τὸν μὲν ἄρ᾽ ἐγχέλυές τε καὶ ἰχθύες ἀμφεπένοντο
δημὸν ἐρεπτόμενοι ἐπινεφρίδιον κείροντες·
Ιλιάς, Φ203-204 (2)
καὶ τὴν μὲν [γυναῖκα] φώκῃσι καὶ ἰχθύσι κύρμα γενέσθαι
ἔκβαλον·
Οδύσσεια, ο 481-482 (3)
Είναι η ώρα που ο Αποσπερίτης θα φανεί λαμπερός στον ουρανό για να επιβάλει την τάξη της νύχτας. Όλοι θα μαζευτούν στο σπίτι, με ενισχυμένους τους συνεκτικούς δεσμούς. Μετά τις κουραστικές αγροτοποιμενικές, κυρίως, δουλειές, αλλά και τις εργασίες της θάλασσας, αρχίζει η ξεκούραση ανάμεσα στα οικεία πρόσωπα, ακολουθεί το βραδινό τραπέζι, ύστερα η κατάκλιση, τα όνειρα της νύχτας.
“Έσπερε, αστέρων πάντων ο κάλλιστος”, ψάλλει η Σαπφώ: Έσπερε που συνάγεις όσα εσκέδασε, σκόρπισε η φωτεινή αυγή, “φέρνεις πίσω το πρόβατο• φέρνεις πίσω την αίγα• φέρνεις και το μικρό παιδί στην αγκαλιά της μάνας του.”(4) Όμως αυτή την ώρα της συναγωγής, την ώρα που πάει να εμφανιστεί στον ουρανό ο Έσπερος, μία μικρά κόρη (ήτο η μεγαλυτέρα εγγονή της γραίας Λούκαινας, η Ακριβούλα, εννέα ετών) σκεδάννυσι, σκορπίζει από το σπίτι. Ίσως την είχε στείλει η μάννα της, ή μάλλον είχε ξεκλεφθή από την άγρυπνον επιτήρησίν της, και μαθούσα ότι η μάμμη ευρίσκετο εις το Κοχύλι, πλύνουσα εις τον αιγιαλόν, ήλθε να την εύρη, διά να παίξη ολίγον εις τα κύματα.
Μακριά από το σπίτι και την κοινωνία, μόνη της, αρνούμενη την περισυλλογή που σηματοδοτεί ο Έσπερος, έτσι θα αρχίσει η περιπέτεια με την τραγική κατάληξη. Θα μας προϊδεάσει ο Παπαδιαμάντης. Προοικονομεί με τα μνημούρια και άλλα. Μετά την αναφορά για τα σαπρά ξύλα που προέρχονται από ανακομιδές οστών θα επιμείνει σε: “λείψανα από χρυσές γόβες ή χρυσοκέντητα υποκάμισα νεαρών γυναικών, συνταφέντα ποτέ μαζί των, βόστρυχοι από κόμας ξανθάς, και άλλα του θανάτου λάφυρα”. Επιμένει σε τρία δηλωτικά νεαρών γυναικών το απόσπασμα αυτό του Παπαδιαμάντη και το εκλαμβάνω ως συνέχεια αρχαίων επιτυμβίων επιγραμμάτων που εκφράζουν τον πόνο για νεαρά κορίτσια που πέθαναν πριν γνωρίσουν τον υμέναιο, “προ γάμοιο θανούσαι”.(5) Ο Παπαδιαμάντης εκδηλώνει τη θλίψη του με πιο υπόγειο τρόπο, όμως στο τέλος, στο μυρολόγι της φώκιας, θα εκφράσει ευθέως την πίκρα για την «προ γάμοιο θανούσα» μικρή Ακριβούλα: Φύκια ‘ναι τα στεφάνια της, /κοχύλια τα προικιά της… (5)
Ο Παπαδιαμάντης δεν γράφει διηγήματα κατηχητικού ή κοινωνικού ή οποιουδήποτε άλλου διδακτισμού, και δεν επιτρέπει στη μονομέρεια να επιβληθεί. Εύχυμος και πλούσιος δείχνει το πολυσύνθετο και πολύπλευρο της ζωής, τις ρέουσες, αντιφατικές και ανταγωνιστικές της εκφάνσεις, όμως ξέρει, μέσα σ’ αυτό το πολυσύνθετο πλέγμα, να αναδεικνύει εμμέσως αυτό που θέλει να υποβάλει, ως πρόταγμα βίου και φύσης, ως τάξη του Θεού και του κόσμου, αλλά και ως επιλογή ελεύθερης βούλησης. Έτσι, την Ακριβούλα ίσως να την είχε στείλει η μάνα της ή μάλλον είχε ξεκλεφθή από την άγρυπνον επιτήρησίν της [αυτό το: μάλλον, καθώς και το: άγρυπνον επιτήρησίν της, κλίνει την πλάστιγγα] και αυτή να είχε απόλυτη ευθύνη για την απόφασή της να εκφύγει από την τάξη που επιβάλλει ο Αποσπερίτης και η έλευση της νύχτας.
