Ανθολογία – Στέφανος – Ανθοδέσμη από ξένο μόχθο

Σημείωση: Στο κεφάλαιο αυτό ανθολογούνται ποιήματα από τα τελευταία διαβάσματα. Είναι εύκολο με τη σημερινή τεχνολογία και τη μέθοδο «αντιγραφή – επικόλληση», ή με τη σάρωση της σελίδας ενός βιβλίου και τη μεταφορά της στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, να γεμίσει το κεφάλαιο αυτό με ποιήματα, χωρίς κανένα κόπο. Όμως η ανθολογία αυτή θα κτιστεί με αργούς ρυθμούς. Γιατί πιστεύω  ότι για να εμφανιστούν αυτά τα ποιήματα εδώ πρέπει απαραίτητα να πληκτρολογηθούν από τον ίδιο τον ανθολόγο. Ο οποίος πρέπει να γίνει χειρώνακτας, το ποίημα που αγάπησε πρέπει να του αφιερώσει χρόνο και κόπο. Να το δει να εμφανίζεται στην οθόνη σιγά σιγά με τη δική του πληκτρολόγηση.

Ακόμη, επειδή ο ιστολογιούχος δεν γνωρίζει καλά την ηλεκτρονική διαχείριση των σελίδων παραθέτει τα ποιήματα με τη σειρά πληκτρολόγησης. Αργότερα, με τη βοήθεια ειδικού στα ηλεκτρονικά, τα ποιήματα θα εμφανίζονται σύμφωνα με την αλφαβητική κατάταξη των ποιητών.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ

Οι παλαιοί εαυτοί μου

Πού πήγαν όλοι, πού χάθηκαν;

Αυτός που κάποτε ήθελε να αλλάξει τον κόσμο,

το παιδί που μικρό ήσυχο δεν καθόταν,

ο άλλος μετά, του έρωτα ο έφηβος ο πληγωμένος,

ο ατίθασος του στρατού ο σκληρός ο ατρόμητος,

των δρόμων ο φλογερός οδοιπόρος ακόμη,

πού πήγαν, πού χάθηκαν;

.

Ένας άνεμος τους φύσηξε, τους τύλιξε.

.

Κι εκείνος που φοβήθηκε, μένοντας μόνος, την αϋπνία,

ορίστε, να τος, γυρνά τώρα στους δρόμους

κρατώντας στα χέρια μήλα και σόμπες.

V

Μεσάνυχτα τους κατεβάζαν,

χωρίς κανένας άλλος να πάρει είδηση.

Τους έγδυναν, τους έπλυναν, τους έντυναν με τα καλά τους

που οι συγγενείς είχαν από μέρες τρεις φέρει,

τους έκλαιγαν με κλάμα πνιχτό

στο ξένο, τους έκλαιγαν, στο κοιμισμένο παρεκκλήσι,

και ύστερα τίποτα, σιωπή ύστερα.

.

Σαν τα επαρχιακά λεωφορεία του ΚΤΕΛ

έφευγαν, έφευγαν το πρωί οι νεκροφόρες.

Σκύλε

 

Σκύλε που πας πίσω από το άλογο

και σκύλε που φυλάς το καπέλο του αφέντη.

Οδηγείς μεσ’ απ’ την πάχνη νομάδες

που αθόρυβα σε εμπιστεύονται.

Ιδού, μαζί περπατάτε,

σας βλέπω στα βάθη της πεδιάδας ατμώδεις,

έτσι πως πάτε να χτυπήσετε την πόρτα της μοίρας και πάλι.

Σκύλε, είσαι αμέριμνος,

πλην όμως οσμίζεσαι το θάνατο και κλαις στα πηγάδια.

Σκύλε, κεφάλι κρουστό και κρανίο σε φεγγάρια σεληνιασμένο.

Είσαι αδελφός, πλην όμως ασθμαίνεις σαν πατέρας.

Το σούρουπο απ’ το ρύγχος σου κατεβαίνει

κι απ’ τα μάτια σου σπίθες ξεφεύγουν, παλιάς πυρκαγιάς.

Στέλνεις τη φωνή σου στο υπερπέραν

και ύστερα έκθαμβος σαν ξένη κάθεσαι και την ακούς.

Σκύλε που τρως, σκύλε που τρως σύννεφα.

 

Μετά των αγίων

 

[…]

 

-Και η στερνή στιγμή της ζωής μας, τέλος, που καθώς θα φεύγουμε έχοντας αφήσει, αν και δίπλα μας, πολύ μακριά φίλους και συγγενείς, από τα βουνά ή τη θάλασσα πέρα, κάποιος θα προβάλλει, που όμως δεν θα προφτάσουμε, δεν θα προφτάσουμε να δούμε ποιος είναι.

Γιώργος Μαρκόπουλος, Κρυφός κυνηγός, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2010

.ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΥΛΩΤΗΣ

V

Ποιος είδε πρώτος -εσύ ή εγώ;-

το άδειο κέλυφος του τζίτζικα

σε στάση οξέος τζιτζικίσματος

κι αποφανθήκαμε το ποίημα

είναι η φυσική ιστορία του θανάτου

.

ΧΧVI

Αρνιόταν να εκδημήσει ο πατέρας

πριν το ξυρίσει ο μικρός του γιος

«»με Gillette, ξέρεις, όπως τότε,

κάνε μου τη χάρη, κόντρα»»

ύστερα ένας άγριος χιονιάς

ο στερνός Δεκέμβρης

κι ούτε υποψία ίχνους

στο κτητικό λευκό

ΧΧΧΙ

Το τσέρκι που ξέφυγε απ’ το χέρι

παιδιού σε ερυθρόμορφο αγγείο

αττικό

λίγο πιο κάτω θα το πιάσει άλλο παιδί

στου Μακρυγιάννη

– κύκλος ευθύγραμμος ή παιδιά

του θανάτου.

