Archive for the ‘Βασίλης Μιχαηλίδης’ Category

Ο ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

17 Ιανουαρίου, 2013

Ο τάφος του ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη

Στα νοικοκυρεμένα κοιμητήρια

ταφόπετρες κρατούν τη μνήμη εκείνων

που έζησαν καθώς περαστικά μερμήγκια

Φοίβος Σταυρίδης[1]

Χάριτας οφείλουμε στους διοργανωτές της ημερίδας «Βασίλης Μιχαηλίδης: 95 χρόνια από τον θάνατό του»,[2]  που διεκπεραίωσε τις εργασίες της πριν από λίγες μέρες. Ακούοντας τους ομιλητές, από την Ελλάδα και την Κύπρο, να επανατονίζουν την αξία της ποίησής του και να φωτίζουν από νέες πλευρές τη ζωή και το έργο του ποιητή της «Ανεράδας», στάθηκα με πίκρα στο θέμα της άγνοιας του τάφου του. Ο μεγάλος ποιητής της Κύπρου δεν έχει τάφο, αγνοούμε που είναι θαμμένος, δεν υπάρχει ένας σταυρός που να γράφει το όνομά του, μια ταφόπλακα μπροστά στην οποία να σταθούμε με σεβασμό και να αφήσουμε ένα λουλούδι, αγάπης και τιμής ένεκεν, για αυτόν που έγραψε τους στίχους της περηφάνιας του κυπριακού ελληνισμού και της ποιητικής ποιότητας.

539780_329476030467531_245750681_n

 Φωτογραφία του ποιητή, σε επεξεργασία που έχει κάνει ο σχεδιαστής Άκης Ιωαννίδης, για τους σκοπούς της έκδοσης του ψηφιακού δίσκου- βιβλίου του Λάρκου Λάρκου  με τίτλο Το πρώτο ‘δώ βασίλειο είχαν θεοί το κτίσει– μελοποιημένη ποίηση του Βασίλη Μιχαηλίδη (φιλολογική επιμέλεια Κυριάκος Ιωάννου)

Κι’ όμως στον ελληνικό χώρο, από τα αρχαία χρόνια, το μνήμα που μνημείωνε το πέρασμα ενός ανθρώπου από τη ζωή ήταν βασικό στοιχείο του πολιτισμού μας. Γράφοντας για το βιβλίο της Ρήνας Κατσελλή, Κώστας Μοιράνθης τάφος άγνωστος,[3] σημείωνα και τα ακόλουθα: «Χωρίς μνήμα, χωρίς δηλαδή μνήμη, τάφο που να μνημειώνει την τελευταία κατοικία του. Κι όμως ο σεβασμός στους νεκρούς και η φροντίδα για τον τάφο τους αποτελεί θεμελιώδες ήθος της ελληνικής κοινωνίας. Στα ομηρικά έπη είναι έκδηλο, προβάλλεται έντονα. Χαρακτηριστικά ο νεκρός Ελπήνορας παρακαλεί τον Οδυσσέα να φροντίσει για την ταφή του. Να με θυμηθείς, του λέει, μη φύγεις και με εγκαταλείψεις άταφο, άκλαυτο. «Μη μ’ άκλαυτον άθαπτον ιών όπιθεν καταλείπειν». Σήμα να ανυψώσεις για χάρη μου στο περιγιάλι της θάλασσας να βλέπουν οι μελλούμενοι και να με μνημονεύουν, του τονίζει.

Από τις αρχές του ελληνικού πολιτισμού, το μνήμα, ο τύμβος και η επιτύμβια επιγραφή σημείωναν το πέρασμα του νεκρού από τη ζωή και τον τόπο ανάπαυσής του. Ο Ελπήνορας ζητά να τοποθετηθεί στον τάφο του ένα κουπί, ως μνημείωση μιας ύπαρξης που κωπηλατούσε όταν ήταν ζωντανός. Στην εξέλιξη, με τη διάδοση της γραφής, καθιερώνεται η επιτύμβια επιγραφή που μας άφησε σπάνια σε ποιότητα και συμπύκνωση κείμενα για το θέμα του θανάτου, μα και κείμενα φιλοσοφικής εγκαρτέρησης και περηφάνιας.

Και ο χριστιανικός κόσμος συνέχισε τη συνήθεια των επιτυμβίων επιγραμμάτων, γιατί ο χριστιανισμός ανέδειξε τη φροντίδα περί των κεκοιμημένων, η περιποίηση των τάφων τους και η τέλεση μνημοσύνων και λειτουργιών για τους προσφιλείς νεκρούς αποτελεί θεμελιώδες ήθος και της χριστιανικής ζωής.