Και η ίδια καθυστερεί γιατί σταματά και καμαρώνει τον μικρό βοσκό και ακούει τον αυλό του (μετωνυμία και του ανδρικού οργάνου), μέσα από την παιδική χλωροφύλλη αναδύεται η μέλλουσα γυναίκα, ο προσδιορισμός του φύλου της.
Ο Παπαδιαμάντης δεν μεταβάλλει εκκωφαντικά και κραυγαλέα, αλλά με μικρές ατυχείς συμπτώσεις, που επισωρεύονται και επικυρώνουν την τραγωδία.(6)
Η Ακριβούλα αγνοεί από πού αρχίζει το μονοπάτι που θα τη φέρει στη γιαγιά της, επιπλέον, τυχαία, βρίσκει τον μικρό βοσκό και καθυστερεί ακούοντας τη μουσική και καμαρώνοντάς τον, έτσι δεν υπάρχει το φως της μέρας που θα τη βοηθήσει στον δρόμο της, παίρνει λάθος μονοπάτι, προσπαθεί να επιστρέψει μα δεν βρίσκει τον δρόμο από όπου είχε κατέλθει γιατί ο ουρανός εσκοτείνιαζε, σύννεφα έκρυπταν τα άστρα, ακόμη και το φεγγάρι ήταν στη χάσιν του, έτσι γυρνά πάλιν προς τα κάτω, γλιστρά και πέφτει στο κύμα. Ο ήχος της φλογέρας έκανε να μη ακουσθή η κραυγή της, ο μικρός βοσκός άκουσε έναν πλαταγισμόν όμως μέσα στο βαθύ κοίλωμα όπου βρισκόταν δεν μπορούσε να δει και να αντιληφθεί τι έγινε, ακούει και η γριά Λούκαινα το πλατάγισμα από τη πτώση της Ακριβούλας όμως το εκλαμβάνει ως ήχο από τις πέτρες που ρίχνει στο γιαλό για να χαζεύει ο “σημαδιακός κι αταίριαστος” μικρός βοσκός. Χωρίς, λοιπόν, κορώνες, διεκπεραιώνεται η τραγωδία, όμως εκείνο το απλό «μπλουμ!» της πτώσης ηχεί στ’ αυτιά μας για καιρό.