XLII

Το νερό που ήταν φλοίσβος

και σίγασε αλάτι

σε ρωγμή του βράχου

LXI

Αληθέστερο φαντάζει το μποστάνι

καθώς αναλαμβάνεται εις ουρανούς

αγχίαλους

μαζί με τη νυχτερινή συμφωνία

των καρπουζιών

τα εύχυμα της ωρίμανσης τριξίματα

και το μικρό αγόρι νοσταλγό

των μαύρων σπόρων

της δεκαετίας του ’50

Χρήστος Μπουλώτης, Φυσική ιστορία του θανάτου, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2005

XLIII

ΜΑΡΙΑ ΠΕΡΑΤΙΚΟΥ ΚΟΚΑΡΑΚΗ

Σιρίτι ήλιου,

στην άκρη του σύννεφου.

Θεϊκό βλέμμα!

Άδειες οι φωλιές

στο κλαδί της μυγδαλιάς

κρυμμένο το χθες.

Ακούμπησε ναι,

στον κορμό της λεύκας.

Ακούς τραγούδι.

Χολή και ξύδι.

Προσφυγή ταπείνωσης.

Ξύλινος σταυρός.

Συννεφιάς φιλί

στις κορυφές των βουνών.

Το βλέμμα Θεού.

Το χέρι πήρα

του Μάρκου Δράκου, βάδην

Ελευθερίας.

Μουσική βιολιού

τα φιλιά στα ξαφνικά,

φύλλων θρόισμα,

υπομονή του χρόνου

στα γιούλια, στα γιασεμιά.

Μαρία Περατικού Κοκαράκη, Χάι Κου και Τάνκα, εκδ. Επιφανίου, Λευκωσία 2010

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗ

.

ΠΛΟΙΑΡΙΑ

Αναπαλαιώνεται ποτέ

ένα παλαιό ξενοδοχείο;

.

Πάντως μετά σαράντα χρόνια

εμείς πάλι εκεί.

Από την άδεια αριστοκρατική βεράντα

εγώ βλέπω τα πλοιάρια να φεύγουν και να φεύγουν

ενώ εσύ ρωτά απλώς

πού πάνε.

.

ΤΑΒΑΝΙΑ

Ανακαινίζεται ποτέ

ένα παλαιό ξενοδοχείο;

Ανακαινίζεται

εκτός απ’ τα ψηλά ταβάνια.

.

Για να χωρούν στις διακοπές

τόσες ψυχές που το κατοίκησαν.

.

ΜΠΟΡΑ

Αιφνίδια μπόρα αρχές Σεπτέμβρη

στον κήπο του παλαιού ξενοδοχείου.

Μυρίζει χώμα οργασμικό

στη διψασμένη γη.

.

Πάμε να φύγουμε

δεν έχουμε καμιά δουλειά εδώ.

.

(Γιάννης Βαρβέρης, Βαθέος γήρατος ΛΟΥΤΡΑΚΙ, περ. Νέα Εστία, Οκτώβριος 2010, αρ. 1837)

ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ

ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ

3

Οι φραντζόλες στον πάγκο του φουρνάρικου

του θεονήστικου κυρίου Θεόφιλου.

Ωστόσο ο ζωγραφισμένος αυτός άρτος

μπορεί και θρέφει πεντακισχιλίους

.

ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ

Ήλιος φθινοπώρου χαμηλός

χωρίς χαρά ή μήνυμα της μοίρας.

.

Ξεχασμένα νερά μ’ άψυχες λάμψεις

κυλούνε στις αρχαίες μαύρες στέρνες.

.

Κάθομαι στο πεζούλι και κοιτάζω

χωρίς να βλέπω γύρω μου κάτι να λάμπει.

.

Ό,τι ήτανε να λάβω τόχω λάβει

τίποτε άλλο πια δεν περιμένω.

.

Κοιτάζω αδιάφορα τη δύση

και γίνομαι ένα με τα χρώματά της.


Θανάσης Παπαθανασόπουλος, Βραδινός απόπλους, 2011

ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ

Δεν σ’ ονομάζω Θάνατο,

Θανή σ’ αποκαλώ·

αφού θα μ’ αγκαλιάσεις κάποτε,

σε προτιμώ γυναίκα.

.

Χαϊκού

α’

Σκίτσο ο κόσμος και

ανελέητη ο θάνατος

γομολάστιχα.

.

Ο ΦΟΝΙΑΣ

Ο φονιάς ξυπνά την ώρα που κοιμάται ο ήλιος.

Στο φως της λάμπας ετοιμάζει τα φρικτά του σύνεργα

και ξεκινά για το αιματηρό του νυχτοκάματο.

Δύσκολη όμως έχει γίνει του φονιά η δουλειά·

αυξήθηκε ο ηλεκτροφωτισμός στις πόλεις

ούτε μια σκοτεινή αλέα πια δεν βρίσκει·

κάτω από γέφυρες, μέσα σε βρομερά χαντάκια ελλοχεύει

και του σκουριάζει η υγρασία τις αρθρώσεις,

τρέμουν τα χέρια του και νιώθει το μαχαίρι

του καιρού στην πλάτη του και στα νεφρά του.

Όμως αυτό που πιο πολύ τσακίζει τον φονιά

είναι η απάθεια των θυμάτων του·

όσο περνούν τα χρόνια, τόσο πιο λίγο του αντιστέκονται,

τόσο πιο έτοιμα είναι να πεθάνουν.

.