Χαρακτηριστικά, ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, όταν επισκεπτόταν μια πόλη της Ελλάδας, παρατηρούσε τη συμπεριφορά των κατοίκων όσον αφορά τη φροντίδα και περιποίηση του κοιμητηρίου και ανάλογα με την κατάστασή του έβγαζε συμπεράσματα για την πνευματικότητα της τοπικής κοινωνίας.»[4]

Αυτά γράφτηκαν με αφορμή τον συγγραφέα Κώστα Μοιράνθη και την άγνοιά μας για τον τάφο του. Όμως ο Μοιράνθης σκοτώθηκε στην περιοχή Κερύνειας το 1974, από σφαίρα Τούρκου εισβολέα και ρίχτηκε από τους κατακτητές σε κάποιο τάφο στα κατεχόμενα. Ο ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης πέθανε το 1917 στη Λεμεσό και θάφτηκε στο κοιμητήριο του Αγίου Νικολάου. Ο Κωστής Κοκκινόφτας, που ερεύνησε τον τύπο της εποχής, ανέφερε στην ημερίδα ότι η κηδεία του τελέστηκε “μεγαλοπρεπώς” και τον νεκρό αποχαιρέτησαν τα πρώτα ονόματα της πολιτικής, εκπαιδευτικής και πνευματικής ζωής. Ακόμη, δυο εβδομάδες μετά την κηδεία του, στις 23 Δεκεμβρίου 1917,  οργανώθηκε φιλολογικό μνημόσυνο γι’ αυτόν, στο θέατρο Χατζηπαύλου της Λεμεσού, στο οποίο παρευρέθηκε πλήθος κόσμου και υποβλήθηκε η πρόταση για τη συγκρότηση επιτροπής που θα διενεργούσε έρανο για την κατασκευή μαρμάρινου σταυρού για τον Βασίλη Μιχαηλίδη. Όπως ανέφερε στην εισήγησή του ο Κοκκινόφτας “η επιτροπή αυτή, όμως, έμεινε ανενεργός, με αποτέλεσμα στο πέρασμα του χρόνου να ξεχαστεί η ακριβής θέση του τάφου του Μιχαηλίδη και στις μέρες μας κανείς να μη γνωρίζει σε ποιο σημείο του κοιμητηρίου του Αγίου Νικολάου είναι θαμμένος.” Γιατί, όμως; αναρωτιέμαι. Τι πήγε στραβά;[5]

Έτσι νιώθω το αίσθημα του κενού, της έλλειψης. Η μη γνώση του χώρου ταφής του ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη αποτελεί μια μαύρη τρύπα στη συλλογική μνήμη της Κύπρου. Ο άνθρωπος που το 1913, στο ποίημά του «Εις τον ηρωικώς πεσόντα Χρ. Σώζον», θρηνεί γιατί δεν γνωρίζει που είναι ο τάφος του Σώζου, που έπεσε στο Μπιζάνι, και έτσι δεν μπορεί να πάει στο μνήμα του και να κλάψει, βρέθηκε και ο ίδιος με άγνωστο τόπο ταφής κι ας θάφτηκε στη Λεμεσό, σε ειρηνική περίοδο.

Ακόμη: Στη Λεμεσό, το 1924, αρχίζει ένας κύκλος διανοουμένων να εκδίδει το αξιόλογο περιοδικό Αβγή. Στο περιοδικό αυτό ο Βασίλης Μιχαηλίδης είναι ο αναγνωρισμένος, είναι ο σημαντικότερος ποιητής. Εκτός από ένα εκτενές, έξι σελίδων, σημείωμα με τίτλο «Η 9η Ιουλίου του Βασίλη Μιχαηλίδη»,[6] στο τεύχος αρ. 8 (Νοέμβριος 1924), αναφέρεται η προσπάθεια του «Συλλόγου των 12» Λεμεσιανών φίλων του ποιητή,  με τη συνεργασία της Αυγής, για την έκδοση των απάντων του Μιχαηλίδη, και υποβάλλεται η ιδέα για τη διενέργεια παγκύπριου εράνου για να μαζευτεί «ποσόν αρκετό ώστε να βγει ο τόμος στην Αθήνα καλαισθητικώτερος». Ο Τατάκης αναφέρει ότι η προσπάθεια ξεκινά από το 1923, πιο κοντά, δηλαδή, στον θάνατο και την ταφή του Μιχαηλίδη.