Ο Παπαδιαμάντης τοποθετεί εν χώρω και εν χρόνω. Ένυλος, ακουμπά στο γη και στο φως, εμμένει στα πρόσωπα και τις καταστάσεις που περιγράφει, χρησιμοποιεί τις αισθήσεις και όχι τις λογοκρατικές συνταγές. Στην πορεία των ανθρώπων αναφέρονται τα τοπωνύμια, μια μικρή έκταση περιγράφει, μα την προσδιορίζει συγκεκριμένα με πέντε τοπωνύμια. Όλη η γη κεντημένη με λέξεις- τοπωνύμια. (7) Η πορεία του αφηγήματος καθορίζεται από την πορεία του φωτός. Όπως προσδιορίζει τον χώρο με τοπωνύμια προσδιορίζει και τη χρονική ανέλιξη με το φως, σ’ αυτή τη μεταιχμιακή ώρα μεταξύ ημέρας και νύχτας. Η γριά Λούκαινα έφερε “την παλάμην εις το μέτωπόν της, διά να σκεπάση τα όμματα από το θάμβος του ηλίου” που εβασίλευεν εις το βουνόν αντικρύ, μετά αναφέρεται στα μνήματα λάμποντα εις τας τελευταίας του ακτίνας, πιο κάτω θα προσδιορίσει: είχε δύσει εν τω μεταξύ ο ήλιος, μετά θα αναφέρει την «αμφιλύκην του νυκτώματος», το «είχε νυκτώσει ήδη» και πιο ύστερα «η γριά Λούκαινα εκοίταξεν εις το σκότος».
Στο Μυρολόγι της φώκιας ο Παπαδιαμάντης πετυχαίνει μια θαυμάσια μείξη. Επιμένει στον υλικό κόσμο, με μια γραφή απτική, της όρασης και της ακοής, και φτάνει σε μέθεξη -ούλος ορά, ούλος ακούει, μα και ούλος δε τε νοεί, φτάνει στην αποτύπωση του ήθους, του έθους και της συνήθειας ενός κόσμου, φτάνει σε κόσμους ιδεών και σε φιλοσοφική ενατένιση.
Το διήγημα από ρεαλιστικό εξελίσσεται μετά σε υπερπραγματικό, η φώκια που θέλγεται και πλησιάζει και συμμετέχει, αποτυπώνει κάτι το ειδωλολατρικό και πανθεϊστικό. Το πρώτο μέρος το ρεαλιστικό είναι ποιητικό, το δεύτερο, το ποιητικό με τα μυρολόγια της φώκιας και τους εντριβείς εις την «άφωνο γλώσσα» των φωκών είναι ρεαλιστικό, αφού μας αναδεικνύει τη σκληρή πραγματικότητα της φύσης, που το κατασπαράσσειν και βιβρώσκειν είναι μέρος της καθημερινότητάς της. Μια σπάνια μείξη όταν το πρώτο ρεαλιστικό-ηθογραφικό μέρος έχει μια ποιητικότητα στην περιγραφή του κόσμου και το δεύτερο το ποιητικό και υπερπραγματικό αναδεικνύει ρεαλιστικά τη σκληρότητα του κόσμου και την αναλγησία της φύσης ή μάλλον την α-ηθικότητα της φύσης που έχει τη δική της πορεία, που καταξιώνει την επιβίωση και το ένστικτο.
Αισθησιακή και ηδονική η θέαση της φύσης και της ζωής, που είναι μέγα καλό και πρώτο, όμως με απαραίτητο συνοδό τον θάνατο που τονίζεται με την υλική παρουσία που έχουν τα νεκρικά μνήματα και με τη μνήμη των δικών της νεκρών που κουβαλά επώδυνα η γριά Λούκαινα. Μέθεξη της ζωής, και στην πορεία της μικρής Ακριβούλας (να παίξει στα κύματα, η παρακολούθηση του μικρού βοσκού, η ομορφιά του κόσμου) ως το τέλος, πριν γίνει άθυρμα και τροφή και μυρολόγι της φώκιας, όπως συνειδητοποιεί την αξία και χαρά της ζωής και ο νέος άγγλος στρατιώτης πριν κατασπαραχθεί από τον καρχαρία, στον Πόρφυρα του Σολωμού.(8) Γιατί, πριν επισυμβεί το τραγικό, ο απορρώξ βράχος του γλιστρήματος και της πτώσης της Ακριβούλας, το μαύρο του χάσμα, «γελούσε κι αυτός στα λούλουδα». Και εξακολουθεί και μετά.