Με φρίκη διαπιστώνει ο φονιάς ότι, σε λίγο,

θα σκοτώνει μόνο πεθαμένους.

.

Αργύρης Χιόνης, Ό,τι περιγράφω με περιγράφει, 2010

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ

Β’

Και σου χρωστάω ακόμα

(ανεπανόρθωτα πια) το δώρο

από τον πρώτο μου μισθό

.

ΙΓ’

Γέρος πλάτανος

Η λέξη ηλικία

του φτάνει ως τα γόνατα

.

ΕΞΟΔΟΣ

Ο ήλιος του απογεύματος

φώτιζε τα αδειανά ράφια

της βιβλιοθήκης.

Σκέφτηκε πως,

έως ότου πεθάνει,

δεν θα έχουν ακόμα γεμίσει

από τους μελλοντικούς τόμους

της “Νέας Εστίας”.

.

Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Υπαινιγμοί, 2007

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ

ΤΟ ΑΗ ΓΙΩΡΚΟΥΔΙ

Άγιος των κλεπτών

.

Στο Άη Γιωρκούδι πήγε ο κλέπτης μιαν ημέρα

και του παραπονέθηκε: «Λάδι σου φέρνω,

κεριά σου ανάφτω, τάματα κάνω,

κι εσύ τη μάντρα σφαλιχτή κρατάς».

.

Το Άη Γιωρκούδι σάλεψε το βλέφαρο:

«Να κλέπτετε με την ευχή μου κάθε επιτρεπτό.

Στη νόμιμη κλεψιά μη βάζετε άλλη.

Μίλησα στο Θεό για τα προβλήματά σας».

.

«Αλλού αυτά», του είπε ο κλέπτης μιαν ημέρα·

«δεν παραιτούμεθα των δικαιωμάτων μας.

Είμεθα χίλιοι κλέπται δηλωμένοι».

«Μίλησα στο Θεό», ξανάπε ο Άγιος.

«Αν είσαι αδέκαστος, του λέω, βοήθα μας·

σπάσε τη μάντρα, δώσε πρόβατα στο πλήθος

των ευγενών κλεπτών, που αρκούνται εις τα ολίγα».

.

Εκείνος είπε: «Να έχετε υπομονή,

κλέπται του απατηλού ετούτου κόσμου».

.

Κυριάκος Χαραλαμπίδης [από τη συλλογή Το αγγείο με τα σχήματα, 1973]

ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ

.

ΑΠΟΛΟΓΙΑ


Παρά τα γεγονότα δεν άλλαξα πεποιθήσεις

παραμένω ο αυτός με τις ίδιες ιδέες

που τρυπούν σαν αγκάθια το μυαλό μου. Είναι

τα πράγματα που αλλάζουν γύρω

το ύψος οικοδομών οι τιμές των αυτοκινήτων

οι απόψεις των φίλων. Παραμένω ο αυτός

με ιδέες που μ’ έχουν για καλά σημαδέψει

με ιδέες που περπατούν στο κρανίο μου σα μυρμήγκια.

Πιθανόν από ‘δώ να προέρχεται η πεζολογία

των στίχων μου η αισθητή

έλλειψη λυρικής εξάρσεως

κάτι που κάνει τόσους φίλους

να με βλέπουν με οίκτο

σαν υπόθεση χαμένη

σα διάψευση των ελπίδων.

.

Νάσος Βαγενάς [από τη συλλογή Πεδίον Άρεως, 1974]

.

Γ. ΜΠΛΕΤΣΟΣ

Αθηναίος περισσότερο παρά Θεσσαλονικεύς,

Ευρωπαίος παρά Έλληνας,

φιλότεχνος παρά καλλιτέχνης,

αιχμή του νεωτερισμού αλλά και – ενίοτε –

ραβδοσκόπος της παράδοσης,

συναιρώντας παρελθόντες και μέλλοντες -ισμούς

σε έναν και μοναδικό όρο: εαυτότητα,

ήταν, ο ίδιος, συγχρόνως ο ποιητής και το έργο του:

το ποίημα με σάρκα και οστά (έστω δίχως λέξεις).

.

Νάσος Βαγενάς [από τη συλλογή Στέφανος, 2004]

.

ΑΪΝΣΤΑΙΝ

Το σύννεφο των μαλλιών σου προς τα πού ταξιδεύει;

Η σκέψη σου άσπιλη κρατούσε το ίσο

στον πόθο σου, που θα τον έλεγαν τραγίσιο

όσοι αποστρέφονται τα ερέβη.

.

Έβλεπες το μηδέν με το άπειρο ένα,

το χάος ολάνθιστο («δροεσερό περιβόλι

της αβύσσου») και συγχωνευμένα

την έρημο με την πόλη.

.

Έτσι, πέρα απ’ το εδώ και το παρέκει,

έλαμνες λαμπερός, πυρακτωμένος,

στη σκοτεινή καρδιά του σύμπαντος,

.

εκεί όπου δεν χιονίζει ή βρέχει

κι όπου ο χρόνος, μαύρος, στέκει

πηχτός ωκεανός ακύμαντος.

.

Νάσος Βαγενάς [Στη νήσο των Μακάρων, 2010]

.

ΝΙΚΟΣ ΛΑΖΑΡΗΣ

.

ΜΑΡΙΑΝΘΗ ΜΠΑΛΑΜΠΑΝΗ

Όταν η νύχτα έπεφτε, τις έβλεπα

και τις τρεις τριγύρω απ’ το μαγκάλι

-μοίρες καλές- να ζωντανεύουν ίσκιους

από το παρελθόν και να μιλούν για τόπους

μιας Πατρίδας που δε γνώρισα: Σερίκιοϊ,

Σεβδίκιοϊ, Σμύρνη, Μαινεμένη.

