Archive for the ‘Ομηρόθεμα και Ομηρογηθή’ Category

Τα ομηρογηθή

7 Ιουνίου, 2010

ΣΑΒΒΑΣ ΠΑΥΛΟΥ

Τα ομηρογηθή

ΑΘΗΝΑ  2012

 

Προς νέο βιβλιόφιλο

 

Στην αρχή μαζεύεις άπληστα, θέλεις να ενημερωθείς για τα πάντα, μαζεύεις από παντού, τα βιβλία ξεχειλίζουν από τα ράφια της βιβλιοθήκης προς το γραφείο σου, στοίβες υψώνονται πάνω σε τραπέζια και καρέκλες. Είναι η περίοδος που διανύεις, συνέχισε λοιπόν να ’σαι πολυσυλλεκτικός, ν’ αναζητάς εδώ και κει, αυτή ’ναι η αλήθεια σου τώρα.

Γιατί εκεί στα σαράντα σκέφτεσαι για πρώτη φορά το ξεδιάλεγμα. Χίλια βιβλία μόνο, τα καλύτερα, εκείνα που σου είναι απαραίτητα, που ήταν σταθμός και συμπύκνωση, εκείνα που ανοίγεις τακτικά ή έστω προστρέχεις σ’ αυτά πότε πότε.

Αρχίζεις το κοσκίνισμα, αρχίζεις ν’ απαριθμείς ανάκατα από επιστήμη και λογοτεχνία (κάποια του Μαρξ, η Έρημη χώρα, το Tractatus Logigophilosophicus κ.λπ. κ.λπ.) και στην πορεία διαπιστώνεις ότι και με εκατό τη δουλειά σου την κάνεις κι είναι καλύτερα έτσι.

Πιο μεγάλος αρχίζεις και πάλι ένα ξεσκαρτάρισμα, σκληρότερο τώρα, τα πιο σημαντικά μετρούνται με τα δάχτυλά σου σχεδόν, έχεις πέσει στη μία με δύο δεκάδες. Εκεί μένεις για καιρό. Σου φαίνεται προδοσία, ότι χάνεις ένα μέρος του εαυτού σου αν απαρνηθείς έστω κι ένα απ’ αυτά.

Μεγαλώνεις κι άλλο, κι όταν δεν φαίνεται άλλη οδός διαφυγής, θα κάνεις το άλμα. Θ’ αρκεστείς στο ένα βιβλίο. Σ’ αυτό το σημείο οι άνθρωποι χωρίζονται στα δυο. Άλλοι με την Καινή Διαθήκη κι άλλοι με τον Όμηρο. Τότε για πολλούς τροποποιείται η εικόνα που έχουν για το παρελθόν τους, ξαναγράφουν τη ζωή τους.

Τώρα ξέρεις. Μα μην αρχίσεις τις σκέψεις όταν θα ’ρθει ο καιρός εσύ ποιο τελικά θα διαλέξεις. Άσε· εκείνη η ώρα θα μιλήσει μόνη της.

Μεγάλη Διαμεσολαβητική αποικία 200 μ.ν.χ.

 

 

Έσφυζε από κίνηση η αποικία. Φώτα για φώτα κι άλλα φώτα. Κύματα βαρύτητας, μαγνητικά κι ηλεκτρικά, κύματα που ξαπόστελναν παντού την πληροφορία που έπεφτε στους τοίχους, τους δρόμους και τους ανθρώπους, σαν στρογγυλή γυάλινη σφαίρα και κυλούσε στους χώρους.

Λίγο για να εξακριβώσει τις δυνατότητες του υπολογιστή, λίγο για να περάσει την ώρα ως την επόμενη πλανητική σύνδεση που θα γινόταν στις 18 μ.ν.ο., σκέφτηκε να κατασκευάσει μια γλώσσα δική του. Ανασκουμπώθηκε και προχώρησε στη δουλειά του αποφασιστικός, μισός άνθρωπος μηχάνημα, μισό μηχάνημα άνθρωπος, έφτιαξε τις σχετικές οδηγίες, δημιουργία λέξεων –σύνθεση, σύνταξη και παραγωγή, δομή και λειτουργία, πίεσε το κουμπί ΟΝΤ-3 και στην οθόνη άρχισαν να τρέχουν οι συνηθισμένες φράσεις κι άλλα τυποποιημένα κείμενα στη νέα γλώσσα, μπορούσε να τα παρακολουθεί όπως ήξερε περίπου τι έλεγαν. Δούλεψε λίγη ώρα, προχώρησε σε κάποιες τελειοποιήσεις, όμως σε μια στιγμή ένιωσε κάπως άβολα και σκέφτηκε να πατήσει το κουμπί ΟΥΤ-ΙΙ που τα ’σβηνε όλα, πλήρης εκκαθάριση από τον προγραμματισμό, τις μεταφράσεις και τη μνήμη της γλώσσας που δημιούργησε. Συνέχισε όμως για να διερευνήσει νέα στάδια.