Πώς δεν είπε κάποιος να βρούμε και τον τάφο του,  πού θάφτηκε πριν από επτά χρόνια, να βάλουμε μια επιτάφια πλάκα; Προσπαθώ να καταλάβω γιατί.

Οι άνθρωποι που ανασκουμπώθηκαν για να βγάλουν τα Άπαντά του πώς δεν αναρωτήθηκαν που είναι ο τάφος του; Φίλος μού υποδεικνύει ότι η πολιτική ριζοσπαστική στράτευση του κύκλου αυτού και ο αντικληρικαλισμός τους δεν τους έστρεφε σε τέτοιου είδους δραστηριότητες. Όμως πριν ξεκινήσει τη διαδρομή της η Αβγή πεθαίνει ο Λένιν, που τάχιστα μπαίνει σε μαυσωλείο στην Κόκκινη Πλατεία, ταριχευμένος μάλιστα σαν τοτέμ πρωτογόνων, για προσκύνημα από τους πιστούς. Αυτοί, που δέχονταν, ή έστω έβλεπαν με συμπάθεια, τον τοτεμικό πρωτογονισμό της Κόκκινης Πλατείας, τους περίσσευε να βάλουν μια επιτάφια πλάκα στον ποιητή;

Ακόμη: Ο Ιντιάνος, που αποτελεί συνδετικό κρίκο στις δύο καλύτερες φιλολογικές προσπάθειες της Κύπρου (Αβγή και Κυπριακά Γράμματα) και αναζητεί τον τάφο του Κάλβου, παράλληλα με τον αρχιμανδρίτη Ιάκωβο Βίρβο και τον Κ. Σολδάτο, στο μακρινό Λάουθ της Αγγλίας, δεν μπορούσε να ερευνήσει για να βρει τον τάφο του Βασίλη Μιχαηλίδη στη διπλανή Λεμεσό; Αναρωτιέμαι.

«Από το 1924 χρονολογείται η έρευνά μου για τον τάφο του [Κάλβου]» γράφει ο Ιντιάνος που επισκέπτεται τον τάφο του ποιητή των Ωδών στις 4 Ιουλίου 1938, σχεδόν 70 χρόνια μετά τον θάνατό του. Ο Μιχαηλίδης για τον κύκλο της Αυγής σαν να πέθανε χτες, ξεκινούν την εκδοτική προσπάθεια το 1924, ο ποιητής πέθανε επτά χρόνια προηγουμένως. Οι ζωντανές μαρτυρίες είναι πολλές. Γιατί δεν τις εκμεταλλεύτηκαν, να μάθουν που είναι ο τάφος του; Και στη ζωή του Ιντιάνου, ο Βασίλης Μιχαηλίδης ήταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του, ήταν ο άξιος ποιητής, και αυτό αποτυπώνεται έντονα και στο αρχείο του και στα γραπτά του. Ο ίδιος, σε δύο δημοσιεύματά του, τονίζει το θέμα της άγνοιας του τάφου του Βασίλη Μιχαηλίδη και μιλά αρνητικά για τους υπεύθυνους αυτής της κατάστασης: «Κανένα σημάδι δε φανερώνει τον τάφο του» γράφει στο πρώτο[7] και στο δεύτερο «δεν υπάρχει σήμερα κανένα σημάδι στον Άγιο Νικόλαο της Λεμεσού, που να φανερώνει τον τάφο του».[8]

