίδη ξεκίνησε πολύ προηγουμένως (βλ. Τα Νέα Ελληνικά, Σεπτέμβριος 1966, αρ. 9, σ. 705). Ο Ρένος απάντησε με εκτενές κείμενό του που υπέβαλε στον Πταισματοδίκη Αθηνών στις 5 Δεκεμβρίου 1966 και πρότεινε ως μάρτυρες τον Ηρακλή Αποστολίδη, Φαίδωνα Βεγλερή, Φαίδρο Μπαρλά κ.λπ. και ακόμη, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, τον Απρίλιο η δίκη ανεβλήθη λόγω μη προσέλευσης των μαρτύρων που συνηγορούσαν υπέρ της αγωγής Σινόπουλου. Αν ο εκδότης των Νέων Ελληνικών, στην επόμενη συνάντηση για τη δίκη, τον Μάιο του 1967, δέχτηκε να ανακαλέσει για να κλείσει η υπόθεση, αυτό είναι ένα γεγονός που φαίνεται ότι προσγράφεται υπέρ του Ρένου, που δεν ήθελε, μέσα στα νέα δεδομένα που έφερε το πραξικόπημα της χούντας, να διαιωνίζει αντιθέσεις και διαμάχες της περιόδου πριν από την επιβολή της δικτατορίας.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

1) ) Χαρακτηριστικά, στην εφημερίδα Τα Νέα (Αθήνα, 23 Δεκεμβρίου 1959), ο Σινόπουλος δημοσίευσε επιστολή στην οποία ζητούσε να μη υπογράφει Τάκης Σινόπουλος έτερος ποιητής με το ίδιο ονοματεπώνυμο. Τη στάση αυτή του Σινόπουλου έκριναν αρνητικά πολλοί σε διάφορες συζητήσεις, αργότερα, σε γραπτά τους, ο Ηρακλής Αποστολίδης και ο Ρένος, ο οποίος έψεξε τον Σινόπουλο για σκαιότητα και αντιπνευματική αλαζονεία και ότι κριτήριο διάκρισης μεταξύ δύο συνεπωνύμων λογοτεχνών είναι, μόνο, η ποιότητα και όχι ο εξαναγκασμός του άλλου να αλλάξει όνομα. Στο βιβλίο του Μ. Πιερή δεν αναφέρεται η επιστολή αυτή του Σινόπουλου, ενώ σημειώνονται άλλες, ήσσονος σημασίας, λεπτομέρειες.

 

Είναι αγράμματη η Μάντλιν Μίλερ, η συγγραφέας του βιβλίου Το τραγούδι του Αχιλλέα;

24 Απριλίου, 2013

 


Η πιο τραγική μορφή του τρωικού κύκλου είναι ο μικρός Αστυάναξ, και η ψυχρή δολοφονία του, πριν από την ανοιχτοσύνη της εφηβείας, αποτελεί την πιο αποτρόπαια πράξη του πολέμου. Κι όμως στους αλεξανδρινούς χρόνους έκαναν λογοπαίγνιο με το όνομά του. Είναι αστυάναξ, έλεγαν για κάποιο, της αστυσίας δηλαδή. Αν ένας μελετητής ή λογοτέχνης μεταφέρει αυτό το λογοπαίγνιο της αλεξανδρινής περιόδου στις ώρες των μαχών της Ιλιάδας, ότι αυτό εξέφραζαν οι Τρώες ή οι  Έλληνες όταν ανέφεραν το όνομά του παιδιού του Έκτορα, ότι δηλαδή με το Αστυάναξ υπονοείται η αστυσία, σημαίνει ότι αυτός ο λογοτέχνης ή μελετητής είναι και αγράμματος και αναίσθητος.

Υπάρχει ένα τεράστιο πρόβλημα με το θέμα της αρχαιογνωσίας. Από τότε που έχουμε γραπτά τεκμήρια της ελληνικής γλώσσας, από το 1600 π.Χ. περίπου με τα κείμενα της Γραμμικής Β’, έως τους αιώνες της πλήρους χριστιανικής επικράτησης, μεσολαβεί ένα διάστημα πέραν των δύο χιλιάδων χρόνων. Σ’ αυτό το μεγάλο χρονικό διάστημα οι ελληνικές πόλεις απλώθηκαν παντού, από την Ισπανία μέχρι τη δυτική Κίνα, και η ελληνική γλώσσα ακουγόταν και γραφόταν σε μια τεράστια έκταση. Μέσα σ’ αυτή την τεράστια έκταση και  μέσα σ’ αυτό το μεγάλο χρονικό διάστημα οικοδομήθηκαν στάσεις και συμπεριφορές διαφορετικές, σε μερικές περιοχές επικρατούσαν πράγματα αδιανόητα για τις άλλες ελληνικές πόλεις, ακόμη και τις πιο κοντινές, ή υπήρχαν συνήθειες και ήθη που άλλαξαν και δεν χαρακτήριζαν τους επόμενους αιώνες. Την ίδια περίοδο αλλιώς ζούσαν στη Σύβαρη και αλλιώς στην Σπάρτη, διαφορετικά ζούσαν στη Θήβα του 1400 π.Χ. και διαφορετικά ζούσαν στην ίδια πόλη το 200 μ.Χ.  Δυστυχώς, σε πολλούς, υπάρχει μια ισοπεδωτική αναφορά, λένε ο «αρχαίος ελληνικός κόσμος» αποδίδοντάς του μια μονιμότητα στάσεων και πίστεων, μια ουσιοκρατική δηλαδή αντίληψη ενός αμετακίνητου και στατικού πολιτισμικού μορφώματος κι όχι ενός πολιτισμού με διαφορές από περιοχή σε περιοχή και από αιώνα σε αιώνα, που μετεξελίσσεται, ανασημασιοδοτεί τα πράγματα, επαναπροσδιορίζει τις σχέσεις ατόμου και κοινωνίας, τις σχέσεις του ανθρώπου με τη φύση και το θείο, τις σχέσεις των Ελλήνων με τους άλλους λαούς. Όμως η αξία του μελετητή έγκειται στο να ξέρει να προσδιορίζει τοπικά και χρονολογικά, να κάνει χρονικές και τοπικές διακρίσεις κι όχι να παρουσιάζει ένα χύδην πολτό. Γιατί, σε επίπεδο συγγραφέων, διαφορετικό ήθος, έθος και συνήθειαν αναδίδουν ο Ησίοδος, ο Θουκυδίδης, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός ή ο Όμηρος.

Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της βεντέτας, του εθιμικού δικαίου με τον εκδικητικό φόνο, το χρέος αίματος που πρέπει να εξοφληθεί, σχεδόν ιεροτελεστικά. Μια συνήθεια που χαρακτηρίζει πολύ μικρή περιοχή της σημερινής Ελλάδας, ίσως στο ένα εκατοστό της επιφάνειάς της, η υπόλοιπη ζει και κινείται σε άλλους ρυθμούς. Αν έγραφε κάποιος, ότι η βεντέτα αποτελεί σήμερα σταθερό χαρακτηριστικό όλης της ελληνικής επικράτειας, θα τον εγκαλούσαμε για άγνοια, ότι είναι αμελέτητος και διαστρεβλωτής. Όταν, λοιπόν, στη μικρή επικράτεια της σημερινής Ελλάδας υπάρχουν τόσες έντονες διαφορές σε ένα θέμα, φανταστείτε τι διαφορές υπήρχαν στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, στην τεράστια έκτασή του και στο μεγάλο χρονικό του βάθος.

Όμως μερικοί τσιμπολογούν π.χ. από κείμενο του β’ μετά Χριστόν αιώνα, που αναφέρεται στην Αλεξάνδρεια, και το μεταφέρουν στη Θήβα του χίλια προ Χριστού, τσιμπολογούν άλλο στοιχείο από άλλη περιοχή και αιώνα και το μεταφέρουν σε άλλο τόπο και άλλη χρονολογία, ο αρχαίος κόσμος γίνεται μια κουρελού, ένα καζάνι όπου συμφύρονται τα πάντα.  Αλήθεια, τι θα γίνει αν αύριο αποκαλυφθεί, σε πάπυρο, ένα απόσπασμα Αλεξανδρινού ποιητή, ότι ο Οιδίποδας είχε βαρεθεί τα γηρατειά της Ιοκάστης (που ως μάνα του τον περνούσε μια γενιά) κι άρχισε να στρέφεται στις φρέσκες κόρες του; Θα αρχίσουμε, λόγω αυτού του αλεξανδρινού κειμένου, να διαβάζουμε τις προ πέντε αιώνων τραγωδίες του Σοφοκλή, Οιδίπους Τύραννο ή Οιδίπους επί Κολωνώ,  για να ανακαλύψουμε στην ομιλία του Οιδίποδα με τις κόρες του αιμομικτικές τάσεις, συνειδητές πια, αφού με την Ιοκάστη υπήρχε πλήρης άγνοια;

Έτσι, λοιπόν, για κάποια σχόλια που γράφτηκαν αιώνες μετά τα ομηρικά έπη, το ένα χίλια και περισσότερα χρόνια μετά τη σύνθεση της Ιλιάδας, η αμερικανίς κυρία Μάντλιν Μίλερ γράφει για τον ομοφυλόφιλο έρωτα Αχιλλέα και Πατρόκλου. Δικαίωμά της, μυθιστοριογράφος είναι ό,τι θέλει γράφει. Όμως, το φρικιαστικό είναι ότι προσπαθεί να το στηρίξει αυτό στο ομηρικό κείμενο

Κανείς δεν απάντησε στην ημιμαθή αυτή κυρία, για τις επιπολαιότητες που λέει, για να βγάλει το ψωμί της, να κάμει, δηλαδή, το θέμα πιασάρικο και γαργαλιστικό και να αυξήσει τις πωλήσεις. Και δεν της απάντησε κανένας

α) λόγω αγραμματοσύνης, γιατί σήμερα λίγοι ασχολούνται με τον Όμηρο,

β) γιατί υπάρχει το σύμπλεγμα του επαρχιώτη, που δεν κρίνει τους λόγους των εξ Εσπερίας, τους διανοούμενους των μεγάλων και πεπολιτισμένων κρατών της Δύσης,

γ) από τη φοβία, μήπως κρίνοντας κάτι που αναφέρεται σε θέμα ομοφυλοφιλικό, χαρακτηριστούν ως συντηρητικοί και μη προοδευτικοί, παρωχημένοι και οπισθοδρομικοί. Αυτοί είναι οι κυριότεροι λόγοι, υπάρχουν και άλλοι δευτερεύοντες, όπως η διαπλοκή των εφημερίδων, που εκθειάζουν τέτοιες ανοησίες, με τους εκδοτικούς οίκους που κυκλοφορούν ανόητα βιβλία.