Πίεσε το κουμπί ΕΜ-Ζ και εκατοντάδες γνωστά βιβλία στη μνήμη του υπολογιστή μεταφράστηκαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, δέκα εκτυπωτές ήσαν έτοιμοι να τα τυπώσουν και να τα δέσουν αν ήθελε σε δέκα λεπτά. Η πρώτη βιβλιοθήκη με λογοτεχνήματα κι ιστορικά βιβλία στη νέα γλώσσα του, τη φρέσκια γλώσσα όπως με κάποια έπαρση την είπε. Πάτησε το κουμπί και το κείμενο απ’ τις καινούριες μεταφράσεις, που έτρεχε και χανόταν στην άκρη της οθόνης σαν σκύρα από φορτηγό που ανύψωσε την κάσα, ακινητοποιήθηκε. Στην οθόνη έμεινε η γραφή

Ιλένξ Πρελνδ Στενφθ Λόκτε

Από ποιο έργο να ήταν και τι έλεγε; Προσπάθησε να καταλάβει απ’ τις οδηγίες που είχε δώσει. Δεν τα κατάφερε και πάτησε το κατάλληλο κουμπί, το πρωτότυπο κείμενο ταίριαξε δίπλα:

Ιλένξ Πρελνδ Στενφθ Λόκτε

Εφηβεία, τ’ όνομά σου Ελλάδα

Α, είπε όπως το άπλετο φως απορροφήθηκε σε μαύρο κοίλωμα του νου, σκοτείνιασαν όλα και μείναν φωτεινά πουλιά και σκέψεις, δέντρα και λέξεις και γενικά ό,τι πετούσε.

Εφηβεία – ιλένξ. Ο ίδιος δεν ήταν καθαυτό έφηβος αλλά πολύ πιο μικρός, τον είχε πάρει μαζί της στο πάρκο με τα περιστέρια, μετά τον τσακωμό, σίγουρα για χατίρι του, για τον ήλιο και για ν’ αποφύγουν τη βαριά ατμόσφαιρα του σπιτιού, κλάματα και φωνές.

Ελλάδα – Λόκτε. Στο παγκάκι, κάτω απ’ το δέντρο που αγαπούσαν, ανοίξανε το βιβλίο με τις εικόνες. Του μίλησε γι αυτή, για τους τραγουδιστές και τους σοφούς της, ακόμη για μια γυναίκα της που την κλέψανε κι έτρεξαν όλα τα παλικάρια για χατίρι της να σκοτωθούν.

–         Τη λέγαν Ελένη, του είπε και το χέρι της ίσιωσε τα μαλλιά με τις πρώτες γκρίζες

τρίχες που πέσαν στο μέτωπό της, ωραία ακόμη πριν τσακίσει σε λίγα χρόνια και χαθεί, ως τα σήμερα θυμάται το χέρι της λευκό όπως έφυγε απ’ το γόνατό  με μια απότομη κίνηση προς τα μαλλιά της, κάπως με μια παραδοχή, κάπως να επιμένει ατίθασο, ενώ τα μάτια της φωτεινά τον κοίταζαν, αυτός ήταν πια γι’ αυτήν όλα τα παλικάρια της που θα την υπερασπίζονταν.

Έφερε το δάκτυλο πάνω απ’το ΟΥΤ-11 και πίεσε με δύναμη.

-Μάνα, είπε.

(Κατάλοιπα του Jason, από το φάκελο “Της άλλης χιλιετίας”, γραμμένο λίγο πριν απ’ την πτώση των Νήσων)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

“Αγκίρε, η μάστιγα του Θεού”

ή πρέπει να σταματήσει το κακό –οι νεόπλουτες και σπαστικές Η.Π.Α. να δεχτούν τον Κανόνα να πάρουν, επιτέλους, την απόφαση

 

 

 

Σκληροί κονγκισταδόρες, πηδούσαν από τα πλοία στην ακτή με σπαθιά, αρκεβούζια και κανόνια, έτοιμοι για λεηλασία και σφαγή. Είχανε φτάσει σιγά σιγά όλα τ’ αποβράσματα της Ευρώπης, κι όσοι το δήλωναν πως ήσαν τέτοιοι κι όσοι το κρύβαν. Κι ανελέητα ξεκινούσαν με τα πρωτόφαντα άλογά τους. Βλέμμα αρπακτικό, μετρούσε βίαια την άγνωστη γη, μια ολόκληρη ήπειρος θα σώριαζε τα πλούτη της στα πόδια τους.