Ο Λευτέρης Παπαλεοντίου ανέφερε στην Ημερίδα ότι στο αρχείο του Ιντιάνου, με αφορμή τη δρομολόγηση αφιερωματικού τεύχους των Κυπριακών Γραμμάτων στον Βασίλη Μιχαηλίδη, υπάρχει επιστολή υπαλλήλου του κτηματολογίου Λεμεσού, που πρότεινε να ετοιμάσει σχεδιάγραμμα με την ακριβή τοποθεσία του τάφου του στο νεκροταφείο Αγίου Νικολάου.«Ο τάφος του είναι άγνωστος, τον ξέρουν μόνο μερικοί- ο Πάνος Φασουλιώτης κι άλλοι παλιοί. Ύστερ’ από λίγα χρόνια που αφτοί και μεις δε θα ζούμε πια, θα χαθεί ολότελα, κι ίσως τότες να τον χρειάζονται για να του στήσουν καμιά πέτρα, κανένα άγαλμα» γράφει σε επιστολή του ημερομηνίας 14 Μαϊου 1936.[9] Πώς δεν αξιοποιήθηκε αυτή η πληροφορία; Αναρωτιέμαι. Μα δεν βρίσκω απάντηση.[10] Η καθυστερημένη έκδοση του αφιερωματικού τεύχους που πραγματοποιήθηκε ύστερα από τέσσερα χρόνια (1940); Η διακοπή της κυκλοφορίας του περιοδικού για δύο σχεδόν χρόνια (1937 -1939); Οι δυσκολίες που προέβαλλαν και τα προβλήματα που δημιουργούσαν στο περιοδικό οι Άγγλοι αποικιοκράτες την περίοδο της παλμεροκρατίας; Η αναχώρηση (1937) του Ιντιάνου στο εξωτερικό, με υποτροφία, αυτή την περίοδο; Η τρικοιρανίη του περιοδικού (Κ. Προυσής, Ν. Κρανιδιώτης, Α. Ιντιάνος), που μπορεί να προκαλούσε ασυνεννοησία και έλλειψη συντονισμού; Ή, μήπως, αξιολογήθηκε η μαρτυρία και δεν κρίθηκε επαρκής; Αγνοώ.

Πάντως νιώθω ότι ο εντοπισμός του τάφου του Βασίλη Μιχαηλίδη ήταν κοντά, μια δρασκελιά δρόμο, μα πάντα κάτι συνέβαινε και απομακρυνόταν η ανεύρεσή του και η τοποθέτηση σταυρού και εντάφιας πλάκας. Σκεφτόμενος συνέχεια το θέμα κατέληξα ότι το βασικότερο ήταν η ανυπαρξία στενών συγγενών, τουλάχιστον κάποιου «μακροδικού» στη Λεμεσό, που να αναλάμβανε τον τάφο, το καντήλι, τη δέηση επί του μνήματός του.

Έτσι συμβαίνει πάντα όταν η σχέση σου δεν είναι η σχέση η συγγενική, του οικείου, του εξ αίματος δεσμού που μένει στην κοινότητα δίπλα από το νεκροταφείο, αλλά σχέση που βασίζεται στην εκτίμηση για το ποιητικό έργο ή και την πολιτική στάση του θαμμένου. Πήγα στις κηδείες των Δώρου Λοϊζου, Ιάκωβου Κουμή, Θεόφιλου Γεωργιάδη, Σολωμού Σολωμού. Με συγκίνηση, με αγάπη και σεβασμό για τη θυσία τους. Αν πήγαινα ύστερα από δυο-τρία χρόνια και δεν υπήρχε ο σταυρός με το όνομά τους δεν θα  εντόπιζα τον χώρο ταφής τους μέσα στα νέα και παλιά μνήματα. Κι ας ήμουνα κοντά την ώρα της ταφής.

Μόνο η συγγενική σχέση κρατά τη συνέχεια και συνάφεια. Κι εδώ εντοπίζουμε τη μεγάλη μοναξιά του ποιητή. Μακριά από τη γενέτειρά του, το Λευκόνοικο, για σαράντα χρόνια μονήρης στη Λεμεσό. Χωρίς οικογένεια, γυναίκα και παιδιά, που θα φρόντιζαν τον τάφο και το καντήλι του, χωρίς στενούς συγγενείς, μια αδελφή, ένα μικροθείο, ένα μικροανεψιό, μια ξαδέλφη. Χωρίς ακόμη την κρυφή αγαπημένη, όπως εκείνη στο εξαιρετικό ποίημα του ομότεχνού του Δημήτρη Λιπέρτη με τίτλο «Βούττημαν ήλιου», που καλείται να πάει, σχεδόν κρυφά, και να ανάψει κερί στον τάφο του άντρα που την αγάπησε, να πει το όνομά του και να κλάψει.

«Θεέ μου τζιαι να πέθανα το Σάββατον το βράδυ» έγραψε ο Βασίλης Μιχαηλίδης, για να κατέβει την Κυριακή στον Άδη όταν οι παπάδες βρίσκονται σε σχόλη και οι λυγερές με τα καλά τους ρούχα, οι λυγερές που θα μαζεύονταν για να κλάψουν ξεχωριστά γι’ αυτόν. Πράγματι ο ποιητής πέθανε Σαββάτο και θάφτηκε Κυριακή, όμως καμιά λυγερή δεν έκλαψε, φαίνεται, γι’ αυτόν.