Πριν προχωρήσω στα του Ομήρου, ας σχολιάσουμε, με λίγα λόγια, το πρώτο σημείο, που αναφέρεται στη νεοελληνική αμάθεια. Σήμερα, οι διδάσκοντες στα ελληνικά πανεπιστήμια, οι περιώνυμοι συνδικαλιστές των διδασκόντων στη Μέση Παιδεία και οι περισσότεροι εκπρόσωποι του υπεραναπτυγμένου τομέα των μέσων μαζικής ενημέρωσης είναι οι μεταπολιτευτικοί έφηβοι και νέοι που διάβαζαν με θαυμασμό κάθε ανοησία του Ηλία Πετρόπουλου, και κάθε συγγραφέα που πουλούσε εύκολα προοδευτιλίκι, αμφισβήτηση, ανατροπή και επαναστατικότητα και δεν διάβασαν επισταμένως, και με τη δέουσα προσοχή, τους κλασικούς, δηλαδή τις κορυφές της λογοτεχνίας, Έλληνες και ξένους. Γι’ αυτό και η ελληνική κοινωνία, παρά τις ρητορείες, είναι μια οπισθοδρομική και συντηρητική κοινωνία, που καταναλώνει απλώς εύπεπτα πράγματα. Εύχομαι κάποτε να κατανοήσουμε ότι επαναστατική παιδεία, επαναστατική με το περιεχόμενο που της δίδει η μαρξιστική φιλοσοφία -και όχι μόνο, είναι η παιδεία που αποκαθιστά στα μάτια των μαθητών τον Κανόνα των μεγάλων έργων (Όμηρο, τραγικούς, Σαίξπηρ, Θερβάντες, Ντοστογιέφσκι κ.λπ) και συντείνει στην κατανόηση των έργων αυτού του Κανόνα.

Όπως αναφέραμε προηγουμένως η κα Μάντλιν Μίλερ είναι συγγραφέας και ό, τι θέλει μπορεί να γράψει. Ο μυθιστορηματικός κόσμος είναι δικός της και μπορεί να παρουσιάσει τον Αχιλλέα μισογύνη, ή παιδεραστή ή ασκητή, που αποφεύγει κάθε ερωτική πράξη. Μπορεί να μετατρέψει τους Πάτροκλο και Αχιλλέα σε μαζοχιστές ή σαδιστές, ή, ακόμη, σε βρικόλακες που σηκώνονται τη νύχτα για να πιουν αίμα. Αυτή κρατεί την πένα, ο μυθιστορηματικός της κόσμος είναι δικό της προνόμιο. Εκείνο που δεν δικαιούται είναι να επικαλείται φιλολογικές πηγές και να επιχειρηματολογεί ότι αυτό που στήνει και αφηγείται είναι αποτέλεσμα μελέτης.  Στην περίπτωση του επικαλείται τις φιλολογικές μαρτυρίες από τον Όμηρο αποδεικνύεται ότι παραποιεί και διαστρεβλώνει ή δεν κατανοεί τι διαβάζει. Γιατί στον Όμηρο δεν υπάρχει ίχνος ομοφυλοφιλίας, στον κόσμο της Ιλιάδας και της Οδύσσειας δεν καταδηλώνεται ή υποδηλώνεται ο ομοφυλόφιλος έρωτας, δεν υπάρχει οποιαδήποτε νύξη. Οι ομηρικοί ήρωες κινούνται πέραν του θέματος αυτού, δεν αναφέρονται καν απαξιωτικά, γιατί απλώς δεν υπάρχει και είναι αδιανόητος ο κόσμος της ομοφυλοφιλίας. Αυτά τα απλά.

Θα συνεχίσουμε με σχετικό σημείωμα και την επόμενη εβδομάδα.

Είναι αγράμματη η Μάντλιν Μίλερ, η συγγραφέας του βιβλίου Το τραγούδι του Αχιλλέα; μέρος Β’

Μερικοί, τεντώνοντας εκβιαστικά και ερμηνεύοντας αυθαίρετα, προσπάθησαν να αφήσουν υπόνοιες ότι υποβάλλεται κάποια φιλομόφυλη διάσταση, καλά κρυμμένη, σε ένα δύο σημεία του ομηρικού κειμένου. Αναφέρουν το παράδειγμα ότι ο Αχιλλέας στη σκηνή του (ραψωδία Ω, 6) δεν μπορεί να κοιμηθεί, από τη λύπη και τους στεναγμούς για τον χαμό του συντρόφου του:

Πατρόκλου ποθέων νδροττά τε κα μένος ἠΰ,

δ πόσα τολύπευσε σν ατ κα πάθεν λγεα

νδρν τε πτολέμους λεγεινά τε κύματα πείρων·

τν μιμνησκόμενος θαλερν κατ δάκρυον εβεν,

 

(Και του Πατρόκλου του η καλή και ανδράγαθη νεότης,

και όσ’ αγωνίσθηκε μ’ αυτόν, όσα ’παθε μαζί της

και των πολέμων κίνδυνα και της φρικτής θαλάσσης,

όλα του έρχονταν στον νουν και οδύρετο με πόνον -μετ. Ι. Πολυλά)

 Αυτό το «Πατρόκλου ποθέων νδροττά τε κα μένος ἠΰ» αφήνει κάποιο παράθυρο για άλλη ερμηνεία, για υποκρυπτόμενη ομοφυλόφιλη διάσταση, λένε. Όμως Όμηρον εξ Ομήρου σαφηνίζειν. Η ερμηνεία είναι πολύ απλή =νοσταλγών­τας την παλικαριά και το θάρρος, και τα όσα τραβήξανε μαζί -ένας άνθρωπος θυμάται τις αρετές ενός φίλου του που πέθανε. Ανδροτήτα τε και μένος, όπως ερμηνεύει ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης στο έργο του Παρεκβολαί εις την Ομήρου Ιλιάδα “την ανδρίαν δηλούσιν” και το Ομηρικό Λεξικό του Ι. Πανταζίδη επεξηγεί: “ανδροτής (ανδροτήτος)= εντελής ωριμότης, μέστωσις του ήδη ανεπτυγμένου σώματος, ανδρική δύναμις, ακμή” και ο Ε. Κ. Κοφινιώτης στο Λεξικόν Ομηρικόν ερμηνεύει: ευεξία σώματος, η εν τη ακμαία ηλικία τελειότης, (το άνθος της ηλικίας)”.

Τα ίδια περίπου λόγια λέει και η ψυχή του Πάτροκλου την ώρα που πεθαίνει από το κτύπημα του Έκτορα, [=γοόωσα λιποσ’ νδροττα κα βην –θρηνώντας η ψυχή του γιατί πέθαινε και έχανε τη γενναιότητα και τη νεότητά της –Π857], τα ίδια λέει και η ψυχή του Έκτορα την ώρα που πεθαίνει από το κτύπημα του Αχιλλέα και οδεύει στον Άδη με κλάμα [= γοόωσα λιποῦσ᾽ ἀνδροτῆτα καὶ ἥβην –Χ363]. Αν η λύπη του Αχιλλέα για την ανδροτήτα του Πάτροκλου που χάθηκε σημαίνει ομοφυλοφιλία, το ανδροτήτα στις δύο άλλες περιπτώσεις  πρέπει να σημαίνει αυτεραστία και αυνανισμό, ώ άνοες κριτικοί.

Τις ίδιες επιπολαιότητες αραδιάζει και η κα Μίλερ: Η απροσμέτρητη οδύνη του Αχιλλέα για τον θάνατο του Πάτροκλου υπονοεί ομοφυλόφιλη σχέση. “Υπονοεί, σύμφωνα πάντα με τη δική μου ανάγνωση, ότι πέραν μιας πνευματικής σχέσης υπήρχε προφανώς και μια σαρκική”, τονίζει.

Η κα Μαντλίν δεν κατανόησε τον ομηρικό κόσμο και αναπαράγει την εύπεπτη λογική ότι “οι άντρες δεν κλαίνε ποτέ”. Πόσο μάλλον οι σκληροί ήρωες των ομηρικών επών. Όμως, όλοι θρηνούν και κλαίνε στα ομηρικά έπη. Είναι σκληροί πολεμιστές και γενναίοι, όμως λούζονται στα κλάματα όταν θυμούνται νεκρούς συντρόφους και παλιά βάσανα. Ο Μενέλαος, που έψαχνε μανιασμένος τον Πάρη για να τον αποτελειώσει, και έμοιαζε με άγριο θηρίο  (θηρὶ ἐοικὼς) στον κάμπο της Τροίας (Ιλιάδα, Γ, 449), λέει στον Τηλέμαχο για τους συντρόφους του που έχασε στην εκστρατεία της Τροίας:

Κι όλους ως τόσο τους θρηνώ κι ο πόνος τους με σφάζει,

σαν κάθομαι στο σπίτι μου. Και πότε την καρδιά μου

χορταίνω με τα κλάματα πότε σωπαίνω πάλε.

(Οδύσσεια, δ, 100-103, μετ. Ζ. Σίδερη)

Στους ομηρικούς ήρωες η ανδρεία και η σκληρότητα εναλλάσσεται με τον θρήνο, γιατί είναι φυσιολογικοί άνθρωποι και γνωρίζουν τη λυτρωτική λειτουργία του κλάματος που την εκφράζει καίρια η ομηρική φράση «τεταρπώμεθα γόοιο» (=να χαρούμε/λυτρωθούμε μέσα στο κλάμα).

Ακόμη, ο Αχιλλέας δεν κλαίει μόνο για τον Πάτροκλο. Κλαίει και για την Βρισηίδα, που του πήρε ο Αγαμέμνων, κλαίει και στη μάνα του Θέτιδα για την αδικία που του έγινε («τέκνον  τί κλαίεις;» τον ρωτά αυτή όταν προστρέχει κοντά του).

Ακόμη, τον Πάτροκλο δεν τον κλαίει μόνο ο Αχιλλέας. Όταν ακούγεται το μήνυμα του θανάτου του κλαίνε και στηθοδέρνονται οι γυναίκες δούλες, τον κλαίει ο Αντίλοχος, θρηνούν οι σύντροφοί του και συμπολεμιστές του, ξεσπούν σε κλάμα οι Μυρμιδόνες και όλοι οι Αχαιοί. Τον κλαίει ακόμη η Βρισηίδα για την καλοσύνη και τις αρετές του. Και για έναν άλλο λόγο: γιατί της υποσχόταν ότι θα βοηθούσε ο Αχιλλέας να την κάνει νόμιμη σύζυγό του. Γι’ αυτό ασταμάτητα πεθαμένο σε κλαίω, επειδή πάντοτε ήσουνα γλυκός, λέει στον νεκρό Πάτροκλο.

Γι’ αυτό και η αμερικανίς εκτός από τα γαργαλιστικά και εύκολα που δηλώνει [«ομηρικό love story» αναφέρει κάποιος υπότιτλος εφημερίδας που παρουσιάζει το βιβλίο της], ας διαβάσει και κανένα σοβαρό βιβλίο για τα θέματα αυτά, όπως το βιβλίο της Margaret Alexiou,  Ο τελετουργικός θρήνος στην ελληνική παράδοση. Και ας μη επαναπαύεται στα εύκολα λόγια της αγοράς και διακίνησης βιβλίου, όπως της Τζοάνα Τρόλοπ που είπε ότι «ο Ομηρος θα ήταν υπερήφανος» για τη Μάντλιν Μίλερ. Ο Όμηρος είναι μεγάλος, αποτελεί την κορυφή και για τους μεγάλους και τις κορυφές λέγονται και οι μεγαλύτερες ανοησίες.

Ας δούμε και μια άλλη μεγαλοφυή σκέψη της αμερικανίδας κυρίας. Πώς υποδηλώνεται η ομοφυλοφιλία των δύο αντρών; Παραπέμποντας στο ομηρικό κείμενο υποστηρίζει ότι η ομοφυλοφιλία υποδηλώνεται και από τον τρόπο «με τον οποίο θρηνεί ο Αχιλλέας: η έντονα φυσική, σωματική αντίδρασή του μπροστά στο νεκρό σώμα του Πάτροκλου. Το αγκαλιάζει, το κρατάει απαλά ολονυχτίς, ενώ το βρέχει με τα δάκρυά του, αρνείται να το θάψει και εύχεται οι δικές του στάχτες να τοποθετηθούν στο ίδιο μέρος με αυτές του συντρόφου του».