Κι ένας γραμματικός που καταγράφει απορημένος για όσα βλέπει να κάνουν και να λεν. Θλιβεροί και αποτρόπαιοι, τι (λίγα)  μπορούσαν να καταλάβουν. Γιατί, πόσο θα κρατούσε αυτό; Δέκα, είκοσι, διακόσια χρόνια; Στο τέλος θα γινόταν αυτό που έπρεπε, μια  ήπειρος ακόμη θα αναγνώριζε πως ο Όμηρος είναι ο πρώτος ποιητής.

49 ή ὄνθον ἀποπτύων

 

Ο μικρός αδελφός έφτασε από τον στρατό, του λέει για τη χτεσινή άσκηση ενώ βγάζει άρβυλα και ζωστήρα, λεπτός και δυνατός˙ πρώτος στη σκοποβολή κι η άδεια τιμητική. Χαρούμενα κουβεντιάζουν γι’ αυτά που γίναν όσο έλειπε, να σου διαβάσω κι αυτό του λέει κάποια στιγμή, είναι από την Ψι, το διάβαζα μόλις μπήκες, κι αρχίζει –ενώ ο μικρός αδελφός ντύνεται με καινούργια ρούχα:

ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τάχ᾽ ἔμελλον ἐπαΐξασθαι ἄεθλον,

ἔνθ᾽ Αἴας μὲν ὄλισθε θέων, βλάψεν γὰρ Ἀθήνη,

τῇ ῥα βοῶν κέχυτ᾽ ὄνθος ἀποκταμένων ἐριμύκων,

οὓς ἐπὶ Πατρόκλῳ πέφνεν πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·

ἐν δ᾽ ὄνθου βοέου πλῆτο στόμα τε ῥῖνάς τε·

κρητῆρ᾽ αὖτ᾽ ἀνάειρε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,

ὡς ἦλθε φθάμενος· ὃ δὲ βοῦν ἕλε φαίδιμος Αἴας.

στῆ δὲ κέρας μετὰ χερσὶν ἔχων βοὸς ἀγραύλοιο

ὄνθον ἀποπτύων, μετὰ δ᾽ Ἀργείοισιν ἔειπεν·

ὢ πόποι ἦ μ᾽ ἔβλαψε θεὰ πόδας, ἣ τὸ πάρος περ

μήτηρ ὣς Ὀδυσῆϊ παρίσταται ἠδ᾽ ἐπαρήγει.

ὣς ἔφαθ᾽, οἳ δ᾽ ἄρα πάντες ἐπ᾽ αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν.

Του διαβάζει κι ακτινοβολούν όλα του δωματίου πρωινό φως, του διαβάζει και πέφτουν οι λέξεις πετράδια.

Στο σαλόνι που πάνε μετά ειν’ ο πατέρας που ακούει τη διαφήμιση της ασφαλιστικής εταιρείας με προσοχή, στην καλογυαλισμένη οθόνη συνεχώς τα ψηφία: ΑΣΠΙΣ-ΑΙΑΣ σας προσέχει, ο θείος που κρατά ένα πολύχρωμο περιοδικό και το συμβουλεύεται για τα προγνωστικά του ποδοσφαίρου: Ίντερ-Μίλαν 2, Άγιαξ- Γιουβέντους Χ, η μητέρα που συμπληρώνει τον κατάλογο με τα ψώνια: σκόνη πλυσίματος Τάιντ (3), Λέμπεργκ πράσινο (2), Έιζιαξ (άσπρος σίφουνας), σαπούνια τρία Λαξ. Γεμίζει το σπίτι σκατά.

Έστι γαρ ημίν σήματα

ή

ΤΟ ΤΕΛΕΞ

16 Απριλίου.

Διαβάζει το τέλεξ έκπληκτος κι απαντά θυμωμένος κι αρνητικός, πώς έτσι και γιατί ξαφνικά αυτό το μήνυμα.

Εκείνη του απαντά πως το μετάνιωσε, ναι φταίει που άφησε τα πράγματα να φτάσουν όπως έφτασαν και τώρα πια αυτός στην άλλη άκρη κι αυτή εδώ, όμως κάθε μέρα το σκεφτόταν και σήμερα τ’ αποφάσισε, του στέλνει με το τέλεξ γιατί τις τελευταίες μέρες αυτό δουλεύει στο γραφείο, κι ίσως τώρα φοβόταν τη φωνή -αυτό το άμεσο, κι ακόμη αφού το τηλέφωνο για το εξωτερικό θέλει κωδικό μπορεί να το καταλάβουν, να μουτρώσουν, να στήσουν αυτί.

Εκείνος, αρνητικός, συνεχίζει να ρωτά: κι ύστερα πώς ξέρω ότι είσαι εσύ κι όχι κάποιος ή κάποια που μου κάνει πλάκα;

-ENA MONO SOY THYMIZO: TO DYSTYHIMA STO DROMO TIS LEMESOY, EFTAIGA MA POTE DEN MOY EIPES OTIDIPOTE KI OTAN EGO TO PARADEHOMOYNA MOY LEGES GIA TH SYGKYRIA, TOYS APROSDIORISTOYS PARAGONTES.

-THEN THYMAMAI TORA, ENA DYSTYHIMA EINAI KATI SYNITHISMENO.

-OYRLIAZA STO ASTHENOFORO, FOBOMOYN, APLOSES TO HERI SOY ME TON ORRO M AGGIXES, EGRAPSES ME TO DAKTYLO STO DIKO MOY HERI: ZOI ZOI MOY, ISYHASA.

-DEN XERO, AYTA EINAI PANTA GNOSTA SE MERIKOYS, SE MIA PAREA, TELOS PANTON TI THA KATAFEREI AYTI I SYZITISI.

-I BOLTA MAS STO FRAGMA TIS ATHALASSAS, MERIKI EPISTRATEYSI EPREPE SE LIGO NA FYGEIS, SOY EIPA GIA ASKIMA KAI HAMENA HRONIA KAI SY M AKOYES TRYFERA. ZOI MOY, EIPES, I SKINI POY TROMAZEI O MIKROS APO TIN PERIKEFALAIA EINAI OTI THYMAMAI APO TO DIMOTIKO, PREPEI NA PAO.

-………..

-STO DOMATIO SOU META TO PROTO XANAFTIAXIMO ITAN OMORFA TO PROI SOU MILISA KAI GIA TON GERO DASKALO POY TOY NOIKIAZAME MIA KAMARA STO SPITI POS TON AKOUSA NA MOURMOURIZEI STO KAPELO TOY: TEMPELIKO ANTE BALE ENAN KORMI NA PAS ENA PERIPATO.

GELASAME, EIPAME KI ALLA TOSA, XANAPESAME KI ITAN PALI KALA KAI MOY EIPES MOLIS PIGA NA SIKOTHO: STASOY NA SOY FERO ENAN PLANITI NA PERPATISEIS. SIKOSES TI FLOKATI OS TIS PATOYSES MOY, ENTAXEI PATISE TORA GERA,  DIALEXA KI EFERA TH GI, PAME MIA BOLTA OS TIN AKRI TIS EGKOMIS.

-EINAI OLA TOSO ORAIA, GINOMAI AYTOS.

Ίσκιοι

 

Εκείνη κάθισε στην άκρη του καναπέ, το χέρι της φωτεινό ακούμπησε στο πλάι, σχεδόν τον άγγιξε, τα ματια της μεγάλα.

Η συζήτηση σε ένταση γρήγορα, όπως εξελισσόταν τακτικά αυτές τις μέρες, με την επιμονή του για απολογισμούς και ξεκαθαρίσματα. Πιεστικός, της καταλόγιζε μύρια όσα, ακόμη τη ρώτησε κι αν θυμάται τον πρώην άντρα της, ζητούσε εξηγήσεις για πολλά.

Απέναντι του αυτή, ελκυστική κι απολογητική, θερμή και με λόγια πίστης και αφοσίωσης, μόνο ψέλλισε που άφησε τους δικούς της για χατίρι του, κι ο τόπος της πια πίσω κι απ’ την αναπόληση, ακούμπησε μετά τη ράχη της στον καναπέ πανέμορφη πάντα, απ’ το παράπονο τα μάτια της υγρά, τα πόδια της χυτά μαζεύτηκαν κι αυτά σαν άμυνα στο άδικο.

Αυτός σκέφτεται να πάει κοντά της τρυφερά ή να κερδίσει ακόμη μια μέρα για τη δική του αυθεντία· διαλέγει νευρώδης και απαιτητικός, και σκαιός, κάποια στιγμή σηκώθηκε και φόρεσε τους αισθητήρες, την πλησίασε παθιασμένος. Εκείνη ικετευτικά: “Πάρη, είσαι ο μοναδικός για μένα, ο μοναδικός” και πλαγιάζει βογκώντας προσμονή, εκείνος πιο βίαιος την αρπάζει.

Ξαφνικά σταματά κι ένας λυγμός τον τραντάζει, μένει άτονος απροσδόκητα, αναλογίζεται τον εαυτό του στην αναισθησία καλυμμένο των αισθητήρων, σαν να φτερούγισε το μάταιο κοντά του επιστρέφει στη θέση του άδειος.