Ο μοναχικός Βασίλης Μιχαηλίδης, εξαρτημένος πλήρως από το ποτό και τοποθετημένος στο πτωχοκομείο Λεμεσού τα τελευταία χρόνια της ζωής του, μπήκε στον τάφο με τιμές, ως καταξιωμένος ποιητής, μα δεν υπήρξε η λυτρωτική συνέχεια που δίνει η οικογένεια και οι στενοί συγγενείς. Και έτσι, μαζί με επιπολαιότητες και παραλείψεις του κύκλου των λογίων, δημιουργήθηκε αυτό το χάσμα στη συλλογική μνήμη της Κύπρου, αγνοούμε που είναι ο τάφος του μεγαλύτερου ποιητή της, που έκανε τη διάλεκτό της να αστράψει με τόσα πολύτιμα διαμάντια στίχων.

 


[1] ) Οι στίχοι είναι από το ανέκδοτο ποίημα του Φοίβου Σταυρίδη με τίτλο: Ληξιαρχικά,  που αναφέρεται στην άγνοια των τάφων του Μότσαρτ και του Βασίλη Μιχαηλίδη, τη στιγμή που μνημειώνονται οι χώροι ταφής τόσων άλλων που δεν πρόσφεραν οτιδήποτε. Ενώ ο Μότσαρτ και ο Μιχαηλίδης βρίσκονται σε άγνωστο μέρος ταφής:

 Όμως οι δυο, στους μυστικούς τους τάφους

ελεύθεροι από εύκαιρη φροντίδα

συνεχίζουν το τραγούδι τους

ως τη συντέλεια της ζωής κι όντας ο κόσμος λείψει.

Ευχαριστώ τον Λευτέρη Παπαλεοντίου που έθεσε υπ’ όψιν μου το ποίημα αυτό του Φοίβου Σταυρίδη

[2])  Οι ανακοινώσεις της ημερίδας έγιναν στις 8 Δεκεμβρίου 2012, στην αίθουσα τελετών Ιεράς Μονής Κύκκου «Αρχάγγελος». Οργανωτική Επιτροπή: Ιωάννης Θεοχαρίδης, Μιχάλης Κτίστης, Κωστής Κοκκινόφτας, Αιμιλία Στυλιανού.

[3] ) Σάββας Παύλου, Κώστας Μοιράνθης. Τάφος άγνωστος. Το νέο βιβλίο της Ρήνας Κατσελλή, περ. Ενατενίσεις, Λευκωσία, Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 2009, αρ. 9, σ. 150 – 153

[4] ) Βλ. και Νικόλαος Α. Ματσούκας, Το θεολογικό περιεχόμενο της νεκρὠσιμης ακολουθίας, στον τόμο   Χριστιανική Θεσσαλονίκη Ταφές και κοιμητήρια, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 37-38.

[5] ) Παραθέτοντας την αναφορά του Ν. Ξιούτα ότι ο τάφος του ποιητή στο κοιμητήρι του Αγίου Νικολάου είναι άγνωστος και αδύνατο να ανακαλυφθεί πια που ευρίσκεται και τον αποδοκιμαστικό σχολιασμό του Γ. Λεύκη ότι αν και λήφθηκε απόφαση για σταυρό στον τάφο του εν τέλει δεν μπήκε «ούτε ένα σημάδι, ένα μάρμαρο, ένα ξύλο τουλάχιστον», ο Κώστας Βασιλείου σχολιάζει ότι δεν υπάρχει τάφος του Βασίλη Μιχαηλίδη ή αν υπάρχει είναι άδειος γιατί, όπως στην ευαγγελική περικοπή της Αναστάσεως, ο Άγγελος πληροφορεί ότι «ουκ έστιν ώδε» [Κώστα Βασιλείου, Εισαγωγή, στον τόμο Βασίλη Μιχαηλίδη, Ποιήματα η έκδοση του 1911, εκδ. Αιγαίον, Λευκωσία 2007, σ. 61]. Όμως αυτά αποτελούν εκθειαστικά σχόλια αγάπης και εκτίμησης για το έργο του Μιχαηλίδη, διατυπωμένα με ευρηματικό τρόπο -η μεγάλη ποίηση είναι συνεχώς εν αναλήψει και εν αναστάσει-, όμως  εδώ δεν μιλάμε για το έργο του ποιητή αλλά για το λείψανό του.

[6] ) περ. Αβγή, Λεμεσός, Ιανουάριος 1925, αρ. 10, σ. 234-239. Το κείμενο γραμμένο από τον Α. Ιντιάνο.