Είπα να αρχίσω να βρίζω για τις ανοησίες αυτές, όμως θυμήθηκα ότι ανάμεσα σ’ αυτήν την κυρία και τον ομηρικό κόσμο χάσμα μέγα ἐστήρικται, και ο κόπος μου πάει χαμένος. Θυμήθηκα μια ταινία για την αμερικανική ζωή. Αρκετές κηδείες γίνονται εκεί ως εξής: ο νεκρός βρίσκεται στο φέρετρο, το φέρετρο είναι τοποθετημένο μέσα σε μια βιτρίνα, λίγο ανυψωμένο για να φαίνεται το πρόσωπο του νεκρού. Οι οικείοι και γνωστοί του περνούν με το αυτοκίνητο μπροστά από τη βιτρίνα, σταματούν και βλέπουν τον νεκρό για δέκα αποχαιρετιστήρια δευτερόλεπτα και μετά πατούν γκάζι για να προχωρήσουν, γιατί και άλλα αυτοκίνητα περιμένουν στην ουρά για να πλησιάσουν τη βιτρίνα και να αποχαιρετήσουν τον νεκρό. Οι άνθρωποι αυτού του εγκιβωτισμένου πένθους –ο νεκρός στη βιτρίνα και αυτοί που τον αποχαιρετούν  κλεισμένοι στ’ αυτοκίνητα, δεν μπορούν να κατανοήσουν τον ελληνικό πολιτισμό, που είναι ένας υπαίθριος πολιτισμός, του ανοιχτού χώρου. Και για το θέμα του θανάτου και της ταφής έχει αναδείξει άλλες εκφράσεις.

Οι γυναίκες θρηνούν για τη νεκρή γυναίκα και εκθειάζουν με γόους τις γυναικείες αρετές της και την ομορφιά της, κλαίνε και οι άντρες τούς φίλους τους μιλώντας για τις αντρίκειες αρετές, τη λεβεντιά και την παλικαριά τους, προσωπικά άκουσα σε κηδεία εικοσιπεντάχρονου, οι συνομήλικοί του και φίλοι του να κλαίνε γοερά ότι έχασαν τον ομορφάντρα, τον λεβέντη και πόσθωνα της παρέας. Έτσι ήταν οι Έλληνες, έλουζαν οι ίδιοι τους νεκρούς, τους έντυναν, τους περιποιούνταν για να ταφούν όμορφοι, τους έκλαιγαν, τους αγκάλιαζαν και τους φιλούσαν. Και από την πλευρά των Τρώων η Ανδρομάχη αγκαλιάζει το κεφάλι του νεκρού Έκτορα και αρχίζει το μοιρολόι. Αυτά ήσαν κοινές εκφράσεις που τους αφορούσαν όλους, δεν ήσαν καθήκοντα μιας στενής και εξειδικευμένης επαγγελματικής ομάδας νεκροθαφτών.

Η αναφορά της Μάντλιν Μίλερ, στην έντονη αντίδραση του Αχιλλέα για τον θάνατο του Πατρόκλου και στη δήθεν υποκρυπτόμενη ομοφυλοφιλία στη συμπεριφορά του, δηλώνει άνθρωπο που δεν έχει κατανοήσει τις αξίες και τα πρότυπα, το ήθος και τη συμπεριφορά του ομηρικού ήρωα: ανδρεία, αριστεία, αναγνώριση από τον κύκλο των ανθρώπων στον οποίο βρίσκεται, απαίτηση τιμής και σεβασμού. Ο Αχιλλέας είναι άνθρωπος του έντονου πάθους.  Επειδή ο Αγαμέμνονας του πήρε τη Βρισηίδα παρακαλεί για την καταστροφή του ελληνικού στρατού, βλέπει τους Τρώες, δηλαδή  τους  εχθρούς που πολεμούσε προηγουμένως με τόσο πάθος, να μακελεύουν τους Έλληνες και παραμένει απαθής. Ο πληγωμένος εγωισμός του ζητά εκδίκηση.

Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος με τον θάνατο του Πατρόκλου αισθάνεται τον εγωισμό του και την υπόληψή του πλήρως κατεδαφισμένα. Δεν έχει χάσει μόνο ένα φίλο αγαπητό με τον οποίο μεγάλωσαν μαζί και για τον οποίο αισθάνεται υπεύθυνος, αφού ο Αχιλλέας είναι ο αρχηγός του εκστρατευτικού σώματος των Μυρμιδόνων. Το βασικότερο σημείο: ο φίλος του Πάτροκλος χάνεται από ένα λόγο που μπορεί να ιδωθεί και ως ολιγωρία ή και χρήση/εκμετάλλευση του Πατρόκλου εκ μέρους του Αχιλλέα. Γιατί δύο πράγματα μπορούσε να πράξει ο Αχιλλέας όταν τον παρακαλούσε ο Πάτροκλος  για να μπει στη μάχη και να αντιμετωπίσει την πίεση των καταιγιστικών Τρώων. Ή να του απαγορεύσει τη συμμετοχή στη μάχη, εμμένοντας στην απόφαση του για τιμωρία των Ελλήνων και μη εμπλοκή των ανδρὠν του στον πόλεμο, ή να μπουν και οι Μυρμιδόνες στη μάχη με τον Αχιλλέα αρχηγό και καθοδηγητή, πρώτο και καλύτερο.

Ο Αχιλλέας προτιμά μια νόθα λύση, επαμφοτερίζουσα και ερμαφρόδιτη.  Δεν συμμετέχει ο ίδιος στη μάχη, όμως στέλνει τον Πάτροκλο να πολεμήσει και επί πλέον του δίνει τη δική του πανοπλία να ντυθεί. Αφήνει τον Πάτροκλο να πολεμήσει  και τον καλεί: «να αποκτήσεις για μένα μεγάλη τιμή και δόξα εκ μέρους όλων των Δαναών, αυτοί δε να μου ξαναδώσουν πίσω την Βρισηίδα, την ωραιότατη κόρη κι ακόμα να μου δώσουν ωραία δώρα». Κι ο Πάτροκλος καλεί  τους Μυρμοδόνες να πολεμήσουν γενναία «για να τιμήσουμε τον Αχιλλέα».

Ο Αχιλλεας στέλνει στη μάχη έναν οιονεί Αχιλλέα, έναν «ημιαχιλλέα», που ο Έκτορας τον θανατώνει και του παίρνει τα όπλα. Όλος ο κόσμος του Αχιλλέα κουρελιάζεται, οι Τρώες και ο Έκτορας είναι σαν να νίκησαν τον ίδιο, αφού στην αρχή εκλαμβάνουν τον Πάτροκλο ως τον Αχιλλέα. Και ο φίλος του χάνεται από τη δική του ημι-απόφαση, ούτε άρνηση εμπλοκής, ούτε συμμετοχή με τον ίδιο μπροστά, νιώθει ένοχος και υπεύθυνος για την τραγική απώλεια. Ακόμη: Ο Αχιλλέας γνωρίζει το ωκύμορόν του, ο θάνατος του Πάτροκλου προοικονομεί και προοιωνίζεται και τη δική του θανή, κλαίοντας τον νεκρό φίλο του θρηνεί και για τη δική του αναχώρηση από τον κόσμο του ηλίου στο βασίλειο των πεθαμένων. Μετά τον Πάτροκλο θα έρθει η δική του σειρά, σύντομα μάλιστα.

Κλείνω ευσύνοπτα: Ως άνθρωπος που σαν τάμα, εδώ και τριάντα χρόνια, κάθε καλοκαίρι, παρά θίνα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης, διαβάζω την Ιλιάδα και την Οδύσσεια θέλω, λοιπόν, να απαντήσω στο ερώτημα του τίτλου: Είναι αγράμματη η Μάντλιν Μίλερ, η συγγραφέας του βιβλίου «Το τραγούδι του Αχιλλέα»; και να διαβεβαιώσω ότι η εν λόγω κυρία είναι αγράμματη και δεν κατανοεί τον Όμηρο.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΣΤΕΛΛΑΣ, η ποιητική ποιότητα, η τιμιότητα και οι μικρότητες

13 Φεβρουαρίου, 2013

Ακούστηκε σήμερα και το πικρό μήνυμα του θανάτου του Ανδρέα Παστελλά. Υπερασπιζόμενος τη μνήμη του, μνήμη ενός ανθρώπου ποιότητας και εντιμότητας,  δεν έχω παρά την κατάθεση της γραφής. Έτσι σήμερα το ιστολόγιο δημοσιεύει τρία σχόλια-κείμενα.

α) Ένα κείμενο για το έργο του Α. Παστελλά. Έγραψα, μίλησα, ανθολόγησα, αναφέρθηκα στον Α. Παστελά αρκετές φορές, δημοσιεύω εδώ το τελευταίο κείμενο που βασίζεται σε διάλεξη που  διαβάστηκε, το 2011, σε τιμητική εκδήλωση στη Λεμεσό για το έργο και τη ζωή του Ανδρέα Παστελλά

β) ένα σχόλιο, όταν πάλι δεν του έδωσαν το βραβείο συνολικής προσφοράς, κάτι που ήταν στο τραπέζε για αρκετά χρόνια.

γ) Ένα μικρό σχόλιο για τον Στ. Ζένιο που ήταν Πρόεδρος  στην επιτροπή που δεν έδωσε, πάλι, το βραβείο στον Ανδρέα Παστελλά

Post image for Απεβίωσε ο ποιητής και συγγραφέας Ανδρέας Παστελλάς

Α. ΓΙΑ ΤΟΝ  ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΣΤΕΛΛΑ

Ο φιλόλογος ερευνητής εντοπίζει δημοσιευμένα ποιήματα του Ανδρἐα Παστελλά, σε ποικίλα περιοδικά (Κυπριακά Γράμματα, Κυπριακά Χρονικά, Νέα Εποχή, Τάιμς οφ Σάιπρους κ.λπ.)  της δεκαετίας του ’50 και του ’60. Όμως το πρώτο ποιητικό του βιβλίο, με τίτλο Χώρος δασποράς[1] το τύπωσε το 1970.  Ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια, ύστερα από ένα τέταρτο του αιώνα, κυκλοφόρησε, το 1995, το δεύτερο και τελευταίο, μέχρι στιγμής, ποιητικό του βιβλίο με τίτλο Μεταθανατίως αποσχηματισθείς.

Σχολιάζοντας αυτό το θέμα, δηλαδή την έκδοση δύο, μόνο, ποιητικών συλλογών, ύστερα από εξήντα, σχεδόν, χρόνια ενασχόλησης με την ποίηση, ακόμη: τη χρονική απόσταση 25 ετών μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης συλλογής, όλοι σημειώνουν ότι αναδεικνύει μια σπάνια στάση ζωής στον τόπο μας, όπου αρκετοί τονίζουν την ποιητική ύπαρξή τους με την τακτική, κάποτε ετήσια, εκδοτική δραστηριότητά τους.

Όμως, ο ποιητής Παστελλάς ήταν παρών όλα αυτά τα χρόνια της εκδοτικής απουσίας του, σ’ αυτά τα είκοσι πεντε χρόνια που μεσολάβησαν ίσαμε τη δεύτερη ποιητική του εμφάνιση. Οι στίχοι του από τον Χώρο Διασποράς ήταν γνωστοί, απαγγέλλονταν από νέα παιδιά φανατικά για γράμματα, χρησιμοποιούνταν ως συμπυκνωμένη κατακλείδα σε άρθρα και προβληματισμούς.