Όμως σε λίγο μαζεύει τις δυνάμεις του ανακαθίζει και πατά το κουμπί VAR3. Αυτή μεταβάλλεται τώρα σε κριτική και επιθετική, του απογυμνώνει ένα ένα τα επιχειρήματά του, αντιστρέφει τις κατηγορίες, εκείνος προσπαθεί ν’ απαντήσει, είναι φανερό σε άμυνα, μα ταυτόχρονα πιέζει VAR4, μετά 5 και 6, κι αυτή συνεχίζει πιο έντονα, αποδεικνύει την υποκρισία και τη συμφεροντολογία του, ο ίδιος συνεχώς οπισθοχωρεί, προσπαθεί να ψελλίσει, σκληρή και σαγηνευτική με παραδείγματα απ’ όλα τα χρόνια του δεσμού τους του φωνάζει για τις μικροψυχίες και τους καιροσκοπισμούς του, κάποια στιγμή αυτός παραιτείται κι ακούει σχεδόν με ηδονή να τον ξεσκαρτεύει. Όμως ένιωσε κάπως άβολα, καθώς μαστιγωτική ξεπέρασε τα όρια που είχε βάλει, γινόταν πια άγγελος εξολοθρευτής· ανακάθισε καλύτερα κι αποφασιστικός, με το χαμόγελο της σιγουριάς, πίεσε το κουμπί ΟΥΤ ΙΙ κι έσβησε η παρουσία της ανεπαίσθητα όπως είχε έρθει.

Τότε άκουσε τα βήματα να πλησιάζουν κι έστρεψε ανήσυχος πίσω το βλέμμα, έντρομος είδε το χέρι της ξίφος φωτός να πιέζει το χειριστήριο που τον σκόπευε. Η φωνή του ξεκίνησε ικετευτικά ερωτηματική, πρόλαβε να πει ένα “Ελέ;”

Θέση  83 –Το πέμπτο παράδοξο

 

Ο Ζήνων το πέμπτο παράδοξό του επεξεργάζεται με ευεξία και ρώμη. Ο Έκτωρ κυνηγούμενος από τον Αχιλλέα γύρω απ’ την ευρυάγυια. Απελπισία. Και στα τείχη το ίδιο -η Εκάβη, ο Πρίαμος, ο λαός της Τροίας, η γνωστή σκηνή. Διώκων διωκόμενος βρίσκονται στην ευθεία που τέμνει την πόλη στο κέντρο, ίση απόσταση μεταξύ τους όπως κι αν τη μετρήσεις. «Ως εις όνειρον» λέει ο θείος ποιητής πλην το παράδοξον τώρα.

Ο Έκτωρ, μένος γεμίζει την ψυχή του, μεταστρέφεται επιζητεί την σύγκρουση για κύδος λαού Πριάμοιο ή για θάνατο, ο Αχιλλεύς, δέος γεμίζει την ψυχή του, -το διαισθάνθηκε ή θυμήθηκε τους κλήρους του Διός, το ωκυθάνατό του;- θέλει να ξεφύγει. Ταυτόχρονα εναλλάσσονται και παίρνει ο καθένας την προηγούμενη ψυχή του άλλου, ουδείς όμως μπορεί να το προσδιορίσει, ότι οι εις κύκλον θέοντες τα άκρα διαμέτρου κατέχοντες ταυτόν εστί διώκτες και διωκόμενοι.

Θέλει να το επεξεργαστεί κι άλλο πλην τ’ αφήνει για να επιστρέψει στην τάξη του Ομήρου. Ο Αχιλλέας ορμά.

Η τελευταία

-Αν ανοίξεις αυτή την πύλη θα τα μάθεις όλα!

Όλοι φεύγαν φοβισμένοι, θαρρετά προχώρησε μόνος

ο Οιδίποδας την άνοιξε

το φως τού ξέσχισε τα μάτια.

Στο βάθος όμως υπήρχε κι άλλη.

-Αν ανοίξεις αυτή τη θύρα θα τα δεις όλα.

Τόλμησε ο Ηράκλειτος.

Κι ύστερα όμως άλλη

κι άλλη. Κάθε φορά πιο βαθιά, με πιο σκληρό μυστικό,

ένας, κάθε τόσο, το τολμούσε. Σειρά

οι πόρτες με τον καιρό άνοιξαν όλες, έμεινε η τελευταία.

Τώρα εγώ, αυτή μπροστά μου

-Αν την ανοίξεις, θα δεις το πριν απ’ τη Μεγάλη Έκρηξη!

Οι Εταιρείες κάνουν συνεχώς δημοσκοπήσεις: να προχωρήσει ή όχι

Άλλοι με φρικίαση ψηφίζουν “ναι”, οι πιο πολλοί με πείσμα λένε “όχι”.

Α στο διάολο χαμένοι που θα περιμένω τις επιλογές σας.

Έχω νιώσει τα πάντα μέσα από τα πάντα, σπρώχνω την πόρτα

το πυρ μ’ έχει αρπάξει ήδη και με κρίνει.

Δεν χρειάζεται πια η ποίηση.

Η Βασιλίη

 

Πύλος. Στην άκρη του κύματος τα παιδιά ξεκίνησαν τα κάστρα.

Κάποιοι γονείς διατεταγμένοι απ᾽ την μοντέρνα παιδαγωγική πήγαν να συμμετάσχουν, κατάλαβαν το άκαιρο, έμειναν πίσω. Αλείφονταν αντιηλιακά, φυλλομετρούσαν περιοδικά, κάπνιζαν. Ένα ζευγάρι ξεκίνησε τις ρακέτες με δυναμισμό, κατέληξαν άτονα, κάθισαν κάτω. Η ομάδα των παιδιών συνέχιζε. Γέφυρες, πύργοι, τάφροι, τειχιά, σήραγγες. Μια μικρή πολιτεία, οχυρωμένη, αναδύθηκε από την άμμο. Σταθηκαν και την κοιτούσαν και τα τέσσερα. Πώς παίρνονται οι αποφάσεις; Ακουγόντουσαν τα πρώτα μπράβο όταν ξαφνικά άρχισαν να την ποδοπατούν. Το μικρότερο έπεσε κάτω να χαλά με τις χούφτες και τα πόδια, με την κοιλίτσα του τρίχρονη ν’ αναδεύει την άμμο, μ’ όλο του το κορμί σ’ επαφή με το όργιο της καταστροφής ο μικρός Αλέξανδρος. Ένα παιδί αιώνας.

ΕΡΩΣ ΙΤΑΜΩΣ ΝΟΜΙΜΟΝ ΣΩΜΑΤΙ ΣΩΡΕ

 

Ακολουθώντας τ’ αχνάρια της κατασκευής μίκρυνε ζωύφιο στις γραμμές της σελίδας, ένα μαυρισμένο κινούμενο άλφα, μίκρυνε κι άλλο μπήκε στο ποίημα. Όταν ξαναπήρε το σώμα του πίσω, οι γραμμές τον είχαν εγκλωβίσει για καλά, απ’ τα σίδερα των στίχων κοίταξε έξω, καμιά ελπίδα.

Ο τίτλος του ποιήματος ήταν εκεί, κύριος μοχλός. Σκέφτηκε ν’ αναπηδήσει να γαντζωθεί με δύναμη και να τον τραβήξει κάτω, να τιναχτούν κι ο ίδιος και η αποτύπωση στον αέρα, με τη φράση αθάνατη: ανήκουμε στους νεκρούς.

Στα ποιήματα απαντάς με ποιήματα ή τα ανατινάζεις, δεν έχει άλλο δρόμο σκέφτηκε, πρέπει ν’ αποφασίσω.

Αποφάσισε σύντομα.

Λοιπόν στο πρώτο στενό,

στο πρώτο καρτέρι

που του στήσανε

“Ούτις”

απάντησε και πέρασε.

Ήτανε γιος των Αχαιών ο γιος του Ριμακό.

.

Έκτοτε βγήκαν ανακοινωθέντα, κομματικά πολλά και άλλα, μεσοστράτι, μια αναγκαία πανδόχευση.

Λοιπόν: Eκκυκλήθητι Bertold.

Αλό, καλημέρα Σταγειρείτη.

.

Πρωί

κι ανοίγω το ένα μάτι αργά

-όχι ξαφνικά πράγματα-

τ’ άλλο κλειστό ακόμη.

Να επιστρέψει η ψυχούλα μου

απ’ τους λειμώνες των χαδιών και των μαχαιριών

να προλάβει.

Απ’ το κλειστό.

Ο αναγνώστης

 

Πηγαίνοντας στο δωμάτιό του για ν’ αφήσει τα πράγματά του, είχε σημαδέψει το σαλονάκι που έβλεπε προς τη θάλασσα, έτσι λούστηκε και κατέβηκε αμέσως κάτω για τον πρώτο καφέ. Στη ρεσεψιόν στάθηκε κάτι να ρωτήσει, και καθώς ο ιδιοκτήτης τηλεφωνούσε, ακούμπησε στον πάγκο περιμένοντάς τον. Τότε πρόσεξε στο διπλανό του ράφι το ασυνήθιστο βιβλίο, μεγάλου σχήματος και μονόχρωμο ανάμεσα σε άλλα έντυπα με χίλια χρώματα κι εικόνες.

Το άνοιξε κι είδε τις ανασηκωμένες κουκίδες σαν να καρφίτσα τις πίεσε απ’την πίσω πλευρά της σελίδας, ήταν φανερά ένα βιβλίο για τυφλούς.

Ο ιδιοκτήτης, κατεβάζοντας το τηλέφωνο, άπλωσε το χέρι να το πάρει μ’ έτοιμη ευγένεια.

-Α, είπε, αύριο μεθαύριο έχω να τους τα στείλω πίσω, πρέπει να το συγυρίσω με τα υπόλοιπα, κι όπως αυτός επέμενε να το περιεργάζεται, πήρε απ’ το ράφι δίπλα στο τηλέφωνο πεντέξι άλλα παρόμοια. Συνέχισε επεξηγηματικός στην ερωτηματική ματιά του:

-Είναι δυο κιβώτια τέτοια, τα στείλαν με τη γραμμή του λεωφορείου για να διαβάζουν οι τυφλοί, όμως από παρεξήγηση φτάσαν σήμερα, τρεις μέρες αφού φύγαν, ο υπεύθυνός τους μου τηλεφώνησε πριν από λίγο, έλειπε με άδεια κι ήταν νευριασμένος μ’ αυτόν που τον αντικατέστησε, όχι μόνο γιατί δεν έκανε σωστά τη δουλειά του και τώρα έχουν και να τα μαζέψουν πίσω, μα και γιατί πήρε από δω και κει απ’ τα ράφια ό,τι τύχαινε και δεν κράτησε ούτε κατάλογο, γι’ αυτό με παρακάλεσε ξανά να φροντίσω να μη χαθεί κανένα, η βιβλιοθήκη τους είναι φτωχική.

Πήρε ένα βιβλίο και το κοίταξε στο κάτω μέρος του εξωφύλλου. Οι άθλιοι, είπε, και το ’ριξε σ’ ένα χαρτοκιβώτιο σκισμένο. Συνέχισε και με τα άλλα: Μαθήματα Αγγλικής, Χέλεν Κέλερ, Λογιστική, Ροβινσώνας Κρούσος. Τ’ ανοίξαμε, είπε, τα περιεργαστήκαμε δυο λεπτά και τώρα έχουμε να τα ξαναπακετάρουμε.

Έκλεισε κι αυτός το δικό του και πριν το δώσει κοίταξε στο εξώφυλλο, κάτω απ’ τον τίτλο με τις ανασηκωμένες κουκκίδες υπήρχε κι ένας άλλος με κανονικά γράμματα: Ιλιάς Η-Ν. Αρχαίο κείμενο-Λεξιλόγιο-Σχόλια.

Το κράτησε πιο δυνατά και ρώτησε ακόμη κάτι, τώρα με ταραγμένη τη φωνή.

-Ναι, είχαν φέρει εδώ απ’ το Ίδρυμα Ευημερίας Τυφλών μια μεγάλη ομάδα, κρατήσαν τα μισά δωμάτια. Φύγαν γρήγορα, βιάστηκε να προσθέσει, ίσως γιατί δεν το ’βρισκε σωστό για το ξενοδοχείο του, που ακτινοβολούσε στη διαφήμισή του δυναμισμό και πλήρη επιτυχία, να συνδεόταν με τέτοια άτομα μ’ ανάγκες, που είχαν το χωρίς… Ένας πελάτης πλησίασε και του ᾽δωσε το κλειδί, κι ύστερα ο ξενοδόχος γύρισε προς τον τοίχο, σ’ ένα πλαίσιο με πολλούς διακόπτες, πάτησε διάφορα κουμπιά κι οι λαμπτήρες άρχισαν ν’ ανάβουν παντού, στα σαλόνια και τις βεράντες.

Κι αυτός προσπάθησε να τους φανταστεί στο χώρο αυτό –ένα μέτριο ξενοδοχείο του Πύργου- παρέες παρέες και μόνους ν’ ανιχνεύουν με το μπαστούνι τα σκαλοπάτια και τους διαδρόμους για το δωμάτιό τους, να ψαχουλεύουν τα πόμολα και τα ράφια, όταν στο σαλόνι δίπλα η θάλασσα τους έγνεφε κι έστρεφαν προς τα κει το πρόσωπο ν’ ακουμπήσει στο μάγουλό τους.

Ζήτησε απ’ τον ξενοδόχο να του αφήσει το βιβλίο για λίγο κι έκατσε προς τη θάλασσα, κρυμμένος απ’ όλους πίσω απ’ τις γλάστρες με τα φουντωτά φυτά.

Έβαλε το χέρι σε μια σελίδα μ’ αδημονία, λίγο ταραγμένος σαν παιδί που κάνει κάτι άπρεπο και θα το μαλώσουν, ένιωσε την πίεση των ανάγλυφων στιγμών όπως τα δάκτυλά του με περπάτημα πουλιού προχώρησαν δυο τρεις γραμμές ενώ τα μάτια του ασυναίσθητα είχαν κλείσει, ύστερα άπλωσε την παλάμη όλη πάνω, τον καρπό μετά, τα γράμματα κεντούσαν το κορμί του κι η επιθυμία τον άρπαξε να πιέσει τ’ ανοιχτό βιβλίο στο στήθος του, να γίνει ασπίδα κεντημένη λέξεις, “ἐν δὲ τίθει”, να ᾽ταν αυτό πάνω στο δέρμα του ή το “θαλερὴν παράκοιτιν” το “ὕπνου δῶρον” το “ὀλλύντων και ὀλλυμένων”.

Ένιωσε τα μάτια του φόρτωμα, όπως Εκείνος τυφλώθηκε για να κρατήσει στο τραγούδι του την ανοιχτοσύνη, κι ο ίδιος γι’ αυτό που αγαπούσε έπρεπε να προχωρήσει στα σκοτεινά, να το διαβάσει πια με το κορμί.

Πρωινό ρόφημα

“Κράτα” και “πρόσεχε” μου λεν

κι η ανησυχία κύκλους κάνει

καθώς βυθίζω τη μαντλέν

μες στο φλιτζάνι.

Ποιον ήχο, φως, οσμή ποθώ

μα και ποια λέξη

ν’ αναδυθεί απ’ τον βυθό

να με διαλέξει;

Με τρόπο ανεπίληπτο

αφέθηκα και το πεπρωμένο

έξω απ’ την πύλη πτω-

χός τω πνεύματι το περιμένω.

Εν τέλει ήρθε, το άρωμά της έφτασε  πρώτο που είχε βάλει πριν φύγει, η τελευταία φορά που βρεθήκαμε. Είχε ντυθεί, ορθώθηκε πανέμορφη κι έριξε κάποιες σταγόνες στο λαιμό, στο χώρισμα του στήθους. Τα λέμε, μου είχε πει φεύγοντας. Εγώ είχα καταλάβει. Κι από τότε προσπαθώ να τελειώσω αυτό το κομμάτι: “Μπήκε στο Γυμνάσιο ντυμένος με το κουστούμι, τελευταίο μοντέλο Αρμάνι. Πήγε στο κυλικείο και πήρε ένα σάντουιτς. Κάθισε και το μασουλούσε σ’ ένα τρίποδο τραπέζι ενώ συμπλήρωνε το  τετράγωνο δελτίο με διεύθυνση, επάγγελμα, τηλέφωνα κ.λπ. να τα δώσει στη συνάντηση. Το στυλό του έγραφε με πράσινο μελάνι, θα το βρουν παραξενιά μου, σκέφτηκε, όμως συνέχισε. Τον όρισε το κόμμα στην Επιτροπή για την “Παιδεία Ενηλίκων”. Με ειδικό τμήμα για συνταξιούχους. Θα συνεδρίαζαν πρώτη φορά εδώ. Άνοιξε την εφημερίδα που επισκοπούσε τα γεγονότα της περασμένης εβδομάδας, η γριά που νοίκιασε ένα τουριστικό διαμέρισμα στην ερημιά μιας ακτής κι ανακάλυψε στην ντουλάπα ένα όρθιο πτώμα, απ’  το περασμένο καλοκαίρι εκεί, η κινητοποίηση της αστυνομίας, ποιος είναι”.

Κι τώρα σκέφτομαι ότι αγωνίζομαι τόσον καιρόν να το ολοκληρώσω μόνο και μόνο για να πω: όρθιο πτώμα, όρθια πτώματα.

Πρέπει να δώσεις να φανεί όμως ο άλλος σαρκασμός, η χαρά για ένα κείμενο που δεν μπορεί να μεταφραστεί, αυτός που ξέρει ελληνικά θα καταλάβει το παιγνίδι με το “γυμνάσιο και ντυμένος”, με το “τρίποδο [τε]τραπέζι” ενώ μεταφρασμένο αυτό: three footed table και table a trios pieds, τρέχα γύρευε.

Οσμές, εικόνες, ήχοι και γεύσεις

κι αγγίγματα που καταλήγουν λέξεις

που θέλουν να συγκατανεύσεις

να τις δεχτείς να φέξεις

μ’ αυτές τη σκοτεινιά σου

…………………………..

τις λέξεις σου νοιάσου

Αλλοτριώνουν, συσκοτίζουν, σκορπίζουν, όμως μια απ’ αυτές, καίρια και αιχμηρή, θ’ ανοίξει τη σπηλιά. Ποια για σένα στην Κύπρο του 2009: Ελέ…; Ελλά…; Ελευ…; Όμως ο πόλεμος γεννά τα πάντα. Και στον κάμπο της Τροίας, συνεχίζει για χιλιάδες χρόνια, πόλεμος παντοτινός. Παίζει ακόμη μια λέξη: Ιλι…