2. ΜΥΛΛΩΜΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ
Επιστολή προς Λευτέρη Παπαλεοντίου και Κυριάκο Ιωάννου επ’ ευκαιρία της κυκλοφορίας τού Μικροφιλολογικού Τετραδίου τους (αρ. 11) με τίτλο: Μυλλωμένα τραγούδια του Βασίλη Μιχαηλίδη
Λευτέρη και Κυριάκο
Για την πάλη του ανδρικού μορίου με τον κύσθο, δηλαδή για το γνωστό αθυρόστομο ποίημα του Βασίλη Μιχαηλίδη, πιστεύω ότι, έκτος από τα κειμενικά στοιχεία [=«την θάλασσαν με μιαν ποτσούν μπορείς να ξηντιλήσεις;» που παραπέμπει στο: «μεν μάσιεσαι την θαλασσαν να την ιξηντιλήσεις» του ποιήματος Η 9η Ιουλίου του 1821],[1] επιβάλλεται να τονιστεί και η γενικότερη εικόνα της ταύτισης του γυναικείου αιδοίου με τα στοιχειώδη της ζωής, τα βασικά στοιχεία του περιβάλλοντος κόσμου που είναι η γη και η θάλασσα.
Με τη θάλασσα, την πανδέγμονα κατά τον Παπαδιαμάντη,[2] υπάρχει η άμεση δήλωση [=«την θάλασσαν με μιαν ποτσούν μπορείς να ξηντιλήσεις; »] όμως η γενική αίσθηση που υποβάλλει το ποίημα παραπέμπει στη γνωστή εικόνα της 9ης Ιουλίου, για τη γη και το υνί [=«το ‘νιν αντάν να τρω’ την γην, τρώει την γην θαρκέται/ μα πάντα τζιείνον τρώεται τζιαι τζιείνον καταλυέται»]. Στη περίπτωση του αθυρόστομου ποιήματος του Μιχαηλίδη περί της πάλης ανδρικού μορίου και γυναικείου αιδοίου, το υπερφίαλο και αλαζονικό ανδρικό μόριο επαίρεται ότι θα καταβάλει το γυναικείο αιδοίο “οργώνοντάς” το συνεχώς ως υνί, πλην το αιδοίο παραμένει ήρεμο, σίγουρο για την τελική έκβαση. Γιατί το αιδοίο-γη, ως το θεμελιώδες της ζωής, θα φάει και καταλύσει το αλαζονικό ανδρικό μόριο. Ο μεγάλος ποιητής κατάφερε αυτή την εικόνα να τη συνδέσει με το αίσθημα της εθνικής πίστης στην «9η Ιουλίου» και με εικόνα της ερωτικής ζωής στα αθυρόστομά του.
Χαιρετώ
Σάββας
Σημειώσεις
[1]) Βλ. και Κ. Λάμαχος [=Κ. Γ. Γιαγκουλλής], Από τα γαμοτράγουδα του Β. Μιχαηλίδη, περ. Άμαξα, Λεμεσός, 1985, αρ. 10-12, σ. 18-22.
[2]) Θυμίζω εδώ και τα σεφερικά «Τη θάλασσα τη θάλασσα ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει; [Μυθιστόρημα, (1935) ] «Ας έρθει να με κοιμηθεί όποιος θέλει,/μήπως δεν είμαι η θάλασσα;» [Τρία κρυφά ποιήματα (1966)]
3. Ο ΦΩΝΟΓΡΑΦΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ
Για τη μελέτη της λογοτεχνίας ένα ενδιαφέρον στοιχείο αποτελεί και η εισαγωγή των καινούργιων εφευρέσεων στο ποιητικό σώμα. Γιατί πέραν από την πάγια θεματογραφία της ποίησης (έρως, θάνατος, χρόνος, ανθρώπινες σχέσεις, υπαρξιακά ερωτήματα κ.ά.), είναι πολύ σημαντικό να δούμε πώς αυτή «οικειοποιείται» και το νέο τεχνολογικό περιβάλλον, που δημιουργεί η ανθρώπινη επινοητικότητα.
Πότε, λοιπόν, μπαίνει το θέμα του τρένου, του αυτοκινήτου, του αεροπλάνου μέσα στους στίχους ενός ποιήματος; Πότε εμφανίζεται για πρώτη φορά ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, το σινεμά, το τηλέφωνο ή η τηλεόραση σε ένα ποίημα; Η ανίχνευση του θέματος είναι πάντοτε ενδιαφέρουσα και κάποτε κρύβει και εκπλήξεις.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το θέμα του φωνογράφου, η δυνατότητα αποτύπωσης της φωνής, στον περιστρεφόμενο κύλινδρο στην αρχή, και η αναπαραγωγή και ακρόαση αυτής της φωνής. Ο φωνογράφος εφευρέθηκε από τον Έντισον το 1878. Λίγα χρόνια αργότερα μπαίνει και στη λογοτεχνία. Στο έργο του Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον, Δρ. Τζέκυλ και μίστερ Χάιντ, που κυκλοφόρησε το 1886, αναφέρεται η ηχογράφηση ενός μηνύματος για να ακουστεί από τον φωνογράφο.