Παρουσιάζοντας τη συλλογή του Μεταθανατίως αποσχηματισθείς, πριν από δεκαπέντε χρόνια ανέφερα και τα ακόλουθα που κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω:

Ανήκω σε μια ομάδα ανθρώπων, της ίδιας περίπου ηλικίας και με κοινούς ιδεολογικούς προβληματισμούς, η οποία, λίγα χρόνια μετά το 1974, μετά που καταλάγιασαν τα κολοσσιαία συναισθήματα που προκάλεσε η εισβολή και η κατοχή, άρχισε την αναψηλάφηση της κυπριακής Ιστορίας, την επίπονη, και οδυνηρή κάποτε, πορεία αναδίφησης, έρευνας και μελέτης των εξελίξεων του Κυπριακού για ένα νέο κοίταγμα πέραν από τις επικρατούσες ιδεοληψίες και την κακόγουστη συνθηματολογία της τότε εποχής.

Ύστερα από χρόνια κοπιαστικής έρευνας και μελέτης, για το παρελθόν και το παρόν του τόπου, σε παλιά βιβλία, αρχεία και έντυπα, ύστερα από συζητήσεις και προβληματισμούς, κοινή ήταν η κατάληξη ότι, από τη λογοτεχνική κατάθεση του νησιού, η συλλογή Χώρος διασποράς του Αντρέα Παστελλά, ήταν ένα από τα πιο συμπυκνωμένα κείμενα, που με λιτά εκφραστικά μέσα, από τη δεκαετία του ’60, αποτύπωσε τα φαινόμενα αλλοτρίωσης και αποπροσανατολισμού της κυπριακής κοινωνίας, που κατά τα πρόσφατα χρόνια απέκτησαν κυρίαρχη μορφή. Σοφοί δε προσιόντων…

Τα «φοινικικά εμπορεία» και οι «φοινικίζοντες», οι «εν μέρει Έλληνες και ολίγον φοινικίζοντες» ήσαν καίρια. Και όσον αφορά στο τελευταίο, που αποτυπώνει ευσύνοπτα την κυπριακή ταλάντωση και μετεωρισμό των τελευταίων δεκαετιών, πρέπει να τονίσουμε αντιστικτικά ότι στο καβαφικό «είμαστε ένα κράμα εδώ», ο Αλεξανδρινός αναφέρεται σε ένα χώρο που χαρακτηριζόταν από τις μακροχρόνιες και ποικίλες δράσεις των στοχαστικών προσαρμογών, ενώ ο Ανδρέας Παστελλάς αναφέρεται σε εποχές που χρειάζονταν αποφασιστική στάση, καίριες αποφάσεις, τολμηρές επιλογές και άμεση δράση.

Ο ποιητής Αντρέας Παστελλάς «υπήρχε», όλο αυτό το διάστημα, και με την εκδοτική σιωπή του. Σε εποχές λατρείας τού, κατά τον Μηχανικό, «χρωματιστού μπαλονιού», και της ποιητικής προχειρογραφίας, μέσα στη λογική των κραυγαλέων και κακόγουστων συνθημάτων και των παραταξιακών ποιητικών διαπιστευτηρίων, κράτησε μια αξιοπρεπή σιωπή[2]

Όσον αφορά τη δεύτερη ποιητική συλλογή του Ανδρέα Παστελλά, Μεταθανατίως αποσχηματισθείς, είναι έκδηλο ότι διαλέγεται με την προηγούμενη του 1970, το Χώρο διασποράς. Είναι κοινές, π.χ., οι αντιστίξεις που διατρέχουν τα ποιήματα «Διονύσιος Καρδιανός, Θραξ» (1970) και «Τυρταίου λόγος επιμνημόσυνος» (1995) (σφρίγος ελληνικό-φοινικίζοντες / κυνηγοί κεφαλών).

Όμως, στη δεύτερη συλλογή του, ο Αντρέας Παστελλάς επαυξάνει το βεληνεκές του κριτικού σαρκασμού του, επεκτείνοντάς το ως το κέντρο του αθηναϊκού κράτους («Ο Φρύνιχος στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1974»). Ακόμη, η πρώτη συλλογή του, εν είδει μουσικής φόρμας, χωρίζεται στα τρία. Ένα επικό μέρος που αναφέρεται στον αγώνα του 55-59, ένα δεύτερο της αμφισβήτησης και του σαρκασμού που αναφέρεται στην περίοδο που ακολούθησε τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, όταν οι Κύπριοι «ἐποίησαν ἑαυτοῖς μόσχον καὶ προσκεκυνήκασιν αὐτῷ καὶ τεθύκασιν αὐτῷ», και ένα τρίτο με άμεσες αναφορές της προσωπικής ζωής. Στη δεύτερη συλλογή του επικρατεί ενιαίο πεδίο.

Ο σαρκασμός και η κατεδαφιστική κριτική και η αμφισβήτηση είναι διάχυτα. Όμως αυτά δεν έχουν τα χαρακτηριστικά, που επικράτησαν επί των ημερών μας, ως αναλώσιμα είδη μόδας, κυρίως προσφερόμενα από επαγγελματίες των Μ.Μ.Ε. και των μπεστ-σέλλερ. Ο βαθύτατος σαρκασμός της συλλογής Μεταθανατίως αποσχηματισθείς προέρχεται από έναν ποιητή που αγαπά ανθρώπους και τόπους.

Στην αρχαία ελληνική δημοκρατική πόλη, αποτελούσε βασική αντίθεση από τη μια η έννοια του πολίτη που ενδιαφέρεται για τα κοινά, συμμετέχει, συμβιώνει, συγχρωτίζεται, συζητεί, κρίνει τη δημόσια ζωή, αναλαμβάνει τις ευθύνες του και το μερίδιο που του αναλογεί, αναλαμβάνει τις θέσεις και τα αξιώματα από τα οποία μπορούσε να προσφέρει για το καλό της πόλης και από την άλλη του ιδιώτη, που αποφεύγει την εμπλοκή στα δημόσια πράγματα, από εγωκεντρισμό, αδιαφορία αλλα και από ανικανότητα και έτσι ενδιαφέρεται μόνο για τα ιδιωτικά του ζητήματα. Και επειδή η ένταξη στην κοινωνία και η προσφορά στα κοινά αποτελούσε βασική αξία, ο ιδιωτης (και η ιδιωτεία) αποτελούσε μείζονα μομφή στην ελληνική πόλη, η έννοια ιδιώτης ήταν κάτι το αξιοκατάκριτο και απορριπτέο, από την αρχαία αυτή λέξη προέρχεται και η σημερινή αγγλοσαξωνική idiot που σημαίνει βλαξ, ανόητος και ηλίθιος.

Ο Ανδρέας Παστελλάς αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση δημιουργού και διανοουμένου που δεν αρνήθηκε τις ευθύνες της δημόσιας παρουσίας, δεν επέλεξε τη βολική και εύκολη στάση της απομόνωσης στον ιδιωτικό του χώρο, ήταν πάντοτε ενεργός και υπεύθυνος πολίτης, με συνεχή εμπλοκή στα πολιτιστικά, κυρίως, πράγματα του τόπου, στα κοινωνικά και ευρύτερα πολιτικά καθώς και στα εθνικό πρόβλημα της Κύπρου και στις προσπάθειες αντιμετώπισης του τουρκικού επεκταστισμού που μονίμως και σταθερά επιζητεί τον εξανδραποδισμό του Κυπριακού Ελληνισμού.

Πάντοτε ήταν παρών. Με επιμέλεια εκδόσεων που πρόβαλλαν την Κύπρο και το εθνικό της θέμα, με συμμετοχή σε εκδόσεις και στις συντακτικές επιτροπές περιοδικών, όπως τα Κυπριακά Χρονικά και η Επιθεώρηση Λόγου και Τέχνης, με ποικίλα δημοσιεύματα σε περιοδικά και εφημερίδες που χαρακτηρίζονταν από τον βαθύ και γόνιμο προβληματισμό που κατέθετε, με συμμετοχή σε Επιτροπές και οργανώσεις, όπως η Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών Κύπρου, η Επιτροπή για τα Εθνικά Θέματα, ο Γλωσσικός Όμιλος Κύπρου ο οποίος με ποικίλες παρεμβάσεις, δημοσιεύματα και εκδηλώσεις έχει ως κέντρο της προσοχής του την κορωνίδα της πολιτιστικής και ιστορικής μας αυτογνωσίας, την ελληνική γλώσσα.

Καταθέτω εδώ μια προσωπική μαρτυρία. Συμπορευτήκαμε με τον κ. Ανδρέα Παστελλά στη Μόνιμη Επιτροπή Τυποποίησης Γεωγραφικών Ονομάτων για δεκαπέντε, περίπου, χρόνια, σε μια Επιτροπή που δίνει τον αγώνα τον καλόν κυρίως εναντίον της τουρκοποίησης των ιστορικών γεωγραφικών ονομάτων της Κύπρου που επιχειρεί συνεχώς η κατοχική δύναμη. Ο Ανδρέας Παστελλάς πάντοτε προετοιμασμένος για τα θέματα που θα συζητούνταν, πάντοτε έτοιμος με προβληματισμό, παρατηρήσεις και εισηγήσεις, σ’ όλες τις συνεδριάσεις έτοιμος για νευρώδεις αντιπαραθέσεις και συνομιλίες για να διεκπεραιωθεί το έργο της Επιτροπής Τοπωνυμίων καλύτερα, επ’ αγαθώ του τόπου και του Κυπριακού Ελληνισμού.

Αισθάνομαι την ανάγκη, έστω ακροθιγώς, να τονίσω και τη γόνιμη και γεμάτη προσφορά διαδρομή του Ανδρέα Παστελλά στην Κυπριακή εκπαίδευση, φιλόλογος καθηγητής στην αρχή, γυμνασιάρχης και αργότερα Επιθεωρητής Φιλολογικών μαθημάτων. Μια γόνιμη διαδρομή προσφοράς για την οποία επιμαρτυρούν όλοι οι παλαιοί μαθητές  του και οι παλαιοί συνάδελφοί του.

Και εδώ βλέπουμε μια αντίστιξη που χαρακτηρίζει τη ζωή του Ανδρέα Παστελλά. Ανέφερα στην αρχή για την σπάνια ποιητική παρουσία του με δύο μόνο εκδόσεις μέσα σε εξήντα χρόνια ποιητικής εργασίας και μέθεξης. Έχουμε έναν ποιητή που δεν εξευτελίζει τη ζωή του με καιροσκοπικές και εύκολες ποιητικές καταθέσεις, προσφέρει τον ποιητικό λόγο της απόσταξης και της ποιότητας και από την άλλη  ένα πρόσωπο που συνεχώς προσφέρει στη δημόσια ζωή, εμπλέκεται σ’ αυτήν. Φειδωλός στο ένα θέμα πλούσιος στο άλλο.

Ως φιλόλογος ξεκίνησα με την ποιητική κατάθεση του Ανδρέα Παστελλά γι’ αυτό κλείνοντας επιστρέφω στην πνευματική του παραγωγή αναφέροντας και τα άλλα τρία έργα του από το χώρο της φιλολογικής, κυρίως μελέτης.