Ο Παπαδιαμάντης με τις αισθήσεις σε παγανιστική μέθεξη, ζητά τον κόσμο της ζωής και ας είναι χωρίς ηθική, ανειρήνευτος, της ωμότητας, όμως με ένα φως που κάνει το χώρο των πεθαμένων περιβόλι του Χάρου και κήπο της φθοράς.
Κατά το: Όμηρον εξ Ομήρου και Παπαδιαμάντην εκ Παπαδιαμάντη σαφηνίζειν. Όμως αυτή η αρχή μπορεί να εφαρμοστεί σε ένα μεγάλο έργο κάποιου ποιητή, έστω σε μερικά έργα του μιας περιόδου. Το διήγημα είναι ένα αύταρκες είδος και πρέπει να το βλέπουμε αυτόνομα, τι ορίζει το συγκεκριμένο λογοτέχνημα από την πρώτη λέξη του τίτλου μέχρι την τελευταία του κειμένου. Ειδικά όταν ο συγγραφέας γράφει για ένα μεγάλο διάστημα και γράφει κάποτε από διαφορετικές σκοπιές, ενσωματώνει νέες απόψεις και δίνει άλλες προεκτάσεις. Αν θέλουμε όμως να δούμε τις ρήξεις που επιτελεί και τις συνέχειες που αναπαράγει μέσα στο συνολικό έργο του Παπαδιαμάντη το Μυρολόγι της φώκιας, θα έλεγα ότι το έργο αυτό είναι ένα από τα πιο ειδωλολατρικά πεζά του μεγάλου Σκιαθίτη. Υπάρχει η εγκόσμια χαρά, ο αισθησιασμός της ζωής, η μέθεξη του υλικού κόσμου, έκσταση μπροστά στην ομορφιά της φύσης, υπάρχει η λατρεία του φωτός. Η ζωή είναι ωραία ο θάνατος είναι μαύρος και άραχλος. Δεν αισθάνεσαι ότι η αθώα εννιάχρονη Ακριβούλα με τον θάνατό της «απέπτη εις την άνω καλιάν των αγγέλων». Ο Παπαδιαμάντης διοχετεύει τη βαθύτατη πίκρα του γιατί η Ακριβούλα έχασε το πιο ακριβό, το δώρο της ζωής, γιατί ο χάρος ο αχόρταστος πέτυχε ακόμη μια νίκη. Στην Νέκυια της Οδύσσειας, ο Οδυσσέας προσπαθεί να παρηγορήσει τον Αχιλλέα να μην πικραίνεται για τον θάνατό του, γιατί όταν ζούσε οι Έλληνες τον τιμούσαν σαν θεό και τώρα στον κάτω κόσμο είναι μεγάλη η δύναμή του. Όμως ο Αχιλλέας απαντά καταπελτικά: Προτιμώ να ζούσα πάνω στη γη και να υπηρετούσα έναν φτωχό παρά να είμαι αρχηγός στον κάτω κόσμο, να βασιλεύω στους νεκρούς [ἢ πᾶσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ἀνάσσειν]. Ο Παπαδιαμάντης διαμέσου και του δημοτικού τραγουδιού που εκφράζει παρόμοια στάση και δεν βλέπει τίποτα το σωτηριολογικό στον θάνατο, συνδέεται με τον παγανιστικό κόσμο των αρχαίων ειδωλολατρών. Στο έργο αυτό ο Παπαδιαμάντης επιτελεί αυτή τη ρήξη.(9)