[7] ) Α. Ιντιάνος, Από τη ζωή και το έργο του Κύπριου βάρδου. Ο λυρικός κι αισθηματικός Βασίλης Μιχαηλίδης. Μια αγάπη- ένας θάνατος- μια απογοήτευση. Οι τελευταίες ημέρες της ζωής του (εφ. Πρωινή, Λευκωσία, 3 Σεπτεμβρίου 1933, σ. 3): Ετάφηκε στο νεκροταφείο «Άης Νικόλας» της Λεμεσού. Κανένα σημάδι δε φανερώνει τον τάφο του.

Τον θάψανε «δημοσί δαπάν», που, είτε έτσι είτε αλλιώς, θα ’ταν να το κάνουν, και με μεγάλη πομπή. Του έκαναν φιλολογικό μνημόσυνο και διορίστηκε επιτροπή για να συλλέξει εράνους για μια προτομή του, αλλά δεν έγινε τίποτα. Ο φίλος Αλιθέρσης έγραψε σ’ ένα ελεγείο καυστικούς στίχους ενάντια της πόλης Λεμεσού που την ονόμασε «την πόλη των αστοχάστων και των χυδαίων την πόλη». Οι στίχοι του μου φαίνεται πως μιλάνε για τες ντροπές όχι μονάχα της Λεμεσού μα κι όλου του νησιού από τη μια ώς την άλλη άκρη.

[8] ) Α. Ιντιάνος, Η έκδοση των Απάντων του Βασίλη Μιχαηλίδη, περ. Κυπριακά Γράμματα, Λευκωσία, Αύγουστος 1940, αρ. 62, σ. 110-112

[9] ) Το θέμα της προτομής του ποιητή θίγει και ο Κώστας Χατζητσαγκάρης σε δημοσίευμά του στην εφημερίδα Αλήθεια (Λεμεσός), 11 Δεκεμβρίου 1929, με τίτλο: Για την ανέγερσι προτομής στο ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη. Είναι χαρακτηριστικό του  πνεύματος της εποχής το ακόλουθο απόσπασμα από το δημοσίευμά του, στο οποίο τονίζει ότι αν ο κυπριακός ελληνισμός θέλει Ελευθερία πρέπει να αποδείξει ότι είναι άξιός της και ότι τη νοιώθει «και ο μόνος τρόπος γι’ αυτό είνε να σεβαστούμε τη μνήμη των ηρώων και τραγουδιστάδων της [Ελευθερίας], έτσι έκαμαν όλοι οι δούλοι λαοί που ελευθερώθησαν, έδειξαν προ παντός ψυχή

[10]) Βλ. και Λευτέρης Παπαλεοντίου-Κυριάκος Ιωάννου, Επιστολές από το αρχείο του Αντώνη Κ. Ιντιάνου (1876-1966), στο Επετηρίδα ΧΧΧΙΙΙ, του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, Λευκωσία 2007, σ. 116 [ επιστολή Αντ. Γεωργιάδη, Λεμεσός  14 Μαϊου 1936]. Βλ. και Λ. Παπαλεοντίου, Ψηφίδες για τον Βασίλη Μιχαηλίδη, περ. Νέα Εποχή, Λευκωσία, άνοιξη 2012, αρ. 312, σ. 59.

2. Μυλλωμένα τραγούδια του Βασίλη Μιχαηλίδη

15 Απριλίου, 2012

 

2. ΜΥΛΛΩΜΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ 

 

 

Επιστολή προς Λευτέρη Παπαλεοντίου και Κυριάκο Ιωάννου επ’ ευκαιρία της κυκλοφορίας τού Μικροφιλολογικού Τετραδίου τους (αρ. 11) με τίτλο: Μυλλωμένα τραγούδια του Βασίλη Μιχαηλίδη

 

 

Λευτέρη και Κυριάκο

 

Για την πάλη του ανδρικού μορίου με τον κύσθο,  δηλαδή για το γνωστό αθυρόστομο ποίημα του Βασίλη Μιχαηλίδη, πιστεύω ότι,  έκτος από τα κειμενικά στοιχεία [=«την θάλασσαν με μιαν ποτσούν μπορείς να ξηντιλήσεις;» που παραπέμπει στο: «μεν μάσιεσαι την θαλασσαν να την ιξηντιλήσεις»  του ποιήματος Η 9η Ιουλίου του 1821],[1]  επιβάλλεται να τονιστεί και η γενικότερη εικόνα της ταύτισης του γυναικείου αιδοίου με τα στοιχειώδη της ζωής, τα βασικά στοιχεία του περιβάλλοντος κόσμου που είναι η γη και η θάλασσα.