Α) Τα καθ’ οδόν Φιλολογικά και Κριτικά Κείμενα (2002)

Β) Σχήματα αντιθετικών δομών στην ποίηση και την ποιητική του Κ. Παλαμά (μελέτη, 2002)

Γ) Γκρίζο έως βαθύχρωμο σκούρο Μικρές τομές και ανιχνεύσεις σε μεγάλα θέματα της καθημερινής ζωής (2003)

Τρία σημαντικά έργα που εξετάζουν ποικίλα θέματα και δείχνουν το εύρος των ενδιαφερόντων, των γνώσεων και των μελετών του ποιητή.  Αναφέρονται στη λογοτεχνική κατάθεση Ελλαδιτών και Κυπρίων, ποίηση και πεζογραφία, γλωσσική αλλοτρίωση στο νησί μας από την καταθλιπτική επίδραση της αγγλικής, ιδιωματική ποίηση του νησιού, επιδράσεις του επικού αγώνα του 55-59 στην ποίηση του τόπου κ.λπ. Ειδικά στο βιβλίο Γκρίζο έως βαθύχρωμο σκούρο μας αποκαλύπτεται ένας άλλος Παστελλάς, του χρονογραφήματος, της επιφυλλίδας, του ταξιδιωτικού και εν γένει του σχολιασμού θεμάτων της καθημερινής ζωής όπου με εύχυμο τρόπο, σπινθηροβόλο και πολιορκώντας το θέμα του από απρόσμενες πλευρές ακινητοποιεί το φαινόμενο της καθημερινής και συνηθισμένης ζωής μα ταυτόχρονα το συνδέει με ηθικά ζητήματα και θέματα του κόσμου των αξιών και των προταγμάτων.

Κλείνοντας, πρέπει να τονίσω και την εγκληματική παράλειψη της σχετικής Επιτροπής να δώσει το βραβείο συνολικής προσφοράς στον Ανδρέα Παστελλά, που το άξιζε όσο κανένας άλλος. Σύμφωνα με το διαλεκτικό σχήμα οι κρίνοντες κρίνονται έτσι και οι τιμώντες και επιβραβεύοντες τιμώνται και επιβραβεύονται και οι ίδιοι όταν η επιλογή τους είναι ορθή όταν ο τιμώμενος είναι άξιος. Μια κοινωνία ζει και αναπνέει, αναπτύσσει το συστημα αξιών της και προβάλλει σωστά πρότυπα όταν αναδεικνυει και τιμά τους άξιους. Η κυπριακή κοινωνία περέβαλε τον Παστελλά με την εκτίμηση και την αγάπη της η κυπριακή πολιτεία αποδείχτηκε ανίκανη να ξεχωρίσει την ήρα από το στάρι.

Σάββας Παύλου


[1] ) Από τον αθηναϊκό εκδοτικό οίκο Δίφρος. Η συλλογή, σε δεύτερη έκδοση, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αιγαίο, στη Λευκωσία, το 1988.

[2] Βλ. Αντιστικτικά, περ. Ακτή, Λευκωσία, Χειμώνας 1992, αρ. 13, σ. 103

Β. ΑΝΘ” ΗΜΩΝ [Α. ΠΑΣΤΕΛΛΑ] Ο ΓΟΥΛΙΜΗΣ [ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΙΕΡΗΣ]

Θυμότανε κανείς γέροντες δασκάλους που τους αφήσαμε ορφανούς

Πριν από μερικά χρόνια, ως μέλος της Επιτροπής για τα Αριστεία Γραμμάτων, Τεχνών και Επιστημών, επιχειρηματολόγησα υπέρ της απονομής του Αριστείου Γραμμάτων στον Ανδρέα  Παστελλά. Για την ποιότητα του ποιητικού του έργου, για τη στιβαρότητα των φιλολογικών του μελετών, για τη συμβολή του στην ευρύτερη πνευματική και πολιτιστική ζωή του τόπου, για το ήθος του. Η πρόταση συζητήθηκε θετικά και από όλα τα υπόλοιπα μέλη της Επιτροπής, όμως υπήρχε εμμονή και στην υποψηφιότητα του Παναγιώτη Περσιάνη, που είχε προταθεί πρώτη. Ο Παναγιώτης Περσιάνης ήταν δάσκαλός μου, στα Νέα Ελληνικά της ΣΤ’ Γυμνασίου. Με θεωρούσε, τότε, απειθάρχητο και ατίθασο μαθητή, εγώ του οφείλω πολλά, ήταν άψογος παιδαγωγός και η φιλολογική μου πορεία συνδέεται και με τη δική του διδασκαλική παρουσία. Για να μη θεωρηθεί ότι υπονομεύω την υποψηφιότητα του  καθηγητή μου Περσιάνη υποχώρησα στο θέμα Παστελλά, με την προϋπόθεση ότι η Επιτροπή δεσμευόταν τον επόμενο χρόνο να συζητήσει πρώτο το όνομά του για την απονομή του Αριστείου. Υποχώρησα, όμως εν πολλοίς θεωρούσα  ότι τα πράγματα εξελίχθηκαν καλά: και βραβευόταν ο καθηγητής μου Π. Περσιάνης και ο Α. Παστελλάς (ήμουν σίγουρος) θα βραβευόταν την επόμενη χρονιά. Όμως, εγώ παραιτήθηκα από την Επιτροπή, λίγους μήνες αργότερα, για λόγους αξιοπρέπειας, και από τότε, εκτός Επιτροπής όμως, αναμένω την αναγγελία της βράβευσης του Α. Παστελλά. Ματαίως. Πάντα κάτι τον παραμερίζει, φέτος τον σφαγίασε ο μαθητής του Μιχάλης Πιερής.

Το θέμα δεν είναι οι χιλιάδες περιπτώσεις μετριότητας που επελαύνουν, κερδίζουν, προβάλλουν την ασημαντότητά τους. Ούτε οι περιπτώσεις ανθρώπων αξιόλογης και ποιοτικής κατάθεσης που επιβάλλεται να βραβευθούν με το Αριστείο Γραμμάτων και όμως παραμερίζονται.

Το κύριο θέμα είναι η κοινωνία μας, με ποιες μεθοδεύσεις και λογικές έχει γίνει αναίσθητη, και παρά τις χιλιάδες μέλισσες που  μας κεντρίζουν και έπρεπε να μας ξυπνούσαν,  για να συνειδητοποιούσαμε αυτή την έκπτωση, τη φθορά και την κατάντια μας, όμως παραμένει απαθής και αδιάφορη ενισχύοντας έτσι τους διάφορους Γουλιμήδες να επιβάλλουν τη σφραγίδα τους.

Γ. ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΕΝΙΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗ ΒΡΑΒΕΥΣΗ ΤΟΥ Α. ΠΑΣΤΕΛΛΑ

Πρόεδρος της Επιτροπής, που παραμέρισε, πάλι, τον Ανδρέα Παστελλά και έδωσε το βραβείο στον Μ. Πιερή, ήταν ο Στ. Ζένιος, στα πλαίσια του αλλαξοκολλυριασμού που χαρακτηρίζει την πανεπιστημιακή ζωή στην Κύπρο [αλλαξοκολλυριασμός=σου βάζω κολλύριο εγώ τώρα και βλέπεις ολόλαμπρο το κέρδος σου και αργότερα μου βάζεις κολλύριο εσύ και βλέπω φως κι εγώ]. Τι σχέση έχει ο Ζένιος με τη λογοτεχνική ποιότητα και την κριτική αντιμετώπιση των πραγμάτων; Καμία.

Κι όμως, παρουσιάζοντας το βιβλίο του Η αλογόμυγα Σκέψεις για ένα σύγχρονο πανεπιστήμιο στην Κύπρο,  ο Α. Ζένιος, με αυτοέπαρση και αυτοπροβολή, το χαρακτήρισε σαν την αλογόμυγα του Σωκράτη που επικάθεται στα νωθρά από το πάχος τους άλογα για να τα ξυπνήσει, να τα βάλει σε σκέψεις, να τα ωθήσει στην κριτική αντιμετώπιση των πραγμάτων. Αλογόμυγα του Σωκράτη θα ήταν αν επεβράβευε την ποιότητα και το ήθος Παστελλά. Το βιβλίο του όμως και η γενικότερη στάση του Ζένιου κάθε άλλο παρά την αλογόμυγα ή τον οίστρο του Σωκράτη θυμίζει, μάλλον πρόκειται για μύγα τσε τσε.

Υ. Γ. Ψάχνοντας το θέμα διαπίστωσα ότι στην Επιτροπή των Αριστείων που απέκλεισε, και πάλι, τον Ανδρέα Παστελλά, εκτός από τον πρόεδρο Στ. Ζένιο, μέλη (και πιο αρμόδιοι) ήταν ο Παναγιώτης Περσιάνης και ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης. Λυπάμαι πολύ και για τους δυο. Θλίβομαι βαθυτατα.

 

With a little help from Edgar Allan Poe

29 Απριλίου, 2012

With a little help from Edgar Allan Poe

With a little help from Edgar Allan Poe

The decipherment of a cryptographic text produced by a Modern Greek writer

When I was fourteen years old I discovered the American Center in Nicosia. It is in an old building surrounded by a garden, near the archaeological Museum of Cyprus. Its library is rich in books by American authors written in English. There was however only a poor section of books on American history and American literature translated into Greek in a far away corner. It was then that I began to study American literature. I have read virtually all the Greek section of the American Center. It was also there and then that I read books by Edgar Allan Poe for the first time in my life. One of his books, The Gold-Bug, amazed me when I was fifteen years old. I was amazed then and still I am  now because of his other books. After so many years, I still admire this great man. He remains one of my favorite writers.

The following quotation of a critic speaks of Poe’s talent and importance: “The 1830s and the 1840s American literary world that he inhabited was at once genteel and rough-and-tumble, and Poe was its enfant terrible, a prolific but unpredictable talent of distinctive opinions and little restraint”[1]

For Baudelaire, Edgar Allan Poe was “a fallen angel who remembered heaven”. Whereas Emerson looked down upon that “jingle man” who shook his bells and called their sound poetry, Tennyson admired him as an equal and Yeats (on an official occasion, however), proclaimed that he was “so certainly the greatest of American poets, and always, and for all lands, a great lyric poet.”[2]

In 1843, Poe published his famous tale The Gold-Bug and won a prize of one hundred dollars offered by the Dollar Newspaper. This brought him belated fame.[3]  Poe’s tale was a popular success. One newspaper reviewer called The Gold-Bug the most remarkable American work of fiction in the past fifteen years. The Gold-Bug became famous world-wide and one of the most popular stories ever written.

The Gold-Bug is a treasure – hunting tale. William Legrand, the hero of this tale, discovered, by accident, a scrap of parchment containing a cryptographic message. Cryptography deals directly with secrets. It’s the medium through which secrets are hidden. In this tale, if Legrand manages to decipher the message he will be the owner of the secret, which, in The Gold-Bug, means a pirate’s treasure.