.

Νίκος Λάζαρης, Η ένταση είναι διαρκής. Ποιήματα 1975-2002, εκδ. Τυπωθήτω – Λάλον ύδωρ, Αθήνα 2007

ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ


 

 

 

 

ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Θα περιμένουν να δουν

και τις μεγάλες καταθέσεις για να κρίνουν

Πώς καταγράφεται ο σφυγμός της ιστορίας

μέσα στην ποίηση

πώς μετουσιώνεται σε πρόζα

οι νίκες οι ήττες οι αγώνες.

Όμως είμαι αρκετά νέος

για να πάρω το μονύελο του ιστοριοδίφη

στα χέρια

ή τη σκαπάνη του τυμβωρύχου

Κι αν υπάρχει κάτι που επιβάλλεται να ιστορήσω είναι

με όση αυστηρότητα και προσήλωση γίνεται

το παρόν τούτου του σαστισμένου

από το πάθος κορμιού

που με παρασύρει ώρες ώρες στα έγκατα

Άλλωστε προτιμώ τις απλές

περιεκτικές και πολλά υπαινισσόμενες

μινιατούρες

σώμα να τρίβεσαι στο δέρμα των στίχων

έως να φτάσεις στην άφατη

γυμνότητα της λέξης

κι ύστερα –που ξέρουμε

μπορεί και νά ’ναι η ποίηση

μονάχα έλικας φανταστικού

ελικοπτέρου

.

ΜΙΜΟΣ

Στην Πλάθα Μαγιόρ

στους ήχους ενός ακορντεόν

το απόγευμα

ένας μίμος χόρευε τανγκο

με την αγαπημένη του

Χόρευε ο μίμος με τις ώρες

κι όταν πια

απ’ τον ασύλληπτο άξονα

τρυφερότητας επιστήθιας

στο χώμα έπεσ’ εξαντλημένος

εκείνη -μια αόρατη παρουσία

στο κοίλο της προέκτασης των χεριών

ορισμένη απ’ την κίνηση

και τα βλέμματα-

συνέχισε να χορεύει

μονάχη ένα τάνγκο, το πιο αέρινο

τάνγκο γύρω από το ασάλευτό του

σώμα

Μιχάλης Παπαδόπουλος, Έλικας φανταστικού ελικοπτέρου, εκδ. Φουρφουλάς, Αθήνα 2010

ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ

Κουβέρτα χιονιού.

Και όσο σκεπάζομαι

τόσο κρυώνω

.

Μόνο του σέρνει

τον σπειρωτό σταυρό του

το σαλιγκάρι.

.

Καλές μου λέξεις

πόσες φορές σας δένω

κι εσείς λυμένες.

.

«Σε θέλω», λέει

κι όλο το δάσος σφίγγει

ζηλιάρης κισσός.

.

Περσινές φωνές

στον τηλεφωνητή σου

βρήκα μονάχα.

.

Πότε τά ΄ζησα;

Σκόρπια  χρόνια σαν φύλλα.

Πότε τα ΄χασα;

Ηλίας Κεφάλας, Σιωπητήριο χιονιού 134 χαϊκού, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2005

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ

ΑΛΛΑΓΗ ΣΚΗΝΙΚΟΥ

Περπατώντας τη νύχτα στην πόλη

βλέπω να σβήνουν

τα φώτα κι οι λεπτομέρειες.

.

Ένα αυτοκίνητο πάει αργά σαν νεκροφόρα.

.

Τα μπετόν ταφόπλακα

οι ταμπέλες επιτύμβιες επιγραφές

κεραίες αντί για σταυρούς

φυτά στα μπαλκόνια για στεφάνια

και τα φώτα πίσω απ’ τα παράθυρα

αναμμένα καντήλια στους τάφους.

.

Όλοι οι νεκροί θ’ αναστηθούν

όταν το ξυπνητήρι κτυπήσει.

ΜΝΗΜΗ

Η κούνια, η μπάλα, τα χρώματα

Το κρασί, το σώμα, η θλίψη

Ο σύντροφος, τα παιδιά, τα γκρίζα μαλλιά

Η σοφία, η σιωπή, τα ογδόντα σου χρόνια

Χωράνε όλα

Σ’ ένα σκληρό δίσκο 80 γκιγκαμπάιτ.

Στέφανος Σταυρίδης, Η κωνική πραγματικότητα, παρμπρίζ, Λευκωσία 2004

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΥΠΡΗ

Η ΦΟΙΝΙΚΙΑ

.

Σε είδα στη φωτογραφία

έτσι περήφανη να ορθώνεις τ’ ανάστημά σου

και δεν σε γνώρισα.

Σε είχαμε αφήσει μικρό δεντράκι

στον κήπο του παλιού σχολείου

κι είχα την έγνοια

πως δεν θά  ‘ντεχες τη σκλαβιά.

.

Μα πες μου, πώς ψήλωσες τόσο;

Έτσι, στο πείσμα των καιρών,

ή για ν’ αγναντεύεις το πέλαγο

καρτερώντας έναν άλλο Κίμωνα;

.

Και μια κι είσαι εκεί πάνω

κοίταξε σε παρακαλώ και πες μου.

Εκείνη η τρελή ροδιά

στο φράχτη της αυλής μου

σκανδαλίζει ακόμα τους περαστικούς

-αλήθεια, ποιους περαστικούς!-

με τα φλογερά χαμόγελά της;

Και η αμυγδαλιά

τους ραίνει με ροδόλευκα πέταλα

στο καταχείμωνο

ή περιμένει ακόμα τον Ακάμαντα;

.