Όμως υπάρχει και μια πιο υπόγεια σύνδεση με ένα χαρακτηριστικό που διατύπωσε και σε άλλα πεζά του. Ο Παπαδιαμάντης είναι ειδωλολάτρης της ζωής και της φύσης, αλλά τη χαρά για τα δύο αυτά υπέρτατα αγαθά καθώς και την πίκρα του θανάτου επιζητεί ο άνθρωπος να τα βιώσει μέσα στα πλαίσια της κοινωνίας και της εκκλησίας. Δεν θέλει τους ανθρώπους του αποσυνάγωγους, μακριά από την κοινωνία, αλειτούργητους, ακοινώνητους, αλιβάνιστους («δεν είμαι αλιβάνιστος», θα πει με ανακούφιση και χαρά ο γέρων ερημίτης, ο μπάρμπα Κόλιας, που μετέχει ύστερα από χρόνια, μαζί με τους άλλους, στη λειτουργία της Αναστάσεως [Ο αλιβάνιστος]) και ο γέρος Φραγκούλας λόγω της τρικυμίας και του ναυαγίου θα πάει «άψαλτος, ασαβάνωτος, αμοιρολόγητος»[Άψαλτος]. Μα όλοι αυτοί έχουν την κατανόησή του και την αγάπη του και ας είναι πλάσματα παραπλανημένα και πεπτωκότα και αποσυνάγωγα, είναι χαρακτηριστική η στάση του στις «Μάγισσες», που κρυφά, γυμνές μέσα στο σεληνόφως, επιτελούν τις μυστικές τελετές τους. Ο Παπαδιαμάντης νιώθει τις λογικές των γυναικών/μαγισσών, μετεωρίζεται μαζί τους, συμβαδίζει με τις παρακλήσεις τους, εν τέλει συμπροσεύχεται. Συγκρατείται την τελευταία στιγμή με το ερώτημα για την καλή απολογία: Ιλεως, ίλεως γενού αυταίς, καλή Εκάτη! ίλεως την νύκτα ταύτην, αλλ’ εν τη ημέρα της Κρίσεως;
Μέσα στην ομορφιά του κόσμου πάει και η Ακριβούλα άψαλτη, ασαβάνωτη και αμοιρολόγητη από τους ανθρώπους, και το μόνο μοιρολόι είναι αυτό της φώκιας που μέσα στη σκληρή τάξη του φυσικού κόσμου το λέει πριν από το δείπνο της με το κορμί της.
Το στοίχημα στον Παπαδιαμάντη ήταν να καταφέρει τη διάκριση, να δώσει από τη μια την κοινή μοίρα του θανάτου και από την άλλη την πίκρα για το χαμό μιας συγκεκριμένης ύπαρξης, πάντοτε μοναδικής και ανεπανάληπτης, εδώ της αθώας Ακριβούλας. Και το καταφέρνει απόλυτα με μερικές αδρές πεζογραφικές πινελιές.
.
.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. πλανηθέντας τῇ φθορᾷ, ἐπίστρεψον ἡμᾶς, σκορπισθέντας ὡς ποιμήν, συνάγαγε ἡμᾶς (Τριώδιον, Θεοτοκίον αυτόμελον, Πέμπτη της Δ’ εβδομάδος)
2. χέλια και ψάρια τον κυκλόφερναν ολούθε, και παλεύαν/το ξίγκι στα νεφρά του ολόγυρα δαγκώνοντας να φάνε (μετ. Ν. Καζαντζάκη – Ι.Θ. Κακριδή)
και χέλια τον τριγύρισαν και ψάρια στριμωγμένα/κι έκοφταν κι άρπαζαν γοργά της νεφραμιάς το πάχος (μετ. Ιάκωβος Πολυλάς)
3. [Την πέταξαν τότε στη θάλασσα, λεία στις φώκιες και στα ψάρια (μετ. Δ. Μαρωνίτης)
4. μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη (Σαπφώ Ελύτης, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2004, σ. 30)
5. Από τον αρχαίο ορφικό ύμνο που αναφέρεται στην αδικία του Θανάτου όταν παύει του βίου τις νεανικές ακμές [=εν ταχυτήτι βίου παύων νεοήλικας ακμάς] ως την Αντιγόνη που θρηνεί στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλέους για την τύχη της: “ ἀνυμέναιον, οὔτε του γάμου μέρος λαχοῦσαν οὔτε παιδείου τροφῆς” που χάνεται χωρίς νε έχει ακούσει το τραγούδι του γάμου, ανύπαντρη χωρίς να αξιωθεί παιδί στην αγκαλιά της, ως τον Σολωμό: Γάμου εβλέπανε στεφάνι/ Κι άλλο εφόρεσες εσύ [=Στο θάνατο της μικρής ανεψιάς]• Ωραία κόρη, κι αυτό το κορμί,/ Οπού τούπρεπε φόρεμα γάμου,/ Πικρό σάβανο τώρα φορεί [=Η φαρμακωμένη], η πίκρα για τον θάνατο νέων ατόμων και ειδικά νέων γυναικών πριν από τον υμέναιο, επανέρχεται συνεχώς
6. Πβλ και το χάι κου του Ζήσιμου Λορεντζάτου, (Αλφαβητάρι, 1969):
Αχ η Ακριβούλα
κοχύλια τα προικιά της
Παπαδιαμάντη
6. Και στο διήγημα «Ο έρωτας στα χιόνια», επισυμβαίνουν μικρές ατυχείς συμπτώσεις πριν ο μπάρμπα Γιαννιός χαθεί μέσα στη φρικώδη ζέστη του χιονιού που εξελίσσεται σε σάβανο που τον σκεπάζει: Τη νύχτα αυτή, ο πρωταγωνιστής είναι μεθυσμένος πλειότερον παράποτε, αγγίζει το ρόπτρον της γειτόνισσας κατά λάθος, το παράθυρο ανοίγει και ακούγεται η φωνή “ποιος είναι” όμως δεν μπορούν να τον δουν από ψηλά καθώς ήταν κάτω από τον εξώστη, πέφτει στο χιόνι του δρόμου όμως το παράθυρο είχε κλείσει. «Κι αν μίαν μόνον στιγμήν» να αργοπορούσε θα τον είχε δει ο σύζυγος της Πολυλογούς, δεν τυχαίνει να τον δει λοιπόν ούτε αυτός ούτε όμως και κάποιος άλλος, ο μπάρμπα Γιαννιός δοκίμασε να σηκωθεί όμως ναρκώθηκε κι έμεινε κάτω, «και η χιών έγινε σινδών, σάβανον».
7. βλ. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Αποσπινθηρίζοντας Σπουδάματα στον Παπαδιαμάντη, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2008 (σ. 219-221: Η δόξα των τοπωνυμίων)
8. Θ. Μπεχλιβάνης, Το «Μοιρολόγι της φώκιας» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και ο Πόρφυρας του Δ. Σολωμού. Παράλληλη ανάγνωση, περ. Φιλόλογος, Θεσσαλονίκη, 1990, αρ. 60, σ. 172-189.
9. Χρήστος Μαλεβίτσης, Ο αρχέγονος Παπαδιαμάντης. Σχόλιο στο «Μυρολόγι της φώκιας», στον τόμο Φώτα Ολόφωτα, εκδ. Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα 1981, σ. 391- 398. Είναι χαρακτηριστικό το μοιρολόι όταν ξεπροβοδούν τον νεκρό και τον καλούν να μη θυμίσει την ομορφιά της ζωής στους ενοίκους του Κάτω Κόσμου που θα συναντήσει, για να μην τους πικράνει να παρουσιάσει μια άλλη εικόνα:
Μην πης πως έρχεται Λαμπρή, πως έρχονται γιορτάδες.
Πες του Χριστού πως χιόνιζε και τη Λαμπρή θα βρέχη,
και την ημέρα τ’ άη Θωμά θα σέρνουν τα ποτάμια.
Πως δε θα βγούνε τα παιδιά με ταις γλυκειάϊς μαννάδες,
ούτε θα βγουν τ’ άδρόγενα να πολυαγαπημένα.
(Τελικό κείμενο για δημοσίευση στο περ. Νέα Ευθύνη)
Σχολιάστε