Κι εδώ συμβαίνει το εκπληκτικό με τον Βασίλη Μιχαηλίδη που από τους πρώτους αναφέρεται στο θέμα του φωνογράφου. Στο εκτενές ποίημά του «Ρωμιός και Τζων Πουλλής Τζιονής και Κακουλλής», που έγραψε γύρω στο 1903, υπάρχει το θέμα του φωνογράφου, με την καινούργια αυτή συσκευή ηχογραφείται η κυπριακή διάλεκτος [Έχω ένα φωνογράφο από τα τελειότερα […] την γλώσσαν την κυπριακήν την έχω μαζεμένην/ ’δω μέσα ’δω κλεισμένη].
Εξ όσων γνωρίζω ο Βασίλης Μιχαηλίδης είναι ο πρώτος που εισάγει τον φωνογράφο στη νεοελληνική ποίηση. Είχε το νεύρο και την ετοιμότητα από την περιφερειακή Κύπρο να συνειδητοποιήσει τις αλλαγές που θα επέφερε στη ζωή ο φωνογράφος, να τον εντάξει στη θεματογραφία του, να δει τις συνέπειες αυτής της ανακάλυψης σε θέματα πολιτιστικά.
Κι αυτά όλα στη Κύπρο του 1903, όταν το νησί μας, όσον αφορά το θέμα των νέων εφευρέσεων, ήταν από τα πιο «απομακρυσμένα» στα νέα τεχνολογικά επιτεύγματα. Όμως το πρωτοπόρο πνεύμα του Βασίλη Μιχαηλίδη τόλμησε.
4. Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ
Κάθε κοινωνία, όταν είναι ζωντανή και νευρώδης, στρέφεται τακτικά στους παλαιότερους λογοτέχνες της που κατέθεσαν ποιότητα, στρέφεται στους μεγάλους της ποιητές. Σχεδόν κάθε γενιά θα σκύψει πάνω στο έργο τους, για να το μελετήσει πάλι με νέα θεωρητικά εργαλεία, φωτίζοντάς το από καινούργιες πλευρές που επιζητεί η εκάστοτε σύγχρονη ευαισθησία. Αναλόγως, κάθε μεγάλος ποιητής θα προκαλεί τη στροφή τακτικά στο έργο του, θα προκαλεί κάθε νέα γενιά να τον ανακαλύψει ξανά, να βρει και να εξορύξει εκείνα τα κρυσταλλώματα ποιητικής ευαισθησίας από τους στίχους του που προσιδιάζουν στην εποχή της.
Στην Κύπρο η περίπτωση του ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη είναι χαρακτηριστική.
Πρόσφατα, από τις εκδόσεις Αιγαίον, με τη φιλολογική φροντίδα και κριτική του φιλόλογου–ποιητή Κώστα Βασιλείου κυκλοφόρησαν τα Άπαντα του Βασίλη Μιχαηλίδη σε μια επιμελημένη σειρά έξι τόμων.
Η πρώτη κυκλοφορία των ποιημάτων του Βασίλη Μιχαηλίδη, εν είδει συγκεντρωτικής έκδοσης, έγινε το 1911 με τη συνδρομή φίλων του ποιητή. Σε λίγα χρόνια, το 1917, ο ποιητής πεθαίνει.
Είκοσι πέντε χρόνια μετά το θάνατό του, το 1942, κυκλοφορεί η επιλογή από τα ποιήματά του, με πρόλογο και επιμέλεια του Αντώνη Ιντιάνου. Ακολουθεί η έκδοση του Δήμου Λεμεσού, το 1960, με προλεγόμενα του Ν. Ξιούτα (το βιβλίο επανεκδόθηκε αργότερα από τις εκδόσεις Επιφανίου με εισαγωγή του Νίκου Ορφανίδη). Μετά, το 1987, από τις εκδόσεις του Χρ. Ανδρέου, κυκλοφόρησαν τα Άπαντα του ποιητή με επιμέλεια του Παύλου Παρασκευά. Τα Άπαντα συνοδεύονταν και από τον τόμο του Γιάννη Κατσούρη, Βασίλης Μιχαηλίδης, η ζωή και το έργο του. Η δίτομη αυτή σειρά των εκδόσεων Χρ. Ανδρέου επανακυκλοφόρησε το 2002.
Και τώρα, το 2007, ολοκληρώνεται η έκδοση του Κώστα Βασιλείου.
Ο Βασίλης Μιχαηλίδης είναι το αγκωνάρι της λογοτεχνικής δημιουργίας του τόπου μας, αποδεικνύεται «λίθος εις κεφαλήν γωνίας». Βλέπουμε, λοιπόν, μέσα σε 90 χρόνια, που μεσολαβούν από τον θάνατο του ποιητή, τέσσερις συγκεντρωτικές εκδόσεις των ποιημάτων του, κατά μέσον όρο: μία κάθε 22 χρόνια περίπου. Μία για κάθε γενιά.
20 Απριλίου, 2012 στο 5:20 μμ |
Αγαπητέ Σάββα,
νομίζω ότι η «τελική έκβαση» της μάχης υπέρ του αιδοίου δεν αμφισβητείται από καμμία εκδοχή της λαϊκής παράδοσης. Το ζητούμενο είναι το «γιατί;». Μήπως ο λόγος δεν είναι η ταύτισή του με την μεγάλη γενέτειρα, την Γή, αλλά με το (προϋπάρχον αυτής) Χάος ;
Πρβλ με τη λαϊκή ρήση : «Αιδοίον τά ‘καμες»!