Και πού  ΄σαι, πριν ξεχάσω,

ρίξε το βλέμμα σου νότια προς τον Κακοτρύ και πες μου.

Στέκει ακόμα ο γερο-τέρατσος

έτσι μισός όπως τον άφησε το αστροπελέκι;

Και δίπλα του η γριά ελιά

με την κουφάλα τη δίπορτη

μετρά κι αυτή καρτερικά τους ρόζους της;

.

Γιάννης Κυπρή, Μάνδρες, Λευκωσία 2008 (δεύτερη έκδοση)

(Σημείωση ανθολόγου: Αφορμή του ποιήματος υπήρξε μια φωτογραφία της κατεχόμενης κοινότητας Μάνδρες, που λήφθηκε αρκετά χρόνια μετά την εισβολή)

ΧΡΙΣΤΟΣ ΔΑΛΚΟΣ

ΜΗΤΕΡΑ ΤΕΡΕΖΑ

Ω, ω, Τερέζες

φώναξε ο εκταφέας

τινάζοντας με σιχασιά τα παντελόνια του,

καθώς ένα μιλιούνι κατσαρίδες χύθηκαν χαρχαλεύοντας

μεσ’ απ’ τα χώματα του τάφου.

.

Παρακολούθησα μιαν απ’ αυτές

που κουτσοπεταρίζοντας με τα τεφρά φτερά της

ανάμεσα σε πιάτα, χώματα και μάρμαρα σπασμένα,

ξέκοψε από τις άλλες,

ώσπου ο κοντόχοντρος δημοτικός υπάλληλος

την έλιωσε κάτω από το βαρύ παπούτσι του.

.

Ακούστηκε ένα κριτς μονάχα¨

και τότε κάτι έσπασε μέσα μου

κι ένιωσα

πως είχε πια πεθάνει η μάννα μου για πάντα.

.

Χρίστος Δάλκος, Νευρόσπαστον τηλεχειριστηρίου, 2007

.

.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ

.

ΑΠΟ ΜΙΑ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΙΣΣΑ

.

Φίλε μου Ίσσα, (1763 – 1827, Ιαπωνία), κοίταξε

ο πρώτος τζίτζικας δεν λέει,

αυτό που λες εσύ, «σκληρή που ’σαι ζωή», μα λέει απλώς

ζωή, ζωή, ζωή, ζωή, ζωή, ζωή, ζωή…

Βέβαια έχασες τον γιο σου κι όταν άκουσες

τον πρώτο τζίτζικα σου φάνηκε να λέει

«σκληρή πού ’σαι ζωή». Το νιώθω απόλυτα.

Κι ένα ζευγάρι που φιλιότανε πιο ’κει τον ίδιο τζίτζικα

τον άκουσε να λέει «ω γλυκειά, που ’σαι ζωή». Μα ο τζίτζικας

ούτε το ένα λέει, ούτε το άλλο

λέει απλώς ζωή, ζωή, ζωή, ζωή, ζωή, ζωή, ζωή, ζωή…

(Γιάννης Υφαντής, Οι μεταμορφώσεις του μηδενός, εκδ. Άγκυρα, Αθήνα  2006)

.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΟΥΜΑΝΙΔΗΣ

Αχ! χορταράκι.

Το μπόι σου κάποτε

θα με περάσει.

(Χρήστος Τουμανίδης,  Κεριά θυέλλης, 2005)

ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΤΖΗΘΩΜΑΣ

Εγώ η πέτρα

η πρωτεϊκή

.

άφησα τους προγόνους μου

σε μακρινούς γαλαξίες.

Ταξιδεύω με την ηχώ

του χρόνου

περνώ μέσ’ από τη σιωπή

των αιθέρων

γίνομαι αιώνια γέννηση

του φωτός

καιόμενη βάτος

εύφλεκτη αγρύπνια.

Πλάθω συνεχώς

την ιστορία

κρατώ εφτασφράγιστα

μυστικά.

[..]

Καταχθόνια φίδια

σέρνονται στη ρίζα μου.

Συρρικνώνομαι

στο μέγεθος γροθιάς

και τα συνθλίβω.

[..]

Ανοιγοκλείνουν βλέφαρα

στο δέρμα μου

συλλαβίζοντας τη μυστική γλώσσα

της εύθραυστης σιωπής.

.

Θα κρατήσω μες την παλάμη μου

την ανήσυχη χαρά του παιδιού

που αφήνει ένα χάρτινο καραβάκι

στου χρόνου το διάκενο

.

Θα κρατήσω μες στη μνήμη μου

την ανυποψίαστη ματιά του παιδιού

που ζωγραφίζει ήλιο κόκκινο

να κωπηλατεί στα σύννεφα.

(Ανδρέας Χατζηθωμάς, Εγώ η πέτρα…, 2008)

Η σιωπή με φέρνει

σ’ εκείνο το ακροθαλάσσι

που κάποτε αγκάλιασα

το δἔλτα του σώματός σου.

.

Ένα γυμνό κοχύλι

ανάσκελα κοιτάζει τη σελήνη

ορθάνοικτο

ροδόχρωμο αιδοίο

να μπαινοβγαίνει μέσα του

ο πάλλευκος αφρός

σαν υδάτινο σπέρμα

.

.

Μικρό αγιασμένο κοχύλι

.

ακουμπάς στο στήθος της γοργόνας

και γίνεσαι ιερό φυλακτό της.

Κοιμάσαι στο πλάι μιας νεράιδας

και γίνεσαι η εύπλαστη επιφάνεια

μιας θεϊκής υπόστασης

λαχτάρα άφατου μυστηρίου

σαν ροδιάς ανθός

στο πρώτο κοίταγμα

σαν ρόδο ανοικτό

στο πρώτο φιλί.