“Later, in anonymous review of himself, Poe attributed the popularity of his tale The Gold-Bug to the same materialistic predictions of the American mass audience: money, and the finding of money being chosen as the most popular thesis”. A similar desire to exploit or control the mass audience underlies Poe’s great innovations in literary form, such as the tale of “ratiocination” or, more, specifically, the detective story (which Poe is credited with inventing). An attentiveness to an emerging mass market even informs Poe’s aesthetic writings, for his is perpetually investigating the possibility of creating a single literary text capable of satisfying both “the popular and the critical taste”.[4]

Poe was very interested in cryptography and had written texts on the subject (e.g. “A few words on Secret Writing”).[5] As the Reverend Mr. Cudworth claimed: “The most profound and skilful cryptographer who ever lived was undoubtedly Edgar Allan Poe.” Poe, with his belief that no cipher devised by the human mind could go unresolved by human examination, himself claimed he would solve any cryptogram sent to him in challenges published in both Alexander’s Weekly Messenger and Craham’s Magazine. In his own words, Poe’s challenge is stated as follows:

“It would be by no means a labor lost to show how great a degree of rigid method enters into enigma-guessing. This may sound oddly; but it is not more strange than the well fact that rules really exist, by means of which it is easy to decipher any species of hieroglyphical writing –that is to say writing here, in a place of alphabetical letters, any kind of marks are made use of at random. For example, in place of A put % or any arbitrary character –in place of B, a *, etc., etc. Let an entire alphabet be made in his manner, and then let this alphabet be used in any piece of writing. This writing can be read by means of a proper method. Let this be put to the test. Let anyone address us a letter in this way, and we pledge  ourselves to read it forthwith-however unusual or arbitrary may be the characters employed.”[6]

The challenge initiated numerous responses. Edgar Allan Poe found the solutions of all the ciphers that fall into the sample substitution category that Poe  gave as a condition for the challenge.

Back to The Gold-Bug again. The cryptographic message about the pirate’s treasure was the following:

William Legrand, the hero of this tale, with unusual powers of mind, tried to break the code of this cryptographic text. The first step was to ascertain the predominant letters, as well as the least frequent. Counting all, he constructed a table with the cryptographic characters and the frequency of them. In the first position was one cryptographic character like the number 8, it was written in the text 33 times. The most frequent letter in the English language is “E”. So the first cryptographic letter had been recognized. The symbol 8 represents the letter e. Second step: Of all the words in the English language “the” is the most usual. So he recognized  two other cryptographic characters that represented the letters t and h. In this way he managed to decipher the cryptographic text.

This is the deciphered text:

“A good glass in the Bishop’s hostel in the devil’s forty – one degrees and thirteen minutes northeast and by north main branch seventh limb east side shoot from the left eye of the death’s –head a bee-line from the tree through the shot fifty feet out”

After the decipherment the discovery of the location of the treasure was very easy. Gold, coins, diamonds. Worth one and a half million dollars in those days.

Let us proceed to the second cryptographic text.

Giorgos Ioannou (1927 – 1985), the famous Greek prose writer of the post war period, started, when he was sixteen years old, during the period of the Nazi occupation of Greece, writing a diary about his every day life (hunger, oppression and other problems of the occupation, the progress of  the Second World War, the weather, the situation at home, his personal thoughts and experiences). The future author stopped writing his diary after four months. In ten pages of this diary some sentences had been written in a cryptographic way by means of a symbolic alphabet created by this young man himself. He did that in order to hide some personal experiences and thoughts he did not want to share with anybody. At the beginning of his Diary he had written his self created alphabet with the explanation for every symbol but he destroyed that first page because he was afraid that somebody might find out what he had written. The author himself, Giorgos Ioannou, admitted that even he himself hadn’t been able to decipher the cryptographic texts in his diary written such a long time before.[7] The Diary of the Greek writer was published  many years ago, when Giorgos Ioannou was alive.[8] In this edition a photo of one of his cryptographic texts was included. This is the following, dated 13 December 1943:

When I saw it I was reminded of the decipherment in Edgar Allan Poe’s The Gold Bug and I wondered if I could decipher this text. I read  The Gold Bug again to remember the method and I started working. After many hours of hard work and following Poe’s guidelines I managed to decipher the first word and then with more ease the first sentence: “[They behave to me] in a cruel way, my mother hit me”, this was the first sentence.

I was in tears, I realized that I was possibly the first man in the world to read this personal and cryptographic text. My favorite writer, Giorgos Ioannou, expressed himself in this text in 1943, when he was sixteen years old, and after 57 years, in 2000, I was the first to receive his message. I continued and deciphered  the whole message, which goes as following: “[They behave to me] in a cruel way, my mother hit me. I pray to God to help me and save me. I wish I could find a job to be able to have even only bread but to be saved from these people’s hands. I remember the fat grandmother and my heart wants to live with her. All those in the house, I loath them, I am disgusted.”[9]

The subject is not yet finished. The novelist Giorgos Ioannou visited Kalavryta in 1963. There, thirty years before, on 13 – 12 – 1943  the Nazi troops of Germany executed all the men of Kalavryta, 1200 victims aging from sixteen years and upwards. During his visit, the brother and the sister of one of the victims, who was sixteen years old on the day of the execution, came to have his bones exhumed. In this place of martyrdom Giorgos Ioannou was curious to find out what was written in his Diary on that very date, December 13th 1943, promising  himself to check the Diary entry when he returned home. This visit and his subsequent intention to check his diary is referred in a  short story written by Giorgos Ioannou himself entitled: “13 – 12 – 43.”

It is unbelievable! In his Diary, on December 13th, 1943, Giorgos Ioannou wrote the cryptographic text that in 2000 I, myself, deciphered.

So in Kalavryta a sixteen-year-old boy was faced with an execution squad of the Nazi troops and at the same time, on the same day, another boy of the same age, in Salonica, confronted hell in his home. It is important to understand that the major tragedies of a people and a nation go side by side with the tragedies of ordinary people; the tragedies of every day life. The latter must not be ignored if we want to understand our society and our environment.

I am about to finish now. So, we have examined the decipherment of a literary text by Edgar Allan Poe and a diary text by the Greek writer Giorgos Ioannou. This happened at a time when scientists have  deciphered the human genetic code, with telescopes and  radio scopes we try to understand the evolution of the Universe from the Big Bang to the present day. I believe that the liberation process of  humanity is a process of  decipherment. To decipher ourselves, to decipher  society and nature, to decipher the universe.

THE TWO TEXTS

A. The cryptographic text in Edgar Allan Poe’s The Gold-Bug

B. The cryptographic text in Giorgos Ioannou The occupation Time Diary


[1] ) Leonardo Cassuto, Beyond Originality: Edgar Allan Poe the Critic. (in the edition: Edgar Allan Poe Literary theory and Criticism, edition by Leonard Cassuto, USA 1999, p.V.

[2] ) American Writers A collection of Literary Biographies, Leonard Unger Editor in Chief, Volume III, Charles Scribner’s Sons, New York, p. 409.

[3] ) A Historical Guide to Edgar Allan Poe, edited by J. Gerald Kennedy, Oxford University Press, 2001, p. 49.

[4] ) A Historical Guide to Edgar Allan Poe, edited by J. Gerald Kennedy, Oxford University Press, 2001, p. 67.

[5]) Daniel Hoffman, Poe Poe Poe, Luisiana University Press, 1972, p. 99.

[6] ) C. S. Brigham, Edgar Allan Poe’s contributions to Alexander’s Weekly Messenger, American Antiquarian Society, 1943.

[7]) Γιώργος Ιωάννου, Το κατοχικό Ημερολόγιο χωρίς περικοπές, Εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2000, σ. 28 [= Giorgos Ioannou, To Katochikon Imerologion, Estia, Athens 2000, p. 28].

[8] ) περ. Φυλλάδιο, Αθήνα 1978, αρ. 1, σ. 8 [= Fylladio, Athens 1978, n. 1, p. 8].

[9] ) Σάββας Παύλου, Βάναυσα με δέρνει η μάνα μου, εφ. H Καθημερινή, Αθήνα, 17 /12 /2000, σ. 58 [= Savvas Pavlou, Vanavsa me dernei I mana mou,I Kathimerini, Athens, 17 /12 /2000, p. 58].

Saint Lazarus of the Four Days. Μια μεταφραστική παρατήρηση για τον Οδυσσέα του Τζόυς

24 Φεβρουαρίου, 2012


Στο 6ο κεφάλαιο από τον Οδυσσέα του Τζόυς, κεφάλαιο που οι σχολιαστές του έργου το επιγράφουν «Άδης», υπάρχει το ακόλουθο απόσπασμα:

Your heart perhaps but what price the fellow in the six feet by two with his toes to the daisies? No touching that. Seat of the affections. Broken heart. A pump after all, pumping thousands of gallons of blood every day. One fine day it gets bunged up and there you are. Lots of them lying around here: lungs, hearts, livers. Old rusty pumps: damn the thing else. The resurrection and the life. Once you are dead you are dead. That last day idea. Knocking them all up out of their graves. Come forth, Lazarus! And he came fifth and lost the job. Get up! Last day! Then every fellow mousing around for his liver and his lights and the rest of his traps. Find damn all of himself that morning. Pennyweight of powder in a skull. Twelve grammes one pennyweight. Troy measure.

Ο Σωκράτης Καψάσκης το μεταφράζει ως ακολούθως:

Αγγίζει την καρδιά σου ίσως, αλλά τι αξία έχει για το φιλαράκο που βρίσκεται σε δύο μέτρα βάθος και με τα δάχτυλα των ποδιών να δείχνουν κατά τις μαργαρίτες. Άσ’ το, αυτό δεν μπορεί να το αγγίξει. Η έδρα των αισθημάτων. Ραγισμένη καρδιά. Στο κάτω-κάτω της γραφής πρόκειται απλώς για μια αντλία που τρομπάρει χιλιάδες γαλλόνια αίματος κάθε μέρα. Μια ωραία πρωία μπουκώνει και τρέχα γύρευε. Τόσα και τόσα βρίσκονται εδώ: πνεύμονες, καρδιές, συκώτια. Παλιές σκουριασμένες αντλίες· μην το συζητάμε. Η ανάσταση και η ζωή. Έτσι και πέθανες, πάει, πέθανες. Αυτή η εφεύρεση της Δευτέρας Παρουσίας. Η έγερση των νεκρών από τους τάφους τους. Λάζαρε, δεύρο έξω! Και κατέφθασε καθυστερημένος και έχασε τη δουλειά. Σήκω! Τελευταία μέρα σήμερα! Και τότε κάθε φιλαράκος να τρέχει να βρει το συκώτι του, το τσερβέλο του και τα υπόλοιπα από τα υπάρχοντά του. Τρομερά δύσκολο να τα βρει όλα, μέσα σ’ ένα πρωινό. Δώδεκα γραμμάρια σκόνης μέσα στο κρανίο του. Δώδεκα γραμμάρια και κάτι κόκκοι. Σταθμά της Τροίας.