Με τη θάλασσα, την πανδέγμονα κατά τον Παπαδιαμάντη,[2] υπάρχει η άμεση δήλωση [=«την θάλασσαν με μιαν ποτσούν μπορείς να ξηντιλήσεις; »] όμως η γενική αίσθηση που υποβάλλει το ποίημα παραπέμπει στη γνωστή εικόνα της 9ης Ιουλίου, για τη γη και το υνί  [=«το ‘νιν αντάν να τρω’ την γην, τρώει την γην θαρκέται/ μα πάντα τζιείνον τρώεται τζιαι τζιείνον καταλυέται»]. Στη περίπτωση του αθυρόστομου ποιήματος του Μιχαηλίδη περί της πάλης ανδρικού μορίου και γυναικείου αιδοίου, το υπερφίαλο και αλαζονικό ανδρικό μόριο επαίρεται ότι θα καταβάλει το γυναικείο αιδοίο “οργώνοντάς” το συνεχώς ως υνί, πλην το αιδοίο παραμένει ήρεμο, σίγουρο για την τελική έκβαση. Γιατί το αιδοίο-γη, ως το θεμελιώδες της ζωής, θα φάει και καταλύσει το αλαζονικό ανδρικό μόριο. Ο μεγάλος ποιητής κατάφερε αυτή την εικόνα να τη συνδέσει με το αίσθημα της εθνικής πίστης στην «9η Ιουλίου» και με εικόνα της ερωτικής ζωής στα αθυρόστομά του.

Χαιρετώ

Σάββας

 

Σημειώσεις

 

[1]) Βλ. και Κ. Λάμαχος [=Κ. Γ. Γιαγκουλλής], Από τα γαμοτράγουδα του Β. Μιχαηλίδη, περ. Άμαξα, Λεμεσός, 1985, αρ. 10-12, σ. 18-22.

[2]) Θυμίζω εδώ και τα σεφερικά «Τη θάλασσα τη θάλασσα ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει; [Μυθιστόρημα, (1935) ] «Ας έρθει να με κοιμηθεί όποιος θέλει,/μήπως δεν είμαι η θάλασσα;» [Τρία κρυφά ποιήματα (1966)]

3. Ο ΦΩΝΟΓΡΑΦΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Για τη μελέτη της λογοτεχνίας ένα ενδιαφέρον στοιχείο αποτελεί και η εισαγωγή των καινούργιων εφευρέσεων στο ποιητικό σώμα. Γιατί πέραν από την πάγια θεματογραφία της ποίησης (έρως, θάνατος, χρόνος, ανθρώπινες σχέσεις, υπαρξιακά ερωτήματα κ.ά.), είναι πολύ σημαντικό να δούμε πώς αυτή «οικειοποιείται» και το νέο τεχνολογικό περιβάλλον, που δημιουργεί η ανθρώπινη επινοητικότητα.

Πότε, λοιπόν, μπαίνει το θέμα του τρένου, του αυτοκινήτου, του αεροπλάνου μέσα στους στίχους ενός ποιήματος; Πότε εμφανίζεται για πρώτη φορά ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, το σινεμά, το τηλέφωνο ή η τηλεόραση σε ένα ποίημα; Η ανίχνευση του θέματος είναι πάντοτε ενδιαφέρουσα και κάποτε κρύβει και εκπλήξεις.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα το θέμα του φωνογράφου, η δυνατότητα  αποτύπωσης της φωνής, στον περιστρεφόμενο κύλινδρο στην αρχή, και η αναπαραγωγή και ακρόαση αυτής της φωνής. Ο φωνογράφος εφευρέθηκε από τον Έντισον το 1878. Λίγα χρόνια αργότερα μπαίνει και στη λογοτεχνία. Στο έργο του Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον, Δρ. Τζέκυλ και μίστερ Χάιντ, που κυκλοφόρησε το 1886, αναφέρεται η ηχογράφηση ενός μηνύματος για να ακουστεί από τον φωνογράφο.

Κι εδώ συμβαίνει το εκπληκτικό με τον Βασίλη Μιχαηλίδη που από τους πρώτους αναφέρεται στο θέμα του φωνογράφου. Στο εκτενές ποίημά του «Ρωμιός και Τζων Πουλλής  Τζιονής και Κακουλλής», που έγραψε γύρω στο 1903, υπάρχει το θέμα του φωνογράφου, με την καινούργια αυτή συσκευή ηχογραφείται η κυπριακή διάλεκτος [Έχω ένα φωνογράφο από τα τελειότερα […] την γλώσσαν την κυπριακήν την έχω μαζεμένην/ ’δω μέσα ’δω κλεισμένη].