.

Κι όταν το σώμα

ιδρώνει από έρωτα

στάζει στίχους και μουσική.

(Ανδρέας Χατζηθωμάς, η πέμπτη εποχή ή συνομιλία μ’ ένα κοχύλι,  Λευκωσία 2012)

ΑΝΤΡΙΑΝΑ ΚΡΗΤΙΚΟΥ

Παγίδευση

Στον Γ. Ξανθούλη

Because these wings are no longer

Wings to Fly

T.S. Eliot

Αδύναμο κι ολιγοδρανισμένο τ’ ανθρώπινο

κοπάδι μποδεμένο

ΑΙΣΧΥΛΟΥ «Προμηθέας Δεσμώτης»

Κι όταν πια

δεν σε παρηγορεί ούτε η ποίηση

τί κάνεις;

Όταν πια δεν είσαι παρά

μια Μερόπη, Ιουστίνη Ράνα

που απεγνωσμένα αναζητάς

να ζήσεις πραγματικότητες που δεν υπάρχουν

ή που υπήρξαν κάποτε.

Και γερνάς απελπισμένη

για τον χρόνο που στενεύει τα όριά σου

για τη φρικτή διαπίστωση πως

ούτε η ποίηση κάνει καλύτερη τη ζωή σου.

Τότε τί κάνεις;

Τι κάνεις όταν πια

δεν σε παρηγορεί ούτε η ποίηση;

Οιδίπους και Αντιγόνη

Οσιομάρτυρος Ζήνωνος του Κουρέως (1932-2008 μ.Χ.)

Η πληγή στο πόδι,

το σύρσιμο

και τέλος,

η ακινησία.

Τραγούδησε και κλάψε, μικρή Αντιγόνη.

Γονάτισε και με αγάπη φτιάξε την πληγή.

Ξέπλυνε και σκούπισε και δέσε…

Τραγούδησε μικρή Αντιγόνη.

Τύλιξε και ξετύλιξε επιδέσμους αφοσίωσης.

Τύλιξε και ξετύλιξε γάζες ευγνωμοσύνης.

Τραγούδησε, μικρή Αντιγόνη.

Σκύψε, κάνε σταυρό, προσκύνησε

να κλείσουν τα οιδήματα

αιώνων πατρικής στοργής

στην περιπλάνηση του κόσμου.

Αντριάνα Κρητικού, Πάλι και Πάλι…,εκδ. Πλανόδιον, Αθήνα 2011

ΛΟΥΗΣ ΠΕΡΕΝΤΟΣ

Είχαμε πάντα τις πόρτες ανοιχτές

Είχαμε πάντα τις πόρτες ανοιχτές.

Η υγρασία ταξίδευε το κιούλι στον ύπνο μας

περνούσαν οι ώρες με τα λευκά τους

κι έφερναν μνήμες και οράματα.

Τώρα τα βράδια είναι αλλιώτικα.

Κανείς δεν έρχεται, κανείς δεν φεύγει

οι σκέψεις μας κάνουν γύρο

κι όλο βυθίζονται στο μαύρο.

Αλλάζουμε ονόματα για να κρυφτούμε

παίζουμε ζάρια για να ξεχάσουμε

το πρωί ξυπνάμε από φόβο

μη μείνει η νύχτα στην αυλή μας.

Έτσι περνάνε τα χρόνια

κι ανοίγουν τρύπες στο ποτήρι μας

βγάζουν αγκάθια τα βιβλία στην ψυχή μας

ξένες σημαίες ριζώνουν στο βουνό μας.

Έχω την εντύπωση ότι

Έχω την εντύπωση ότι

με παρακολουθείς από πάνω

πετάς με το άσπρο σου νυφικό

και τα πλεχτά σου γάντια

ψιθυρίζεις

μην τρέχεις

πε-ρί-με-νε

βάλε ίσια το πηλήκιο

κι εγώ μίλια μπροστά

να ψάχνω για τους φίλους μου

να ιεραρχώ τα όνειρά μου

να κοιτώ πίσω και να κλείνω κουρτίνες

άσε ρε μάνα

τώρα θ’  αλλάξω;

Λούης Περεντός, Ονόματα της νύχτας, Λάρνακα 2012

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ

Έστιν θάλασσα – τίς δε νιν κατασβέσει;

ΑΙΣΧΥΛΟΣ, Αγαμέμνων

Στόμα της Κλυταιμνήστρας που φιλούσε

τ» ακοίμητο και πορφυρό χαλί:

-Τη θάλασσα, τη θάλασσα και ποιος θα τήνε σβήσει;

-Εγώ, της λέει ο άντρας της, θα μπω να τήνε σβήσω.

Δώσε μου λόγια της αυλής, τρανέ καραβοκύρη.

-Έχει στη μέση ένα δεντρό με τροφαντά λεμόνια

κι αν σκίσεις το τραγούδι τους, πάλι λεμόνια θα »βρεις.

-Είσαι, του λέει, ο άντρας μου, που θα μοιρολογήσω.

Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Ίμερος, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2012, σ. 35

Φλώρα Ορφανουδάκη

ΣΕ ΩΡΕΣ ΑΔΙΕΞΟΔΕΣ

Σαν μυστική περιουσία αγάπησα τις λέξεις

ράφτρα ωδών σε ώρες αδιέξοδες

αφού αδύναμη ν’ αλλάξω την πορεία του κόσμου

σ’ ένα ποίημα μετράω την τύχη του

.

Κάνω ραφές και τα στριφώματα: πως κουβαλά

ο Όμηρος μια τέτοια ιστορία

και ακουμπά σε κίονες με τα ονόματα

παλιών οπλαρχηγών

πριν οσμιστεί τις θύρες ανοιχτές

και παραδώσει σαν κύμα τη φωνή του!