Αναφερόμενος στις δυσκολίες της μετάφρασης του έργου ο Σωκράτης Καψάσκης έγραψε, ανάμεσα σε άλλα, και τα ακόλουθα, που σχετίζονται με το απόσπασμα αυτό και μας ενδιαφέρουν:

Στο επεισόδιο του “Άδη” υπάρχει η ακόλουθη φράση: “Come forth, Lazarus. And he came fifth and lost the job”. Η φράση έχει αποδοθεί ως εξής: “Λάζαρε, δεύρο έξω, Κι αυτός καθυστέρησε κι έχασε τη δουλειά”. Η δυσκολία βρίσκεται στη φωνητική ομοιότητα των αγγλικών λέξεων forth και fourth που σημαίνουν “έξω ή εμπρός” η πρώτη και “τέταρτος” η δεύτερη. Έτσι το πρώτο μισό της φράσης μπορεί να διαβαστεί διπλά, α) “Λάζαρε, δεύρο έξω”, αλλά και β) “Λάζαρε, έλα τέταρτος”. Οπότε το δεύτερο μισό, που περιέχει τη λέξη fifth, “πέμπτος”, διαβάζεται οπωσδήποτε ως “και ήρθε πέμπτος κι έχασε τη δουλειά”. Άλλη μια φορά το παιγνίδι με τις λέξεις έχει χαθεί. Αυτό που απομένει είναι η λογική εξήγηση.1

Πιστεύω ότι η επιλογή του Σ. Καψάσκη αποδυνάμωσε τα σημαινόμενα του Τζόυς και τις επάλληλες επιστρωματώσεις που έχει ο λόγος του Οδυσσέα με τις πολλές έμμεσες και άμεσες αναφορές, τα καταδηλούμενα και συμπαραδηλούμενα του κειμένου του, τις συσχετίσεις με πληθώρα άλλων κειμένων.2 Στην περίπτωση αυτή με την εκκλησιαστική γραμματεία που αναφέρεται στο Λάζαρο και την έγερσή του και τη σημασία του αριθμού τέσσερα στο θέμα αυτό. Στη Γραμματεία αυτή ο Λάζαρος αναφέρεται συνεχώς ως «Τετραήμερος» και «Τεταρταίος» λόγω τις τετραήμερης παραμονής του στον κόσμο των νεκρών. Στα άλλα θαύματα του Χριστού [ανάσταση του υιού της χήρας στη Ναϊν (κατά Λουκάν ζ11-17) και ανάσταση της θυγατέρας του Ιαείρου (κατά Λουκάν η41-56)] η έγερση των νεκρών έγινε λίγο μετά τον θάνατό τους και πριν μπουν σε τάφο. Στην περίπτωση του Λαζάρου είχε τοποθετηθεί σε τάφο και είχαν περάσει τέσσερις μέρες από τον θάνατό του. Στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο (ια 39) όταν ο Ιησούς ζητεί να πορευτεί στον τάφο του Λαζάρου η Μάρθα, αδελφή του τεθνηκότος, τονίζει: « Κύριε, ήδη όζει, τεταρταίος γαρ εστί».

Οι χαρακτηρισμοί τεταρταίος, τετραήμερος για τον Λάζαρο [στα αγγλικά Lazarus of the fourth days και the fourth day Saint Lazarus] αποκτούν τεράστια συμβολιστική συμπύκνωση, αφού η έγερση του Λαζάρου ύστερα από τετραήμερη παραμονή στον χώρο των νεκρών αποτελεί τη σημαντικότερη παρέμβαση του θείου στη θνητή διάσταση του ανθρώπου. Για τη χριστιανική εκκλησία η ανάσταση του Λαζάρου αναγγέλλει την ανάσταση των νεκρών η οποία έρχεται ως συνέπεια της Αναστάσεως του Κυρίου: «Λάζαρον τεθνεώτα τετραήμερον ανέστησας εξ Άδου, Χριστέ, προ του σου θανάτου διασείσας του θανάτου το κράτος και δι’ ενός προσφιλούς την πάντων ανθρώπων προμηνύων εκ φθοράς ελευθερίαν».

Στην εκκλησιαστική γραμματεία, στη λόγια και στη δημοτική παράδοση,3 αυτοί οι όροι επανέρχονται συνέχεια σε κάθε αναφορά στον Λάζαρο. Χαρακτηριστικά: Στον τάφο του Λαζάρου, στο Κίτιο της Κύπρου όπου εγκαταστάθηκε μετά την έγερσή του, η αρχαία παράδοση αναφέρει ότι οι Χριστιανοί ανέγραψαν: «Λάζαρος ο τετραήμερος και φίλος του Χριστού».

Παραθέτω ακόμη από το «Μεγαλυνάριον» του Αγίου Λαζάρου:

Ήγειρας Σωτήρ μου εκ τών νεκρών, Λάζαρον σον φίλον, τετραήμερον ως Θεός· όθεν Ιουδαίων, εξέστησαν οι δήμοι, της δόξης σου Σωτήρ μου, το μεγαλούργημα.

Ακόμη, από τον Κανόνα του Αγίου Λαζάρου, οι χαρακτηρισμοί αυτοί (τετραήμερος και τεταρταίος) επανέρχονται συνεχώς:

Νεκρόν τετραήμερον εξαναστήσας, Σωτήρ μου τον Λάζαρον, της φθοράς απήλλαξας, βραχίονι υψηλώ, και έδειξας ως δυνατός, την εξουσίαν σου.

Μάρθα, και Μαρία Κύριε, οδυρμοίς εβόων, Ίδε όν εφίλεις, τεταρταίος όζει, ει ής ώδε τότε, ουκ έθνησκε Λάζαρος, Αλλ’ ως αχώριστος παντί, τούτον ευθύς φωνήσας ήγειρας.

Του Πάθους τα σύμβολα, και του Σταυρού σου, Άδου την γνωρίσαι βουληθείς Αγαθέ, του άπληστον, γαστέρα ρήξας, ανέστησας ως Θεός, τον τετραήμερον.

Τίς οίδε, τίς ήκουσεν, ότι ανέστη, άνθρωπος νεκρός οδωδώς; Ηλίας μεν ήγειρε, καί Ελισσαίος, αλλ’ ουκ εκ μνήματος, αλλ’ ουδέ τεταρταίον.4

Το παιγνίδι των σημαινομένων στον Οδυσσέα με τη φωνητική ομοιότητα των λέξεων forth [έξω] και fourth [τέταρτος] θα μπορούσε να δοθεί περιφραστικά = Λάζαρε, δεύρο έξω τεταρταίος. Έτσι θα ακολουθήσει ομαλά το: Και κατέφθασε πέμπτος και έχασε τη δουλειά. Πέμπτος, δηλαδή καθυστερημένος, αφού υπερέβη κατά μία ημέρα τα χρονικά όρια των τεσσάρων ημερών του θαύματος. Έτσι η φράση αυτή, ανάμεσα στα συμφραζόμενά της, αναδεικνύει και τη γενικότερη στάση του Τζόυς που υπονομεύει την πίστη στη νίκη επί του κράτους του θανάτου.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Σ. Καψάσκης, Αντί προλόγου, Τζαίημς Τζόυς, Οδυσσέας, Αθήνα, Κέδρος, 1990, σ. 13.

2. Το κείμενο [Οδυσσέας του Τζόυς] περιέχει πλήθος αναφορές στον Σαίξπηρ, αλλά και σε όλη την ιστορία της αγγλικής και γενικότερα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας· δοκιμάζει βασικές ιδέες της ανατολικής φιλοσοφίας, του δυτικού μυστικισμού και της θεοσοφίας· ανατρέχει διαρκώς στην παράδοση του καθολικισμού, της ορθοδοξίας και του ιουδαϊσμού· αφομοιώνει τις απόψεις του Vico για τη γλώσσα και του Jung για τις αρχετυπικές μορφές· εξυπακούει πληροφορίες που αφορούν το πολιτισμικό και πολιτικό περιβάλλον της Ιρλανδίας των αρχών του αιώνα· αντλεί από την ιστορία και τους μύθους της μεσαιωνικής Ιρλανδίας· τέλος, επεξεργάζεται ένα πλήθος από αναφορές (συμβολικές κυρίως) στην ομηρική Οδύσσεια καθώς και αναφορές από άλλα έργα της αρχαιοελληνικής γραμματείας. Βλ. Άρης Μαραγκόπουλος, Ulysses, οδηγός ανάγνωσης, Αθήνα, Τόπος, 2010, σ. 12.

3. Βλ. Το τραγούδιν του Λαζάρου, επιμ. Παναγιώτης Βασιλείου, Κύπρος 2003: Κύριε και Διδάσκαλε και Δέσποτα Πανάγαθε,/ ο φίλος σας ο Λάζαρος τετραμερίς ευρίσκεται/ σήμερον εν τω μνήματι.

4. Θεός εί και άνθρωπος, επαληθεύων, τοις πράγμασι τα ονόματα, επέστης τω μνήματι, σαρκί ο Λόγος, και ήγειρας ως Θεός, τον τετραήμερον. /

 Την άστεκτόν σου πρόσταξιν, μη φέρων Ιησού, Άδης ο πολλούς δεξάμενος έπτηξε, και τεταρταίον όντα Λάζαρον, συν τη φωνή ζώντα, και ου νεκρόν εδίδου. /

Ω Ιουδαίων άνοια! ω πώρωσις εχθρών! τίς οίδε νεκρόν εκ τάφου εγείραντα; Ηλίας πάλαι εξανέστησεν, αλλ’ ουκ εκ μνήματος, αλλ’ ουδέ τεταρταίον. /

Ο τεταρταίος Λάζαρος Σωτήρ, ως ήκουσε, κάτω της φωνής σου αναστάς, ανύμνησέ σε, και γεγηθώς ούτως εβόα. Συ Θεός και Κτίστης μου, σε προσκυνώ και υμνώ, τον αναστήσαντά με.

Κύπρος και “Στήλη Αλληλογραφίας” της Επιθεώρησης Τέχνης

29 Ιανουαρίου, 2012

 

Η στήλη της Αλληλογραφίας των λογοτεχνικών περιοδικών με τους αναγνώστες τους και, κυρίως, με τους υποψήφιους συνεργάτες τους είναι, κατά τον Δημήτρη Δασκαλόπουλο που μελέτησε το θέμα, “μια πλούσια και ανεκμετάλλευτη φλέβα φιλολογικών ειδήσεων και πληροφοριών”.1 Στη στήλη αυτή εντοπίζεις επίδοξους λογοτέχνες που αργότερα τα παράτησαν, διαπρέποντας σε άλλους τομείς, υπάρχουν όμως και τεκμήρια νεανικών λογοτεχνικών καταθέσεων από γνωστούς αργότερα λογοτέχνες, οι οποίοι εισπράττουν τα σχόλια και τις υποδείξεις του περιοδικού για τη συνεργασία που απέστειλαν για δημοσίευση. Και στην Επιθεώρηση Τέχνης, στη στήλη Αλληλλογραφία, με τα μικρά γράμματα, που με δυσκολία διαβάζονται, αποτυπώνεται πολύ ζωντανά και παραστατικά κάτι από το σφυγμό της λογοτεχνικής ζωής. Αξίζει να σημειωθεί ότι η στήλη Αλληλογραφίας του περιοδικού Επιθεώρηση Τέχνης αποτελεί την αφόρμηση για το ποίημα του Θανάση Παπαθανασόπουλου, «Επιθεώρηση Τέχνης 1956», από το οποίο παραθέτω τους πρώτους στίχους:

51 χρόνια από τότε που την πρωτοδιάβασα,

ξαναδιαβάζω την απάντηση του αρχισυντάκτη:

“Τα ποιήματά σας για την ηλικία σας

έχουν αρκετό ενδιαφέρον·

όμως χρειάζεται ακόμα αρκετή δουλειά.”

 

Τότε ήμουν στην προτελευταία τάξη του εξαταξίου,

τώρα στην τελευταία τάξη της ζωής.2

Ειδικά, για το θέμα των σχέσεων του περιοδικού με την Κύπρο, στη στήλη αυτή υπάρχουν αρκετές αναφορές σε Κύπριους που απέστειλαν συνεργασία τους στο περιοδικό, ή, ακόμη, κρίσεις για ποιήματα Ελλαδιτών που ήταν εμπνευσμένα από την Κύπρο και τον κυπριακό αγώνα. Χαρακτηριστικά, στο τεύχος Ιουνίου του 1955 (αρ. 6, σ. 511), το περιοδικό απευθυνόμενο στον Γεράσιμο Λυκαρδιόπουλο, που απέστειλε ποίημα για την Κύπρο, του γράφει: Γερ. Λυκ. Πολύδροσο. Συμφωνούμε πως ο καλλιτέχνης πρέπει να αντικρύζει τη ζωή καθολικά. Πιστεύουμε όμως να συμφωνείτε κι εσείς πως απ᾽ την πρόθεση ως την πραγμάτωσή του υπάρχει ένας μακρύς και δύσκολος δρόμος. Κι αυτός ο δρόμος νομίζουμε πως δεν έχει διανυθεί, ίσως δεν έχει καν χαρακτεί, στο ποίημά σας “Κύπρος”.