Εξ όσων γνωρίζω ο Βασίλης Μιχαηλίδης είναι ο πρώτος που εισάγει τον φωνογράφο στη νεοελληνική ποίηση. Είχε το νεύρο και την ετοιμότητα από την περιφερειακή Κύπρο να συνειδητοποιήσει τις αλλαγές που θα επέφερε στη ζωή ο φωνογράφος, να τον εντάξει στη θεματογραφία του, να δει τις συνέπειες αυτής της ανακάλυψης σε θέματα πολιτιστικά.

Κι αυτά όλα στη Κύπρο του 1903, όταν το νησί μας, όσον αφορά το θέμα των νέων εφευρέσεων, ήταν από τα πιο «απομακρυσμένα» στα νέα τεχνολογικά επιτεύγματα.  Όμως το πρωτοπόρο πνεύμα του Βασίλη Μιχαηλίδη τόλμησε.

 

 

4. Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ

 

Κάθε κοινωνία, όταν είναι ζωντανή και νευρώδης, στρέφεται τακτικά στους παλαιότερους λογοτέχνες της που κατέθεσαν ποιότητα, στρέφεται στους μεγάλους της ποιητές. Σχεδόν κάθε γενιά θα σκύψει πάνω στο έργο τους, για να το μελετήσει πάλι με νέα θεωρητικά εργαλεία, φωτίζοντάς το από καινούργιες πλευρές που επιζητεί η εκάστοτε σύγχρονη ευαισθησία. Αναλόγως, κάθε μεγάλος ποιητής θα προκαλεί τη στροφή τακτικά στο έργο του, θα προκαλεί κάθε νέα γενιά να τον ανακαλύψει ξανά, να βρει και να εξορύξει εκείνα τα κρυσταλλώματα ποιητικής ευαισθησίας από τους στίχους του που προσιδιάζουν στην εποχή της.

Στην Κύπρο η περίπτωση του ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη είναι χαρακτηριστική.

Πρόσφατα, από τις εκδόσεις Αιγαίον, με τη φιλολογική φροντίδα και κριτική του φιλόλογου–ποιητή Κώστα Βασιλείου κυκλοφόρησαν τα Άπαντα του Βασίλη Μιχαηλίδη σε μια  επιμελημένη σειρά έξι τόμων.

Η πρώτη κυκλοφορία των ποιημάτων του Βασίλη Μιχαηλίδη, εν είδει συγκεντρωτικής έκδοσης,  έγινε το 1911 με τη συνδρομή φίλων του ποιητή. Σε λίγα χρόνια, το 1917, ο ποιητής πεθαίνει.

Είκοσι πέντε χρόνια μετά το θάνατό του, το 1942, κυκλοφορεί η επιλογή από τα ποιήματά του, με πρόλογο και επιμέλεια του Αντώνη Ιντιάνου. Ακολουθεί η έκδοση του Δήμου Λεμεσού, το 1960, με προλεγόμενα του Ν. Ξιούτα (το βιβλίο επανεκδόθηκε αργότερα από τις εκδόσεις Επιφανίου με εισαγωγή του Νίκου Ορφανίδη). Μετά, το 1987, από τις εκδόσεις του Χρ. Ανδρέου, κυκλοφόρησαν τα Άπαντα του ποιητή με επιμέλεια του Παύλου Παρασκευά. Τα Άπαντα συνοδεύονταν και από τον τόμο του Γιάννη Κατσούρη, Βασίλης Μιχαηλίδης, η ζωή και το έργο του. Η δίτομη αυτή σειρά των εκδόσεων Χρ. Ανδρέου επανακυκλοφόρησε το 2002.

Και τώρα, το 2007, ολοκληρώνεται η έκδοση του Κώστα Βασιλείου.

Ο Βασίλης Μιχαηλίδης είναι το αγκωνάρι της λογοτεχνικής δημιουργίας του τόπου μας, αποδεικνύεται «λίθος εις κεφαλήν γωνίας». Βλέπουμε, λοιπόν, μέσα σε 90 χρόνια, που μεσολαβούν από τον θάνατο του ποιητή, τέσσερις συγκεντρωτικές εκδόσεις των ποιημάτων του, κατά μέσον όρο: μία κάθε 22 χρόνια περίπου. Μία για κάθε γενιά.