.

Άλλες φορές σαν ροδάκινο το πάθος μου δίνω

Στα σεντόνια μου απάνω όσα πετούμενα

δεν έπιασε ο κυνηγός

.

Ακόμα η οδύσσεια απλώνει τα δίχτυα της

μες στη φωνή μου…

.

Η ΖΑΧΑΡΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ     ΙV

.

Το ξέρω καλά, πονάμε σαν φεύγει μια ψυχή!

Πόσες φορές σεργιάνησε ο θάνατος

μες στο κατάφωτο σαλόνι της ζωής μου

αρπάζοντας νυμφίους και γονείς

παππούδες και γιαγιάδες

ακόμα και το στερνό μου όνειρο για ένα παιδί…

.

Χρόνια η ερημιά του τοπίου μεγαλώνει

.

Πιο ειλικρινής τώρα κι από τους τρόφιμους ψυχιατρείου

καταδικασμένη στο τραπέζι ενος χειρουργείου

ονειρευόμουν ότι αγκάλιαζα ένα δικό μου μωρό

Τι θεϊκή τρυφερότητα!

.

Ω αθεράπευτη ώρα της μοναξιάς

δεν θα γνωρίσω τον ήχο της φωνής του!

Σε αναζήτησα, αιώνια αγέννητε μικρούλη μου

Της τρυφερότητας σου τον ανθό νόμισα ότι ξελόγιασα

κι έγραψα ένα ποίημα για σένα, κόρη μου

που δεν θα γεννηθείς

Γύπας η απουσία σας λυμαίνεται την ψυχή μου!

.

Φλώρα Ορφανουδάκη, Τα θαύματα το καλοκαίρι, εκδ. Γαβριηλίδη, Αθήνα 2012

ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΙΛΛΑΣ

ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ

3

Μεγάλο, θερινό φεγγάρι·

στον ίσκιο της μάντρας

τα πρόβατα αναμηρυκάζουν

τη σιωπή

.

8

Αντίκρυ στο ανθισμένο πέλαγος

θεηγόρα πεύκα·

σταλάζει ο ήλιος στη σιωπή

μικρές ωδές του κάλλους

και ξενιτείας ρήματα

.

Αντώνης Πιλλάς, Σε κήπο ξένο, εκδ. Ακτή, Λευκωσία 2012

ΕΛΕΝΗ ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ

.

Έμπαινα μέσα στον καθρέφτη

Στεκόταν στην κουπαστή και κοίταγε

τους ανθρώπους κάτω στην προκυμαία

η ωραία ανθοπώλις.

Μ’ ένα μαντήλι αποχαιρετούσε κάποιους μέσα στο πλήθος,

λύγιζε το κορμί αδέξια, κρατώντας τον κουβά

με τα λουλούδια, λες κι ήταν ο κουβάς μικρό παιδί

και νοιάζονταν μην της ξεφύγει.

Τον κράταγε σφικτά

από το χέρι,

φύσαγε τα μαλλιά της ο αέρας προς τα με

κι ήμουν εκεί, την έβλεπα

από κάποιαν απόσταση.

Μα έβλεπα κι εμένα στην κουπαστή,

να χαιρετάω τα πλήθη και να κρατάω τον κουβά

κι ήμουνα έξω από εμέ και με φυσούσε ο άνεμος…

Ωστόσο καθόμασταν δυο μέτρα πίσω,

σ’ έναν νοτισμένο πάγκο.

Το ένιωθα πως ήταν όνειρο.

Γιατί ήμουν εγώ που έβλεπα εμένα στην κουπαστή.

Μπορεί όμως και να μην ήταν,

γιατί μια μάγισσα στους τροπικούς

μου είπε επί λέξει:

«βλέπω εσένα μέσα σ’ αυτήν»

κι έδειξε το κορίτσι δίπλα μου.

Ένα κορίτσι, που όποτε ήθελε έβγαινε από μένα

κι όποτε ήθελε ξαναγυρνούσε στα εντός μου.

Λες κι ήμουνα καθρέφτης.

Σε άδειους καιρούς

στον Δημήτρη Χαραλάμπους

Επέστρεφε συχνά στα οχυρά,

επέστρεφε επί νεφέλης και καθόταν στα ορύγματα

για ώρες…

κοίταζε επίμονα τη σπαργή της μνήμης

καθώς ορθώνονταν στο άδειο τοπίο.

Οι άλλοι κοίταζαν επίμονα αυτόν.

Χτες ήρθε πάλι ξαφνικά.

Με άσπρες τρίχες στους κροτάφους,

γκρίζο γενάκι, βλέμμα αχυρένιο

κι επίπεδες εκφράσεις των χεριών,

μου φάνηκε άρρωστος,

ήρθε πάλι, μου φάνηκε κόντευε πια τα πενήντα…

Μου ζήτησε να πάμε σπίτι του,

δέχτηκα, με θλίψη μπορώ να πω, μα δέχτηκα.

Άλλωστε είχα χρόνια να τον δω,

θέλησα να του κάνω  τα χατίρια.

Χασομερούσε ασκόπως

εδώ κι εκεί, για ώρες,

κι αφού περάσαμε τη γραμμή και πλανηθήκαμε

σε τοπωνύμια αλλότρια,

φτάσαμε μεσημέρι στο χωριό του.

«Εδώ είναι το σπίτι», είπε ιδιαιτέρως νευρικός

«αυτός είναι ο αύλακας,

αντλούσαμε νερό για τα μποστάνια…»,

το σπίτι, ο αύλακας, η ροδιά

εικόνες φτιαγμένες με χώμα.