Ο αγώνας της Ε.Ο.Κ.Α. είχε μόλις ξεκινήσει και ο Γεράσιμος Λυκαρδιόπουλος, δεκαεννέα χρονών τότε, εμπνεύστηκε ένα ποίημα για την Κύπρο, που το περιοδικό δεν το ενέκρινε για δημοσίευση. Αργότερα, ο Γεράσιμος Λυκαρδιόπουλος θα αναγνωριστεί ως ένας καταξιωμένος δοκιμιογράφος, ποιητής, μεταφραστής και εκδότης της ελληνικής πνευματικής ζωής.3

Στη στήλη αλληλογραφίας της Επιθεώρησης Τέχνης, εκτός από την περίπτωση του Γεράσιμου Λυκαρδιόπουλου εντοπίζουμε και άλλες αναφορές σε ποιήματα εμπνευσμένα από την Κύπρο:

Γ. Μεν. Κρίση για το ποίημά του: Κύπρος, Ιούνιος 1955, αρ. 6, σ. 511

Μακ. Παν.: Ξεχωρίζει το ποίημά σας για την Κύπρο. Για την ηλικία σας είναι αξιοσημείωτο, Σεπτέμβριος 1955, αρ. 9, σ. 253.

Παν. Φυλλ. Διον. Κόκκ. [η ποιητική απόδοση ενός πατριωτικού θέματος είναι από τα δυσκολότερα εγχειρήματα. Δυστυχώς η συγκίνησή σας από τα γεγονότα της Κύπρου και της Αθήνας δεν βρήκε την ανάλογη ποιητική έκφραση], Ιούλιος 1956, αρ. 19, σ. 93.

Β. Τερτ. Για ωδή στην Κύπρο, Σεπτέμβριος 1956, αρ. 21, σ. 266

Χ. Υφαντ. [αναφορά σε ποίημα με τίτλο: Για σένα, Κύπρο μας], Μάιος 1957, αρ. 29, σ. 464.

Π. Ολύμ. Για κείμενό του με τίτλο “Κύπρος”, Ιούλιος- Αύγουστος 1966, αρ. 139-140, σ. 125

Στη στήλη Αλληλογραφίας υπάρχουν ακόμη αρκετές αναφορές προς Κύπριους δημιουργούς. Σημειώνω ότι είναι δύσκολο να εντοπιστούν οι αναφορές αυτές από τα εσωτερικά τεκμήρια της στήλης (συνήθως υπάρχει ο προσδιορισμός Κύπρος, που ευκολύνει τα πράγματα) γιατί όλα τα ονόματα αναφέρονται συντομογραφημένα. Π.χ. στο τεύχος Ιουνίου 1955, αρ. 6, σ. 511 σημειώνεται κάτι για τον Αχιλ. Πυλ. που εύκολα παραπέμπει στον Κύπριο Αχιλλέα Πυλιώτη, του οποίου, μάλιστα, συνεργασία δημοσιεύτηκε σε προηγούμενο τεύχος, όμως δεν έχουμε το δικαίωμα να το ταυτίσουμε με βεβαιότητα γιατί μπορεί να αναφέρεται οποιοσδήποτε άλλος που τα αρχικά του συμπίπτουν. Για το θέμα αυτό αναφέρω ενδεικτικά δύο άλλες περιπτώσεις.  Στο τεύχος Απριλίου 1966, αρ. 136, σ. 477 αναφέρονται τα εξής: Π. Ιωαν. “Τα τραγούδια για τον Σιωγκέρου” έχουν πολλά καλά στοιχεία αλλά και κάμποση επιτήδευση που εξουδετερώνει ένα μεγάλο μέρος της γνησιότητας αισθήματος. Οπωσδήποτε είναι πάρα πολύ μακρύ για να δημοσιευτεί στο περιοδικό. Γιατί δεν το βγάζετε βιβλίο;

Ακόμη στο τεύχος Ιανουαρίου 1957, αρ. 25, σ. 107 αναφέρονται τα ακόλουθα: Π. Παιον. Λάβαμε με χαρά τα δυο κομμάτια που μας στείλατε. Νομίζουμε όμως ότι και τα δυο είναι κάπως αδύνατα. Ευχαρίστως θα δημοσιεύαμε ένα κυπριακό διήγημα στο περιοδικό μας και περιμένουμε σύντομα ένα ωριμότερο κομμάτι σας. Στην πρώτη περίπτωση η αναφορά στον τίτλο της συνεργασίας μάς ευκολύνει να ταυτίσουμε τον αναφερόμενο με τον Κύπριο Πάνο Ιωαννίδη αφού την ίδια χρονιά, το 1966, ακολουθώντας, ίσως, τη συμβουλή της Επιθεώρησης Τέχνης, κυκλοφόρησε το βιβλίο του με τίτλο Τραγούδια για τον Σιγκέρου και στη δεύτερη περίπτωση η αναφορά σε κυπριακό διήγημα μας ευκολύνει να ταυτίσουμε τον υποψήφιο συνεργάτη του περιοδικού με τον Κύπριο Πανίκο Παιονίδη.

Άλλες αναφορές προς Κύπριους δημιουργούς:

Μάρτιος 1955, αρ. 3, σ. 255 Θεόδ. Στυλιαν.

Ιούλιος 1955, αρ. 7, σ. 93 Π. Ποντ. Κύπρος

Σεπτέμβριος 1955, αρ. 9, σ. 252, Θ. Στυλ. Κύπρος

Οκτώβριος 1955, αρ. 10, σ. 349 Ελέν. Γεωργ.-Κύπρος

Νοέμβριος 1955, αρ. 11, σ. 439 Τ. Μελ.-Κύπρος

Απρίλιος 1956, αρ. 16, σ. 365-366 Α. Κ. Ηλ.-Κύπρος

Σεπτέμβριος 1956, αρ. 21, σ. 266 Νικ. Βραχ. Κύπρος

Σεπτέμβριος 1956, αρ. 21, σ. 266 Δ. Θυμ. Κύπρος

Ιανουάριος 1957, αρ. 25, σ. 109 Γ. Φαν. Κύπρος

Μάιος 1957, αρ. 29, σ. 464 Τοκ. Κύπρος

Ιούνιος 1957, αρ. 30, σ. 553 Γ. Φαν. Κύπρος

Αύγουστος 1958, αρ. 44, σ. 159 Θεοδ. Νικολ.4

Απρίλιος 1959, αρ. 52, σ. 238 Α. Π. Πολ. Κύπρο

Ιούλιος-Αύγουστος 1959, αρ. 55-56, σ. 79-80. Τ. Γηλ. Κύπρος [παραθέτω ενδεικτικά: Στον “Κατ’ οίκον περιορισμό” υπάρχουν πολλοί καλοί στίχοι και ένα πνεύμα αληθινής αγωνιστικότητας. Σα σύνολο όμως υστερεί. Τό ίδιο και για το “απόσπασμα”. Δέστε λ. χ. τους στίχους: ‘Όταν φερτήκαμε σαν κτήνη στην καταλληλότητα(!)/ όταν το ρούχο μας στάζει γαίμα και δάκρυ”. Θα συμφωνείτε ελπίζουμε πως δεν είναι και τόσο αξιόλογοι σαν ποιητικά επιτεύγματα. Έτσι δεν είναι;”]

Ιανουάριος 1960, αρ. 61, σ. 96, απάντηση στον Γ. Κωστ. Κύπρο

Ιούνιος-Ιούλιος 1960, αρ. 65-66, σ. 336, απάντηση στον Γ. Κωστ. Κύπρο

Ιούνιος 1961, αρ. 78, σ. 649, απάντηση στον Τ. Μπατ., Κύπρο

Ιανουάριος 1965, αρ. 121, σ. 126 Ελ. Λ. Κ., Λευκωσία

Τόσο τα δημοσιευμένα ποιήματα Κυπρίων δημιουργών στις σελίδες του περιοδικού Επιθεώρηση Τέχνης5 όσο και οι απαντήσεις στη στήλη Αλληλογραφία αποδεικνύουν ότι η εμβέλεια του περιοδικού ήταν σημαντική στην Κύπρο και υπήρξε ανταπόκριση εκ μέρους των λογοτεχνών του νησιού. Ακόμη, τα ποιήματα Ελλαδιτών για την Κύπρο που δημοσιεύτηκαν στις σελίδες της Επιθεώρησης Τέχνης6 όσο και οι αναφορές στη στήλη Αλληλογραφία για ποιήματα εμπνευσμένα από την Κύπρο αποδεικνύουν τις επιδράσεις του αγώνα του Κυπριακού Ελληνισμού στους δημιουργούς της ελλαδικής επικράτειας.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Τα βήματα του χρόνου Σημειώσεις Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Διάττων, Αθήνα 1987, κεφ. Η «στήλη Αλληλογραφίας» λογοτεχνικών περιοδικών, σ. 143-162.

2. Θανάσης Παπαθανασόπουλος, Αρτοφόριο, εκδ. Μελέαγρος, Αθήνα 2008, σ. 27. Βλ. και το σημείωμα: Σάββας Παύλου, Μετά πενήντα ένα έτη, εφ. Ο Φιλελεύθερος, Λευκωσία, 21 Δεκεμβρίου 2008, σ. 54. Το σημείωμα της Επιθεώρησης Τέχνης για τον Αθανάσιο Παπαθανασόπουλο στη στήλη Αλληλογραφίας του τεύχους αρ. 22 (Οκτώβριος 1956, σ. 342).

3. Βλ. και το σημείωμα: Σάββας Παύλου, Η “Στήλη Αλληλογραφίας”, εφ. Ο Φιλελεύθερος, Λευκωσία, 2 Νοεμβρίου 2008, σ. 58.

4. Έτσι από τη στήλη αυτή ( Αύγουστος 1958, αρ. 44, σ. 159) πληροφορούμαστε ότι ο ποιητής Θεοδόσης Νικολάου, είκοσι δύο χρόνια πριν από την έκδοση της πρώτης ποιητικής του συλλογής [=Πεπραγμένα, Λευκωσία 1980], απέστειλε στην Επιθεώρηση Τεχνης τρία ποιήματά του που το περιοδικό δεν έκρινε δημοσιεύσιμα. (βλ. Λευτέρης Παπαλεοντίου, Αναφορά στο συγγραφικό έργο του Θεοδόση Νικολάου,  Επετηρίδα Κέντρου Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, Λευκωσία 2006, αρ. 7, σ. 539).

5. Σε διάφορα τεύχη του περιοδικού δημοσιεύτηκαν κείμενα, κυρίως ποιήματα, των Αχιλλέα Πυλιώτη, Τεύκρου Ανθία, Θεοδόση Πιερίδη, Θεόδωρου Στυλιανού, Νίκου Νικολαΐδη, Γλαύκου Αλιθέρση, Α. Κ. Ηλιάκη, Λουκή Ακρίτα, Λίνας Σολομωνίδου, Πάνου Ιωαννίδη, Μιχάλη Πασιαρδή.

6. Σε διάφορα τεύχη του περιοδικού δημοσιεύτηκαν ποιήματα για την Κύπρο των Βασίλη Ρώτα, Φοίβου Ανθέμη, Θανάση Φωτιάδη, Βικτωρίας Θεοδώρου, Αντώνη Δωριάδη.