Οι ψυχές αποσύρθηκαν διακριτικά

και περπατούσαμε μονάχοι

σε άδειους καιρούς.

«Αυτή είναι η κάμαρή μου», είπε

«κι αυτό το αρμάρι των γονιών μου».

Διστακτικά το είπε, όχι για την κάμαρη, μα για το ερμάρι.

«Είναι ή δεν είναι το ερμάρι αυτό;»

αναρωτήθηκε δύο και τρεις φορές,

με την αγωνία να του υγραίνει τις ρυτίδες.

Για ένα παλιό ντουλάπι με πολλά νερά

και σκισίματα από την υγρασία αναρωτιόταν.

Πήγα δειλά και άνοιξα την ακριανή πόρτα

εκείνης της παμπάλαιας ντουλάπας.

Έτριξε ο μεντεσές,

στη μέσα μεριά του ξύλου διάβασα

τα αχνά πλην όμως ευδιάκριτα γράμματα:

«Κυπριανός, εγεννήθη στις 24 Ιουνίου 1953

Μενέλαος εγεννήθη ημέρα Σάββατο στις 15 ΜΑΡΤΙΟΥ

Δημήτρης εγεννήθει 26 Οχτωβρίου 1960».

Είναι αυτή η ντουλάπα, του είπα.

Ελένη Θεοχάρους, Η ωραία ανθοπώλις, εκδ. Αιγαίον, Λευκωσία 2012

Γεώργιος Παναγής, ΠΗΓΑΔΙΑ, Λευκωσία 2013

ΑΣΤΑΤΗ ΑΓΑΠΗ

Ολόγεμο προβάλλει το φεγγάρι στο Φιλάνι,

καράβι στου ουρανού τις θάλασσες.

Σαν την άστατη αγάπη κρύβεται στις βουνοκορφές

στους ποταμούς των άστρων χάνεται.

Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΣΤΟ ΜΟΝΟΣΠΙΤΟ

Έπεσε βαρυχειμωνιά.

Άκουσα μια μπομπαργιά,

κι είδα και ‘να φως βένετο.

ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ ΕΝΤΥΠΩΣΗ

Μελέταγα σπίτι παλιό στη Δευτερά.

Τα σμάραγδά της άπλωνε μπροστά μια μεσπιλιά.

Ο δράκος του καλοκαιριού βούτηξε στον κόρφο μιας ελιάς.

Αύρα δροσερή, θυμήθηκα για λίγο που ήμουνα παιδί.

ΛΟΥΚΑΣ ΑΞΕΛΟΣ

Έτσι ευάλωτη

Το σούρουπο καλύπτει

με το βλέμμα του

την καταπονημένη

από τον αυγουστιάτικο ήλιο

σκιά μας.

Ξερή έκταση,

που απλώνεται κυματιστά

χωρίς να συγκρατεί

την εύθραυστη κλωστή της σιωπής

που την πρώτη αλλαγή του ανέμου

κόβεται απότομα

δίνοντας τη θέση της

στο αδιάκοπο παραλήρημα των κυμάτων.

Έτσι ευάλωτη είναι η ομορφιά.

Μια λέξη, μια ματιά, μια ελάχιστη μετατόπιση,

την εξορίζουν διά παντός

αφήνοντάς μας αμήχανους

να πασχίζουμε να συλλάβουμε το αρχικό περίγραμμά της.

 

Εμφιαλωμένη ελπίδα

Κολυμπάς στο πέλαγος

σαν εμφιαλωμένη ελπίδα.

Καράβι

κλεισμένο στην μποτίλια

που για να το πιάσεις

στα χέρια σου

πρέπει να την σπάσεις.

Τελευταία πατρίδα, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα2013

2 Σχόλια to “Ανθολογία – Στέφανος – Ανθοδέσμη από ξένο μόχθο”

  1. ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ ΣΩΤΗΡΗΣ Says:

    Το Άη- Γιωρκούδι κάνει πολιτική -ή μού φαίνεται; Το 2008 έγραψα ένα ποιηματάκι -που το παραθέτω από». μνήμης εδώ. Το ονόμασα «Σουρικόν

    Ήρθαν χθες βράδυ, πάν’ απ’ την κλινη μου
    ο «Σε Διαβεβαιώ» κι’ ο «Υπ’ ευθύνη μου»
    κι’ αρχίσαν τα πειράγματα και τα γελάκια
    μού τράβαγαν το σκέπασμα, μού κάναν «γαριδάκια»

    Κι’ είπε ο ένας -«Θυμάσαι πού χες μι’ απόφαση να πάρεις,
    κι’ όπως σκέφτοσαν ως νέος Πάρις,
    σού είπα πως ήταν «υπ’ ευθύνη μου¨»:

    Κι’ είπε ο άλλος -τότε που ζήταες από την μούσα
    να σε εμπνεύσει (κι’αυτή: Απούσα !
    Μήπως θυμάσαι ποιός σε στήριξε :
    Εγώ ήμουνα -που σε διαβεβαιούσα !

    Κι’ έτσι πηγαίναμε, σαν κατρακύλι
    ή σαν δυό σκυλιά μ’ ένα ποντίκι
    που τα ενώνει -ελλείπων κρίκος-
    μία γάτα !
    (εσύτα έκανες -τώρα φάτα)

    Και κόλπα κάνανε και πάλι
    και μού τραβάγανε το προσκεφάλι
    εχθές τοβράδυ, πάνω απ’ την κλίνη μου,
    ο «Σε Διαβεβαιώ» κι’ ο «Υπ’ Ευθύνη μου»

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s


Αρέσει σε %d bloggers: